ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Μπάνε Πρέλεβιτς έμαθε να χάνει

Μία συζήτηση με τον αθλητή-θρύλο για το βιβλίο του, τον ΠΑΟΚ και τις πολλές θέσεις από τις οποίες τον υπηρέτησε, τις νίκες, τις ήττες και τη φιλοσοφία της ζωής του.

Το ραντεβού είχε δοθεί στο MonAsty, κεντρικό ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης και η αφορμή ήταν η κυκλοφορία του πρώτου του βιβλίου με τίτλο Η δύναμη της ήττας. Στο εξώφυλλο του βιβλίου, μια από τις πιο χαρακτηριστικές αθλητικές φωτογραφίες στην ιστορία της χώρας.

Ο Μπάνε Πρέλεβιτς, πεσμένος στα γόνατα, να κρύβει το πρόσωπό του με τα χέρια και να προσπαθεί να συγκρατήσει τα δάκρυα μίας ήττας που ακόμα στοιχειώνει κάθε ΠΑΟΚτζή. Μιας ήττας που ο ίδιος έκανε τα πάντα για να αποτρέψει.

32 χρόνια μετά, ο Μπάνε παραμένει ο Μπάνε του ΠΑΟΚ. Τον υπηρέτησε και σαν προπονητής και σαν πρόεδρος, δεν κρύβει ότι τον αγαπάει και τον παρακολουθεί ακόμη και φυσικά στη Θεσσαλονίκη παραμένει κάτι σαν ροκ σταρ, όπως ήταν από την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι του στην πόλη.

Φαίνεται, δεν κρύβεται, με το που εμφανίστηκε άλλωστε στο λόμπι του ξενοδοχείου MonAsty η επιβλητική φιγούρα του, αμέσως όλοι έτρεξαν να τον χαιρετήσουν και να τον υποδεχτούν σαν ήρωα. Ήρωας σε μια πόλη που είναι πια το σπίτι του. Εδώ έκανε οικογένεια, εδώ γύρισε τις λίγες φορές που άνοιξε τα φτερά του για αλλού, αυτή υπηρετεί και σήμερα από το πόστο του αντιπεριφερειάρχη εξωστρέφειας.

Είναι ο Μπάνε του ΠΑΟΚ. Το αποδέχεται, του αρέσει, αλλά δεν μένει σε αυτό. Αναζητάει και ενθουσιάζεται με καθετί καινούριο, εξελίσσεται και έχει πια την εμπειρία και τη σοφία να βλέπει τη φωτογραφία από εκείνο το βράδυ στη Ναντ και να χαμογελά. Γιατί ξέρει ότι αυτές οι ήττες σε κάνουν πιο δυνατό και σε διαμορφώνουν.

Για όλα αυτά και για πολλά περισσότερα, καθίσαμε γύρω από ένα τραπέζι και συζητήσαμε. Για το βιβλίο, για το μπάσκετ, για τη ζωή, για την πολιτική. Για τον Μπάνε.

Η παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα θα γίνει στα γραφεία της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής, τη Δευτέρα 4 Μαρτίου στις 19.30.

Το βιβλίο και η αποδοχή της ήττας

«Έχω μάθει να αποδέχομαι τα πράγματα όπως είναι, πάντα προσπαθώντας να βγάλω ό,τι καλύτερο μπορώ από την κατάσταση».

Το βιβλίο του Μπάνε Πρέλεβιτς, «Η δύναμη της ήττας», κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις MVPUBLICATIONS. Κι ένας τόσο εμβληματικός παίκτης όπως ο Μπάνε, έβαλε σε πρώτο πλάνο (και στο εξώφυλλο άλλωστε), μια εμβληματική φωτογραφία, μετά από *εκείνη* την ήττα από τη Ρεάλ Μαδρίτης στον τελικό της Ναντ.

29 πόντοι με 6 τρίποντα, ανάμεσά τους και αυτό το τεράστιο με κρύο αίμα σουτ της ισοφάρισης, πριν το μοιραίο λάθος του Παναγιώτη Φασούλα που έκανε τους φίλους του ΠΑΟΚ αλλά και τον ίδιο τον Μπάνε, να ξεσπάσουν σε κλάματα. Κι όμως, αυτή η στιγμή, υπήρξε το καύσιμο για ένα βιβλίο που έχει σαν στόχο να γίνει ένα μάθημα ζωής για το πώς οι «αποτυχίες» μπορούν να σε κάνουν καλύτερο.

Για πολλά χρόνια, συγγενείς, φίλοι (και έχω και πολλούς φίλους δημοσιογράφους) μού έλεγαν ότι πρέπει να γράψω βιβλίο, επειδή είχα μία έντονη αθλητική ζωή και έχω περάσει από πολλές θέσεις στο μπάσκετ.

Η αλήθεια είναι ότι δε με ενθουσίαζε η ιδέα του βιβλίου σαν μια απλή βιογραφία, γιατί πάνω κάτω αυτά είναι γνωστά. Έκανα μια απόπειρα, αλλά δε μου βγήκε.

Δεν είχα τον απαραίτητο ενθουσιασμό που χρειάζομαι για να προχωρήσω με κάτι. Μέχρι που μια μέρα σκέφτηκα το concept: Να χρησιμοποιήσω τα πραγματικά γεγονότα της ζωής και της καριέρας μου, αλλά μέσα από αυτά βγει ένα αποτύπωμα, μια διδασκαλία. Να βοηθήσω με τις εμπειρίες και με τα γεγονότα που περιγράφω στο βιβλίο να βρει ο αναγνώστης και τον εαυτό του μέσα σε αυτά. Από την πρώτη στιγμή είχα την ιδέα το βιβλίο να γίνει ένα βιβλίο αυτοβελτίωσης.

Μου πήρε ένα χρόνο να το γράψω. Το έγραφα σε greeklish. Τα ελληνικά τα μιλάω πολύ καλύτερα από τα σέρβικα, μιλάω και αγγλικά, όμως έχω καταφέρει να ξέρω τρεις γλώσσες και να μη μιλάω καμία από τις τρεις καλά. Ο φίλος μου και δημοσιογράφος, Παναγιώτης Χορόζογλου τα μετέφερε στα ελληνικά και έτσι τα στείλαμε στους εκδότες μας, τον Θανάση Ασπρούλια και στον Βλάση Μαρωνίτη και τον Βασίλη Βαρδάκα από την Key Books.

