Eurokinissi
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Έτσι έζησε ο Κώστας Φέρρης τον Μάη του ’68

Σουρεαλιστικά οδοφράγματα, ιστορικές καταλήψεις και μεγαλειώδεις διαδηλώσεις ζωντανεύουν ξανά μέσα από τις γλαφυρές περιγραφές του πολύπειρου σκηνοθέτη που είχε ενεργή συμμετοχή στο θεαματικό κίνημα.

Πενήντα τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα του Μάη του ’68, οι αναμνήσεις του Κώστα Φέρρη, που τότε βρισκόταν στο Παρίσι για να γλιτώσει από τη Χούντα και είχε ενεργή συμμετοχή στις κινητοποιήσεις, παραμένουν ολοζώντανες και…εκρηκτικές. Προφανώς γιατί «το κίνημα που ξεκίνησε με την καταγγελία της κοινωνίας του θεάματος, υπήρξε το πιο εκρηκτικά θεαματικό κίνημα», όπως λέει χαρακτηριστικά.

Από την κατασκευή των ενίοτε σουρεαλιστικών οδοφραγμάτων μέχρι τη δημοφιλία του Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ και από τα κόλπα των Ελλήνων για να επιβιώσουν μέχρι την κατάληψη του Ελληνικό Περίπτερο στη Διεθνή Πανεπιστημιούπολη του Παρισιού, ο πολύπειρος σκηνοθέτης, σεναριογράφος, λιμπρετίστας και στιχουργός περιγράφει με γλαφυρό τρόπο όσα έζησε μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες ακόμη νέους που για μια στιγμή της Ιστορίας, πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο.

Φτάσατε στο Παρίσι το φθινόπωρο του 1967. Ποιες ήταν οι πρώτες σας εντυπώσεις;
Έφυγα από ένα σιδερόφραχτο αεροδρόμιο, με τους αστυνομικούς να με κοιτάνε περίεργα και την ψυχή μου να τρέμει μην τυχόν αλλάξουν γνώμη και έφτασα σε μια πόλη που ήταν ανοιχτή και ελεύθερη. Έβλεπα παντού τολμηρές πολιτικές αφίσες. Θυμάμαι σε μια στροφή μια μεγάλη ταμπέλα που έγραφε Fédération Anarchiste. Έμεινα άναυδος, γιατί ήμουν -μη βίαιος- αναρχικός. Ήμουν σε μια χώρα που υπήρχε ακόμη και Ομοσπονδία Αναρχικών! Κάτι αντιφατικό βέβαια με την ιδεολογία ενός αναρχικού.

Έφτασα εκεί την εβδομάδα που βγήκαν στα βιβλιοπωλεία δύο συγκλονιστικά βιβλία: Η κοινωνία του θεάματος του Γκυ Ντεμπόρ, και το Δοκίμιο καλής συμπεριφοράς προς χρήση των νέων γενεών του Ραούλ Βανεγκέμ. Αμφότερα πρότειναν ακριβώς αυτό που έγινε τελικά στον Μάη, την προσωπική -με ουμανιστική σκέψη- πρωτοβουλία του καθενός, την απόλυτη ελευθερία και την αποκήρυξη του σταλινισμού που ήταν τότε το μαύρο, ή μάλλον το κόκκινο πρόβατο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. 

