iStock
ΚΟΣΜΟΣ

Γιατί το Άμστερνταμ αποφάσισε να βάλει φρένο στο άνοιγμα νέων ξενοδοχείων

Σε συνέχεια μιας σειράς από μέτρα και ρυθμίσεις που έχει θεσπίσει για να μειώσει τον μαζικό τουρισμό, το Άμστερνταμ ανακοίνωσε ότι πλέον δεν επιτρέπεται να οικοδομηθεί ούτε ένα παραπάνω ξενοδοχείο στο κέντρο.

Δεν είναι υπέροχο που επί σειρά ετών ακούγαμε πανηγυρικές δηλώσεις για την τουριστική αναγέννηση της Αθήνας και την υλοποίηση λαμπρών επενδύσεων σε ακίνητα τα οποία είχαν ερημώσει π.χ. στην οδό Πανεπιστημίου και την Ομόνοια, ενώ τώρα μαθαίνουμε ότι αυτή η ανεξέλεγκτη «πρόοδος» επιφέρει σειρά από προβλήματα στη βιωσιμότητα, τον χαρακτήρα και τελικά τη γενικότερα ποιότητα ζωής των πόλεων, με αποτέλεσμα σε πρωτεύουσες άλλων ευρωπαϊκών κρατών σήμερα να πανηγυρίζουν για το ακριβώς ανάποδο; Για το φρένο αντί για το γκάζι στον τουρισμό;

Και δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δεν υπήρχαν παραδείγματα που έδειχναν το αδιέξοδο στο τέλος του δρόμου.

Χαρακτηριστική περίπτωση, η πόλη του Άμστερνταμ, ένας προορισμός που βρισκόταν ανέκαθεν στους πιο επισκέψιμους της Ευρώπης, όπου από το 2017 –έτος κατά το οποίο στην Αθήνα συνέβαινε ρεκόρ τουριστικών επενδύσεων συνολικού ύψους 3,1 δισ. ευρώ– είχαν αρχίσει να εφαρμόζονται αυστηρές πολιτικές για τον έλεγχο του τουρισμού. Η γοητεία της κουλ πόλης του βορρά με τα πολλά κανάλια, τα μουσεία και τη χαλαρή καθημερινότητα βρισκόταν πλέον σε κίνδυνο από τις ορδές που κατέφθαναν ιδίως μεταξύ Μαΐου και Αυγούστου για να ζήσουν τον «μύθο του Άμστερνταμ», παρέα με πολύ αλκοόλ και κάνναβη.

Το δημοτικό συμβούλιο έθεσε τότε το ζήτημα της διαχείρισης του τουρισμού σε νέα βάση, εφαρμόζοντας τις πρώτες κανονιστικές ρυθμίσεις που συνεχίζονται μέχρι σήμερα, όλο και αυστηρότερα χρόνο με τον χρόνο.

Ενδεικτικά, το 2017 θεσπίστηκε η ανάγκη γεωγραφικής κατανομής των ξενοδοχειακών μονάδων σε όλη την πόλη αντί να είναι συγκεντρωμένα σε συγκεκριμένες περιοχές, το 2020 απαγορεύτηκαν τα τουρ στη Red Light District, το 2021 αποφασίστηκε ότι το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο επισκεπτών τον χρόνο είναι τα 20 εκατ. (να τονίσουμε ότι είναι μια πόλη περίπου 1.2 εκατ. κατοίκων) και το 2023, παράλληλα με μία προβοκατόρικη καμπάνια που είχε τον ξεκάθαρο τίτλο «μείνετε μακριά», ορίστηκε παράνομο το να καπνίζεις δημόσια μαριχουάνα σε διάφορες γειτονιές, αφαιρώντας έτσι ένα βασικό κίνητρο από τους «ενοχλητικούς τουρίστες» που ήθελε να διώξει το Άμστερνταμ.

Αλλά ακόμη και έτσι, τα πλήθη συνέχισαν να συρρέουν απτόητα, μέσα στο γενικότερα κλίμα έκρηξης της τουριστικής κίνησης που καταγράφεται μετά την πανδημία: συγκεκριμένα, το 2023 κατέγραψε το ρεκόρ των 20.67 εκατ. διανυκτερεύσεων στα ξενοδοχεία της πόλης, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται σε αυτό το νούμερο οι διανυκτερεύσεις σε χόστελ, κρουαζιέρες και AirBnB. Η απάντηση εκ μέρους της δημοτικής αρχής ήρθε τραβώντας κόκκινη γραμμή στον αριθμό των ξενοδοχείων – κανένα παραπάνω ξενοδοχείο δεν πρόκειται να ανοίξει, όπως αποφασίστηκε.

Η απόφαση για τα ξενοδοχεία στο Άμστερνταμ

© iStock

Κατά την περίοδο μεταξύ 2007 και 2020, ο αριθμός των ξενοδοχείων στο Άμστερνταμ παρουσίασε ομαλή αλλά συνεχή αύξηση, με αποτέλεσμα να ξεπεράσει τις 550 διαθέσιμες μονάδες στο τέλος της pre-covid εποχής, ενώ μετά την επαναλειτουργία καταγράφηκε μια νέα φάση επενδυτικής έκρηξης στην κατασκευή ξενοδοχείων, που αποφάσισε να συγκρατήσει το δημοτικό συμβούλιο προτού να είναι αργά.

