Το Lucifer είναι η πιο απενοχοποιημένη σειρά στην τηλεόραση αυτή τη στιγμή
Το Lucifer μπλέκει αφοπλιστικά βιβλικές αναζητήσεις και μιούζικαλ επεισόδια. Αυτή τη φορά προσπαθεί να αντικαταστήσει και τον Θεό.
- 8 ΙΟΥΝ 2021
Έχει τύχει ποτέ να πετύχετε ενήλικο άνδρα να κυνηγάει μία κότα σε ένα γυμναστήριο, την ώρα που ένας άλλος ενήλικος άνδρας τον παρακολουθεί γελώντας χαιρέκακα; Θα βοηθούσε εάν εξηγούσα ότι οι δύο αυτοί άνδρες είναι αγγελικά πλάσματα, κολλημένα στον δικό μας γήινο κόσμο, σε κατάσταση υπαρξιακής κρίσης; Το Lucifer είναι ο τύπος σειράς που δεν ενδιαφέρεται για τις ρεαλιστικές, προσωπικές αναφορές που μπορεί να έχει ο θεατής, άρα υποθέτω ότι δεν έχει και πολλή σημασία.
Το βασικό κόνσεπτ του Lucifer είναι εγγενώς θεο- (pun not intended) -πάλαβο. Η μία του πτυχή είναι ένα κλασικό αστυνομικό procedural, όπου πολλές από τις υποθέσεις βοηθούν τους ντετέκτιβ να κατανοήσουν καλύτερα τις δικές τους ανάγκες. Old school τηλεόραση καλοπροαίρεση διδακτικότητας για τους χαρακτήρες. Επειδή όμως η σειρά βασίζεται σε κόμικ του Neil Gaiman, η άλλη πτυχή είναι πως ένας εκ των δύο συνεργατών που επιλύουν τις υποθέσεις πλάι στην καθώς πρέπει, προσγειωμένη Chloe Decker (Lauren German), είναι ο Lucifer Morningstar (Tom Ellis). Βασιλιάς της Κολάσεως και bisexual Διάβολος, ο οποίος εγκαταλείπει το πόστο του στον Κάτω Κόσμο, ανοίγει κλαμπ στο Λος Άντζελες και καταλήγει να δουλεύει ταυτόχρονα ως σύμβουλος της LAPD χάρη στη βασική του υπερδύναμη – να εξαναγκάζει τους ανθρώπους να του λένε την αλήθεια για τις βαθύτερες επιθυμίες τους. Ακόμη κι αν παραβλέψει εντελώς κανείς τα εκατομμύρια χρόνια ζωής που τους χωρίζουν, ο Lucifer και η Chloe δε θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο, οπότε η will they/won’t they πλευρά του show γράφεται απλά από μόνη της.
Καθένα από τα παραπάνω στοιχεία θα μπορούσαν να είναι η ιδέα για κάποιο αξιοπρεπές, έστω και βασικό, δράμα στο Fox, το πρώτο σπίτι του Lucifer. Ίσως γι’ αυτό η πρώτη σεζόν της σειράς δε με έπεισε αμέσως, παρά την αδιαμφισβήτητη χαρισματικότητα του Ellis που εδώ υπηρετεί φανταστικά έναν ρόλο που καθορίζει καριέρες.
Προχωρώντας στη δεύτερη σεζόν όμως στη διάρκεια του πρώτου lockdown και χωρίς να διανοούμαι ότι θα με παρέσυρε μία σειρά που ισορροπεί διαρκώς μεταξύ θεολογικών αναζητήσεων και ενός πυρετώδους ονείρου με δαίμονες ντυμένους στα S&M δερμάτινα, το show με προλάβαινε συνέχεια. Κάθε φορά που πήγαινα να το στραβοκοιτάξω, η αυτοαναφορικότητά του με αφόπλιζε τελείως. Την κάνει ανοιχτόκαρδα, χωρίς εξυπνακίστικες ειρωνείες. Ξέρει ακριβώς πόσο χαζοβιόλικο κι extra είναι, και το έχει μετατρέψει στο ισχυρότερο όπλο του. Είναι fanfiction του εαυτού του και, όταν αυτό ακριβώς γίνεται ίσως η καλύτερη πλευρά ενός show, θέλει αν μη τι άλλο δεξιοτεχνία (και μία ακόμη αυτοαναφορά σε μορφή kpop χιτ, όπως το Lucifer των SHINEE).
