Πώς να τρως πραγματικά σαν ντόπιος όταν ταξιδεύεις
Ζητήσαμε από δύο ανθρώπους που είναι το περισσότερο διάστημα με μία βαλίτσα στο χέρι, να μοιραστούν μαζί μας τα πιο χρήσιμα tips τους.
- 17 ΙΟΥΝ 2024
Όταν ψάχνουμε για συστάσεις εστιατορίων στην πόλη που ζούμε, βασιζόμαστε σε φίλους, γαστρονομικούς οδηγούς και social media. Ωστόσο, όταν βρισκόμαστε στο εξωτερικό, φαντασιωνόμαστε έναν μυστηριώδη «ντόπιο», κάποιον που θα μας οδηγήσει στο καλύτερο γεύμα της ζωής μας, κατά προτίμηση κάπου «αυθεντικά» και «εκτός πεπατημένης». Αν και δεν θα το περιμέναμε ποτέ αυτό από έναν άγνωστο που θα συναντούσαμε στον δρόμο στην Αθήνα, το περιμένουμε από ανθρώπους σαν κι εμάς όταν είμαστε στο εξωτερικό.
Αν ρωτούσατε 100 τυχαίους ανθρώπους πού να φάτε στην Αθήνα, θα λαμβάνατε δεκάδες διαφορετικές απαντήσεις. Το ότι η πόλη έχει μια ενδιαφέρουσα γαστρονομική σκηνή, δεν κάνει κάθε κάτοικό της ειδικό. Αν λοιπόν δεν υπάρχει ο ντόπιος που ξέρει τα πάντα, πώς τρως τελικά καλά όταν ταξιδεύεις; Ζητήσαμε από δύο ανθρώπους που είναι το περισσότερο διάστημα με μία βαλίτσα στο χέρι, να μοιραστούν μαζί μας τα πιο χρήσιμα tips τους.
«Απολογούμαι για το αφοριστικό του πράγματος, αλλά ποτέ δεν θα φας σαν ντόπιος σε ένα μέρος που επισκέπτεσαι για 5-6 μέρες. Ειλικρινά δεν έχω καμία διάθεση να το αποδομήσω, αλλά ας είμαστε ρεαλιστές για τη διακριτή διαφορά ανάμεσα σε ντόπιους και επισκέπτες μαζί με τα πολλών ειδών συμπαραδηλούμενα που αυτή φέρει», λέει η Λένα Γκόβαρη, ταξιδιωτική δημοσιογράφος.
«Αφού βγάλαμε αυτή την ματαιότητα από την μέση, προκειμένου να πάρεις μια καλή γεύση (διπλής) από τον προορισμό σου, προσπάθησε με όλες τις αισθήσεις σου να τον καταλάβεις και όχι να τον καταβάλλεις. Κράτησε από τον καλά ενορχηστρωμένο σου προγραμματισμό τουλάχιστον λίγες ώρες για ανέμελη βόλτα σε μια γειτονιά που κατάλαβες πως είναι της αρεσκείας σου. Καταλαβαίνω, έχεις σφιχτό πρόγραμμα για να τα επισκεφτείς όλα, ωστόσο η έκπληξη και ο αυθορμητισμός είναι τα μόνα που θα διαφοροποιήσουν το ταξίδι σου από τους πανομοιότυπους οδηγούς εμπειριών εκεί έξω».
Η προκαταρκτική έρευνα
Στο τελευταίο μου ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, μια πόλη που τυγχάνει να είναι οικεία τόσο σε μένα όσο και σε αρκετούς φίλους μου, έφτασαν στα e-mail της παρέας οι καλύτερες λίστες. Λέω οι καλύτερες γιατί είχαν μέσα νέες αφίξεις, παραδοσιακά μαγαζιά, fine dining, street food, μπαρ και ζαχαροπλαστεία – έναν συνδυασμό προτάσεων για μια ολοκληρωμένη εμπειρία.
Στην πρώτη λίστα, ο δημιουργός της είχε χαρτογραφήσει όλη την πόλη, χωρίζοντάς την σε τμήματα, και είχε φτιάξει τον ιδανικό οδηγό για κάποιον που επισκεπτόταν την πόλη πρώτη φορά. Δεν υπήρχαν άσχημες εκπλήξεις. Στις προτάσεις ενός άλλου φίλου, που είχε μείνει και εργαστεί για αρκετό διάστημα στην Κωνσταντινούπολη, υπήρχαν πιο εναλλακτικές προτάσεις. Μια άλλη γνωστή μάς έστειλε εκεί που έτρωγε «τίμιο, οικονομικό μεσημεριανό». Μαζί με όλα αυτά, είχαμε στα χέρια μας και ένα έγκριτο γαστρονομικό περιοδικό που είχε κάνει πρόσφατα σχετικό αφιέρωμα, με αρκετές προτάσεις για street food.