Η δύναμη της ήττας
PUBLIC

Η δύναμη της ήττας

Στη Δύναμη της ήττας ο Μπάνε Πρέλεβιτς μας υπενθυμίζει μέσα από τα βιώματα της πλούσιας καριέρας του, που περιγράφονται εκτενώς, ότι η ζωή είναι σαν τον αθλητισμό: οι ήττες, οι απογοητεύσεις, οι δυσκολίες είναι το πολύτιμο εργαλείο για να γίνει κανείς καλύτερος και να αγγίξει την ευτυχία και την επιτυχία. Στο βιβλίο του Η δύναμη της ήττας ο Μπάνε στέλνει το δικό του πανίσχυρο μήνυμα, η σημασία του οποίου μπορεί να μας κάνει να δούμε τη ζωή με διαφορετικό μάτι και να μας βοηθήσει να γίνουμε οι άνθρωποι που θέλουμε.
15,98
ΑΓΟΡΑΣΕ ΤΟ

Τους ευχαριστώ πάρα πολύ που δέχτηκαν να το εκδώσουν γιατί ομολογώ ότι ήταν ένα concept λίγο διαφορετικό. Ένας πρώην αθλητής, γιατί η αλήθεια είναι πως ό,τι και να κάνω, αυτήν την ταμπέλα θα έχω, ο Μπάνε ο μπασκετμπολίστας. Έχω κάνει πάρα πολλά πράγματα στη ζωή μου, αλλά η πρώτη αναγνώριση θα είναι πάντα για τα τρίποντα και το δέχομαι, δεν έχω πρόβλημα. Έστειλα τις πρώτες 5.000 λέξεις και μου είπαν προχώρα.

Ασχολούμαι με την αυτοβελτίωση πάρα πολλά χρόνια. Ψάχνομαι, διαβάζω βιβλία, παρακολουθώ κάποιους ανθρώπους που μου αρέσουν. Πιστεύω ότι η αυτογνωσία είναι το κλειδί για να μπορέσεις να καταφέρεις αυτό που όλοι ψάχνουμε, μία εσωτερική γαλήνη. Μόνο μέσω αυτογνωσίας τη βρίσκεις. Απλά είναι μια διαδικασία που δε σταματάει ποτέ.

Στη διάρκεια της έρευνας που έκανα για το βιβλίο, μπροστά μου βρέθηκε η τέχνη του life coaching. Έψαξα να δω τι είναι, μου άρεσε, βρήκα ότι υπάρχει στη Θεσσαλονίκη τμήμα σε κολέγιο, γράφτηκα και πήρα πτυχίο. Το έκανα περισσότερο για τον εαυτό μου. Παρακολούθησα όλα τα μαθήματα online, έδωσα τις εξετάσεις μου και θέλω κάποια στιγμή να το εξελίξω κι άλλο.

Μακάρι όλα αυτά να μπορούσα να τα γνωρίσω πολλά χρόνια νωρίτερα, όταν ήμουν αθλητής. Ο τίτλος «Δύναμη της ήττας» έχει προκύψει από αυτό. Η βελτίωση στην ουσία ξεκίνησε με τις ήττες και συνεχίζεται πάντα και με ήττες και με αποτυχίες. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η ήττα είναι μία παρεξηγημένη εμπειρία. Τη φοβόμαστε πολλές φορές, δεν τολμάμε επειδή φοβόμαστε την αποτυχία και στην ουσία κρύβει πολλά μηνύματα. Βρίσκεις μέσα στην ήττα τα δυνατά σου σημεία, το κουράγιο σου, το θάρρος σου. Νομίζουμε ότι η δυνατότερη εκδοχή μας είναι όταν πετυχαίνουμε κάτι αλλά δε γεννιέται εκεί, δημιουργείται στην αποτυχία.

Τα συμπεράσματα που έχω βγάλει μέσα από τις ιστορίες που περιγράφω στο βιβλίο, προέκυψαν κοιτώντας πίσω σε δεύτερο χρόνο. Πλέον, έχω την εμπειρία την ώρα που συμβαίνει κάτι, να το παρατηρώ και ανάλογα να αντιδρώ γιατί πιστεύω πως σε ό,τι μας συμβαίνει την πιο μεγάλη σημασία έχει ο τρόπος που αντιδράμε.

Η δυσκολότερη ήττα της ζωής μου βρίσκεται στο εξώφυλλο του βιβλίου. Έγινε και τατουάζ, είναι φωτογραφία στο γήπεδο του ΠΑΟΚ. Είχε πολύ συναίσθημα μέσα, οι αντιδράσεις μου, ο τρόπος που προσπάθησα να το διαχειριστώ. Μετά κατάλαβα ότι ήταν η αφετηρία μιας επανεκκίνησης, όπως όλες οι μεγάλες αποτυχίες.

Ξεπερνιέται μια τέτοια στιγμή. Έχω μάθει να αποδέχομαι τα πράγματα όπως είναι, πάντα προσπαθώντας να βγάλω ό,τι καλύτερο μπορώ από την κατάσταση. Κάποιες στιγμές όμως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, έχει ξεφύγει από τα χέρια σου. Αν μπορείς να κρατήσεις κάτι, το κρατάς, αλλιώς προχωράς.

Στην αρχή εννοείται ότι με ενοχλούσε αυτή η φωτογραφία, τα πρώτα χρόνια. Πλέον το έχω φιλοσοφήσει και την απολαμβάνω. Την απολαμβάνω γιατί και αυτή η φωτογραφία και όλη εκείνη η εμπειρία με οδήγησαν στο να γράψω το βιβλίο. Οι εμπειρίες που έχω ζήσει τους τελευταίους 2-3 μήνες είναι πρωτόγνωρες. Δεν τα έχω ζήσει αυτά ούτε σαν αθλητής, ούτε βέβαια σαν πρόεδρος.

