Η ηρωική αμυντική ραψωδία του Fabio Cannavaro στο Μουντιάλ του ’06
Πώς ένας πιτσιρικάς από τη Νάπολη μεταμορφώθηκε στο «Τείχος του Βερολίνου» κερδίζοντας στην πορεία το Μουντιάλ, τη Χρυσή Μπάλα και την ποδοσφαιρική αθανασία.
- 11 ΔΕΚ 2022
“Scugnizzo”, μία λέξη που δύσκολα μεταφράζεται. Μάλλον, περισσότερο μία ιδέα, παρά μία λέξη. Κάτι που περιγράφει τους πιτσιρικάδες που μεγαλώνουν στα στενά της Νάπολης ακολουθώντας, ξεχασμένοι από τα ιταλικό κράτος, τους τοπικούς κανόνες. Αναγκασμένοι πάντα να βρίσκουν τρόπους για να διασκεδάσουν τα δύσκολα χρόνια που περνούν μεγαλώνοντας. Λίγο μάγκες, λίγο ιππότες, λίγο καταφερτζήδες. Έφηβοι που ακροβατούν ανάμεσα στις μικροπαρανομίες και τα μεγάλα όνειρα να ξεφύγουν από αυτό που αγαπούν και μισούν ταυτόχρονα: τη ναπολιτάνικη καταγωγή τους.
Εκεί μεγάλωνε τη δεκαετία του ‘80 ένας όχι και τόσο ψηλός πιτσιρικάς που θα οδηγούσε μία μέρα την Εθνική Ιταλίας στο πιο ψηλό σκαλί του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Ο Fabio Cannavaro δεν έκρυψε ποτέ την ταπεινή του καταγωγή. Άλλωστε, για έναν ποδοσφαιριστή αποτελεί εχέγγυο ποιότητας. «Ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο στους δρόμους» είχε πει.
Τα 176 εκατοστά για έναν κεντρικό αμυντικό που μεσουρανούσε στα 90s και τα 00s ήταν περίπου ανέκδοτο. Ο Cannavaro όμως αναπλήρωνε -και με το παραπάνω- το μπόι που του έλειπε. Πώς; Με μία σχεδόν υπεράνθρωπη φυσική κατάσταση, ένα τρομακτικό επιτόπιο άλμα και το μοναδικό πράγμα πάνω του που ήταν περισσότερο σιδερένιο από το κορμί του: την ατσαλένια του θέληση. Η Νότια Ιταλία, άλλωστε, πάντα έβγαζε τους πιο σκληρούς λεγεωνάριους.
Για εκείνον η πρώτη ποδοσφαιρική ανάμνηση ήταν οι αγώνες της Ιταλίας στο νικηφόρο Μουντιάλ του ‘82. Τότε που έβλεπε άγνωστους μεταξύ τους Ναπολιτάνους να αγκαλιάζονται σε κάθε γκολ του Paolo Rossi λες και ήταν κολλητοί φίλοι. Θα τον σημάδευαν περισσότερο όμως οι εφηβικές του αναμνήσεις: Ο Diego να σηκώνει το πρωτάθλημα της Serie A και μαζί με αυτό μία ολόκληρη πόλη. Ήταν εκεί, κάθε Κυριακή, για να πανηγυρίσει τις θεϊκές ερμηνείες του Αργεντινού Θεού της Μπάλας.
Ήταν επίσης εκεί, ως ball boy, στον περιβόητο ημιτελικό του Μουντιάλ το 1990, όταν η Νάπολη υποδέχτηκε τον Maradona και τον στήριξε με όλη τη δύναμη της καρδιάς της· η εθνική τους ομάδα αντιμετώπιζε την Αργεντινή στον ημιτελικό, αλλά οι Ναπολιτάνοι δεν μπορούσαν να προδώσουν το πιο αγαπημένο τους παιδί. Διάλεξαν το στρατόπεδο που κανείς δεν περίμενε.
