ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Παναγιώτης Γιαννάκης, μια ζωή στα γήπεδα

Από τα ανοιχτά γηπεδάκια της Νίκαιας, μέχρι το Γήπεδο Ζωής, ένα ταξίδι σε όλους σταθμούς της ζωής και της καριέρας του Δράκου.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

Το ραντεβού με τον Παναγιώτη Γιαννάκη δόθηκε ένα μεσημέρι Δευτέρας, στα λημέρια που ο ίδιος ξεκίνησε το μπάσκετ, το γηπεδάκι του Πλάτωνα στη Νίκαια. Καθίσαμε στις εξέδρες και μετά τις πρώτες τυπικές κουβέντες, πάτησα το rec στο μαγνητοφωνάκι του κινητού.

Η συζήτηση κύλησε πολύ ομαλά. Όταν ο Δράκος έχει όρεξη, είναι απόλαυση να ακούς τις ιστορίες του. Τον διέκοπτα μόνο για να του κάνω κι άλλες ερωτήσεις, όμως η ηχογράφηση είχε ένα σταθερό μοτίβο με έκτακτες διακοπές.

Κι αυτό γιατί κάθε τόσο, όλο και κάποιος θα περνούσε από μπροστά μας και θα χαιρετούσε τον Παναγιώτη Γιαννάκη, με τον θρύλο του ελληνικού μπάσκετ να ανταποδίδει πάντα τον χαιρετισμό.

Είναι άλλωστε μία από τις πιο αγαπητές φιγούρες στην Ελλάδα εδώ και αρκετές δεκαετίες, ένα πρόσωπο υπερκομματικό, που πάντως δε θα ενδιαφερόταν να κατέβει στην πολιτική όπως μου ξεκαθάρισε, αφού βρήκε έναν πολύ πιο ουσιαστικό και ταιριαστό τρόπο προσφοράς, μέσα από το Γήπεδο Ζωής.

Για να φτάσουμε στο Γήπεδο Ζωής όμως, ξεκινήσαμε μια βόλτα από όλα τα γήπεδα της ζωής του: από το ανοιχτό της Νίκαιας και το Αλεξάνδρειο μέχρι τη Σαϊτάμα και την περιπέτεια της Κίνας.

Νίκαια

«Κανονικά έπρεπε να υπογράψει κι ο πατέρας μου για να βγει το δελτίο, την πλαστογράφησα κι έτσι ξεκίνησε αυτό το φοβερό ταξίδι».

Η πρώτη στάση ήταν φυσικά τα ανοιχτά γηπεδάκια της Νίκαιας, εκεί όπου ο Παναγιώτης Γιαννάκης ανακάλυψε το άθλημα που θα του άλλαζε τη ζωή κατά τύχη. Το κάλεσμα στην ομάδα της περιοχής, του Ιωνικού Νικαίας δεν άργησε να έρθει και μια λαμπρή καριέρα ξεκινούσε.

Ήμουν 10 ετών και έπαιζα ποδόσφαιρο στην αλάνα πίσω από το ανοιχτό. Ξαφνικά άναψαν τα φώτα, άρχισε να μαζεύεται κόσμος, βγήκαν οι 2 ομάδες και έκαναν προθέρμανση, άρχισαν να πετάνε την μπάλα προς το καλάθι και μου φάνηκε ενδιαφέρον. Δεν το ήξερα καν το άθλημα μέχρι τότε.

Σε ηλικία 12 ετών, το 1971 με είδε ο προπονητής, Βύρωνας Κρίθαρης, όταν πήγα να επιστρέψω μια μπάλα στο δωματιάκι του επιστάτη και με ρώτησε γιατί δεν πηγαίνω να κάνω προπόνηση με την ομάδα.

Ήμουν λίγο ντροπαλός, αλλά δέχτηκα και μου έδωσε και 20 δραχμές ο παράγοντας Δάμων Δαμιανίδης, να πάω να βγάλω φωτογραφίες για το δελτίο. Τρελάθηκε τότε. Γύρισα την επόμενη μέρα με το δελτίο και από τότε δεν έχασα προπόνηση. Κανονικά έπρεπε να υπογράψει κι ο πατέρας μου για να βγει το δελτίο, την πλαστογράφησα κι έτσι ξεκίνησε αυτό το φοβερό ταξίδι.

Είχα πολύ γρήγορη εξέλιξη. Παρ’ ότι ήμουν 12, μπήκα στην παιδική ομάδα που έπαιζαν παιδιά 16 ετών και ένα χρόνο αργότερα μπήκα και στην αντρική ομάδα του Ιωνικού. Στα 14 άρχισα να παίζω λίγο μαζί τους και στους αγώνες. Δε θα ξεχάσω ένα παιχνίδι στο οποίο χάναμε αρκετά και ο κόουτς ήταν προβληματισμένος στον πάγκο, δεν ήξερε τι να κάνει κι ένας συμπαίκτης μου του φώναξε «βάλε τον μικρό».

