Clay Enos/© 2017 Warner Bros. Entertainment Inc.
ΣΙΝΕΜΑ

Ο Bradley Cooper έπρεπε να έχει ήδη κερδίσει ένα Όσκαρ για το A Star Is Born

Η κυκλοφορία του Maestro στις αίθουσες μάς δίνει αφορμή να θυμηθούμε ξανά μια σπουδαία ερμηνεία που αδίκως πέρασε σε δεύτερη μοίρα.

Ο Bradley Cooper θα κερδίσει Όσκαρ φέτος, μάλλον. Δεν έχει και τρομερή σημασία, αν δεν το κερδίσει φέτος θα το κερδίσει την επόμενη φορά, είναι θέμα χρόνου γενικά: ο ίδιος το θέλει ακραία πολύ, το industry τον εκτιμά, η Ακαδημία τον προτείνει ασταμάτητα(*), ε, δεν θέλει και πολλή σκέψη, θα το κερδίσει.

Όποτε κι αν συμβεί αυτό, για οτιδήποτε κι αν κερδίσει, εγώ θα είμαι όρθιος και θα χειροκροτώ, το δηλώνω από τώρα.

Γιατί ο Bradley Cooper έχει δώσει την αγαπημένη μου ίσως ερμηνεία των ‘10s, στο A Star Is Born.

Ναι, η ταινία εκείνη ήταν η Στιγμή της Lady Gaga, συμφωνώ, αλλά μπορούν οι αλήθειες να συνυπάρχουν. Το A Star Is Born ήταν η στιγμή που η Lady Gaga γεννήθηκε ως αληθινή ηθοποιός, αλλά ήταν και η στιγμή που κοίταξα αυτό που έκανε ο Bradley Cooper και έμεινα με το στόμα ανοιχτό και με πόνο στην καρδιά. Γιατί αυτό δεν είναι ερμηνεία, είναι αυτό που λέμε ενσάρκωση.

(*Για την ιστορία, ο Cooper έχει μέχρι σήμερα προταθεί για 9 Όσκαρ: τέσσερα ως παραγωγός για τα A Star Is Born, American Sniper, Nightmare Alley και Joker, τρία Α’ Ανδρικού Ρόλου για τα Silver Linings Playbook, American Sniper και A Star Is Born, Β’ Ανδρικού Ρόλου για το American Hustler και Σεναρίου για το A Star Is Born. Επίσης, έχει κερδίσει δύο Grammy για το σάουντρακ του A Star Is Born. Φέτος θα προταθεί για άλλα 2-3 Όσκαρ για το Maestro αλλά το πιο σημαντικό ερώτημα είναι: Θα κερδίσει επιτέλους το πρώτο του;)

Το A Star Is Born του ‘18 ήταν το πολλοστό ριμέικ της ίδιας παλιάς χολιγουντιανής ιστορίας, που εμφανέστατα δε θα πάψει ποτέ να είναι διαχρονική. Είχε ξεκινήσει ως πρότζεκτ του Clint Eastwood, που στη συνέχεια το άφησε στα χέρια του Cooper ο οποίος ανέλαβε να το γυρίσει ως σκηνοθετικό του ντεμπούτο.

Η σχέση του Cooper με τον Eastwood παίζει μεγάλο ρόλο εδώ, γιατί είναι αυτός που τον έπλασε ως κάτι αληθινά βαθύ ως προς την ερμηνευτική περσόνα του. Για χρόνια, ο Bradley Cooper έγινε αναγνωρίσιμο multiplex πρόσωπο μέσα από το Wedding Crashers, τα Hangovers κι άλλες edgy κωμωδίες ή/και rom-com που τον είχαν στο προσκήνιο ως έναν αιχμηρό, αναπολογητικά ψιλο-αντιπαθητικό άντρα με κάτι το μανιακό στη συμπεριφορά του.

Ο Guy Lodge στον Guardian κάνει μια εξαιρετική παρατήρηση πάνω στο πώς αυτές οι δύο ερμηνευτικές πτυχές του εξερευνήθηκαν στη συνέχεια από δύο διαφορετικούς σκηνοθέτες, τον David O Russell που ανέπτυξε τη μανιακή του πτυχή στο Silver Linings Playbook και τον Clint Eastwood που εμβάθυνε σε ένα χτυπημένο machismo δίχως κατεύθυνση και άγκυρα, με το American Sniper.