Θα σας πω ένα παράδειγμα. Πρόσφατα βρέθηκα στο 10ο Δημοτικό Σχολείο Ιωαννίνων. Στο κοινό ήταν και τα παιδιά και οι γονείς τους. Τα παιδιά είχαν φροντίσει να μάθουν τα πάντα για μένα, ήξεραν ποιον έχουν απέναντί τους. Οι ερωτήσεις που έκαναν ήταν απόλυτα στοχευμένες. Με ρωτούσαν για αυτή τη στιγμή του εξωφύλλου, την είχαν ψάξει και στο ίντερνετ. Μου έκαναν δώρο ζωγραφιές. Η μία ήταν η στιγμή στο εξώφυλλο του βιβλίου και η άλλη έγραφε «η δύναμη της ήττας» μαζί με μια μπάλα και μία φανέλα. Για μένα αυτό είναι ανεκτίμητο. Και το ζω μόνο και μόνο επειδή έχω γράψει το βιβλίο. Άρα αυτή τη στιγμή αισθάνομαι πως ό,τι έχω κάνει συνέβη για να οδηγήσει στο να γράψω αυτό το βιβλίο.

Πάω σε εταιρείες, μιλάω. Έχω γίνει public speaker χωρίς να το κυνηγάω, ειδικά τώρα με το βιβλίο. Στην αρχή δεν μου άρεσε κιόλας, δεν έχω εκπαιδευτεί γι’ αυτό, δεν ξέρω από πριν για τι πράγμα θα μιλήσω.

Το επόμενο βιβλίο σίγουρα θα αφήνει και πάλι κάποιο μήνυμα, ένα αποτύπωμα, δεν θα είναι απλά ιστορίες, ούτε μυθιστόρημα. Θέλω να το κάνω γιατί είναι πολύ δημιουργικό.

Μπάνε ο παίκτης

«Αυτή η κόντρα Άρη-ΠΑΟΚ δημιούργησε πολύ μεγάλη πίεση» / Θ.ΧΡΥΣΟΧΟΙΔΗΣ/EUROKINISSI

To 1988 ο Μπάνε άφησε τον Ερυθρό Αστέρα για να κατηφορίσει στη Θεσσαλονίκη, την πόλη που τότε ήταν η μπασκετική πρωτεύουσα της Ελλάδας. Μια μεταγραφή που έμελλε να καθορίσει για πάντα τη ζωή του.

Δεν μπορείτε να φανταστείτε τη δεκαετία του 90. Είναι αδύνατο. Φτάνω στη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι αυτή τη φάση. Με βάζουν σε ένα σπίτι. Ένα πρωί βλέπω ένα αρτοποιείο και μπαίνω να πάρω μια τυρόπιτα. Δεν είχα παίξει ματς ακόμη, για να καταλάβεις πόσο δημοφιλείς ήταν τότε οι μπασκετμπολίστες και πόσο έπαιζαν στα ΜΜΕ. Ούτε ήξερα ελληνικά. Μπαίνω μέσα, είναι ένα παλικάρι που μιλούσε αγγλικά, μου δίνει μια τυρόπιτα και μου λέει «περίμενε, κάτσε». Και βγαίνει από το φούρνο ο παππούς. «Έλα να σε γνωρίσω» μου λέει. Ξαφνιάστηκα, «πού να με γνωρίσεις λέω, μόλις έφτασα. Δεν ξέρεις ούτε άμα μπορώ να βάλω την μπάλα στο καλάθι». Ήταν απίστευτη δεκαετία και νιώθω ευλογημένος που έχω παίξει εκείνα τα χρόνια.

Η κόντρα ΠΑΟΚ – Άρη υπήρχε σε όλη την Ελλάδα. Υπήρχαν φίλαθλοι και των δύο ομάδων στο γήπεδο. Πολλές φορές κάναμε τις διατάσεις και γελούσαμε με τα συνθήματα. Γελούσαμε με την καλή έννοια. Ήταν τόσο εύστοχα, είχαν χιούμορ. Απαντούσε ο ένας στον άλλον. Άλλες εποχές. Το «Πότε; Ποτέ» ήταν μια πραγματικότητα, αλλά με πείσμωνε.

Μου είπαν και για το πανό που ανέβασαν πριν λίγες ημέρες οι Αρειανοί, για το σκηνικό με τον Γκάλη και γέλασα, αυτό είναι υγιές. Αυτό είναι το θέμα μας; Τον Νικ τον βλέπω ακόμα σε κοινωνικές εκδηλώσεις και τα λέμε.

Αυτοί που κάνουν τα επεισόδια και τη βία είναι πολύ λιγότεροι από τους υγιείς. Απλά αυτοί πάντα φαίνονται με τις πράξεις τους. Μπορούμε να τα αποφύγουμε; Πρέπει να προσπαθήσουμε, βάζοντας παντού την αθλητική παιδεία από πολύ μικρή ηλικία. Ο αθλητισμός είναι εδώ για να μας ενώσει όλους. Να γελάμε όταν υπάρχει πανό όπως υπήρχε στο ματς. Γιατί είναι ωραία να γελάς.

Κι εγώ όσο ήμουν παίκτης υπήρχαν τιμωρίες. Δεν υπήρχαν χειρότερα ματς από αυτά που γινόντουσαν χωρίς κόσμο. Έστω 100 άτομα μπορούν να είναι μέσα; Δεν υπάρχουν χειρότερα παιχνίδια από αυτά χωρίς φιλάθλους. Ακόμα και το να σε βρίζουν, σου δίνει κίνητρο.

Αυτή η κόντρα Άρη-ΠΑΟΚ δημιούργησε πολύ μεγάλη πίεση. Το φαντάζεσαι ότι δεν μπορείς να κρυφτείς πουθενά στην Ελλάδα; Πουθενά. Θυμάμαι μια φορά πήγα Αθήνα, πρώτη φορά πάλι. Πρώτες εμπειρίες. Και πάμε σε ένα μαγαζί και δεν είχα κάνει κράτηση και έπαθαν σοκ. Ήμασταν απλοί αθλητές, αλλά η αναγνωρισιμότητα του μπασκετμπολίστα τότε ήταν απίστευτη. Τώρα ήταν οι εποχές; Ήταν το πρώτο άθλημα που είχε φέρει τότε και ευρωπαϊκό τίτλο; Ο Άρης πήγαινε πολύ καλά στην Ευρώπη. Εμείς φέραμε ευρωπαϊκό τίτλο. Στις μεγάλες επιτυχίες ταυτίστηκε ο κόσμος με εμάς, αλλά ήταν πρωτόγνωρες εμπειρίες για εμένα, γιατί πάντα θεωρούσα ότι είμαστε απλά αθλητές.

