Ο Κώστας Σενικίδης εκτρέφει τα πιο γρήγορα ταχυδρομικά περιστέρια της Αθήνας
Φτάσαμε ως το Κερατσίνι για να συναντήσουμε από κοντά έναν από τους πιο ξακουστούς εκτροφείς αγωνιστικών περιστεριών στην Ελλάδα. Η αγάπη του για τα περιστέρια, οι αγώνες και η ιστορία ενός είδους το οποίο «επιστρατεύτηκε» σε δύο παγκόσμιους πολέμους.
- 8 ΝΟΕ 2021
Κερατσίνι. Η ώρα είναι περίπου 10 το πρωί της Κυριακής και οι μόνοι άνθρωποι που βλέπεις στους δρόμους είναι μερικοί ηλικιωμένοι οι οποίοι επιστρέφουν στα σπίτια τους από την κυριακάτικη λειτουργία.
Φτάνουμε κάτω από το σπίτι του Κώστα Σενικίδη. Ο θόρυβος από τα ταχυδρομικά περιστέρια που βρίσκονται στη ταράτσα φτάνουν ως την αυλόπορτα. Μας χαιρετά από ψηλά και μας κατεβάζει το κλειδί της πόρτας με σχοινί. Το πιάνουμε, ξεκλειδώνουμε, ανεβαίνουμε τις σκάλες της πολυκατοικίας.
Λίγο πριν φτάσουμε στην ταράτσα, το μάτι μας πέφτει πάνω στους τοίχους γύρω από τις σκάλες, οι οποίοι είναι γεμάτοι με φωτογραφίες περιστεριών και τρόπαια από αγώνες. Σήμερα πρόκειται να συναντήσουμε έναν από τους πιο σημαντικούς εκτροφείς ταχυδρομικών – αγωνιστικών περιστεριών.
Ο κύριος Σενικίδης μάς υποδέχεται μέσα στο χαμόγελο. Μας ζητά να καθίσουμε και μας φτιάχνει ζεστό καφέ.
Το σημερινό πρωινό, παρά την κακοκαιρία των προηγούμενων ημερών, είναι ηλιόλουστο, κάτι το οποίο μας επιτρέπει να αγναντέψουμε τη θέα από την ταράτσα του σπιτιού του, η οποία φτάνει ως τα ναυπηγεία του Περάματος και τη θάλασσα του Πειραιά.
Οι ήχοι, όμως, από τα περιστέρια μάς κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Ο ίδιος τότε αφήνει την κούπα με την καφέ και μας οδηγεί στα κουμάσια στα οποία ζουν τα πτηνά που εκτρέφει. Με το που περνάμε εντός, όλα ταράσσονται από την παρουσία μας και αρχίζουν να πετούν από ‘δω και από κει.
Όταν, όμως, πηγαίνει κοντά τους αυτά ηρεμούν. Είναι λες και τον καταλαβαίνουν. Τα περιστέρια αυτά είναι όλη του η ζωή. Αυτά συναντάει όταν ξυπνάει, κι αυτά όταν πέφτει ο ήλιος. «Τα έχω σα δεύτερα παιδιά μου. Τόση αγάπη τους έχω» μας λέει όσο προσπαθεί να μας δώσει περισσότερες πληροφορίες για τα πτηνά.
Η οικογενειακή παράδοση στα ταχυδρομικά περιστέρια
Η αγάπη του αυτή πέρασε από τον παππού του, ο οποίος λάτρευε τα ταχυδρομικά περιστέρια. «Ο παππούς μου ο Πόντιος ήταν σιδεράς και τα αγαπούσε πολύ. Όπου κι αν πήγαινε τα έπαιρνε μαζί του σ’ ένα ψάθινο καλαθάκι. Εγώ πήγαινα από κοντά και κάπως έτσι μου κόλλησε και εμένα το μικρόβιο» εξηγεί ο κ. Σενικίδης.
Ο ίδιος αποφάσισε να ασχοληθεί εντατικά με εκτροφή ταχυδρομικών – αγωνιστικών περιστεριών πριν από 40 χρόνια. Και μέχρι σήμερα δεν το έχει μετανιώσει.
Τι είναι, όμως, τα ταχυδρομικά περιστέρια, ποια, η ιστορία τους και τι τα κάνει να ξεχωρίζουν απ’ όλα τ’ άλλα. Τα συγκεκριμένα περιστέρια είναι από τα αρχαιότερα είδη και θεωρούνται τα πιο έξυπνα. Αυτή την ευστροφία τους, μάλιστα, έχουν προσπαθήσει να την εκμεταλλευτούν λαοί από την αρχαιότητα έως και τον 20ο αιώνα.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς της αρχαιότητας, ο βασιλιάς Σολομώντας συνήθιζε να στέλνει μ’ αυτά τις διαταγές του στις επαρχίες του βασιλείου του, ενώ η χρησιμότητά τους ήταν απαραίτητη ακόμη και κατά τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Χαρακτηριστικό είναι, μάλιστα, πως στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιήθηκαν γύρω στα 250.000 περιστέρια για τις επικοινωνίες κυρίως μεταξύ Βρετανίας και ηπειρωτικής Ευρώπης.