Πώς επιβιώνατε στο Παρίσι;
Υπήρχαν τα φοιτητικά εστιατόρια όπου έτρωγες ένα πλήρες γεύμα με 1,5 φράγκο. Υπήρχε ένα τμήμα στη Σορβόννη που λέγεται Θρησκευτικές μελέτες. Εκεί είχαμε τα μέσα, καθηγητές που ήταν μέλη του ΚΚ Γαλλίας. Το τμήμα είχε καμιά σαρανταριά Γάλλους και 1300 Έλληνες που είχαν υποβάλλει αίτηση για να πάρουν την κάρτα του εστιατορίου. Η συνάφειά μας με όλες τις φυλές που ήταν τότε μαζεμένες στο Παρίσι, ήταν στενή. Με τους Γάλλους κινηματογραφιστές έγινε ακόμη πιο στενή γιατί μερικοί από εμάς, ως βοηθοί σκηνοθέτες είχαμε γνωριστεί με ντόπιους συναδέλφους μας. Ζητήσαμε κάτι απλό: όπου υπάρχει ρόλος κομπάρσου, να παίρνετε Έλληνα. Το μεροκάματο ήταν 120 φράγκα. Ζούσες έναν ολόκληρο μήνα. Κάπως έτσι σε μια σειρά ταινιών εκείνης της εποχής, αν ξέρεις πρόσωπα και πράγματα θα ανακαλύψεις ένα κάρο Έλληνες.

Μάης 68 ©2007/AP Photo

Πότε καταλάβατε ότι θα ξεσπούσαν αναταραχές;
Είχα στενή φιλία με τον Στέλιο Ράμφο που ήξερε καλά τις ιδέες του Κορνήλιου Καστοριάδη. Ήμασταν οι μόνοι από τους Έλληνες που μυριστήκαμε αμέσως ότι κάτι νέο ερχόταν. Κανείς, ούτε καν οι ίδιοι οι Γάλλοι, δεν είχαν υποπτευθεί ότι θα μπορούσε να γίνει κάτι σαν τον Μάη του ’68. Ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ ήταν δημοφιλής. Είχε ερωτικές σχέσεις με την κόρη του υπουργού Παιδείας, του κυρίου Μιζό.

Όταν οι φοιτητές κατέβασαν το αίτημα να δέχονται κορίτσια τα αγόρια στα δωμάτια τους και το αντίστροφο, κάτι που μέχρι τότε απαγορευόταν, ο Κον-Μπεντίτ εκμεταλλεύτηκε την επίσκεψη του «πεθερού» του στη Ναντέρ για να εγκαινιάσει μια πισίνα, άρπαξε το μικρόφωνο και είπε: «Κύριε Υπουργέ, εσείς εγκαινιάζετε μια πισίνα αλλά μας απαγορεύετε να έχουμε ερωτικές σχέσεις». Και τι απάντησε ο βλάξ; «Μα γι’ αυτό σας έκανα την πισίνα, για να βουτάτε μέσα και να δροσίζεστε». Ο Κον-Μπεντίτ ανταπάντησε: «Αυτός είναι ο αληθινός φασισμός». Αμέσως έγινε ήρωας. 

Συγχρόνως έρχονται πληροφορίες ότι αρχίζει ένα κίνημα στη Γερμανία με τον Ρούντι Ντούτσκε, στην Αγγλία με τον Τάρικ Αλί, στο Μπέρκλεϊ της Αμερικής. Το πράγμα είναι καυτό. Στις 22 Μαρτίου 1968 με πρόταση του Κον-Μπεντίτ και με τους Σιτουασιονιστές να βάζουν το δάχτυλό τους, συγκροτήθηκαν τα γκρουπούσκουλα για να πάρουν μια σοβαρή απόφαση: αντί να τσακωνόμαστε μεταξύ μας για τις αποχρώσεις των ιδεολογιών, ας τις βάλουμε στην άκρη, ας τις διαμορφώσουμε αφού πετύχει η επανάσταση, ας βάλουμε μπροστά την πράξη. Συμφωνούμε πχ να κάνουμε μια διαδήλωση; Πάμε όλοι μαζί ξεχνώντας τις επιμέρους ιδεολογίες. Αυτό ήταν το σημείο πραγματικής ανατροπής και στη ρίζα του βρίσκεις τον Κορνήλιο Καστοριάδη.