Ο Fabio Cannavaro όμως ποτέ δεν προσπάθησε να περπατήσει στα χνάρια του Diego. Από μικρή ηλικία επέλεξε το αντίπαλο στρατόπεδο: την άμυνα. Έκανε τα πάντα για να μη βρεθεί ποτέ στην άβολη θέση που άφηνε το είδωλό του τους αντίπαλους αμυντικούς. Ο Fabio δεν έτρωγε ντρίπλες, και ακόμα και αν τις έτρωγε ήταν αρκετά γρήγορος και πεισματάρης, για να προλάβει όποιον τολμούσε να του τις κάνει – καμία σχέση, δηλαδή, με τα αργοκίνητα καράβια που είχε ρεζιλέψει ο Θεός σε εκείνο το ματς με τους Άγγλους το 1986.
Οι επιτυχίες και -κυρίως- ο σεβασμός ήρθαν από πολύ νωρίς: ντεμπούτο στην αγαπημένη Νάπολι, τρόπαια με την Πάρμα, μεταγραφή-ρεκόρ στην Ίντερ, μετά Γιουβέντους, στο τέλος Ρεάλ και σχεδόν κάθε καλοκαίρι μεγάλα τουρνουά με τη Σκουάντρα Ατζούρα. Στο Μουντιάλ του 2006 ήταν πια 32 χρονών και αρχηγός της Εθνικής Ομάδας. Πόσο ψηλά όμως θα μπορούσε να φτάσει ένας όχι και τόσο ψηλός κεντρικός αμυντικός;
Δεν πήρε κόκκινη, δεν πήρε καν κίτρινη, παρότι έμοιαζε με άγριο θηρίο μπροστά στο τέρμα του Gigi Buffon. Έπαιξε συνολικά 690 λεπτά, παραδίδοντας 690 λεπτά μία ανεπανάληπτης, αμυντικής ραψωδίας.
Το πιο μεγάλο του κατόρθωμα όμως ήταν άλλο: ότι χρειάστηκε να παίξει για δύο, ανεβάζοντας τα ήδη υψηλά στάνταρτ της ιταλικής άμυνας σε δυσθεώρητα ύψη, ακόμα και όταν ο επίσης σπουδαίος -αλλά αιωνίως άτυχος- Alessandro Nesta δεν μπορούσε να συνεχίσει λόγω τραυματισμού στο τουρνουά μετά τη φάση των ομίλων. (Γιατί, εντάξει, καλός ήταν και ο Marco Materazzi, αλλά τι συγκρίνουμε τώρα;).
Εκείνο το καλοκαίρι το ταλέντο περίσσευε στη Σκούαντρα Ατζούρα. Gigi Buffon στο τέρμα, Andrea Pirlo σε ρόλο μαέστρο, Francesco Totti σε ρόλο πρώτου βιολιού και μπροστά μία πανδαισία από αστέρια που εναλλάσσονταν: Luca Toni, Alberto Gillardino και τελευταίος αλλά, προφανώς, όχι λιγότερο σημαντικός ο Alessandro Del Piero.
Μάλιστα, τα δύο πλάγια μπακ (Gianluca Zambrotta, Fabio Grosso) ήταν -σε αντίθεση με ό,τι συνηθιζόταν παλιότερα- πολύ επιθετικογενή. O Marcelo Lippi δεν είχε καμία διάθεση για κατενάτσιο, ίσως επειδή είχε το κεφάλι του ήσυχο με τον Fabio Cannavaro στα μετόπισθεν. Όχι, φυσικά, ότι οι Ιταλοί ήταν διατεθειμένοι να ανταλλάξουν τον παραδοσιακό ποδοσφαιρικό κυνισμό τους για κάποια παραλλαγή του jogo bonito. Αλίμονο.