Δεν έδινα σημασία στα δημοσιεύματα και στον θόρυβο που είχε αρχίσει να γίνεται γύρω από το όνομά μου. Όταν είχα αρχίσει να συμμετέχω στην αντρική ομάδα, αισθανόμουν υποχρεωμένος να κάνω και με την παιδική. Υπήρχε κάποια περίοδος που ήμουν καλεσμένος και στα κλιμάκια της εθνικής οπότε έκανα τρεις διαφορετικές προπονήσεις σε μία ημέρα, όλο το απόγευμά μου ήταν μπάσκετ. Πέρναγα υπέροχα.

Είναι πολλά τα παιχνίδια που θυμάμαι. Δε θα ξεχάσω τις σχέσεις που χτίσαμε στην παιδική ομάδα, που ήμασταν όλοι παιδιά της γειτονιάς. Στην εφηβική αργότερα φτάσαμε να πάρουμε το πρωτάθλημα παίζοντας κόντρα στις καλύτερες ομάδες από όλη την Ελλάδα στον τελικό που έγινε στη Λάρισα. Πλέον αυτό δύσκολα το βλέπεις, τα παιδιά μιας γειτονιάς να εκπροσωπούν μια ομάδα.

Με την αντρική ομάδα φυσικά δε θα ξεχάσω το περιβόητο παιχνίδι κόντρα στον Άρη πριν πάω να παίξω εκεί, που σκόραρα 73 πόντους. Ήμασταν μια ομάδα της γειτονιάς, κόντρα στον διεκδικητή του πρωταθλήματος. Μετά το ματς πήγαμε στα αποδυτήρια και υπήρχε ένα πανηγυρικό κλίμα από τους συμπαίκτες μου. Εγώ δεν είχα καταλάβει τι έκανα. Ήμουν σκόρερ, έβαζα 30 και 40 πόντους αλλά σε αυτό το ματς ξέφυγα. Μπήκαμε στα ντους που ήταν τότε ομαδικά και με ρωτάει ένας συμπαίκτης μου που ήμασταν μαζί από τα παιδικοεφηβικά αν ξέρω πόσους πόντους έβαλα. Έμεινα άγαλμα κι εγώ, δεν υπήρχαν και τρίποντα τότε. Συγκλονιστικό ματς, το χάσαμε στον πόντο (σ.σ. 113-114 στην παράταση), στο τέλος είχα βγει και με 5 φάουλ.

Αλεξάνδρειο

Μετά τις διαστημικές εμφανίσεις με τα χρώματα της ομάδας της γειτονιάς του, ένα πράγμα ήταν σαφές. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης ήταν πολύ σπουδαίος για να μείνει στα στενά πλαίσια της Νίκαιας. Πριν το κάλεσμα του μεγάλου Άρη όμως, ήρθε η δοκιμή του αμερικάνικου ονείρου.

Πήγα στην Αμερική για να δοκιμαστώ στους Boston Celtics στα 22, όμως χτύπησα και έκανα χειρουργείο. Μου καθάρισαν το γόνατο για να ξεπρηστεί αλλά μου είπαν ότι έχω ολική ρήξη χιαστού κι ότι πρέπει να κάνω τρία χειρουργεία ακόμα για πλήρη αποκατάσταση. Δεν είχα την οικονομική δυνατότητα, οπότε άρχισα να κάνω cybex. Μου είχαν πει να σταματήσω να σκέφτομαι ότι μπορώ να γίνω επαγγελματίας.

Στεναχωρήθηκα, αλλά δεν το έβαλα κάτω και λίγο καιρό μετά άρχισα την προπόνηση. Πονούσα, αλλά πίεζα το πόδι μου να εξασκηθεί. Δεν το είπα σε κανέναν, γύρισα στην Ελλάδα και άρχισα να παίζω πάλι μπάσκετ στον Ιωνικό, μέχρι που ήρθε η μεταγραφή μου στον Άρη. Από τον τρόπο που έπαιζα δεν μπορούσε να καταλάβει κανείς ότι είχα πρόβλημα. Ήμουν δυναμικός, με αθλητική ικανότητα, δεν τους περνούσε καν από το μυαλό να μου κάνουν εξετάσεις. Πονούσα, αλλά το συντηρούσα μόνος μου με έξτρα προπόνηση. Μερικές φορές με έπιανε κι η μέση μου γιατί είχα αλλάξει στάση στο σώμα μου. Σπάνια έλειπα από αγώνες όμως, ήμουν σκληρός με τον εαυτό μου, άντεχα στην κακουχία και στον πόνο, τον πνευματικό, τον συναισθηματικό και τον σωματικό, κι αυτό με βοήθησε πολύ.

