© iStock
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Γιατί είναι όλο και συχνότερη η εμφάνιση αλεπούδων στην Αθήνα

Μιλήσαμε με την πρόεδρο του σωματίου ΑΝΙΜΑ για την «κάθοδο των αλεπούδων» στο κέντρο και τον τρόπο που πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε.

Ένα σύντομο βίντεο από τον θείο μου στο Viber την ώρα που κάνει περιπολία στο ακίνητο της εταιρείας στο Τατόι όπου εργάζεται ως φύλακας, μια ανάρτηση σε ομάδα φιλόζωων στο FB με το αποδεικτικό μια απρόσμενης συνάντησης στην είσοδο πολυκατοικίας στην Γκράβα, ένα πρωινό story στο Instagram κάτω από την Ακρόπολη. Κοινός πρωταγωνιστής στις παραπάνω κοινοποιήσεις που έπεσαν στα μάτια μου σε διάστημα επτά μόλις ημερών, ένα αλεπουδάκι.

Στην πρώτη περίπτωση ήταν μια αλεπού ελαφρώς επιφυλακτική, που έχωνε τη μουσούδα της διερευνητικά στα χορτάρια ενώ κρατούσε απόσταση ασφαλείας από την κάμερα που πλησίαζε προς το μέρος της. Στη δεύτερη, φαινόταν πλήρως εξοικειωμένη με την ανθρώπινη παρουσία, να περιμένει μαζί με δύο γατάκια έξω απ’ την πόρτα κτιρίου, ώσπου να γεμίσει κάποιος το μπολάκι τους με κροκέτες. Στην τρίτη περίπτωση, από την άλλη, το ζώο ήταν φανερά ταλαιπωρημένο, με ελλιπές τρίχωμα. Δεκάδες ανάλογα περιστατικά θα εμφανιστούν με μία πρόχειρη αναζήτηση στο Google.

Σε ανακοίνωση που εξέδωσε πρόσφατα το σωματείο ΑΝΙΜΑ, το μη κερδοσκοπικό σωματείο που με τόσα χρόνια συνεπούς δράσης έχει την πρωτοκαθεδρία στις περιπτώσεις διάσωσης και περίθαλψης άγριων ζώων στην Αττική, ενημέρωσε πως δέχεται «τουλάχιστον ένα τηλέφωνο και ένα-δυο μηνύματα την ημέρα σχετικά με αλεπούδες μέσα σε αστικό ιστό». Η αύξηση του πληθυσμού τους μέσα στην πόλη, όπως εξηγεί η πρόεδρος του σωματείου Μαρία Γανωτή στο OneMan, «είναι φαινόμενο των τελευταίων πέντε χρόνων περίπου, δεν ήταν έτσι συχνά τα περιστατικά εμφάνισής τους παλιότερα».

Δυστυχώς, δεν έχει προβεί ο αρμόδιος κρατικός φορέας στο σχετικό monitoring ώστε να έχουμε σήμερα σαφή εικόνα για τη γεωγραφική και αριθμητική εξάπλωση του είδους μέσα στα χρόνια. Καθ’ ύλην αρμόδιες αρχές από πλευράς κράτους για τη διαχείριση των άγριων ζώων, εφόσον εκείνα εμπίπτουν στη δασική νομοθεσία, είναι βέβαια οι δασικές υπηρεσίες και τα δασαρχεία, τα οποία όμως «φροντίζουν εδώ και χρόνια να παραμένουν αόρατα, παραπέμποντας σ’ εμάς τα περιστατικά τα οποία θα τους αναφέρουν οι πολίτες», όπως μεταφέρει η πρόεδρος Μαρία Γανωτή, ενώ στο βάθος του τηλεφώνου ακούγεται ένας κανονικός πανικός.

«Τώρα, είναι αναπαραγωγική περίοδος για τα πτηνά και λόγω καύσωνα τα μωρά πηδούν από τις φωλιές τους σωρηδόν».

Έχει διαδοθεί λανθασμένα η αντίληψη πως το σωματείο της ΑΝΙΜΑ είναι ένας από μηχανής θεός για τα άγρια ζώα, ενώ στην πραγματικότητα πασχίζει για να βρει την ισορροπία ανάμεσα στους διαθέσιμους πόρους και τις ανάγκες που πιέζουν. Όσον αφορά συγκεκριμένα τις αλεπούδες, «έχει συμβεί πολλές φορές να καλέσουν τα γραφεία μας απλά και μόνο επειδή εθεάθησαν αλεπούδες, ζητώντας να τις μεταφέρουμε στο φυσικό τους περιβάλλον – μα, το φυσικό περιβάλλον τους είναι εκεί όπου γεννήθηκαν, εμείς πρέπει να πάψουμε να θεωρούμε ότι οι αλεπούδες είναι ένα εξωτικό είδος και να μάθουμε να συμβιώνουμε μαζί τους στις πόλεις».