Δεν έχεις πάντα την τύχη να βρίσκεις τόση πληροφορία μαζεμένη πριν από ένα ταξίδι. Το θέμα όμως δεν είναι μόνο η πληροφορία, αλλά ποιος στη δίνει. Συγκλίνουν οι απόψεις σας; Ταιριάζουν τα γούστα σας; Κινείστε στο ίδιο budget; Μερικές φορές, ακόμα κι αν ένα εστιατόριο είναι θεωρητικά καλό μπορεί να μην ταιριάζει στο στυλ σου. Η αισθητική όπως και η γεύση είναι πολλές φορές υποκειμενικές (αν συμφωνήσουμε όλοι ότι το κοτόπουλο δεν σερβίρεται ωμό).
Από την άλλη, η υπερβολική πληροφορία και οι λίστες ενδέχεται να περιορίσουν τον ενθουσιασμό του ταξιδιού και της ανακάλυψης και να βρεθείς δέσμιος στις προτάσεις που κάποιος άλλος επέλεξε για σένα. Χρειάζεται μία ισορροπία. Νομίζω ότι η πιο λόκαλ στιγμή που έχω ζήσει στο Παρίσι ήταν να τρώω κορόμηλα που είχα αγοράσει από έναν πάγκο στο μετρό στη σκιά ενός δέντρου στον Βοτανικό Κήπο, διαβάζοντας το βιβλίο μου.
«Έχοντας ζήσει το ταξιδιωτικό ρεπορτάζ και από την καλή και από την ανάποδη -η ανάποδη είναι να το κάνω επαγγελματικά- έχω καταλήξει πως δύο είναι οι τρόποι για να βρεις το πραγματικά αυθεντικό, παραγνωρισμένο διαμαντάκι. Ο πρώτος είναι η ανόθευτη πληροφοριών εξερεύνηση. Ο δεύτερος σε αφορά αν είσαι αρκετά τυχερός ώστε να γνωρίζεις κάποιον ντόπιο, ο οποίος όμως είναι εκλεκτικός gourmand και του αρέσει η έξοδος για φαγητό. Γιατί αν ρωτάς έναν λόκαλ μίζερο, που έχει να πάει σε εστιατόριο από το 2020, για προτάσεις στη Ρώμη δεν θα πάει πολύ καλά αυτό», εξηγεί η Λένα Γκόβαρη.
Online κριτικές vs ένστικτο
«Δεν θα πάρω σίγουρα ιδέες από το tripadvisor όπου τα σχόλια συνήθως προέρχονται από ανθρώπους οι οποίοι έχουν επισκεφθεί τα πιο τουριστικά μέρη της πόλης. Δηλαδή, δεν μπορώ να εμπιστευτώ κάποιον που θα δοκιμάσει για πρώτη φορά σουβλάκι και θα μπει να το αξιολογήσει με την υψηλότερη βαθμολογία. Ένα άλλο “κόλλημα” που έχω είναι να μην εμπιστεύομαι μαγαζιά που έχουν κατάλογο με φωτογραφίες από τα πιάτα. Είναι αποτρεπτικό για μένα. Έχει τύχει να φάω καλά, αλλά, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Πριν από κάθε ταξίδι διαβάζω άρθρα, φτιάχνω λίστες, ψάχνω ανθρώπους που έχουν ταξιδέψει εκεί και διασταυρώνω πληροφορίες. Γενικά επιχειρώ να συλλέξω πληροφορίες από ανθρώπους που δραστηριοποιούνται στον χώρο της εστίασης» εξηγεί η Θάλεια Ιωάννου, travel & food blogger.
«Για παράδειγμα, τώρα στην Κολομβία κάθισα σε ένα μπαρ όπου όσο περίμενα την bartender να μου φτιάξει το cocktail μου την ρωτούσα να μου πει ποια είναι τα αγαπημένα της μαγαζιά για φαγητό. Ήμουν στην Cartagena και είχε καταγωγή από Bogota. Μου μίλησε και για τις δύο πόλεις. Στη θέση της βέβαια θα μπορούσε να είναι ένας οδηγός που θα με μεταφέρει κάπου, μια παρέα που θα συναντήσω σε ένα λεωφορείο. Ρωτάω και αντίστοιχα “φιλτράρω”».