“Crime-solving Devil, it makes sense. Don’t overthink it”. Το έκαναν και τραγούδι:
Μετά την ακύρωσή του από το Fox – για λόγους που είχαν περισσότερο να κάνουν με την ιδιοκτησία και τη διανομή του show σε σχέση με τη χρηματοδότησή του, παρά με τα νούμερά του – το Lucifer πέρασε στις παραγωγές του Netflix, με λιγότερα επεισόδια που το βοήθησαν να ανακατέψει και να καλιμπράρει καλύτερα τα συστατικά του μετά από μία μέτρια τρίτη σεζόν. Με αυτή τη μετάβαση ήρθε και η μεγαλύτερη έμφαση του στις βιβλικές του ρίζες, με τους φόνους του procedural μέρους της σειράς – εξαρχής το πιο αδύναμο νήμα του – να γίνονται (ακόμη πιο) καρτουνίστικοι, γραμμένοι περισσότερο για το σοκ ή για την κωμική αποσυμπίεση. Την ίδια στιγμή μας σύστησε την προπατορική Εύα, έναν ιερέα ταγμένο στην εξάγνιση του πλανήτη από τον πολύ γοητευτικό του Σατανά, το κόνσεπτ ενός παιδιού που γεννήθηκε μισός άγγελος-μισός άνθρωπος, τον δίδυμο αδερφό του Lucifer που τυχαίνει να είναι ο αρχάγγελος Μιχαήλ, και πρόσφατα τον ίδιο τον Θεό που προσγειώθηκε στη Γη για να εκβιάσει τον γιο του να αντιμετωπίσει μια και καλή την πηγή των προβλημάτων του. Την απόρριψη από τον μπαμπά του.
Μέσα, ωστόσο, στην άρνησή του να πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά, το Lucifer δεν κάνει το ίδιο για τους χαρακτήρες του. Η ωρίμανση του κεντρικού του χαρακτήρα γίνεται βασανιστικά αργά (η τεράστια τρίτη σεζόν των 26 επεισοδίων οδηγούσε σε δύο βήματα μπροστά και πέντε πίσω), όμως οι επιθυμίες και οι σχέσεις του Lucifer πατούν γερά στη γη. Όσο οι άνθρωποι γύρω του αντιδρούν στην πραγματική του φύση κατά τη διάρκεια της σειράς – οι αντιδράσεις ποικίλλουν από προδοσία και αγνό τρόμο μέχρι σταδιακή αποδοχή – ο Lucifer αρχίζει να την αμφισβητεί. Ως τώρα πίστευε ότι η σατανικότητα ήταν ένα κληροδότημα από τον πατέρα του, τον αιώνιο εχθρό του που τον καταδίκασε να βασανίζει ψυχές στην Κόλαση επειδή τον αψήφησε. Τώρα όμως που έχει ανθρώπους – και αγγέλους – στη ζωή του που έχουν δει την πιο επικίνδυνή του πλευρά και εξακολουθούν να τον επιλέγουν, ο Lucifer μαθαίνει πως ίσως δεν είναι εγγενώς κακός αλλά ότι είναι οι επιλογές του που θα γείρουν τη ζυγαριά στη μία ή στην άλλη του όψη. Με αυτή τη συνειδητοποίηση λοιπόν, αρχίζει να κάνει καλύτερες επιλογές και να χτίζει τη δική του εκκεντρική οικογένεια.