Αυτό έγινε το 1981, εγώ έπαιζα στην εθνική ομάδα από το 1976 και από το 1979 ήδη κάποιες ομάδες είχαν ενδιαφερθεί για μεταγραφή αλλά ο Ιωνικός δεν ήθελε να με παραχωρήσει. Δεν υπήρχαν συμβόλαια τότε, υπήρχε μόνο το δελτίο μέχρι το 1972, οπότε για να γίνει μεταγραφή έπρεπε να συμφωνήσουν και οι δύο ομάδες. Ελεύθερος έμενες μόνο στα 32 σου κι αφού είχες συμπληρώσει 12 έτη στην ίδια ομάδα.

Τελικά αποφάσισα να πάω στον Άρη, μια απόφαση που οι περισσότεροι μπασκετικοί δεν περίμεναν, λόγω της παρουσίας εκεί του Γκάλη. Αποδείχτηκε ότι αν έχεις δύναμη και πίστη μπορείς να βρεις τρόπο να συνεργαστείς και να πετύχεις απίθανα πράγματα για το ελληνικό μπάσκετ, τον αθλητισμό και την κοινωνία γενικότερα. Πίστεψε ο ελληνικός αθλητισμός ότι μπορεί να πετύχει και η κοινωνία ότι ο Έλληνας μπορεί να γίνει πρωταγωνιστής, αρκεί να μάθει να συνεργάζεται. Ο Άρης έγινε η ομάδα όλων των Ελλήνων. Αυτή η συνεργασία με τον Νίκο που ήταν ένας χαρισματικός αθλητής και παίκτης, έκανε πραγματικότητα επιτυχίες που πριν δεν ήταν εύκολο ούτε να τις ονειρευτούμε.

Με τον Νικ ήμασταν διαφορετικοί χαρακτήρες, αυτό είναι αλήθεια. Υπήρχε όμως ένας αλληλοσεβασμός. Όταν μπαίναμε στο γήπεδο, ό,τι κι αν μας ενοχλούσε πριν ή μετά τον αγώνα το ξεχνούσαμε. Είναι φυσιολογικό όταν παίζεις με ένταση, με συναγωνισμό και προσπαθείς να δώσεις τον καλύτερό σου εαυτό, να υπάρχουν πράγματα που δεν τα βλέπεις με τον ίδιο τρόπο με τον άλλον. Το κυριότερο που μας ενδιέφερε όμως και τους δύο, ήταν στο τέλος να κερδίσουμε τον αντίπαλο. Δε χρειάζεται να συμφωνούμε σε όλα για να συνεργαζόμαστε. Το κυριότερο είναι να εκτιμάμε την αξία του καθενός και να βάζει ο καθένας ό,τι καλύτερο μπορεί ώστε τα αδύνατα να γίνονται δυνατά.

Ο Άρης πέτυχε κάτι μεγαλύτερο απ’ το να κατακτήσει ένα ευρωπαϊκό. Έκανε τον κόσμο να αγαπήσει το μπάσκετ. Κάτι που δεν το έχουν καταφέρει ακόμα οι υπόλοιπες ομάδες και ήταν συγκλονιστικό. Θα μπορούσε ο Άρης να κατακτήσει ένα ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, το ότι δεν τα κατάφερε ήταν θέμα λεπτομερειών.

Κατάφερε ακόμη να ενώσει την οικογένεια μπροστά στην τηλεόραση, που καθόταν η γιαγιά, ο παππούς, η σύζυγος με τον σύζυγο, τα εγγόνια, για να δουν ένα αθλητικό θέαμα στην τηλεόραση. Αυτό δεν ανταλλάσσεται με τίποτα. Όπου και να πηγαίναμε ο κόσμος έδειχνε την αγάπη του. Ήμασταν η ατραξιόν, όχι μόνο για τα ελληνικά αλλά και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Είχε τεράστια απήχηση η ομάδα, γιατί η Ελλάδα δεν είχε μέχρι τότε παράδοση στο μπάσκετ και η επιτυχία του Άρη δεν ήταν εφήμερη. Κάναμε εμφανίσεις που προκάλεσαν θόρυβο αλλά το βασικό είναι ότι μας έβλεπαν σαν να είμαστε δικά τους παιδιά, τα παιδιά της διπλανής πόρτας. Αυτό το συναντούσαμε σε πόλεις, σε χωριά, σε απομακρυσμένες περιοχές.