Η Λένα Γκόβαρη συμβουλεύει να περπατήσεις χωρίς συγκεκριμένη διαδρομή, να μπεις σε φαινομενικά αδιάφορα σοκάκια («μπορεί να είναι, μπορεί και όχι!») ακούγοντας, μυρίζοντας («εύχομαι ευχάριστες μυρωδιές»), κοιτάζοντας τριγύρω σου και να αφήσεις το ένστικτο και το μάτι να σε οδηγήσει σε αυτό το μαγαζί που βρίσκεται στην ίδια συχνότητα με σένα. Προτείνει, ωστόσο, να κάνεις μια γρήγορη επιβεβαίωση στις κριτικές της Google, «μην τυχόν το ραντάρ σου σε λάθεψε και αφέσου στο άγνωστο…ή έστω στο λιγότερο οργανωμένο, χωρίς να έχεις καρφωμένα τα μάτια στο Google maps και τις πινέζες που ψάρεψες από τις ίδιες λίστες που τις βρίσκουν όλοι».
Επισημαίνει επίσης να προσπαθήσεις να εκπαίδευσεις το κριτήριο σου να διακρίνεις τα δημοσιογραφικά βιωματικά κείμενα από τις copy paste λίστες «με τα καλύτερα» και από τα εμπορικά που έχουν επιβεβλημένη θεματολογία. Να επιλέξεις τα Μέσα και τους γραφιάδες που ανταποκρίνονται στην ταξιδιωτική σου φυσιογνωμία (και το πορτοφόλι σου) και να τους ακολουθήσεις.
«Προσωπικά όταν διαβάζω προτάσεις για φαγητό και τα ¾ των επιλογών είναι μισελενάτα fine dining ή φασαίικα κατακαίνουργια spots (λες και ήξερα τα παλιά), αντιλαμβάνομαι ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση δεν θα με οδηγήσει “να ζήσω σαν ντόπιος”. Ίσως σαν πλούσιος digital nomad. Ολοκληρώνοντας με ταξικό πρόσημο, ο εκδημοκρατισμός που επέβαλε η τεχνολογία αποτέλεσε τον κρυμμένο άσσο στο μανίκι του κάθε ταξιδιώτη. Εξάλλου, όσους αμετροεπείς διθυράμβους και να γράψουν οι επαγγελματίες του είδους για κάποιο εστιατόριο, αν οι κριτικές στο Google maps ανάμεσα σε 1258 χρήστες συμπυκνώνονται σε 3,9/5 αστεράκια, συμπεραίνεις ότι όλοι αυτοί δεν είναι μόνο μοχθηροί γείτονες που φθονούν την επιτυχία/κατσίκα του γείτονα. Φωνή λαού, οργή γαστρονομικού θεού, που λέμε».
Η Θάλεια Ιωάννου κινείται σε γειτονιές, τις περπατάει και κάθεται σε μαγαζιά που βλέπει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό αποτελείται από ντόπιους («όπου μπορώ να το ξεχωρίσω»). «Βρίσκομαι σε μια διαρκή αναζήτηση μαγαζιών που θα μου προσφέρουν αυθεντικές εμπειρίες. Τα μαγαζιά που δύσκολα θα έμπαινες γιατί δε σε εντυπωσιάζει μια “fancy” ταμπέλα που θα δεις ή ένας περιποιημένος κατάλογος, είναι αυτά που μου τραβάνε περισσότερο την προσοχή και πολλές φορές αποτελούν τα “γαστρονομικά διαμάντια” του ταξιδιού μου».
Σε αυτές τις περιπτώσεις λειτουργεί συνήθως με το ένστικτο. Ψάχνει να δοκιμάσει αποκλειστικά την κουζίνα της χώρας με αρχή πάντα το street food και στη συνέχεια τα εστιατόρια. «Δε θα αναζητήσω ιταλικό στο Μεξικό, ούτε μεξικάνικο στην Ιταλία. Νομίζω είναι πιο εύκολο να βρω που θα φάω στην Κολομβία και σε κάποια αντίστοιχη περίπτωση. Γιατί παρόλο που είναι μεγάλη χώρα δεν υπάρχει η γαστρονομική “υπερπληροφόρηση” που θα συναντήσεις στο Λονδίνο».
Υπάρχουν δύσκολα ταξίδια;
Η απάντηση για την travel & food blogger που έχει ταξιδέψει σε μέρη που για πολλούς βρίσκονται στην bucket list τους, είναι αρνητική. «Δημιουργούνται προκαταλήψεις για διάφορους προορισμούς οι οποίες μόλις ταξιδέψεις σε αυτούς και τους ανακαλύψεις μόνος σου θα δεις ότι αυτόματα καταρρίπτονται. Αυτό μπορώ να το επιβεβαιώσω και από το τελευταίο μου ταξίδι στην Κολομβία όπου η πιο δημοφιλής ερώτηση στο άκουσμα της χώρας σχετίζεται με την εγκληματικότητα και το αν μπορείς να κυκλοφορήσεις άνετα στους δρόμους των πόλεων.