Στους ομίλους πέρασαν αέρα, κερδίζοντας 2-0 την Γκάνα, φέρνοντας ισοπαλία 1-1 με τις ΗΠΑ, και κερδίζοντας 2-0 την Τσεχία. Σε μία πρωτόγνωρη επίδειξη ισχύος την οποία δε συνηθίζουν οι Ιταλοί στους θριάμβους τους έβαλαν 7 γκολ. Συνήθως ξεκινούν νωθρά, σχεδόν καταστροφικά, ιδιαίτερα αν θυμηθούμε και το παραλίγο νικηφόρο Μουντιάλ του 1994.
Μάλιστα, αν στη φάση των 16 πέρασαν την τελευταία στιγμή με ένα πέναλτι του Francesco Totti, στους προημιτελικούς σάρωσαν την Ουκρανία με 3-0. Ήταν φανερό ότι το επιθετικό τους ταλέντο πατούσε στις γερές πλάτες των Gigi Buffon και Fabio Cannavaro. «Το μόνο που πραγματικά χρειάζεται ένας αμυντικός όταν μπαίνει στο γήπεδο είναι να έχει αυτοπεποίθηση» είχε πει o τελευταίος. Και στο Μουντιάλ του 2006 το τήρησε ευλαβικά.
Είχε έρθει η ώρα για τα δύο ματς που ξεχωρίζουν τους world class ποδοσφαιριστές από τους θρύλους: ημιτελικός και τελικός του Μουντιάλ. Υπήρχαν όμως 11 γκολ που τους χώριζαν από τον στόχους τους. Τόσα είχε πετύχει μέχρι εκείνη τη στιγμή η οικοδέσποινα και άκρως εντυπωσιακή Γερμανία. Τα πάντσερ πήγαιναν τρένο και δάγκωναν όποιον έβρισκαν μπροστά τους στην πορεία.
Στη μάχη του Ντόρτμουντ (εκεί παίχτηκε ο ημιτελικός) είχαν όμως λογαριάσει χωρίς τον Ναπολιτάνο ξενοδόχο. Εκείνο το βράδυ ο 32χρονος Cannavaro θα έδινε την παράσταση της ζωής του. Το ματς που θα τον ανέβασε σε ένα άλλο, σχεδόν μυθικό επίπεδο. Επί 119 λεπτά οι Γερμανοί σφυροκοπούσαν την ιταλική άμυνα, αλλά ο εκείνος ήταν εκεί για να κόψει άλλη μία μπάλα, για να κλείσει άλλον έναν χώρο, για να σπάσει τον τσαμπουκά άλλου ένα Γερμανού επιτιθέμενου.
Στο τέλος, μία μαγική πάσα του Andrea Pirlo βρήκε τον Fabio Grosso -τι γκολ!- και δύο λεπτά αργότερα ο Alessandro Del Piero έστριψε όσο έπρεπε προς τα αριστερά, σαν σωστός βιρτουόζος που ήταν, για να στείλει την μπάλα με φάλτσο στην απέναντι δεξιά γωνία του Jens Lehmann.
Ναι, οι ποδοσφαιρικοί θρίαμβοι γράφονται με γκολ αλλά όλοι το είδαμε εκείνο το βράδυ: ο Cannavaro είχε στραγγαλίσει την επίθεση των Γερμανών, σαν μυθικός ήρωας που παλεύει απέναντι σε τέρατα.
Μέχρι τον τελικό, οι Ιταλοί είχαν δεχτεί μόλις ένα γκολ (το αυτογκόλ του Christian Zaccardo με τις ΗΠΑ). Κι όμως, υπήρχε κάποιος που επισκίαζε τον ηρωικό Fabio Cannavaro. Ίσως, ο μόνος που θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο στο Μουντιάλ το 2006. Οι προβολείς ήταν στραμμένοι στον Zinedine Zidane· ήταν το τελευταίο τουρνουά ενός μύθου, και είχε παίξει ως τέτοιος, παίρνοντας από χεράκι μία μάλλον αδιάφορη και χωρίς συνοχή Γαλλία μέχρι τον τελικό. Εκείνο το καλοκαίρι έδειχνε ασταμάτητος – και ήταν.