Δε θα ξεχάσω που είχαμε παίξει στη μικτή Ευρώπης με τον Νικ στη Βουλγαρία και επειδή είχαμε μετά παιχνίδι στη Θεσσαλονίκη και δε θα προλαβαίναμε να κάνουμε προπόνηση αν γυρνούσαμε με αεροπλάνο επειδή δε βόλευαν οι πτήσεις. Πήραμε ταξί μέχρι τα σύνορα κι εκεί θα μας περίμενε άλλο ταξί για να μας πάει κατευθείαν στην προπόνηση. Μας άφησε στη Σόφια, περπατήσαμε για να μπούμε στα ελληνικά σύνορα και στα πρώτα 3-4 χωριά που συναντήσαμε, μας περίμενε παντού κόσμος, μεγάλοι άνθρωποι, γιαγιάδες, παππούδες.

Παλέ ντε Μπερσί

Το δίδυμο Γιαννάκη-Γκάλη έκανε την Ευρώπη να παραμιλάει, όμως ο τίτλος του πρωταθλητή της ηπείρου μας ήρθε μόνο όταν ο Δράκος φόρεσε τα πράσινα του Παναθηναϊκού.

Θεωρώ ευλογία ότι κατάφερα να κατακτήσω τελικά το ευρωπαϊκό με τον Παναθηναϊκό και να συμμετέχω σε μια τέτοια επιτυχία του ελληνικού μπάσκετ ως αρχηγός και ως μέρος μιας ομάδας που στον τελικό τουλάχιστον, στηρίχτηκε πολύ στον Έλληνα παίκτη.

Αυτή η ομάδα είχε αίγλη στον ευρωπαϊκό χώρο, ο Dominique Wilkins ήταν βέβαια το πιο μεγάλο όνομα, αλλά είχαμε και τον Stojan Vrankovic με τον οποίο παραμένουμε φίλοι μέχρι και σήμερα και τη νέα γενιά του ελληνικού μπάσκετ. Τον Νίκο Οικονόμου, τον Φραγκίσκο Αλβέρτη, τον Χρήστο Μυριούνη, τον Τζαννή Σταυρακόπουλο.

Ο Dominique ήταν ένας all star, ήταν συγκλονιστικό το ότι ήρθε στην Ευρώπη. Ήταν άδικο που δεν τελείωσε τη σεζόν μαζί μας, ακόμα δεν μπορώ να ξέρω γιατί έγινε όλο αυτό. Πιθανότατα ήταν κάτι μεταξύ του προπονητή, της διοίκησης και του ίδιου, το οποίο εμείς δε μάθαμε ποτέ.

ΣΕΦ, 1987

«Το μεγαλύτερό μάς κατόρθωμα ήταν το ολοκληρωτικό παιχνίδι που κάναμε απέναντι στους Αμερικάνους, για μένα το κορυφαίο κάποιας εθνικής ομάδας απέναντι σε dream team».

Καθόλη τη διάρκεια της συλλογικής του καριέρας, ο Παναγιώτης Γιαννάκης δεν αρνήθηκε ποτέ να φορέσει τα γαλανόλευκα της εθνικής, υπηρετώντας το εθνόσημο μέχρι και τα τελευταία δευτερόλεπτα της καριέρας του. Κορυφαία στιγμή φυσικά, η κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ μέσα στην Ελλάδα το 1987, που άλλαξε τον ρου του αθλήματος στη χώρα μας.

Είχαμε αρχίσει να αντιλαμβανόμαστε ότι δεν έχουμε να φοβηθούμε κανέναν. Μετά την αποτυχία του Ευρωμπάσκετ του 1985, άρχισε να γίνεται μια νέα μάζωξη από τον κόουτς Πολίτη, ο οποίος πάντα πίστευε ότι η Εθνική ομάδα μπορεί να πετύχει σημαντικά πράγματα. Δεν ήταν εύκολο να ονειρευτείς ότι θα φτάσουμε τόσο ψηλά. Βοήθησε πολύ το γεγονός ότι πήγαμε για προετοιμασία ενόψει του προκριματικού για το Παγκόσμιο με τη Γαλλία στην Αμερική και παίξαμε κόντρα σε μαύρους αθλητές που είχαν άλλα αθλητικά προσόντα.

Πήγαμε τελικά στη Γαλλία και κερδίσαμε με 130-126 στην τρίτη παράταση, σε ένα πραγματικά συγκλονιστικό παιχνίδι, παίρνοντας την πρόκριση για τα τελικά της Ισπανίας. Και στο Παγκόσμιο, παρότι έλειπε ο Φασούλας, κάναμε καταπληκτικές εμφανίσεις.

Χάσαμε με ένα πόντο από την Ισπανία, πολύ λίγο στο τέλος από τους Σοβιετικούς. Μπορεί να μην καταφέραμε να τερματίσουμε πολύ ψηλά, αλλά δείξαμε ότι μπορούμε να παίξουμε καλά, κάτι που σπάνια καταφέρναμε μακριά από την Ελλάδα ως τότε.