Το κίνημα άρχισε να κάνει δράσεις είτε για την απόπειρα δολοφονίας του Ντούτσκε, είτε για τη σύλληψη του Αλί, με αποκορύφωμα ένα περιστατικό που αφορούσε τους κινηματογραφιστές. Ο Γάλλος υπουργός Πολιτισμού, Αντρέ Μαλώ, για κάποιους τυπικούς λόγους απέλυσε τον Ανρί Λανγκλουά, τον δημιουργό της Ταινιοθήκης της Γαλλίας. Έγινε μεγάλο μπαμ.

Στις 2 Μαΐου ο Κλοντ Μιλέρ, βοηθός σκηνοθέτης στην ταινία Η Συμμορία του Μπονό, ήθελε να υποδυθώ έναν από τους τρεις χωροφύλακες που σκοτώνουν τον Μπονό, με την παράκληση, επειδή ήμουν αγριοχίπαρος, να κουρευτώ. Έβριζα αλλά τι να κάνω, έπρεπε να βγει το μεροκάματο. Καθώς με κούρευε η τότε γυναίκα μου, διότι δεν είχα λεφτά ούτε για κουρέα, είδα ξαφνικά στην τηλεόραση τον πρύτανη της Ναντέρ σε έκτακτο δελτίο ειδήσεων να λέει: «δεν πήγαινε άλλο, έφερα την αστυνομία, αναστέλλονται τα μαθήματα, η Ναντέρ θα μείνει κλειστή». «Μαλάκα, την πάτησες!» είπα μόνος μου και μούντζωσα στην τηλεόραση. 

Πήγα κατευθείαν στο Σεν Κλοντ. Τους βρήκα όλους εκεί. «Παιδιά πήρατε χαμπάρι τι έγινε;» τους είπα. «Τι να πάρουμε χαμπάρι;» ρώτησαν. Παρεμπιπτόντως η σκηνή με τους Έλληνες στο Σεν Κλοντ και τις μάχες έξω περιγράφεται παραλλαγμένη στην ταινία Λιμουζίνα του Παναγιωτόπουλου. «Αύριο θα γίνει επανάσταση» είπα. «Ποιοι θα την κάνουν ρε Φέρρη, οι φοιτητές;» λέγανε ειρωνικά. «Ναι, οι φοιτητές», λέω. «Μα το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι πώς θα γαμήσουν», επέμειναν. Έτσι όπως ήταν σκυμμένος σε ένα βιβλίο ο Στέλιος Ράμφος, σήκωσε το κεφάλι και είπε: «Λίγο το ‘χεις;»

Ποιο ήταν το κλίμα στις διαδηλώσεις;
Πίσω από τα τζάμια του Σεν Κλοντ οι Έλληνες παρακολουθούσαμε με γουρλωμένα μάτια τα τεκταινόμενα. Σε μια πολύ μεγάλη περιοχή ήταν όλα κατεστραμμένα: Ξηλωμένο πλακόστρωτο, πεσμένα φανάρια, σπασμένες τζαμαρίες. Και μέσα στην καταστροφή να κλέβει την παράσταση ένας κλοσάρ. Κρατούσε ευτυχισμένος ένα μπουκάλι κρασί και εκφωνούσε λόγο στη μέση του δρόμου: “C’est ça la France! C’est ça l’ apocalypse!” Ήταν φανερό ότι είχε ανάψει η σπίθα. Από τις 3 Μαΐου κάθε μέρα γίνονταν διαδηλώσεις. Το κίνημα που ξεκίνησε με την καταγγελία της κοινωνίας του θεάματος, υπήρξε το πιο εκρηκτικά θεαματικό κίνημα. Δεν γινόταν τίποτα χωρίς το στοιχείο της αναπαραστατικής μυθοπλασίας, και μάλιστα βιωμένης εκείνη τη στιγμή. 