Τέτοιου είδους σκέψεις έκανα κι εγώ όταν είχα ταξιδέψει στο Μεξικό, αλλά, η εμπειρία μου από το συγκεκριμένο ταξίδι -όπου δε συνάντησα το παραμικρό- αποτέλεσε τον οδηγό για την Κολομβία ώστε να το απολαύσω ούσα πλήρως απελευθερωμένη από δεύτερες σκέψεις ή τυχόν φοβίες. Το ίδιο και για το Ιράν όπου συνάντησα τους πιο φιλόξενους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στα ταξίδια μου.
Δεν υπάρχουν δύσκολα ταξίδια. Αν πρέπει να αναφέρω μια δυσκολία θα πω για το ταξίδι μου στις Φιλιππίνες κι αυτό γιατί απαιτεί μια οργάνωση λόγω των 7.000 περίπου νησιών όπου πρέπει να επιλέξεις ποια θα επισκεφθείς και να συμφιλιωθείς με την ιδέα ότι θα βρίσκεσαι με μια βαλίτσα στο χέρι και θα κινείσαι από νησί σε νησί με καράβι ή αεροπλάνο και αναγκαστικά θα είσαι συνεχώς “on the go”. Αυτό κάποιους τους δυσκολεύει, τους κουράζει ή είναι ακόμα και αποτρεπτικό ώστε να επιλέξουν τον συγκεκριμένο προορισμό. Εγώ θεωρώ ότι σε ανταμείβει το ταξίδι το ίδιο οπότε το προσπερνάς εύκολα αυτό το κομμάτι».
Οι προκαταλήψεις δεν έχουν χώρο στα ταξίδια. «Με έχουν εκπλήξει ευχάριστα η Γεωργία και η Βηρυτός. Η καθεμία για διαφορετικούς λόγους. Η Γεωργία γιατί δεν πήγα με υψηλές προσδοκίες και με εξέπληξε η γαστρονομική της σκηνή και η Βηρυτός γιατί δεν περίμενα να με εντυπωσιάσει τόσο πολύ η κουζίνα της χώρας. Για παράδειγμα, δεν έχω αδυναμία στο ταχίνι και δεν θα επιλέξω συχνά να φάω χούμους. Ε, στη Βηρυτό εκτός του ότι έτρωγα κάθε μέρα, φεύγοντας από τη χώρα, πήρα σε πακέτο χούμους γιατί αυτό που δοκίμασα εκεί
ήταν ένα από τα “highlight” του ταξιδιού μου. Σήμερα μπορώ να πω επίσης ότι, η λιβανέζικη είναι από τις αγαπημένες μου κουζίνες».
Αν θέλουμε να βγάλουμε ένα συμπέρασμα από όλα τα παραπάνω είναι ότι το να τρως σαν ντόπιος είναι ένα νόμισμα με δύο όψεις, ακόμα και δυσάρεστες εκπλήξεις. «Ίσως να ισχύει στο street food για παράδειγμα και στην περίπτωση του να ρισκάρεις να δοκιμάσεις κάτι σε μέρος όπου δεν τηρούνται οι κανόνες υγιεινής. Έχει τύχει να τρώω στο Βιετνάμ και τα ποντίκια να κόβουν βόλτες στο χώρο ή να βλέπω να πλένουν τα πιάτα στον δρόμο με το λάστιχο. Τέλος, ο ντόπιος δεν σημαίνει αυτόματα ότι θα σε οδηγήσει στα hot spots της πόλης
γιατί πολλοί δεν τα επισκέπτονται καν ή θα σε στείλουν σε κάποιον γνωστό τους ανεξαρτήτως ποιότητας».
Πέρα από κάθε γαστρονομικό οδηγό, φίλο, γνωστό, ειδικό, ντόπιο, στο πίσω μέρος του μυαλού μας κρατάμε πάντα τα σοφά λόγια του Anthony Bourdain, που δεν υπαγόρευσαν μόνο τη στάση του απέναντι στο φαγητό και τα ταξίδια, αλλά τη ζωή γενικότερα. «Να είστε ανοιχτοί στις εμπειρίες, να είστε πρόθυμοι να δοκιμάσετε νέα πράγματα, να μην έχετε ένα αυστηρό σχέδιο, να δέχεστε τυχαίες πράξεις φιλοξενίας χωρίς κριτική ή φόβο, να μη φοβάστε να περιπλανηθείτε, να μη φοβάστε να φάτε ένα κακό γεύμα, αν δεν το ρισκάρετε δεν θα έρθει ποτέ ένα μαγικό γεύμα».