Προσδοκίες λοιπόν για το 1987 υπήρχαν, αλλά για να μη φορτωθούμε με πίεση, ο αρχικός και βασικός μας στόχος ήταν να προκριθούμε στην οκτάδα, ένας μεγάλος στόχος για την εποχή. 2 χρόνια πριν είχαμε αποκλειστεί από τους 16. Είχαμε πέσει και σε έναν πολύ δύσκολο όμιλο, με Ισπανία, Σοβιετική Ένωση, Γιουγκοσλαβία, Γαλλία και Ρουμανία. Η μόνη προσιτή αντίπαλος στα χαρτιά ήταν η Ρουμανία. Η Γαλλία ήταν μια αθλητική ομάδα που πάντα μας δυσκόλευε και οι άλλες τρεις ήταν υπερδυνάμεις. Επομένως, ο στόχος ήταν ρεαλιστικός.

Κάναμε από την αρχή πολύ δυνατά παιχνίδια, κερδίσαμε τη Γιουγκοσλαβία, τη Ρουμανία και τη Γαλλία, χάσαμε για λίγο από τη Σοβιετική Ένωση και εύκολα από την Ισπανία. Ενδόμυχα πιστεύαμε ότι μπορούμε να τους κοντράρουμε όλους, δε φοβόμασταν κανέναν. Αυτή ήταν και η φιλοσοφία του κόουτς πάντα, δε μας ενδιέφερε αν οι αντίπαλοι ήταν πολύ γρήγοροι ή πολύ ψηλοί, εμείς θα οδηγούσαμε το παιχνίδι εκεί που ήμασταν καλά και στο τέλος δικαιωθήκαμε.

Αυτή τη φιλοσοφία είχα κι εγώ σαν προπονητής. Οι δυνατότητες πάντα υπάρχουν. Θέλει δουλειά, συνεργασία, πίστη και να βρίσκεις τον τρόπο να εκμεταλλευτείς τις αδυναμίες των αντιπάλων, αρκεί να είσαι ψύχραιμος και να μη χάνεις το μυαλό σου.

Μπεογκράτσκα Αρένα – Σαϊτάμα

Για τους περισσότερους, η προπονητική καριέρα του Γιαννάκη ξεκίνησε μετά το παιχνίδι με τη Βραζιλία στους Ολυμπιακούς του 1996 στην Ατλάντα, όταν και σκότωσε σε ένα βράδυ τον παίκτη μέσα του για να ενταχθεί στο επιτελείο της Εθνικής. Ωστόσο, τα πρώτα του βήματα στους πάγκους, είχαν έρθει πολλά χρόνια νωρίτερα.

Την προπονητική την ξεκίνησα από όταν ήμουν στον Ιωνικό ως παίκτης. Τελείωσα το ΤΕΦΑΑ με ειδικότητα στο μπάσκετ και αμέσως ξεκίνησα σαν προπονητής για να συμπληρώνω το χαρτζιλίκι που έπαιρνα τότε. Ξεκίνησα από τα μίνι του Ιωνικού, όπου είχα παίκτη τον Φώτη Κατσικάρη, μετά έγινα προπονητής στην ομάδα γυναικών και στη συνέχεια πήγα στη Δάφνη Δαφνίου στο Γ’ τοπικό και τον ΑΟ Δάφνης στο Β’ τοπικό με παίκτη τον Φάνη Χριστοδούλου, όπου και ανεβήκαμε κατηγορία. Μετά συνέχισα στην Προοδευτική, μέχρι να φύγω για τις ΗΠΑ.

Όταν σταμάτησα το μπάσκετ, μου πρότεινε ο κύριος Βασιλακόπουλος να αναλάβω την εθνική ομάδα, εγώ του είπα ότι θέλω για κάποιο χρονικό διάστημα να πάω στην Αμερική, να δω κάποια πράγματα, να παρακολουθήσω και λίγο την ομάδα. Τελικά, στην αρχή απλά κάθισα στον πάγκο στα προκριματικά και επικεφαλής ήταν οι προπονητές και το καλοκαίρι του 1997, πριν από το Ευρωμπάσκετ, ανέλαβα.

Ήταν μια δύσκολη περίοδος για το ελληνικό μπάσκετ τότε. Πολλοί λίγοι ήταν βασικοί στην ομάδα τους, ο Άγγελος Κορωνιός στο Περιστέρι, ο Γιώργος Σιγάλας στον Ολυμπιακό, ο Νίκος Οικονόμου στον Παναθηναϊκό. Ο Φραγκίσκος Αλβέρτης ήταν αναπληρωματικός του Μποντιρόγκα, ο Φασούλας δεν είχε έρθει στο τουρνουά, είχε έρθει μόνο ο Φάνης.