25 χρονών είχα δύο παιδιά. Άλλες ευθύνες. Με βοήθησε πολύ. Και τώρα με βοηθάει. Αυτές με μεγαλώνουν και με προσέχουν. Είμαι ευγνώμων που έκαναν νωρίς παιδιά. Καταλαβαίνω πλέον γιατί βλέπω από τις κόρες μου ότι στη σημερινή κοινωνία κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει οικογένεια σε αυτές τις ηλικίες.

Εγώ σταμάτησα νέος, στα 34 μου. Σταμάτησα από τον εγωισμό μου και βεβαίως ήταν λάθος. Μετά από χρόνια παραδέχτηκα ότι έκανα λάθος. Αλλά πλέον το να σταματάς 40 χρονών είναι συνηθισμένο. Το μόνο που πρέπει να κάνεις, είναι να προσέχεις το κορμί σου. Ο Σπανούλης μπορούσε να παίξει κι άλλο. Απλά πιθανότατα ήθελε να παίξει σε υψηλό επίπεδο και σταμάτησε. Αλλά άμα ήθελε να πάει ένα επίπεδο πιο κάτω, μπορούσε να παίζει μέχρι τα 45.

Το εγώ σου δεν είναι πάντα φίλος σου. Είχα εγωισμό. Και πιστεύω ότι πολλές φορές τις χειρότερες αποφάσεις μας, τις βγάζουμε από τον εγωισμό μας. Σταμάτησα γιατί σκεφτόμουν ότι δεν μπορούσα εγώ να μην ήμουν ο καλύτερος παίκτης της ομάδας μου. Ήταν λάθος γιατί έπρεπε να προσαρμοστώ και να παίξω μπάσκετ. Αλλά όλα αυτά νομίζω με οδήγησαν να γράψω αυτό το βιβλίο, που είναι ό,τι πιο δημιουργικό έχω κάνει.

Δεν έχω απωθημένα γιατί έχω την πεποίθηση πως ό,τι μου έχει συμβεί, είτε καλό, είτε αρνητικό, έγινε για να με οδηγήσει κάπου. Άρα δεν υπάρχει απωθημένο. Έχω αυτό το σκεπτικό ότι όλα γίνονται για κάποιο λόγο.

Εγώ ποτέ δεν έπαιξα μπάσκετ για να φανώ. Ξεκίνησα να παίζω μπάσκετ από αγάπη. Μετά έγινε η δουλειά μου. ΟΚ, δεκτό και αυτό που κάνω τώρα το κάνω επειδή μου αρέσει. Η δουλειά όμως είναι δουλειά. Αυτό που είσαι εσύ είναι κάτι άλλο που πρέπει να το βρεις μέσα σου.

Δεν βλέπω μπασκετικά όνειρα, αλλά δεν το παρατάω το μπάσκετ, είμαι φίλαθλος. Δυστυχώς δεν μπορώ να παίξω τώρα γιατί έχω ένα τραυματισμό στη μέση μου, αλλά μόλις γίνω καλά θα πάω να παίξω με τους παλαίμαχους. Το συναίσθημα είναι το ίδιο, απλά πρέπει το μυαλό να φρενάρει την καρδιά, δεν μπορείς να κάνεις αυτά που έκανες πριν 30 χρόνια, κινδυνεύεις με τραυματισμό.

«Και τώρα ακόμα παίρνω το λεωφορείο και στη Θεσσαλονίκη. Είναι νοσταλγία»/EUROKINISSI

Έμεινα στη Θεσσαλονίκη τόσο καιρό γιατί έτυχε. Καταρχάς τότε εμείς μπασκετικά δεν μπορούσαμε να φύγουμε. Υπήρχε ένας κανονισμός που έλεγε ότι έπρεπε τότε να ήσουν 32 χρονών, ή να είσαι 12 χρόνια στην ίδια ομάδα, για να έχεις δικαίωμα να αλλάξεις ομάδα. Ο Νικ έφυγε από τον Άρη, νομίζω επειδή ήταν πάνω από 32 και κάπως έτσι και πήγε Παναθηναϊκό. Εγώ πάλι έφυγα 30 χρονών από τον ΠΑΟΚ. Πήγα Ιταλία γιατί τότε ξεκίνησε ο περίφημος νόμος του Μπόσμαν και απελευθερώθηκε λίγο η αγορά. Δεν παραπονιέμαι. Μου έκανε καλό που έμενα τόσα χρόνια στο ΠΑΟΚ. Ταυτίστηκα με την ομάδα και ακόμα και αν μπορούσα να φύγω, μπορεί πάλι να έμενα. Είμαι φανατικός φίλαθλος του ΠΑΟΚ, βλέπω τους αγώνες, πάω στο γήπεδο όποτε μπορώ, τόσα χρόνια είναι αυτά.

Το 1992, ήμουν στην Εθνική ομάδα Γιουγκοσλαβίας, αλλά δυστυχώς ξεκίνησε το αθλητικό εμπάργκο. Μαθαίνεις να το αποδέχεσαι. Μια αδικία που δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, πολλές φορές απλά την αποδέχεσαι γιατί από τη στιγμή που θα το αποδεχτείς, σταματά να σε καταπιέζει. Το ξεπερνάς και γίνεσαι πιο δυνατός.

Και τώρα ακόμα παίρνω το λεωφορείο και στη Θεσσαλονίκη. Είναι η νοσταλγία. Στην Αθήνα κυκλοφορώ με το μετρό πολλές φορές. Με εξυπηρετεί ρε παιδιά, τι να κάνουμε. Βάζεις μουσικούλα και πας. Το έχω φιλοσοφήσει. Αυτό το καλλιεργείς με επιτυχίες, με αποτυχίες, με τις ήττες.

Η Ιταλία ήταν πιο χαλαρή. Δεν ήξερα όταν πήγα στην Ιταλία ότι θα είναι έτσι. Μου έλεγαν είναι καλό να πιεις ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Και εδώ μας κυνηγούσαν αν πίναμε κόκα κόλα. Ο καθένας προσπαθεί να φτάσει στον στόχο με διαφορετικό τρόπο. Δεν σημαίνει ότι ο ένας είναι σωστός και ο άλλος λάθος. Απλά ο καθένας λειτουργεί με τον τρόπο που νομίζει ότι πρέπει να λειτουργήσει.

