Μετά το Challengers, το απόλυτο τενιστικό entertainment είναι το 7 Days in Hell
Ας θυμηθούμε ένα από τα αστειότερα πράγματα που έχουν συμβεί στην τηλεόραση.
- 28 ΑΠΡ 2024
Το Challengers του Luca Guadagnino φέρνει ξανά το τένις στο προσκήνιο του entertainment με μια ιστορία γεμάτη πάθος, ανατροπές, ηλεκτρισμένη μουσική, και διαρκή απρόοπτα. Το framing device της ιστορίας είναι ένας αγώνας τένις που λαμβάνει χώρα σε ένα μικρό τουρνουά, όπου η προσωπική προϊστορία ανάμεσα στους δύο αντιπάλους το κάνει να έχει τεράστια σημασία.
Και καθώς το ματς εξελίσσεται, το παρελθόν ξετυλίγεται μπροστά μας, εμπλουτίζοντας την εμπειρία και το δράμα και δίνοντας νέα σημασία σε κάθε τι που συμβαίνει. Υπό μία έννοια, η δομή αυτή δεν είναι ανόμοια από κάποιο αθλητικό ντοκιμαντέρ, σαν τα 30 for 30 ή τα απολαυστικά Rewinder του Secret Base.
Να ο αγώνας, σου λένε όλα αυτά. Να οι αντίπαλοι. Να η συνθήκη. Και τώρα, πάμε πίσω να δούμε πώς έφτασαν εδώ οι πάντες, και να αποκαλύψουμε τι σημαίνει πραγματικά η νίκη. Είναι μια αληθινή νικητήρια φόρμουλα, που δεν λυγίζει και δεν σπάει και μπορείς να τη δεις να εφαρμόζεται στα πάντα, από τυπικό αθλητικό ντοκιμαντέρ μέχρι ρομαντικό δράμα, όπως φαίνεται.
Και μέχρι και κωμωδία, ναι.
Γιατί τώρα που τα έχουμε όλα αυτά στο μυαλό μας, αξίζει να θυμηθούμε πώς τα εφάρμοσε ένα άλλο τενιστικό must-see της κινηματογραφικής/τηλεοπτικής διασκέδασης, δηλαδή το αθλητικό mockumentary 7 Days in Hell που έβγαλε το ΗΒΟ το 2015.
Από τον σεναριογράφο Murray Miller (με πολλή δουλειά σε animation όπως King of the Hill και American Dad!) και τον σκηνοθέτη Jake Szymanski (Funny Or Die), το 7 Days in Hell παίρνει τη μορφή ενός αθλητικού ντοκιμαντέρ του HBO Sports, σαν το 30 for 30, χρησιμοποιώντας ψευδο-αρχειακό υλικό του BBC, ηχητικά ψευτο-ντοκουμέντα, συνεντεύξεις πρόσωπο με πρόσωπο με μια ντουζίνα διασημότητες που παίζουν τον εαυτό τους, και κάθε άλλη γνωστή ή λιγότερο γνωστή τεχνική – έχουμε μέχρι κι ένα κομμάτι που παραπέμπει στις viral για μια περίοδο ψηφιακές αναπαραστάσεις γεγονότων από τα δελτία ειδήσεων της Ταϊβάν.
Όπως και το Challengers, ή όπως και όλα αυτά τα τύπου Rewinder αθλητικά ντοκιμαντέρ, το 7 Days in Hell ξεκινάει παρουσιάζοντας έναν αγώνα επικής σημασίας, πριν αρχίσει να μας δίνει context. Εδώ η άμεση πηγή έμπνευσης είναι ο θρυλικός Ατελείωτος Αγώνας των Isner και Mahut πίσω στον Ιούνιο του 2010, ένας αγώνας τένις που χρειάστηκε τρεις μέρες για να ολοκληρωθεί και είναι –και θα παραμείνει για πάντα, με δεδομένες τις αλλαγές κανονισμών που ακολούθησαν– ο μεγαλύτερης διαρκείας αγώνας στην ιστορία του αθλήματος. Έληξε με τελικό σκορ 3-2 σετ, με το τρίτο σετ να έχει επιμέρους σκορ 70-68(!) για τον Isner.
Το 7 Days in Hell φαντάζεται έναν ακόμα μεγαλύτερης διάρκειας αγώνα, να απλώνεται στις 7 μέρες, αλλά από εκεί και μετά αφήνει έναν πλήρη παραλογισμό να ξεδιπλωθεί, μπλέκοντας γνώριμες περσόνες, διάσημες προσωπικότητες και σουρεάλ ιδέες στο μπλέντερ. Από τη μία, ο Aaron Williams του Andy Samberg πατάει στο πρότυπο των πιο Κακών Παιδιών του αθλήματος – βρίζει στις συνεντεύξεις, παίζει τη ρακέτα σαν κιθάρα όταν δεν την κοπανάει τσαντισμένος στο έδαφος, είναι διάσημος στα ταμπλόιντ για τις εξάρσεις και λοιπές περιπτύξεις του, έχει μπλεξίματα με το νόμο.