Μπορεί σήμερα η επικοινωνία των ανθρώπων να γίνεται με πιο σύγχρονα μέσα, ωστόσο, τα ταχυδρομικά περιστέρια, όπως εξηγεί ο κ. Σενικίδης, δεν έχουν χάσει αυτή τους την εξυπνάδα. «Καμιά φορά τα βγάζω να κάνουν μια βόλτα εδώ τριγύρω στην περιοχή. Πάντα ξέρουν πώς να γυρίζουν στο σπίτι τους. Το ταχυδρομικό περιστέρι θα επιστρέψει πάντα στην οικία του. Το ‘χει μέσα του, σαν ένστικτο. Με τη μόνη προϋπόθεση, όμως, πως θα ‘ναι υγιές και θα ‘χει καλή φυσική κατάσταση».
Ο ίδιος θυμάται την περίπτωση ενός τραυματισμένου περιστεριού που είχε βρει μια μέρα στο λιμάνι του Πειραιά. «Ήταν πολύ καταπονημένο. Δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Λογικά έφτασε εδώ με κανένα πλοίο που ήρθε από τη Μεσόγειο. Πολλές φορές κάθονται πάνω σ’ αυτά για να ξεφύγουν από κάποιο αρπακτικό πουλί ή να ξεκουραστούν από το πολύ πέταγμα πάνω από τη θάλασσα».
«Το έφερα εδώ, το φρόντισα και μέσα στους επόμενους μήνες ήταν μια χαρά. Το έβλεπα, όμως, που ήταν στεναχωρημένο. Μια μέρα ήρθε ένας φίλος μου ήξερε από περιστέρια και μου λέει: “Το περιστέρι, να ξέρεις, θα φύγει”. “Έλα μωρέ του λέω”. Κι όμως. Μετά από μερικές μέρες άνοιξε τα φτερά του και πέταξε μακριά. Το σκέφτομαι και ανατριχιάζω. Και το φοβερό ήταν πως, έφυγε ακριβώς προς τη Μεσόγειο. Πήγε λογικά να βρει το σπίτι του».
Η διαδικασία επιλογής των επόμενων νικητών
Η ταράτσα του κ. Σενικίδη είναι χωρισμένη σε δύο κουμάσια. Σ’ αυτά που φιλοξενούν τα αρσενικά περιστέρια και σ’ αυτά με τα θηλυκά. Δεν τα βάζει μαζί, προκειμένου να μη γεννούν αλόγιστα όλο τον χρόνο. Η διαδικασία της αναπαραγωγής, όπως εξηγεί ο ίδιος, είναι πολύ προσεκτική και συγκεκριμένη.
Τα περιστέρια που βρίσκονται στα κουμάσια του, αυτή την περίοδο, είναι αποκλειστικά για αναπαραγωγή. Ο ίδιος, τέτοια εποχή κάθε χρόνο, διαλέγει τα αρσενικά και τα θηλυκά τα οποία θεωρεί πως αν ζευγαρώσουν θα του φέρουν περιστέρια τα οποία θα καταφέρουν να κερδίσουν στον αγώνα.
Αυτή η διαδικασία, όμως, είναι πολύ δύσκολη. «Υπάρχουν πολλοί που λένε πως μπορούν να διαβάσουν ποια περιστέρια θα ‘ναι νικητές από τα μάτια. Αυτούς εγώ δεν τους παίρνω στα σοβαρά. Να καταλάβω εάν ένα περιστέρι έχει ωραίο κορμό ή δυνατά φτερά, ναι. Αλλά όχι από τα μάτια. Είναι όπως στους ανθρώπους. Μπορεί κανείς να καταλάβει τι σόι χαρακτήρας είσαι από τα μάτια;».
Αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία της αναπαραγωγής, τα νεογνά περιστέρια – ηλικίας 20 έως 30 ημερών – στέλνονται στα κολομποδρόμια, εκεί όπου εκπαιδεύονται. Αφού περάσουν μερικοί μήνες εκπαίδευσης, τα νεαρά περιστέρια κατεβαίνουν σε αγώνες 300, 400 ακόμη και 500 χιλιομέτρων.
Οι αγώνες κρατούν αρκετή ώρα. Όλα τα περιστέρια ξεκινούν από το ίδιο σημείο. Όποιο καταφέρει να φτάσει πρώτο στον τερματισμό και να περάσει το πορτέλο, ο εκτροφέας του κερδίζει και το μεγάλο έπαθλο, το οποίο μπορεί να ξεκινάει από μερικές χιλιάδες ευρώ και να φτάνει σ’ ορισμένες περιπτώσεις και τα 200.000 δολάρια!