Δεν είναι ο μόνος που έχει την τύχη μιας τέτοιας φροντίδας από το σενάριο. Η πιστή του δαίμονας, η Maze (Lesley Ann-Brandt), έχει απελευθερωθεί από την τοξική τους σχέση και αναζητά τη δική της αυτοπραγμάτωση. Στην 5η και πιο πρόσφατη σεζόν του Lucifer – aka τη στιγμή που η σειρά απασφάλισε στ’ αλήθεια – η Maze έκλεψε το ασπρόμαυρο νουάρ επεισόδιο της σειράς κάτω από τη μύτη του πρώην αφέντη της και εξερεύνησε τη σχέση της (ή μάλλον την απουσία αυτής καλύτερα) με τη μητέρα της, Lilith. Το συγκεκριμένο επεισόδιο, γυρισμένο με δραματικό φωτισμό και dolly shots που δε χρησιμοποιούνται στο show αλλά κατέδειξαν την αφοσίωση των δημιουργών στο εγχείρημα, μαρτυρούσε το πώς βλέπει ο Lucifer τους φίλους του. Ήταν γλυκό, επομένως, το γεγονός ότι ο χαρακτήρας έθεσε ως προτεραιότητα τις ερευνητικές ικανότητες της Chloe αντί της θέσης της ως αντικείμενο του πόθου του, όπως και η διάθεση της σειράς να δώσει στη Maze το δικό της origin story, μίλια μακριά από τη μονοδιάστατη σύστασή της στην πρώτη σεζόν.
Η ψυχοθεραπεύτριά του, Linda (Rachael Harris), απέχει επίσης μίλια πια από τη λειτουργική χρήση που έχουν συνήθως τέτοιοι χαρακτήρες στην τηλεόραση, γραμμένοι κυρίως ως εργαλείο έκθεσης των εσωτερικών διεργασιών των βασικών ηρώων για χάρη των θεατών.
Ο αδερφός του, Amenadiel (D.B. Woodside), έχει πλέον εξελιχθεί από στρατιώτης του Θεού σε έναν πατέρα με αναζητήσεις, η Chloe έχει γίνει μία πρώτης τάξης ανθρώπινη πρωταγωνίστρια που ξέφυγε από κάποια αναμενόμενη σοβαροφανή εκδοχή της Dana Scully, και ο πρώην σύζυγός της και διστακτικός σύμμαχος του Lucifer, Dan (Kevin Alejandro), μετατράπηκε στον ανέλπιστο fan favourite με θρυλικό κωμικό timing που στο δεύτερο μέρος της 5ης σεζόν έδωσε ρέστα σε ένα περίπου σόλο επεισόδιο.
Με την 6η σεζόν μπροστά του (και ήδη γυρισμένη), το Lucifer επιστρέφει όλο και πιο έτοιμο να εξετάσει ερωτήματα που φιλόσοφοι και θρησκευτικοί ηγέτες προσπαθούν να λύσουν εδώ και αιώνες, αυτή τη φορά προσθέτοντας το καστ έναν Θεό που ψάχνει αντικαταστάτη και μία διαδικασία εκλογών που μπορεί να ορίσει το μέλλον του σύμπαντος.
Όλα αυτά συμβαίνουν, φυσικά, όσο διατηρεί τη εθιστική του, χαζοβιόλικη διάθεση (μετά από το impromptu μουσικό νούμερο της 4ης σεζόν, τώρα έχουμε και ένα ολόκληρο μιούζικαλ επεισόδιο όπου ο Θεός ωθεί τους ήρωες να ξεσπούν σε τραγούδι για να εκφραστούν). Παρότι περιλαμβάνει φόνους, μίσος και κοσμικές μάχες του Καλού ενάντια στο Κακό, το Lucifer παραμένει ιδιαίτερα ευγενές με τους χαρακτήρες του. Κατ’ επέκταση και με τους φαν του στους οποίους μιλά απευθείας σχεδόν από την πρώτη στιγμή.
Η 5η σεζόν του Lucifer στριμάρει ολόκληρη στο Netflix και βρίσκεται στο Νο.1 του ελληνικού Top 10 από την πρώτη ημέρα πρεμιέρας της.