Ο νικηφόρος τελικός του Βερολίνου, σε αντίθεση με την ιταλική εποποιία ενάντια στους Γερμανούς, έγραφε παντού Zidane. Ήταν ο μόνος που κατάφερε να τους βάλει γκολ (έστω με πέναλτι). Ήταν εκείνος που κατάφερε να του κλέψει την παράσταση με τον πιο παράξενο τρόπο: μία κεφαλιά όχι στην μπάλα αλλά στο στέρνο του Materazzi. Η τελευταία κίνηση ενός θρύλου στο τελευταίο ματς της ζωής του – και μία φάση που 16 χρόνια μετά αποτελεί αντικείμενο συζήτησης, διαφωνίας και σπέκουλας.
Ο Fabio Cannavaro ήταν και πάλι πανταχού παρών εκείνο το βράδυ. Ακόμα και μετά την κουτουλιά του Zinedine Zidane στον όχι-και-τόσο-συμπαθητικό συμπαίκτη του. Στάθηκε πάνω από τον πεσμένο Materrazi σαν να ήθελε να πει: «άστον αυτόν, είμαι εγώ εδώ για σένα».
Τελικά, οι Ιταλοί θα γίνονταν πρωταθλητές κόσμου εκείνο το βράδυ, έχοντας αποδώσει σπουδαίο ποδόσφαιρο σε όλο το τουρνουά. Έκαναν όλο τον πλανήτη να καταλάβει ότι κάποιες φορές η ιερή υποχρέωση της άμυνας γίνεται τέχνη στα πόδια παικτών όπως ο Fabio Cannavaro. Και, ναι, το καλοκαίρι του ‘06 μέναμε μαγεμένοι από τον τρόπο που ένας αμυντικός ύψους 176 εκατοστών κατάπινε αμάσητες τις αντίπαλες επιθέσεις, κλέβοντας τους όλη τη δόξα.
Ο εμβληματικός αρχηγός της Σκουάντρα Ατζούρα θα κέρδιζε το Μουντιάλ μέσα στη γερμανική πρωτεύουσα στην 100η συμμετοχή του με τα ιταλικά χρώματα. Ήταν λες και είχε σχεδιάσει με μαθηματική ακρίβεια τον ποδοσφαιρικό του θρίαμβο πολλά χρόνια πριν.
Είναι σπουδαίο να είσαι ο ηγέτης και ο αναμφισβήτητα πιο αποδοτικός παίκτης μία ομάδας με αστρονομικό ταλέντο από τη θέση του κεντρικού αμυντικού.
Ο Fabio Cannavaro σήκωσε το πολυπόθητο τρόπαιο, υψώνοντας μαζί την έννοια του Ιταλού αμυντικού στην στρατόσφαιρα – όπως κάποτε ο ήρωας της πόλης του, ο Diego, είχε σηκώσει τη Νάπολη στον ουρανό.
Ήταν ένα πιτσιρικάς από τη Νάπολη που μεταμορφώθηκε στο «Τείχος του Βερολίνου» κερδίζοντας στην πορεία το Μουντιάλ, τη Χρυσή Μπάλα και, τελικά, την ποδοσφαιρική αθανασία. Μετά τον Cannavaro, ποτέ ξανά μέχρι σήμερα η άμυνα δεν κατάφερε να είναι πιο θεαματική από την επίθεση.
Στα super market Μασούτης θα βρεις όλα όσα χρειάζεσαι για να κάνεις το σπίτι σου το στέκι αυτού του Μουντιάλ! Πολλές προσφορές σε χιλιάδες προϊόντα για να μην ξεμείνεις ποτέ από προμήθειες στις βραδιές Μουντιάλ!