Είχε αρχίσει να γίνεται μια ανανέωση, νομίζω ότι τελικά τα πήγαμε αρκετά καλά, παρότι υπήρχε μια άδικη κριτική στην ομάδα, η οποία νομίζω ότι οφειλόταν στο ότι ήμουν εγώ προπονητής, κάτι που δεν άρεσε σε πολύ κόσμο. Υπήρχαν κάποιοι που θα ήθελαν αυτή τη θέση αντί για εμένα και βρήκαν ευκαιρία να με χτυπήσουν. Φυσιολογικό μου φαίνεται αυτό, αλλά η 4η θέση στην Ευρώπη και στον κόσμο ένα χρόνο αργότερα δεν είναι αποτυχία.

Το 1999, με τους ίδιους παίκτες, η εθνική βγήκε 16η στο Ευρωμπάσκετ και το 2001 12η. Οπότε μάλλον θα έπρεπε να θεωρήσουμε ότι τα παιδιά πέτυχαν τότε. Για να κάνεις απολογισμό μίας πορείας, πρέπει να μετράς όλα τα δεδομένα. Πιστεύω ακράδαντα ότι αν συνεχίζαμε μαζί, αυτό το γκρουπ παιδιών θα κατακτούσε κάτι στο επόμενο τουρνουά.

Όταν μου δόθηκε η ευκαιρία να αναλάβω τη δεύτερη φορά, ήμουν από τους ανθρώπους που πίστευαν ότι αυτά τα παιδιά δεν είχαν δείξει τις δυνατότητές τους. Χρειαζόντουσαν λίγη βοήθεια για να ανακαλύψουν πώς να κάνουν θαύματα. Δεν είναι θέμα δικαίωσης. Είναι θέμα πίστης, αναγνώρισης των προσόντων σου και τρόπου λειτουργίας. Να προσπαθείς να βρεις τρόπο να μάθεις τα στελέχη σου να αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις με ψυχραιμία. Είναι κάτι που έχει δράση και αντίδραση, πρέπει να το προετοιμάσεις βιωματικά για να σε βοηθήσει στις πραγματικές συνθήκες μιας δυσκολίας. Αυτή η ομάδα δίδαξε το πώς μπορεί κάποιος να είναι αποτελεσματικός και πώς μπορεί να παίρνει πράγματα μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Το μεγαλύτερο κοπλιμέντο ήταν το «θα θέλαμε να παίζουμε σαν τους Έλληνες» που ακούστηκε από πολλές ομάδες.

Και βέβαια το μεγαλύτερό μάς κατόρθωμα ήταν το ολοκληρωτικό παιχνίδι που κάναμε απέναντι στους Αμερικάνους, για μένα το κορυφαίο κάποιας εθνικής ομάδας απέναντι σε dream team και πιθανότατα το κορυφαίο στην ιστορία της εθνικής μας.Το πίστευα και για να μεταδοθεί αυτό και στους παίκτες, θέλει δουλειά που ήταν συσσωρευμένη. Αν δει κανείς την ιστορία αυτής της ομάδας, θα αντιληφθεί ότι είναι μια ομάδα που πίστευε, είχε επιμονή και υπομονή και καθαρό μυαλό στις δύσκολες στιγμές.

Υπήρχαν άνθρωποι που αγαπούσαν την εθνική ομάδα και έφευγαν από αγώνες πριν τελειώσει επειδή νόμιζαν ότι χάσαμε το ματς. Δε σταματήσαμε να παίρνουμε τις ευκαιρίες που μπορούσαμε να πάρουμε. Όπως έδειξαν και στην καριέρα τους αργότερα αυτά τα παιδιά, η εθνική ομάδα ήταν το βήμα που τους έδωσε την απαραίτητη ώθηση, τους έκανε πρωταγωνιστές, ανακάλυψαν πώς μπορούνε να είναι κορυφαίοι. Η εθνική τους έδειξε το δρόμο.

Η ομάδα του 2005-2006 ήταν ένα δείγμα της ελληνικής σχολής μπάσκετ, με κάποια στοιχεία που θα μπορούσαμε να έχουμε και σήμερα, γιατί σίγουρα εξελίσσεται το σπορ. Τον τρόπο που παίζαμε πάντως τον ζήλευαν. Για να είμαστε ρεαλιστές βέβαια, το μπάσκετ έχει γίνει διεθνές, έχουν αναμιχθεί οι κουλτούρες, απλά εσύ πρέπει να βρεις τον τρόπο να γίνεσαι αποτελεσματικός με τα δικά σου όπλα. Οι πληροφορίες υπάρχουν παντού.Τα πιο βασικά από αυτά που μας λείπουν στο ελληνικό μπάσκετ και τον αθλητισμό, είναι στην οργάνωση, είμαστε πολύ πίσω σε αυτό.