Ο Aaron είναι ο τρίτος αδερφός Williams, για κάποιο λόγο – και η ίδια η Serena είναι ένα από τα πρόσωπα που μιλούν στο “ντοκιμαντέρ”, ξεκαρδιστικά– και οι περιπέτειές του φτάνουν από την Αγγλία όπου σπρώχνει on camera στο έδαφος έναν Δούκα (με μια τρομερά αστεία κραυγή να «κάνει τον γύρο του κόσμου») μέχρι τις κομψές και άνετες φυλακές της Σουηδίας όπου καταλήγει ύστερα από μια καταστροφική επιχείρηση εσωρούχων.
Στον αγώνα, ο Aaron παίζει για την εξιλέωσή του, όμως τα προβλήματα ξεκινούν γρήγορα: Ένα σερβίς του έχει αποτέλεσμα έναν θάνατο(!!) με συνέπεια τη μετέπειτα εξωφρενική ατάκα που ο σπορτκάστερ εκστομίζει με απόλυτα φυσικό και flat τρόπο, σαν να έλεγε απλώς το σκορ: «Δεύτερο σερβίς τώρα, αφού σκότωσε έναν άνθρωπο». Μια από τις αστειότερες στιγμές στην ιστορία της τηλεόρασης, ευχαριστούμε 7 Days in Hell.
Απέναντί του έχει τον Kit Harington, τότε του Game of Thrones, ο οποίος παίζει μια καρτουνίστικη εκδοχή της ευθύτητας και απλότητας του αγαθού (όπως τον αντιλαμβανόταν η ποπ κουλτούρα) Jon Snow. Ο Charles Poole είναι μεγαλωμένος από μια tennis mom, που τον ετοίμαζε από μικρό για τενιστικά μεγαλεία, ακόμα κι αν ο ίδιος δεν καταλαβαίνει τίποτα που να συμβαίνει γύρω του – “indubitably” λέει και ξαναλέει με ύφος, χωρίς να έχει ιδέα τι σημαίνει.
Η κόντρα των δύο τους είναι εκπληκτικά αστεία, όχι μόνο για την αντίθεση που έχουν οι δύο περσόνες, αλλά για το πώς το αφηγηματικό τέχνασμα του μαραθώνιου αγώνα τένις δίνει στον σεναριογράφο την ευκαιρία να γεμίσει την αφήγηση με το ένα ξέφρενο και παράλογο περιστατικό μετά το άλλο. Θάνατοι, η Βασίλισσα της Αγγλίας, sex tapes, εκδικητικές απόπειρες φόνου, μέχρι και μια πλήρως random και έξαφνη εμφάνιση του David Copperfield (κλάμα) μπλέκονται στην αφήγηση.
Ενώ γύρω από την τενιστική κόντρα παρουσιάζονται διάφορα περιφερειακά στόρι supporting ηρώων και αντι-ηρώων, από έναν σεξουαλικά λαίμαργο παρουσιαστή αθλητικής εκπομπής (ο Michael Sheen με μάτι-γαρίδα, πνιγμένος στον καπνό) μέχρι το προφίλ ενός σχεδιαστή δικαστικών υποθέσεων που ενέπνευσε ολόκληρα καλλιτεχνικά κινήματα(!!!) και του οποίου την κατάληξη απλά δε θα προβλέψετε ακόμα κι αν έχετε 70-68 μαντεψιές.
Δεν ξέρω γιατί το τένις είναι το τέλειο σπορ για μια τέτοια σουρεαλιστική κωμική παρέλαση ιδεών και προσώπων – ίσως είναι αυτός ο συνδυασμός έντασης και απόστασης που καλωσορίζει τα πάσης φύσεως ιντερλούδια αλλά και κάνει την εξιστόρηση τόσο έντονων επεισοδίων να μοιάζει φύσει αστεία. Πάντως τόσο για μια ορμητική ερωτική κομεντί, όσο και για μια κωμωδία του παραλόγου, αποτέλεσε τέλειο αφηγηματικό περιτύλιγμα. (Και υπάρχει και μια ακόμα μεγάλη ομοιότητα στα Challengers και 7 Days in Hell που δε θα σχολιάσουμε εδώ, αλλά αν δείτε και τα δύο θα την παρατηρήσετε.)
Το δημιουργικό δίδυμο των Miller-Szymanski επανενώθηκε 2 χρόνια μετά για το Tour de Pharmacy, ένα αντίστοιχο mockumentary στον κόσμο της ποδηλασίας, αλλά παρά τα αστεία, εκείνο κλίνει όπως είναι φυσικό και περισσότερο στη σάτιρα. Είναι, πώς να το κάνουμε, κάτι πιο αναμενόμενο. Το 7 Days in Hell είναι πολύ απλά, πλήρως παράλογο. Ακόμα κι αν μπορείς να δεις τα αστεία του να έρχονται, δε μπορείς ποτέ να προβλέψεις την κατάληξή τους – όπως συμβαίνει πάντα δηλαδή με τους πιο εντυπωσιακούς πόντους στο τένις.