Το να παίζεις στην Ελλάδα με άλλη ομάδα ήταν περίεργο. Αλλά εντάξει, δικέφαλος ήταν και αυτός. Με τον Ξανθό δεν ήταν εύκολο μέχρι να βρούμε τη χημεία μας. Χρειαζόταν να περάσει κάποιο χρονικό διάστημα να περάσει άλλα ήταν αυστηρός, απαιτητικός, δίκαιος.

Ο αγαπημένος μου συμπαίκτης ήταν ο Τζον Κόρφας. Ο Barlow ήταν κύριος. Άλλες εποχές, τότε ξέρεις ότι σε μια ομάδα, αυτοί που παίζανε, παίζανε επειδή δεν υπήρχε ροτέισον. Ο έκτος έμπαινε αν κάποιος έχει φάουλ. Ο έβδομος άμα δύο είχαν πρόβλημα με φάουλ και ο όγδοος σχεδόν ποτέ. Τώρα δεν θα αντεχόταν αυτό. Η ταχύτητα και δύναμη είναι πολύ ζόρικη. Δεν αντέχεις να παίζεις, είναι τόσο απλό. Και ειδικά με αυτό το πρόγραμμα της Ευρωλίγκας που είναι σε υψηλό επίπεδο.

Έχει αλλάξει πλέον το μπάσκετ. Πιστεύω ότι πλέον δίνεται πολύ περισσότερη ελευθερία στους παίκτες, κάτι που είναι καλό. Οι παίκτες είναι και καλύτεροι αθλητές. Τα βασικά σήμερα στο μπάσκετ είναι η ταχύτητα και η δύναμη. Αν δεν έχεις αυτά τα δύο, δεν παίζεις. Είναι τόσο απλό. Στην εποχή μας και με λίγη κοιλίτσα, το μπασκετάκι το έπαιζες. Εγώ πιστεύω ότι με την προπόνηση που κάναμε και τα κορμιά που είχαμε τότε, δεν θα παίζαμε σήμερα. Βεβαίως, μπορεί να κάναμε και ανάλογη προπόνηση, αλλά έτσι όπως ήμασταν τότε, δεν θα μπορούσαμε να παίξουμε σήμερα.

Ο πιο δύσκολος αντίπαλος είναι ο εαυτός σου. Αν τα βρεις με τον εαυτό σου πρώτα, μετά όλα τα άλλα αντιμετωπίζονται. Είχα ένα προπονητή που όταν ήμασταν πιτσιρικάδες προσπάθησε να μας δείξει πώς θα μαρκάρουμε έναν πολύ καλό παίκτη. Και μας έλεγε «εντάξει παιδιά άμα είναι στη μέρα του αφήστε το». Το καταλάβαινα όταν ήμουν στη μέρα μου. Το νιώθεις. Δεν σκέφτεσαι και πας, όπου σε πάει.

Στις αποφάσεις μπορεί να μοιάζω λίγο με τον Mike James από τους σημερινούς παίκτες, αλλά στο αθλητικό κομμάτι δεν το συζητάμε. Ειδικά τώρα που έχει ωριμάσει ο James είναι φοβερός. Καμία σχέση με παλιά στον τρόπο που σκέφτεται, που παίζει, που δημιουργεί. Ο αγαπημένος μου παίκτης τώρα είναι ο Doncic. Old school basketball. Ή ο Jokic. Αυτά τα δύο παιδιά ξέρουν πολύ μπάσκετ. Κάποιες κινήσεις, κάποιες προσποιήσεις που κάνουν, αυτή η επαφή με το καλάθι από πουθενά. Είναι χάρισμα και προπόνηση.

Δοκιμάστηκα για μία εβδομάδα σε ένα καμπ για το NBA και δεν προχώρησε. Δεν ήμουν και έτοιμος. Αλλά τότε στην Αμερική υπήρχε μια άλλη πολιτική. Δεν ήταν της μόδας τόσο πολλοί παίκτες εκτός Αμερικής. Δηλαδή ο Drazen Petrovic για να πάρει μπρος και να παίξει έπρεπε να περάσουν δύο χρόνια και άλλαξε και ομάδα. Απλά είχε υπομονή.

Το NBA όταν κατάλαβε ότι αυτό που πρέπει να κάνει, είναι να γίνει η παγκοσμιοποίησή του, άνοιξε την αγορά και οι ομάδες έφεραν παίκτες από όλον τον κόσμο. Αυτό έγινε για να αρχίσουν να τους βλέπουν και από άλλες χώρες. Γιατί οι άνθρωποι που διοικούν το NBA είναι και πολύ καλοί επιχειρηματίες.

Το 1976 νομίζω στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ έπαιξε η εθνική Γιουγκοσλαβίας με την Αμερική. Στον τελικό η εθνική Γιουγκοσλαβίας έχασε πολύ εύκολα και στην εθνική της Αμερικής ήταν παιδιά από το κολέγιο. 40 χρόνια μετά για να διεκδικήσει μετάλλιο η Αμερική πρέπει να φέρει τους 10 καλύτερους παίκτες της. Άμα έρθει με δεύτερη πεντάδα, δεν παίρνει μετάλλιο με τίποτα. Για να δείτε πόσο πολύ έχει βελτιωθεί το μπάσκετ παγκοσμίως.

Μπάνε ο προπονητής

«Το κυνήγι του ευρωπαϊκού για τον Ιωαννίδη ήταν ένα απωθημένο»/EUROKINISSI

To 1999, o Μπάνε θα επιστρέψει στην ομάδα της καρδιάς του για μία σεζόν, πριν κρεμάσει τα παπούτσια του, για τους λόγους που ήδη εξήγησε πιο πάνω. Από το σορτσάκι του παίκτη θα περάσει πολύ γρήγορα στο κοστούμι του προπονητή, πού αλλού, στον ΠΑΟΚ.

Την πρώτη χρονιά που ήμουν προπονητής, όλα τα παιδιά έπαιξαν στην Εθνική. Ο Βασιλειάδης και ο Μαυροκεφαλίδης παίζουν ακόμα μπάσκετ και ο Βασιλόπουλος θα έκανε μεγάλη καριέρα, αλλά είχε τραυματισμούς. Το άξιζαν βέβαια όλοι και φαινόταν. ‘Ήταν ζαριά, αλλά ήταν και ανάγκη να παίξουν.