Ο Cooper προτάθηκε για Όσκαρ ερμηνείας και για τις δύο ταινίες, και μια προσεκτική ματιά και στις δύο (συνδυαστικά, αλλά και κάθε μία ανεξαρτήτως της άλλης) έδειχνα πως είχαμε εκεί έναν ηθοποιό εργάτη που είχε πάρα πολλά να δώσει και να εξερευνήσει πέρα από την περσόνα που είχε νωρίτερα αναπτύξει στη μεγάλη οθόνη.

Αν για κάτι είμαστε σίγουροι για τον Bradley Cooper, είναι πως πρόκειται για σπουδαίο μαθητή. Στον Howard Stern εξηγεί πως το Actors Studio που όλοι κοροϊδεύουν, τον ίδιο τον βοήθησε να μάθει πολλά βασικά πράγματα για την τέχνη του. Ομολογεί πως εκεί που άλλοι μπορούν απλά να διαβάσουν κάτι και να πάνε να το παίξουν, ο ίδιος θέλει μελέτη και δουλειά, πρέπει πρώτα να καταλάβει και μετά να παίξει.

Το να αναγνωρίζεις πως δεν είσαι χαρισματικός είναι ήδη ένα τεράστιο προσόν από μόνο του, κι ο Cooper εμφανώς μπόρεσε να βρει τα στοιχεία που τον ελκύουν ερμηνευτικά και να δουλέψει σε αυτά, δίπλα σε σκηνοθέτες που ήξεραν πώς να βγάλουν πράγματα από αυτόν. Το ότι κληρονόμησε το A Star Is Born από τον Eastwood είναι κάπως συμβολικό κιόλας μιας και, όπως γράφει κι ο Lodge, κι ο ίδιος ο Eastwood «μετακινήθηκε πίσω από την κάμερα για να επεκταθεί πάνω σε μια σκληρός-άντρας παρουσία που άλλοι σκηνοθέτες δεν είχα διάθεση να προκαλέσουν».

Με άλλα λόγια, ο Eastwood άρχισε να σκηνοθετεί τον εαυτό του και είχε ξαφνικά τόσα να πει και να ανακαλύψει πάνω σε ιδέες αντρισμού και ηρωισμού και αμερικάνικης ψυχοσύνθεση που άλλοι σκηνοθέτες έβλεπαν πάνω του εντελώς μονοδιάστατα και απλουστευτικά. Δεν είναι ακραίο αν σκεφτούμε τον Bradley Cooper με αντίστοιχους όρους: Στο εμπορικό σινεμά, ήταν πάντα ο τύπος που μοιάζει λίγο σαλεμένος, λίγο επικίνδυνος, λίγο αναπολογητικά edgy, λίγο κατεξοχήν μέλος της κάφρικης αντροπαρέας. Εκείνος που φωνάζει, εκείνος που είναι πάντα απρόβλεπτος, εκείνος που είναι το παιδί-αφίσα για το τι σημαίνει Ο Σύγχρονος Άντρας Σήμερα.

Ελάχιστοι στάθηκαν να αναρωτηθούν, ΟΚ, αλλά γιατί; Τι κρύβεται κάτω από όλα αυτά;

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στις δύο ταινίες που έχει ως τώρα σκηνοθετήσει, βάζει τον εαυτό του στο μέσον της ιστορίας, πάντα σε αντιδιαμετρική δραματουργική σχέση με κάποια γυναίκα-σταρ-ερμηνεύτρια, πάντα μέσα σε ένα περιβάλλον σύγχρονων ροκ/μουσικών μύθων. Στο Maestro παίζει έναν θρυλικό δημιουργό με περίπλοκη σεξουαλικότητα, κάτι που οπωσδήποτε εξετάζεται σε σχέση με την έννοια του Ιδιοφυή Άνδρα Δημιουργού που τόσο κυρίαρχη είναι στη μοντέρνα μας μυθολογία.

Είναι καλός, αλλά όπως κι ευρύτερα η ταινία, μπορείς να δεις το ραφινάρισμα από χιλιόμετρα. Τα πάντα στο φιλμ είναι τόσο περίτεχνα δομημένα και κατασκευασμένα, όπως κι η δίχως ατέλεια ερμηνεία του – στον βαθμό που νιώθεις την κατασκευή. Είναι μια ερμηνεία της οποίας βλέπεις το παίξιμο. Είναι κι αυτό μια απόφαση εκ μέρους του Cooper: Γιατί καλώς ή κακώς θέλει ακραία πολύ να κερδίσει Όσκαρ, και δυστυχώς τα Όσκαρ συνήθως απονέμονται στις ερμηνείες που υπογραμμίζουν περισσότερο τον εαυτό τους.