Ο κ. Σενικίδης θεωρείται ένας από τους πιο επιτυχημένους εκτροφείς στην Ελλάδα, καθώς τα περιστέρια του έχουν κερδίσει σε’ αρκετούς διεθνείς αγώνες που έχουν συμβεί τόσο στη χώρα όσο και στο εξωτερικό.
Τη νίκη, όμως, που δεν πρόκειται να ξεχάσει ποτέ είναι αυτή του 2015. Ο ίδιος συμμετείχε σ’ έναν διεθνή αγώνα στο εξωτερικό και το περιστέρι του κατάφερε κόντρα σε κάθε πρόβλεψη να πάρει την πρώτη θέση.
Ένα χόμπι στο οποίο κερδίζουν σχεδόν πάντα οι μεγιστάνες
Η επίδοσή του το κατέταξε στα 100 καλύτερα περιστέρια της κατηγορίας. Δεν κατάφερε, όμως, να το πάρει ποτέ πίσω. «Μετά τους αγώνες, τα περιστέρια που κερδίζουν μπαίνουν σε δημοπρασία, στην οποία συνήθως δεν έχουμε καμία τύχη. Το δικό μου να φανταστείς το πήρε ένας Γερμανός εκατομμυριούχος εφοπλιστής, ο οποίος έχει κερδίσει 4 φορές το παγκόσμιο πρωτάθλημα με τα περιστέρια του».
Όπως εξηγεί ο ίδιος πρόκειται για ένα πολύ ακριβό χόμπι, το οποίο τις περισσότερες φορές είναι άδικο. «Χρειάζεται να ξοδέψεις πολλά χρήματα για να αγοράσεις τις τροφές τους, τα φάρμακά τους, τα εμβόλια. Υπάρχουν αγώνες στους οποίους για να συμμετάσχεις ακόμη και μ’ ένα περιστέρι πρέπει να πληρώσεις 1.000 ευρώ. Έχει φτάσει ταχυδρομικό περιστέρι να πουληθεί ακόμη και 1,5 εκατ. ευρώ. Είναι ακατόρθωτο να ακολουθήσει αυτά τα ποσά ένας μεροκαματιάρης σαν εμένα».
«Δεν υπάρχει περιορισμός στο πόσα περιστέρια μπορείς να κατεβάσεις σ’ έναν αγώνα. Όσα αντέχει η τσέπη σου. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, ότι είναι σχεδόν ανέφικτο να ανταγωνιστείς έναν μεγιστάνα, ο οποίος έχει υπαλλήλους που δουλεύουν μόνο για εκείνον. Οι πιθανότητες είναι πολύ μικρές για διάκριση» συμπληρώνει.
Ο ίδιος, όμως, εξηγεί πως δεν εκτρέφει τα περιστέρια μόνο για τους αγώνες. «Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια, το χόμπι αυτό έχει γίνει πολύ ανταγωνιστικό και αρκετοί εκτροφείς, ακόμη και εδώ στην Ελλάδα, κυνηγούν το εμπόριο. Δεν το κάνουν πια επειδή αγαπούν τα περιστέρια αλλά για να βγάλουν χρήματα».
Η αγάπη του για τα ταχυδρομικά περιστέρια που δεν την αλλάζει με τίποτα
Η φιλοσοφία του κ. Σενικίδη, όμως, είναι διαφορετική. «Εγώ τα αγαπάω τα περιστέρια. Τα πρωινά, όταν έχω τελειώσει με τις δουλειές, κάθομαι στο κουμάσι και πίνω τον καφέ μου. Υπάρχουν μερικά περιστέρια που έρχονται κοντά μου. Με καταλαβαίνουν. Αυτό δεν το αλλάζω με τίποτα. Πολλοί λένε πως τα περιστέρια είναι δικά τους. Αυτό συμβαίνει μόνο όταν είναι στα κουμάσια. Όταν πετάνε, δεν είναι κανενός. Είναι για εκείνα και μόνο».
Τα χρόνια έχουν περάσει, και, όπως εξηγεί, δεν ξέρει κατά πόσο θα μπορεί να κάνει το συγκεκριμένο χόμπι. «Σε λίγο δεν θα έχω τις δυνάμεις να ανεβαίνω όλες αυτές τις σκάλες. Θα τα μειώσω και θα αφήσω μόνο καμιά δεκαριά για παρέα. Το θέμα είναι να μη σβήσει το άθλημα. Και δυστυχώς δεν μπαίνουν καινούργια μέλη» καταλήγει.
Έχει φτάσει σχεδόν μεσημέρι και ο καιρός έχει αρχίσει να συννεφιάζει και πάλι. Κατεβαίνουμε τις σκάλες, βλέπουμε για μια τελευταία φορά τα τρόπαια στους τοίχους και τραβάμε προς το κέντρο της Αθήνας. Το ταξίδι μας στον κόσμο των ταχυδρομικών περιστεριών έχει λήξει.