Πολύ πιο εύκολα μπορεί να πάρεις ευκαιρία να παίξεις σε μια μεγάλη ομάδα στην Ελλάδα παρά σε μικρή αγωνιστικά. Σε μια ομάδα όπως στον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό που στα περισσότερα παιχνίδια στο ελληνικό πρωτάθλημα ξέρουν ότι θα κερδίσουν, μπορεί ένας νέος παίκτης να πάρει ευκαιρία. Σε μια ομάδα που ψάχνεται, είναι πολύ δύσκολο.

Βεβαίως, ο πιο εύκολος τρόπος να προωθήσεις έναν παίκτη είναι να τον βάλεις στην πεντάδα. Δεν έχεις να χάσεις τίποτα. Άμα πάει καλά, τον κρατάς. Άμα δεν πάει, μετά από 2-3 λεπτά (τον βγάζεις). Δεν θα χάσεις το ματς από 2-3 λεπτά. Πολλοί μεγάλοι προπονητές είχαν αυτή τη στρατηγική. Ήμασταν με τον Νίκο Ζήση στην παρουσίαση του βιβλίου. Ο Ίβκοβιτς, έβαλε τον Νίκο Ζήση 17 χρονών στην πεντάδα. Πιστεύω ότι σε μια ομάδα με ποιοτικό ρόστερ είναι εύκολο να δώσεις πού και πού μια ευκαιρία στην πεντάδα σε έναν παίκτη.

Είχα ερεθίσματα από πολλούς προπονητές. Είχα πολλά χρόνια τον Ίβκοβιτς, είχα τον Σάκοτα, είχα και τον «ξανθό». Άλλο στυλ εντελώς. Όλοι ήταν διαφορετικοί. Εγώ είμαι της άποψης ότι πάντα τους ακούς όλους. Ακόμα και άνθρωπο που δεν ξέρεις ποιος είναι, θα τον ακούσεις αλλά θα βάλεις τη δική σου πινελιά στο τέλος, τη δική σου σφραγίδα.

Παίρνεις πράγματα από όλους. Έτσι και εγώ έπαιρνα από όλους τους προπονητές. Ο καθένας είχε κάτι να σου δώσει, αλλά στο τέλος πρέπει να είναι και κάτι δικό σου. Σε προπονητές σαν τον Ίβκοβιτς θα κάνεις αυτό που λένε. Είναι τόσο απλό.

Ο Ιωαννίδης ήταν πάντα δίκαιος. Δηλαδή νοιαζόταν πάρα πολύ για τους παίκτες του. Ειδικά στο τέλος της καριέρας του, δεν υπήρχε παίκτης που αν τον έπαιρνε τηλέφωνο εκείνος δεν έκανε ό,τι μπορούσε για να τον βοηθήσει. Και αυτό μετά το εκτίμησα πάρα πολύ και γίναμε φίλοι. Ήταν προπονητής μας με τους παλαίμαχους. Ερχόταν και αυτός, κάναμε τραπέζια μαζί, τα συζητούσαμε. Απλά ο κάθε άνθρωπος έχει το στυλ του. Ειδικά όταν πετυχαίνεις με ένα συγκεκριμένο τρόπο, δεν θέλεις να το αλλάξεις.

Το κυνήγι του ευρωπαϊκού για τον Ιωαννίδη ήταν ένα απωθημένο. Στεναχωρήθηκα όταν έφυγε. Μας λείπουν αυτοί οι άνθρωποι (Ίβκοβιτς – Ιωαννίδης) και περισσότερο η σοφία τους. Πολύ σημαντικό. Πρόσφατα πήγα στα Ιωάννινα. Μου είπαν οι καθηγητές: «Όταν έρχονται άνθρωποι όπως είσαι εσύ και μπορούν να πετύχουν σε 15 λεπτά, κάτι που εμείς προσπαθούμε χρόνια». Έτσι είναι και αυτοί που είναι πιο σοφοί από εμάς, οι μεγαλύτεροι. Μπορεί να σου πουν μια λέξη και να σου ανοίξουν οι ορίζοντες εντελώς. Γι αυτό λέω ότι και ο Ξανθός και ο Ντούντα λείπουν.

Στη Σερβία οι προπονητές είναι πάρα πολύ καλοί, πολύ καλά οργανωμένοι. Και είναι πολύ σημαντικό να έχεις καλό προπονητή. Αυτούς που νοιάζονται. Ξέρεις εμείς όταν ήμασταν πιτσιρικάδες, όλο παραπονιόμασταν ότι μας βρίζει και μας φωνάζει ο προπονητής. Αλλά το πρώτο πράγμα που μας έλεγαν είναι ότι αν φωνάζει ο προπονητής πρέπει να χαίρεσαι. Να χαίρεσαι γιατί σημαίνει ότι βλέπει κάτι σε σένα. Οι προπονητές είναι πολύ σημαντικοί, ειδικά στις μικρές κατηγορίες.

Δεν με ενοχλούσε όταν λέγανε για σέρβικο λόμπι, γιατί πάντα μια σκέψη, δεν εκφράζει όλους τους ανθρώπους και φυσικά ο καθένας έχει δικαίωμα να σκέφτεται ό,τι θέλει. Απλά δεν έμπαινα ποτέ στη διαδικασία να εξηγήσω ότι δεν είναι έτσι.

Το κομμάτι της ψυχολογίας είναι πολύ σημαντικό, ειδικά σήμερα. Ένας προπονητής σε ψηλό επίπεδο είναι πρώτα διαχειριστής προσωπικοτήτων. Αυτό είναι το βασικό για μένα, μετά είναι το coaching μέσα στο παιχνίδι και το τρίτο είναι οι επιλογές παικτών, που έτσι κι αλλιώς δεν τις κάνεις μόνος σου, αλλά σε συνεργασία με τον οργανισμό.

Ο προπονητής πια είναι η κορυφή της πυραμίδας, μόνος του δεν τα καταφέρνει κανένας, δείτε και το παράδειγμα του Klopp που έχει ολόκληρο team γύρω του. Κάθε ομάδα μπάσκετ έχει πλέον 4-5 προπονητές. Είναι τόσες οι λεπτομέρειες και κάθε λεπτομέρεια παίζει ρόλο για να προετοιμαστείς για ένα παιχνίδι. Δεν μπορεί ένας άνθρωπος να τα παρακολουθεί όλα.