Την Παρασκευή 10 Μαΐου που θα γινόταν η μεγάλη σύγκρουση, τη νύχτα των οδοφραγμάτων, η Σορβόννη ήταν κατειλημμένη από την αστυνομία. Οι φοιτητές όρισαν ένα δικό τους λόχο. Κρατιούνταν χέρι-χέρι για να προφυλάξουν τους αστυνομικούς από τυχόν προβοκάτορες. Ένας νεαρός φώναζε στους αστυνομικούς: «Πατέρα σε βλέπω, είσαι εκεί, ανάμεσά τους, είμαι ο γιος σου, θα πετάξεις δακρυγόνα πάνω μου;» Απέναντι ένας ηλικιωμένος αστυνομικός να κλαίει με λυγμούς.

Μάης 1968 ©2007/AP Photo

Ας μιλήσουμε για οδοφράγματα…
Με τα μάτια μου έχω δει ιδιοκτήτη αυτοκινήτου να φωνάζει: «Δικό μου είναι, δεν πειράζει, πάρτε το, χαλάλι σας». Φτιάχτηκαν περισσότερα από 500 οδοφράγματα. Σαν γλέντι ήταν. Έρχονταν οι καθηγητές της Σορβόννης, κάθονταν στο πεζοδρόμιο, συζητούσαν με τους φοιτητές, τους έλεγαν να μη νομίζουν ότι η Γαλλική Επανάσταση είχε ξεκινήσει με περισσότερα εφόδια, τους έδιναν θάρρος. Άλλοι ήταν με κιθάρες και τραγουδούσαν. Και οι ομάδες να φτιάχνουν τα οδοφράγματά τους. 

Ήμασταν σε αλυσίδες και περνούσαμε χέρι με χέρι πέτρες. Μου λέει η κοπέλα δίπλα μου: «Μη μου δίνεις τόσο γρήγορα τις πέτρες, θα μου πέσουν». Μη μιλάς ελληνικά, της λέω, θα μας διώξουν. Οι φοιτητές είχαν μάθει ότι όταν συλλαμβάνονταν Ισπανοί, στέλνονταν κατευθείαν στον Φράνκο, οι Πορτογάλους στον Σαλαζάρ, οπότε οι Έλληνες θα στέλνονταν στη Χούντα. Υπήρχε γραμμή: μην αφήσετε στις πρώτες γραμμές Ισπανούς, Πορτογάλους κι Έλληνες. 

Η κάθε ομάδα ήθελε να βάλει τη σφραγίδα της στο οδόφραγμά της. Θυμάμαι έναν αναρχικό να λέει: «Εγώ θα το φτιάξω μόνος μου». Όντως το έκανε πολύ ψηλό, με πέτρες, αλλά επειδή κάτι δεν του άρεσε αισθητικά, μάζεψε μια πεταμένη ραπτομηχανή, την έβαλε ανάποδα στην κορυφή, ανέβηκε με το κορίτσι του και φωτογραφήθηκαν. Ένας αναρχικός με ένα οδόφραγμα-έργο τέχνης που πήγαζε από τον σουρεαλισμό.

Η επίθεση ήταν δύσκολη για τα ΜΑΤ. Ήμασταν καλά δασκαλεμένοι. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, είχαμε περίπλοκο στρατηγικό σχέδιο. Εγώ, για παράδειγμα, πήγα με ένα κορίτσι κι έναν Γάλλο αναρχικό να εποπτεύσουμε ένα συγκεκριμένο στενό. Βρήκαμε ένα μεγάλο σωλήνα πεταμένο σε μια αυλή. Τον κουβαλήσαμε και τον βάλαμε στη μέση του δρόμου. Πάνω που πήγαμε να φύγουμε, ήρθε το καμιόνι με τα ΜΑΤ, μπήκαν στο στενό αλλά έπεσαν στο οδόφραγμα. Ευτυχώς ξαναμπήκαν στο αυτοκίνητο και, αγριοκοιτώντας μας, οπισθοχώρησαν.

Από τα σπίτια ο κόσμος πετούσε νερό για να σβήσει τα δακρυγόνα, οι φοιτητές πετούσαν πέτρες, φωτιές και θρύψαλλα παντού τριγύρω, αλλά όπως λέει στην ταινία Το Βάθος Τ’ Ουρανού Είναι Κόκκινο του Κρις Μαρκέρ, το φανάρι έμεινε αδέκαστο να αναβοσβήνει πράσινο, κίτρινο, κόκκινο, κόκκινο, κίτρινο, πράσινο. Τέλος πάντων κάποια στιγμή πήγαμε στα σπίτια μας.