Η Εθνική ομάδα είναι η Εθνική ομάδα, όταν σου ζητάει να συμπαρασταθείς, πρέπει να βρεις τον τρόπο. Αυτό ήταν αρχή μου από όταν ήμουν μικρό παιδί και αυτό θα κάνω αν μου ζητηθεί και σήμερα.

Θα βρει τον τρόπο ξανά η Εθνική να πετύχει, θέλει υπομονή, τα παιδιά έχουν τα προσόντα, όμως πρέπει να είμαστε πιο συγκεντρωμένοι στις αναποδιές που συμβαίνουν σε ένα ματς, γιατί αυτές θα έρθουν σίγουρα. Είναι και πνευματικό το ζήτημα, πρέπει να μάθουμε να κερδίζουμε και χωρίς να παίζουμε καλά.

Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι ατραξιόν μεγάλη και τεράστια διαφήμιση για την πατρίδα μας, όχι μόνο για το μπάσκετ. Είναι ευλογία.

Τον κόουτς Σπανούλη τον βλέπω μια χαρά. Αγαπάει αυτό που κάνει, πρέπει να έχουμε υπομονή μαζί του και να τον υποστηρίξουμε, μακάρι τα άλματά του να είναι μεγαλύτερα από τα δικά μου. Τα εύκολα είναι γι’ αυτούς που δε θέλουν να δουλέψουν σκληρά του Βασίλη του αρέσει η σκληρή δουλειά. Φαινόταν απ’ όταν ήταν παίκτης ότι θα γίνει καλός προπονητής.

ΣΕΦ, 2008

Ο Ολυμπιακός δεν ήταν η πρώτη δουλειά του Παναγιώτη Γιαννάκη σε σύλλογο, αφού είχε προηγηθεί η θητεία του Δράκου στον Πανιώνιο και το Μαρούσι, στο οποίο ανέδειξε φυσικά τον Βασίλη Σπανούλη και το οδήγησε μέχρι τους τελικούς της Α1. Ήταν όμως η κίνηση που έκανε τον περισσότερο θόρυβο, για ευνόητους λόγους, με τον ίδιο να βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να ακούει τους κάφρους των γηπέδων να τον βρίζουν εν χορώ, αφού το οπαδικό μίσος είναι δυστυχώς πάνω από οποιοδήποτε σύμβολο σε αυτή τη χώρα.

Δεν έχω μετανιώσει. Έγινε με τον τρόπο που θα έκανε οποιοσδήποτε αγαπάει το μπάσκετ. Ενημέρωσα τον Γιώργο Κολοκυθά, ρώτησα αρχικά αν μπορούσα να μιλήσω με τον Ολυμπιακό και τα βρήκαμε. Έτσι έγινε αυτή η μετάβαση, κανείς δε μου είπε ότι δε θα έπρεπε να γίνει. Φυσιολογικό ήταν να πάω σε μια ομάδα που μπορούσε να φτάσει σε υψηλά επίπεδα απόδοσης και να κάνει πράγματα στο ευρωπαϊκό επίπεδο.

Δεν είναι ωραίο οι συμπεριφορές να είναι ακραίες. Επειδή έχω πάει σε όλο τον κόσμο, ονειρεύομαι τη στιγμή που δε θα είναι τόσο ακραίες οι συμπεριφορές στη χώρα μας για πράγματα όπως είναι ο αθλητισμός. Μακάρι κάποια στιγμή να καταφέρουμε να παίζουμε τα παιχνίδια με γεμάτα γήπεδα, όπου ο καθένας θα στηρίζει την ομάδα του με τον τρόπο που ξέρουν οι φίλαθλοι.

Ο Ολυμπιακός έχει μεγάλη πρόοδο κάθε χρόνο κι αυτό φαίνεται. Στηρίχθηκε και η ομάδα είναι κάθε χρόνο και καλύτερη, είναι πολύ ωραίο αυτό που βλέπει κάποιος και αξίζουν συγχαρητήρια σε όλους.

Πεκίνο

Μετά την εμπειρία του Ολυμπιακού και έπειτα από ένα σύντομο πέρασμα από την ιστορική Λιμόζ, ο Παναγιώτης Γιαννάκης βρέθηκε να βιώνει μια διαφορετική εμπειρία ζωής στην Κίνα, αναλαμβάνοντας την εθνική ομάδα της χώρας.

Η Κίνα είναι μια τεράστια χώρα με πολλές προϋποθέσεις και απίστευτες δυνατότητες, ωστόσο βιάζονται να κάνουν πράγματα που δεν μπορούν ακόμη να τα υλοποιήσουν.

Έκαναν ένα πρωτάθλημα αλά NBA, με 2-3 παιχνίδια της εβδομάδα, κάτι που δε βοηθάει να βελτιωθούν οι παίκτες. Δεν κάνουνε προπόνηση, είναι μεγάλα τα ταξίδια, έχουν τελείως διαφορετική νοοτροπία στον τρόπο με τον οποίο μεγαλώνουν τα παιδιά.