Ο προπονητής είναι κάτι διαφορετικό. Μοναχική δουλειά πολύ. Στις νίκες είναι όλοι μαζί και στις ήττες είσαι μόνος σου. Τους θαυμάζω όλους τους προπονητές για τη δουλειά που κάνουν. Δεν είναι εύκολο να είσαι προπονητής. Είναι μια δουλειά που πρέπει να είσαι και γνώστης, πρέπει να ξέρεις και το αντικείμενο και ειδικά στα ομαδικά αθλήματα πρέπει να είσαι και διπλωμάτης και επικοινωνιακός. Σύνθετο επάγγελμα. Σταμάτησα την προπονητική γιατί χάθηκε ο ενθουσιασμός.

Μπάνε ο πρόεδρος

Ως πιστός στρατιώτης του ΠΑΟΚ, ο Μπάνε δεν μπορούσε να μείνει άπραγος όταν η ομάδα ήρθε αντιμέτωπη με την οικονομική καταστροφή, αναλαμβάνοντας πρόεδρος πρωτοδικείου, αρχικά για ένα μικρό διάστημα, παραμένοντας ωστόσο στο πόστο του για αρκετά χρόνια, μέχρι να ορθοποδήσει ξανά ο σύλλογος.

Το έχω ζήσει το κομμάτι του να πρέπει να σε νοιάζει κάτι πέρα από την αγωνιστική επιτυχία. Ωραία, φέραμε επιτυχία. Ναι, αλλά εάν είχαμε έλλειμμα και έχουμε οικονομικό πρόβλημα;.Ας μην ξεχνάμε ότι οι επαγγελματικές ομάδες είναι πάνω απ’ όλα εταιρείες. Είναι τυχερές οι ομάδες που έχουν ιδιοκτήτες που μπορούν να κάνουν αύξηση μετοχικού κεφαλαίου και να χρηματοδοτούν. Αλλά είναι λίγες αυτές. Για μένα η σωστή φόρμουλα για το μπάσκετ είναι αυτή που έχει η Ρεάλ, η Μπαρτσελόνα και η Μπάγερν Μονάχου. Ποδόσφαιρο και μπάσκετ να είναι ένα. Μία εταιρεία.

Όσο ήμουν εγώ είχε γίνει μια συζήτηση αλλά δεν προχώρησε. Εγώ πιστεύω σε αυτό το μοντέλο για τις ομάδες μπάσκετ. Ίσως όχι για τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό, που έχουν ισχυρούς ιδιοκτήτες, αλλά ο ΠΑΟΚ θα μπορούσε. Αν δεις τη φανέλα της Ρεάλ, γράφει “Football Club”. Το μπάσκετ λοιπόν είναι τμήμα του ποδοσφαίρου και για αυτό κρατιέται σε τόσο υψηλό επίπεδο.

Η θέση του προέδρου είναι η ευθύνη. Είναι ο τρόπος που πρέπει να φέρεσαι. Καταρχάς όλοι -και βάζω και τους φιλάθλους εδώ- θέλουμε το καλό της ομάδας. Αυτό είναι δεδομένο. Ο καθένας όμως το κάνει αυτό με διαφορετικό τρόπο και με διαφορετική ατζέντα. Ο παίκτης είναι για μένα η καλύτερη δουλειά που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος. Φοράς σορτσάκι, κάνεις αυτό που αγαπάς και είναι και το επάγγελμά σου. Βεβαίως λίγοι το κατανοούν όσο είναι παίκτες.

Αυτό προσπαθούσα πολλές φορές να περάσω στους παίκτες όσο ήμουν πρόεδρος. «Απολαύστε το» τους έλεγα. «Μα έχουμε πίεση». Ποια πίεση. Απολαύστε το και το αποτέλεσμα μια θα κάτσει, μια όχι. Απολαύστε το όσο μπορείτε. Αυτή είναι μακράν η καλύτερη δουλειά.

Από πρόεδρος σταμάτησα γιατί είχα καταλάβει ότι έχει κλείσει ο κύκλος μου. Δεν είχα τίποτα άλλο να προσφέρω. Εγώ δεν ήμουν πρόεδρος μιας ανώνυμης εταιρείας που είναι δικιά μου. Ήμουνα πρόεδρος μιας της αθλητικής ανώνυμης εταιρείας, πρόεδρος της διοίκησης Πρωτοδικείου, δηλαδή ορισμένος από το Πρωτοδικείο μέχρι να βρεθεί λύση οριστική. Όταν ανέλαβα, πίστεψα ότι είναι για ένα χρόνο και τελικά έκατσα οκτώ.

Είχα να αντιμετωπίσω πάρα πολλά θέματα. Πάντα έλειπαν τα χρήματα και λογικό είναι. Από τη στιγμή που δεν έχεις μεγαλομέτοχο, πρέπει να τα ψάξεις μόνος σου και την ίδια στιγμή να το συνδυάσεις με μια αγωνιστική πορεία, που απαιτείται για ένα σωματείο όπως είναι ο ΠΑΟΚ. Βεβαίως με τα χρόνια οι φίλαθλοι του ΠΑΟΚ έχουν καταλάβει ότι δεν μπορείς να διεκδικήσεις το πρωτάθλημα, αλλά δεν παύει όταν χάνεις να πονάει.

Αυτή τη στιγμή για να ανεβούν και ΠΑΟΚ και Άρης στο μπάσκετ, πρέπει να υπάρχει ένας επιχειρηματίας που θα αναλάβει και στην αρχή να μπορεί να επενδύσει. Μάλλον όχι να επενδύσει γιατί επένδυση σημαίνει ότι βάζεις χρήματα για να έχεις κάποια οφέλη και να πάρεις κάτι πίσω. Στο μπάσκετ αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, αν επενδύσεις τα χρήματα τα δίνεις και τα ξεχνάς. Άρα πρέπει να ξέρεις για ποιο λόγο το κάνεις αυτό το πράγμα.