Πότε και πώς αποφασίστηκε η κατάληψη του Ελληνικού Περιπτέρου;
Σε μια συνέλευση των Ελλήνων στην κατειλημμένη Σορβόνη με σκοπό να δούμε πώς θα εκδηλώσουμε την αντίθεσή μας στη Χούντα, γέμισε το αμφιθέατρο. Ένας έλεγε να κάνουμε μια διαμαρτυρία, άλλος να κάνουμε μια ειρηνική διαδήλωση, διάφορες μετριοπαθείς προτάσεις. Ώσπου πετάχτηκε έξαλλος ο Νίκος Παπατάκης, ο σκηνοθέτης, και είπε: «Όλα αυτά είναι σαχλαμάρες, να κάνουμε κατάληψη». Λέει κάποιος: «Εντάξει, να καταλάβουμε την ελληνική εκκλησία του Αγ.Στεφάνου». Ο Παπατάκης ήταν παιδί του σουρεαλισμού, είχε μια αντικληρική μανία. «Γιατί να κάνουμε κατάληψη στην εκκλησία; Τι θα κερδίσουμε;» έλεγε. 

Η συζήτηση φούντωνε. Κάποια στιγμή ήρθαν κρυφά, για να μην εκτεθούν, ο Χριστόδουλος Χάλαρης και ο ο Γιάννης Κακουλίδης και μου είπαν:  «Υπάρχει τρόπος να γίνει κατάληψη στο Ελληνικό Περίπτερο της Cité Universitaire». Ενθουσιάστηκα και πήρα το λόγο: «Αυτή τη στιγμή προτείνω να κάνουμε κατάληψη του Ελληνικού Περιπτέρου». Άρπαξα τον Γιώργο Κατακουζηνό, βγήκαμε από την αίθουσα και πήγαμε στην αίθουσα των αναρχικών. Εκεί βρήκα τον φίλο μου τον Κάρλος και του είπα ότι οι «ρεφορμιστές» -έτσι τους λέγαμε τότε- δεν ήθελαν την κατάληψη.

Μπήκαμε ξανά στην αίθουσα και ανακοινώσαμε ότι ο σύντροφος Κάρλος από την Ισπανία ήθελε το λόγο. «Σύντροφοι, το Ισπανικό Περίπτερο κατελήφθη, το Ιταλικό κατελήφθη, το Βραζιλιάνικο κατελήφθη, εσείς τι περιμένετε; Το Ισπανικό έχει ανοιχτές τις πόρτες του για να σας εξηγήσει τη στρατηγική της κατάληψης. Θα σας δώσουν ασπίδες και κοντάρια», είπε. «Κόκκινη σημαία έχουν;» ρώτησε ένας. «Βεβαίως!» απάντησε. «Μαύρη έχουν;» ρώτησα εγώ. «Βεβαίως υπάρχει και μαύρη».

Μάης 1968 ©2005/AP Photo/Guy Kopelowicz

Κλείσαμε την πόρτα για να μη φύγει κάποιος και πάει στην αστυνομία. Αν θυμάμαι καλά ήμασταν 152 άτομα. Πήγαμε στους Ισπανούς, μας τάισαν, μας εξόπλισαν, μας εξήγησαν το κόλπο: στην κατάληψη για να προλάβεις τους χαφιέδες πρέπει πρώτα να κόψεις τα καλώδια του τηλεφώνου, μετά να ανοίξεις την πόρτα, να ειδοποιήσεις τους κατοίκους ώστε να μην τρομάξουν κλπ. Πριν ξημερώσει, στη λεγόμενη γαλάζια ώρα, ξεκινήσαμε. 