Αδικούν κάπως την ικανότητα που έχουν γιατί αγαπούν πολύ το μπάσκετ. Τα ανοιχτά γήπεδα είναι γεμάτα μπασκετμπολίστες, κάτι που με στεναχωρεί πλέον στην Ελλάδα, που δε βλέπω παιδιά στα γηπεδάκια.

Στην Κίνα μπορείς να βρεις τρόπο να περνάς ωραία, στις μεγάλες πόλεις έχουν μπει πια αρκετοί ξένοι για να δουλέψουν. Οι πόλεις είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, υπάρχουν οι πιο βιομηχανικές, όπου είναι δύσκολο να ζεις εκεί και οι πιο προηγμένες, όπως είναι η Σανγκάη και το Πεκίνο. Είναι μια αχανής χώρα, με διαφορετικές κουλτούρες από περιοχή σε περιοχή.

Γήπεδο Ζωής

Από όλα τα γήπεδα της ζωής του Παναγιώτη Γιαννάκη, ίσως το πιο σημαντικό είναι το Γήπεδο Ζωής. Εκεί όπου το όραμα του Προέδρου του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, Ανδρέα Δρακόπουλου, να βοηθήσει ώστε να δημιουργηθούν ευκαιρίες εξέλιξης για όλα τα παιδιά και τους νέους, ειδικά σε περιοχές με περιορισμένη πρόσβαση σε τέτοιες ευκαιρίες, και το όραμα του Παναγιώτη Γιαννάκη να εμπνεύσει τις νέες γενιές και να παρακινήσει τα νέα παιδιά σε έναν υγιή τρόπο ζωής, ξεκινώντας από την πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε, συνδυάστηκαν σε ένα φιλόδοξο σχέδιο.

Αισθάνομαι πάντα ιδιαίτερα όταν βρίσκομαι στη Νίκαια. Μου θυμίζει το πώς κατάφερα να ανακαλύψω ότι μέσα από την μπάλα του μπάσκετ, μπορούσα να βγάλω την ενέργεια και τη δημιουργία από μέσα μου και να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο, ξεκινώντας από ένα παιχνίδι.

Κάτι που τα σημερινά παιδιά ναι μεν έχουν την ευκαιρία, αλλά το μυαλό τους είναι περισσότερο στο τέλος του ταξιδιού, σε μια μεγάλη επιτυχία στη ζωή τους, παρά στην ευλογία που δίνει ο αθλητισμός και τη σχέση σου με τα άλλα παιδιά, τη γειτονιά και τους φίλους σου.

Σε όλες αυτές τις γειτονιές, που οι γονείς δουλεύουν από το πρωί μέχρι το βράδυ, υπάρχουν παιδιά με δύναμη και δυνατότητες μέσα τους, όχι μόνο στον αθλητισμό. Εγώ έτυχε να βρω τυχαία τη διέξοδό μου στο παιχνίδι και στον αθλητισμό, όμως στο Γήπεδο Ζωής θα υπάρχουν δράσεις για να μπορέσουν να ανακαλύψουν τα παιδιά πού έχουν κλίση και ίσως να μην το ξέρουν καν μέχρι εκείνη τη μέρα.

Στόχος είναι να μπορέσουν να πάρουν τα παιδιά διαφορετικά ερεθίσματα από αυτά που τους δίνει η τηλεόραση και το ίντερνετ, να βρουν κάτι που τους κάνει ευτυχισμένους όσο το κάνουν και πού ξέρεις; Μπορεί αυτό να είναι το πλοίο που εγώ βρήκα στην μπάλα.Με το Γήπεδο Ζωής άλλωστε προσφέρουμε και βοηθάμε τα παιδιά να ανακαλύψουν το ταλέντο που έχουν μέσα τους. Όλα τα παιδιά έχουν κάτι να δώσουν στη ζωή τους κι εμείς είμαστε εδώ για να τους δώσουν το ερέθισμα να το βρουν, είτε είναι αθλητισμός, είτε είναι στις τέχνες, είτε στις επιστήμες και στον πολιτισμό κι έτσι να δυναμώσουν τον χαρακτήρα τους και να βοηθήσουν την κοινωνία μας να γίνει καλύτερη.

Ό,τι και να πω για τον κύριο Δρακόπουλο, τον πρόεδρο, θα είναι λίγο. Είναι ένας άνθρωπος που πραγματικά ενδιαφέρεται για την Ελλάδα και τους ανθρώπους της. Αισθάνομαι μεγάλη χαρά που συνεργαζόμαστε για να δημιουργήσουμε αυτή την αγκαλιά για τα παιδιά. Θα είναι ένας χώρος που θα τους δίνει τη δύναμη να κατακτήσουν τα όνειρά τους.