Στο ποδόσφαιρο κατά καιρούς ο στόχος είναι να μπορεί μια ομάδα να αυτοσυντηρείται. Δεν ξέρω αν ο Ολυμπιακός αν έχει φτάσει να αυτοσυντηρείται, αλλά αυτός ήταν ο στόχος του. Αλλά πάντα οι ιδιοκτήτες στο τέλος της ημέρας χρηματοδοτούν το έλλειμμα αυτό που υπάρχει για να κρατιέσαι σε υψηλό επίπεδο. ΠΑΟΚ και Άρης (στο μπάσκετ) εδώ και χρόνια δεν μπορούν να βρουν τέτοιο επιχειρηματία. Τώρα δεν υπάρχει στην περιοχή. Ο ποδοσφαιρικός ΠΑΟΚ ήταν πολύ τυχερός.

Τη στιγμή που μπήκαν ισχυροί παράγοντες στις ομάδες μπάσκετ και άρχισαν τα συμβόλαια να είναι διπλάσια και τριπλάσια στις ομάδες της Αθήνας, είναι πολύ λογικό το μπάσκετ, οι παίκτες και οι προπονητές να φύγουν. Ναι μεν η Θεσσαλονίκη, είχε το know-how και το έχει ακόμα, αλλά όπως έχει πει και ο Jerry Krause, καλά όλα αυτά, αλλά χωρίς χρήματα δεν πας πουθενά. Δεν μπορείς καν να διεκδικήσεις. Πού και πού το κάνεις βέβαια. Στις μέρες μου σαν πρόεδρος, φτάσαμε στον τελικό του κυπέλλου μετά από 20 χρόνια και το διεκδικήσαμε. Παίξαμε τον Παναθηναϊκό μέχρι το τελευταίο λεπτό, μπορούσαμε να κάνουμε το θαύμα. Ήταν δύο φάσεις που έκριναν τον αγώνα. Άλλα σταθερά δεν μπορεί κάτι τέτοιο να συμβεί.

Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να είμαι αντικειμενικός όσο ήμουν Πρόεδρος του ΠΑΟΚ γιατί έπρεπε να αποβάλω τις φιλοδοξίες που είχα. Γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος να ασχολείται και να είναι πρόεδρος μιας ομάδας και να μη θέλει να κερδίζει, να πάρει τίτλους. Αυτό όμως θα είχε σαν αποτέλεσμα να ανεβάσουμε τόσο πολύ το μπάτζετ, που δεν μπορούσαμε να το υποστηρίξουμε οικονομικά. Άρα έπρεπε αμέσως να μπω σε ένα mindset ότι αυτό που μπορούμε να κάνουμε, αυτές είναι οι υποχρεώσεις και πρέπει να κρατηθούμε ζωντανοί. Γιατί όταν είχα αναλάβει ήταν και πρώτη χρονιά του άρθρου 99. Κινδυνεύαμε συνέχεια με πτώχευση και έπρεπε να τα συνδυάσουμε όλα. Ήμουν τυχερός για τα διοικητικά και αγωνιστικά στελέχη που υπήρχαν στην ομάδα. Μόνος σου δεν πας πουθενά.

Δεν στεναχωριέμαι που ο ΠΑΟΚ δεν είναι πια στην κορυφή, γιατί το έχω αποδεχτεί και ξέρω για ποιο λόγο δεν βρίσκεται εκεί. Φαντάσου να φύγουν οι Αγγελόπουλοι από τον Ολυμπιακό και ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος από τον Παναθηναϊκό. Τι θα γίνουν σε 3 χρόνια αυτές οι ομάδες αν δεν βρεθεί κάποιος να βάζει λεφτά; Θα οριστεί μια διοίκηση πρωτοδικείου και θα πάνε μόνο με τα έσοδα. Φαντάσου λοιπόν ότι ο ΠΑΟΚ και ο Άρης είναι 20 χρόνια σε αυτή την κατάσταση και πάλι υπάρχουν όμως, γιατί υπάρχει τεχνογνωσία και κόσμος που το αγαπάει και τους στηρίζει όσο μπορεί.

Μπάνε ο Αντιπεριφερειάρχης Εξωστρέφειας

Στα 57 του, ο Μπάνε Πρέλεβιτς δεν σταματά να ψάχνεται, να κυνηγάει και να ενθουσιάζεται με καθετί καινούργιο. Από τα βιβλία και τα crypto, μέχρι την πρόσφατη εκλογή του στην Περιφέρεια Μακεδονίας, στον ρόλο του θεματικού Αντιπεριφερειάρχη Εξωστρέφειας.

Το να είσαι Θεματικός Αντιπεριφερειάρχης Εξωστρέφειας είναι στην ουσία πολιτικοοικονομικός όρος και περιγράφει και τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα. Για να έχεις εξωστρέφεια στην πολιτική και στην οικονομία πρέπει πρώτα να είσαι εσύ εξωστρεφής. Νομίζω ότι μου ταιριάζει ο ρόλος. Σχετίζεται με ό,τι έχει να κάνει με την προβολή στο εξωτερικό. Βεβαίως, υπάρχουν τα τμήματα της Αντιπεριφέρεας που περιλαμβάνουν και την εξωστρέφεια και υπάρχει συνεργασία μαζί τους. Αυτές που δεν έχουν αυτό το κομμάτι μπορούμε να πούμε πως είναι υπό την επίβλεψή μου.

Είμαι τυχερός που η Περιφέρεια είναι τόσο καλά οργανωμένη. Υπάρχει η διεύθυνση και η δομή και τρέχουν πάρα πολλά πράγματα. Στόχος είναι να προβάλουμε την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας σε όλους τους τομείς. 

Στόχος είναι κι ο περισσότερος τουρισμός. Υπάρχει ένας θεσμός που λέγεται Μακεδονική κουζίνα που δεν έχει δημιουργηθεί από εμένα. Διάφορα πιάτα με συνταγές της μακεδονικής κουζίνας, με τοπικά προϊόντα μακεδονικής γης. Είναι πολύ ωραίο αντικείμενο.

Και στον αθλητισμό υπάρχει εξωστρέφεια. Υπάρχει φυσικά Αντιπεριφέρεια Αθλητισμού. Απλά εγώ σαν εξωστρέφεια κολλάω παντού όπου μπορούμε να κάνουμε κάτι.

Δεν θα έλεγα ότι είμαι πολιτικός. Σε όλα όμως μπορώ να συμμετέχω και να βοηθήσω με τις εμπειρίες που έχω. Το να γίνει πάντως μπασκετούπολη η Θεσσαλονίκη δεν το βλέπω γιατί στον επαγγελματικό αθλητισμό όλα ξεκινάνε από τις οικονομικές δυνατότητες.