Γιατί, δεν χρειάζεται να πάμε μακριά. Ήταν 5 χρόνια πριν, στην προηγούμενη ταινία του, που ο Cooper έδωσε μια ηλεκτρισμένη ερμηνεία-συναισθηματική κατολίσθηση και τα Όσκαρ προτίμησαν να βραβεύσουν τον Rami Malek για το Bohemian Rhapsody, μια ερμηνεία-σκετσάκι του SNL, μια γενικότερη ντροπή για κάθε εμπλεκόμενο (και για κάθε ψηφοφόρο).

Στο A Star Is Born ο Cooper, ως τοπ μαθητής φυσικά, είχε κάνει τα πάντα στην εντέλεια. Θα έπαιζε έναν ροκ σταρ που τον έχει καταπιεί το αλκοόλ κι η υπαρξιακή του δίνη, οπότε δούλεψε στη φωνή του, στο πώς παίζει και πώς κρατά την κιθάρα, στο πώς κάνει περφόρμανς μπροστά σε ένα αχανές κοινό. Μες στην ίδια την ταινία, δε νιώθεις ποτέ πως φρενάρει για να σταθεί σε κάθε δουλεμένη λεπτομέρεια (και απλά το ξέρεις, πώς είναι όλες δουλεμένες). Αλλά είναι τα πάντα γεμάτα, με ζωή, με πόνο, με τεχνική.

Η φράση που χρησιμοποιώ συνήθως για να περιγράψω αυτή την ερμηνεία είναι ότι παίζει σα να τον έχει καταλάβει κάποιο πνεύμα, γιατί δε νιώθω στιγμή πως βλέπω κάποιον ηθοποιό να προσποιείται το οτιδήποτε. Ίσως και να μην προσποιείται τίποτα, γιατί όλα αυτά είναι τα πράγματα που υπήρχαν στις ερμηνείες και τους ρόλους του, αλλά εδώ επιτέλους παύουν να είναι το subtext και γίνονται βιτρίνα: Οι μονομανίες, οι εγωισμοί, το θρυμματισμένο αντρικό Εγώ, οι εσωτερικές συγκρούσεις.

Σε απόλυτη αρμονία με τον αισθητικό και αφηγηματικό έλεγχο της (έτσι κι αλλιώς υποτιμημένης) ταινίας, η ερμηνεία του Cooper μοιάζει σα να χάνεται σε μια ταπετσαρία, όπου τίποτα δεν προεξέχει. Την ακούς στη χροιά της φωνής του, χαράζεται από τις σκιές της κίνησής του, κι είναι σαν ποτέ του να μην έχει υπάρξει τίποτα άλλο, παρά ο Jackson Maine. Μια περσόνα μέσα από την οποία εξερευνά μια ιδέα σύγχρονης υπαρξιακής ταραχής, για έναν άνδρα που θαυμάζει αυτό ακριβώς που βαθιά μέσα του φοβάται πως θα τον αφήσει και πίσω, και πώς ο εγωισμός, η αγωνία, ο φόβος αλλά και η αγνότητα του πάθους δημιουργούν έναν εσωτερικό κυκλώνα που απογειώνει και γκρεμοτσακίζει.

Διακρίνεις την ερμηνεία του είτε η κάμερα τον κοιτάει να κοιτάει την Ally, είτε είναι μια θολή σκιά κάπου στο φόντο. Είναι ένα κινούμενος βράχος αγάπης, θαυμασμού, αντοχής, πόνου και παραίτησης, και την ιστορία τη σχηματίζει πάνω του η σκηνοθετική πλευρά του εαυτού του, εξαπολύοντας χρώματα και τραγούδια, στρίβοντας καταλλήλως το φόκους στην Lady Gaga κι αφήνοντας εκείνον στον περιθώριο.

Είναι μια ερμηνεία δουλεμένη τρομακτικά πολύ σε επίπεδο τεχνικό, που έρχεται ως αποτέλεσμα μια καριέρας κι όχι μιας στιγμής, και που σμιλεύεται από έναν Bradley Cooper που είναι εκεί ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος, τραγουδιστής, ηθοποιός, παραγωγός. Θα μπορούσε κανείς να το πει όλο αυτό ως αρνητικό: Να, δεν είναι ερμηνεία, είναι απλώς μια σύνθεση. Εγώ θα πω ότι δεν έχει τίποτα το απλό ως σύνθεση, γιατί μιλάει τελικά για την Αλήθεια.

Και ναι, δεν είναι ερμηνεία. Είναι κέντημα. Είναι ενσάρκωση.