Κάποιος με ρώτησε τι ήταν αυτό που μας έκανε να απλωθούμε σε ευθεία γραμμή, και όχι σαν «στρατός». Απλώς θέλαμε όλοι να είμαστε στην πρώτη γραμμή. Πήρε ο Κούνδουρος την κόκκινη σημαία, πήρα εγώ τη μαύρη. Ίσα που ακούγονταν μερικά πουλάκια εκείνη την ώρα, πριν ξημερώσει, και το θρόισμα πάνω στο χορτάρι. Ήταν συγκλονιστικά. Κάποια στιγμή έφυγαν μπροστά οι ανιχνευτές για να κόψουν το καλώδιο, να σπάσουν την πόρτα, να ανοίξουν τα παράθυρα κλπ. Η πόρτα όμως ήταν ανοιχτή. Μπήκαμε σαν κύριοι. Έτσι έγινε η κατάληψη του Ελληνικού Περιπτέρου στη Διεθνή Πανεπιστημιούπολη του Παρισιού, στις 20 Μαΐου αν θυμάμαι καλά. Ναι, την άλλη μέρα γιόρταζα. Κράτησε μέχρι τον Ιούλιο, περισσότερο από κάθε άλλη στη Γαλλία. Όταν εγκατέλειψαν την κατάληψη και οι τελευταίοι, δεν είχε μείνει καμία άλλη.

Πότε καταλάβατε ότι ο Μάης άρχισε να «ξεφουσκώνει» και ποια είναι η παρακαταθήκη του τόσα χρόνια μετά;
Τη χαριστική βολή έδωσε ένα άρθρο στη Monde που είχε τον προβοκατόρικο τίτλο Μεθυσμένο Καράβι και έλεγε ότι η Σορβόννη είχε παρακμάσει. Έτσι πήρε το πράσινο φως η αστυνομία να εισβάλλει. Το μάθαμε ενώ συνέβαινε από το ραδιόφωνο. Βγήκαμε στους δρόμους και άρχισε η τελευταία μεγάλη σύγκρουση με την αστυνομία. Θυμάμαι σαν τώρα ένα κορίτσι να παθαίνει κρίση βλέποντας ένα προεκλογικό πλακάτ των Μιτεράν, Ντε Γκωλ κλπ, να το ρίχνει κάτω και να χοροπηδάει πάνω του φωνάζοντας: «Εμείς σκοτωνόμαστε κι αυτοί κάνουν εκλογές». 

Όταν μας περικύκλωσε η αστυνομία, χωθήκαμε σε πολυκατοικίες και βγήκαμε στις ταράτσες που γέμισαν από διαδηλωτές. Οι άνθρωποι στα μπαλκόνια παρακολουθούσε το κυνηγητό. Ώσπου ακούστηκε το σήμα του δελτίου ειδήσεων, μπήκαν στα σπίτια τους για να δουν τα ίδια γεγονότα που είχαν δει με τα μάτια τους, αφήνοντας, μάλιστα, ανοιχτές τις μπαλκονόπορτες για να δούμε κι εμείς τους εαυτούς μας, έστω από μακριά, στην τηλεόραση. Αυτή ήταν η στιγμή που η κοινωνία του θεάματος υιοθέτησε ακόμη και τον Μάη του ’68, κάνοντάς τον θέαμα.

Αλλά αυτό που είχε να κάνει ο Μάης, το έκανε. Αυτό που ήταν να πετύχει, το πέτυχε. Δεν ήθελε να πάρει καμιά εξουσία. Ήθελε για λίγες μέρες, δέκα-είκοσι-τριάντα-σαράντα, να εκφραστεί ελεύθερα. Και εκφράστηκε ελεύθερα. Και τα πάντα άλλαξαν. Και προπάντων ο εαυτός μας. Γι’ αυτό δεν υπήρχε καμία απογοήτευση όταν ξεφούσκωσε όλη αυτή η επαναστατική φαντασμαγορία. Ίσως μόνο πολύ λίγη…