«Το Άμστερνταμ λέει όχι στα νέα ξενοδοχεία», δήλωνε η σχετική ανακοίνωση που εκδόθηκε πριν μερικές εβδομάδας, «θέλουμε να κάνουμε και να διατηρήσουμε την πόλη βιώσιμη για τους κατοίκους και τους επισκέπτες».

Γνωρίζουμε από πρώτο χέρι πώς επηρεάζει την καθημερινότητα της πόλης μια δομή μεγάλης κλίμακας για τον τουρισμό – το κυκλοφοριακό φορτίο όπως και ο θόρυβος είναι στοιχεία που αυξήθηκαν παράλληλα με το ξενοδοχειακό δυναμικό της Αττικής, που δεν αποκλείεται να χρειαστεί άμεσα ανάλογη ρύθμιση με αυτή του Άμστερνταμ.

Τι περιλαμβάνει λοιπόν το καινούργιο μέτρο; Πλέον στο Άμστερνταμ, δεν επιτρέπεται να οικοδομηθεί ένα νέο ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης παρά μόνο «εάν πρώτα κλείσει ένα υπάρχον ξενοδοχείο». Με αυτόν τον τρόπο, ο συνολικός αριθμός θα παραμένει από εδώ και στο εξής ο ίδιος. Βέβαια, με έναν μικρό αλλά σημαντικό αστερίσκο: όλα τα –26 στο σύνολο!– ξενοδοχειακά πρότζεκτ τα οποία βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη και οικοδομούνται, έχοντας αποτελέσει την πέτρα του σκανδάλου για την επίμαχη απόφαση που συζητάμε, δεν πρόκειται να επηρεαστούν από τη ρύθμιση. Το μέτρο του δημοτικού συμβουλίου αφορά τις αδειοδοτήσει από εδώ και στο εξής.

«Η επίδραση του μέτρου δεν θα είναι ιδιαίτερα μεγάλη στην πραγματικότητα», δήλωσε στους New York Times ο Ko Koens, καθηγητής σε πανεπιστήμιο στο Ρότερνταμ, εξηγώντας ότι μια τέτοια απόφαση μπορεί να λειτουργήσει συνδυαστικά με άλλα μέτρα. Παράλληλα με τον έλεγχο στον αριθμό των ξενοδοχείων, για παράδειγμα, το Άμστερνταμ έβαλε ακόμη χαμηλότερα όρια στις κρουαζιέρες στα κανάλια. Ο κύριος στόχος για τον οποίον παλεύει η δημοτική αρχή είναι να ωθήσει τους τουρίστες σε μέρη εκτός κέντρου, πράγμα όμως που είναι δύσκολο να επιτευχθεί.

«Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις», δήλωσε ο καθηγητής, «το ζήτημα είναι υπερβολικά πολύπλοκο».

Παγκόσμια στροφή κατά του υπερτουρισμού

Το Άμστερνταμ είναι ενδεικτικό αλλά όχι το μοναδικό παράδειγμα που αποστρέφεται τον υπερτουρισμό. Η μία μετά την άλλη, ευρωπαϊκές πόλεις που έχουν παραδοσιακά ψηλή θέση στις προτιμήσεις των τουριστών (και άρα είναι οι πρώτες που έχουν έρθει αντιμέτωπες με τα σημάδια εξασθένησης μιας πόλης από τις ανεξέλεγκτες ροές τουριστών για γρήγορη διασκέδαση) στρέφονται συνειδητά από τον μαζικό στον ποιοτικό τουρισμό. Ο στόχος είναι παντού ο ίδιος, οι τρόποι που εφαρμόζονται διαφέρουν.

Στη Βαρκελώνη εφαρμόζεται πλέον ο υψηλότερος φόρος διαμονής στην Ευρώπη (€3.25). Στη Βενετία έχει οριστεί γενικό εισιτήριο εισόδου για την πόλη τις ημερομηνίες της high season. Στη Σεβίλλη εξετάζεται το ενδεχόμενο αύξησης χρεώσεων στα μεγάλα τουριστικά μνημεία – μια μέθοδος η οποία εφαρμόστηκε πρόσφατα και από την Αθήνα στην περίπτωση της Ακρόπολης. Σε όλο και περισσότερες πόλεις θεσπίζονται ανώτατα όρια στους επισκέπτες ανά σεζόν, στους συμμετέχοντες ανά τουρ, στις υποδομές που οικοδομούνται σε περιοχές ιστορικής σημασίας που απειλούνται.

Σε αυτές τις συνθήκες, οι τιμές ανεβαίνουν, οι τουριστικές υπηρεσίες δρουν πιο στοχευμένα και οι πόλεις αναζητούν εναγωνίως τρόπους να φέρουν την ισορροπία ανάμεσα σε κατοίκους και επισκέπτες, μια πρόκληση η οποία φαίνεται όλο και πιο δύσκολη για την περίπτωση της Αθήνας.