Από πότε οι αλεπούδες εποίκησαν την πόλη

Γιατί είναι όλο και συχνότερη η εμφάνιση αλεπούδων στην Αθήνα

Αναφορές στον Τύπο για περιπτώσεις αλεπούδων που εμφανίστηκαν στον αστικό ιστό της πρωτεύουσας υπάρχουν απ’ το 2000. Το σωματείο ΑΝΙΜΑ ιδρύθηκε το 2005 και από τα πρώτα χρόνια δεχόταν τηλεφωνήματα ανά περιόδους για σχετικά περιστατικά.

«Οι πρώτοι πληθυσμοί εντός πόλης που είχαμε εντοπίσει ήταν στα Τουρκοβούνια, αργότερα βρέθηκαν στον Λυκαβηττό, στο Άλσος Συγγρού, και σήμερα υπάρχουν αλεπούδες σχεδόν σε κάθε περιοχή της Αθήνας». Μπορεί να μην έχει γίνει ευρέως αντιληπτή η παρουσία τους (έξυπνος θηρευτής είναι, άλλωστε), αλλά αυτή τη στιγμή έχουν επιβεβαιωθεί αλεπούδες στην Κυψέλη, το Γαλάτσι, το Χαϊδάρι, η Πεύκη, το Μαρούσι, το Αιγάλεω, τη Φιλοθέη, ακόμη και σε περιοχές που απέχουν από λόφους και βουνά, όπως ο Περισσός και η Καλλιθέα.

Υπάρχει άραγε ξεκάθαρη εξήγηση για αυτή την τάση εξάπλωσης; «Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε εμείς», μου απαντάει η Μαρία Γανωτή. «Μία υπόθεση είναι πως επειδή οι αλεπούδες είναι ένα πολύ έξυπνο και προσαρμοστικό ζώο, άρχισαν να ανακαλύπτουν σταδιακά πως είναι πολύ πιο ασφαλείς στο αστικό απ’ ό,τι στο δασικό περιβάλλον».

Αυτό δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία, βέβαια. Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες περίπου, αλεπούδες έχουν εποικίσει το Παρίσι, τη Ρώμη, το Όσλο, τη Στοκχόλμη, το Βερολίνο και άλλα αστικά κέντρα, ενώ τη μεγαλύτερη ίσως παράδοση στο θέμα έχει το Λονδίνο – έρευνες του 2017 είχαν επιβεβαιώσει ότι στη Βρετανία αντιστοιχεί πλέον μία αλεπού ανά 300 κατοίκους πόλεων.

Διόλου απίθανο να επιφυλάσσεται μια ανάλογη πορεία για τους πληθυσμούς αλεπούδων της Αττικής σε βάθος χρόνου, αφού οι συνθήκες είναι αντίστοιχα ευνοϊκές για τις ίδιες: αφθονία σε φαγητό, απουσία σε θηρευτές. «Στα βουνά της Πάρνηθας, ας πούμε, εγκυμονούν οι λύκοι που τις κυνηγούν και επίσης πρέπει να κυνηγούν οι ίδιες για να εξασφαλίσουν την τροφή τους». Αντίθετα, στο αστικό κέντρο τα πράγματα είναι πολύ πιο εύκολα. «Οι αλεπούδες έχουν πρόσβαση στις κροκέτες που αφήνουν σε πολλά σημεία πλέον οι φιλόζωοι που ταΐζουν αδέσποτα, έχουν τους κάδους σκουπιδιών, αλλά και άφθονα τρωκτικά που είναι η βασική τροφή τους».

Στα παραπάνω μπορούμε να προσθέσουμε και άλλους παράγοντες που συνέβαλαν στη «κάθοδο»: είναι βέβαια οι πυρκαγιές γύρω από την Αττική, «που τρόμαξαν κάποια ζώα με αποτέλεσμα να μετακινηθούν προς τα κάτω» αλλά και η περίοδος της καραντίνας, ειδικά της πρώτης, όταν «υπήρξε μεγάλη ησυχία στο κέντρο από την απαγόρευση της κυκλοφορίας και εύκολα μια αλεπού θα κατέβαινε π.χ. από τον Υμηττό στον Λυκαβηττό». Η μία ακολούθησε την άλλη και όταν έφτασε μετά η περίοδος αναπαραγωγής, βρίσκονταν εγκατεστημένες σε νέα καταφύγια.

Ρωτάω την πρόεδρο πώς βρίσκει καταφύγιο η αλεπού μακριά από τα δέντρα και τα βράχια, μέσα στα οποία κανονικά φωλιάζει. «Η αλεπού ψάχνει ουσιαστικά ένα μέρος να κρυφτεί για να νιώθει ασφαλής, και η πόλη έχει άφθονες κρυψώνες. Μπορεί να βρει καταφύγιο σε παλιά, εγκαταλελειμμένα σπίτια, σε οικοδομές κτιρίων άμα έχουν εγκαταλειφθεί, σε διάφορα σημεία». Το πρωί κρύβεται και το βράδυ αναζητά την τροφή της.

Πότε και πώς πρέπει να παρεμβαίνουμε

Σε αντίθεση με την αγροτική νοοτροπία που ήθελε την αλεπού ένα επικηρυγμένο είδος που καταστρέφει τα χωράφια και τα κοτέτσια, μέσα στο αστικό περιβάλλον η εικόνα του χαριτωμένου πλάσματος με τη φουντωτή ουρά προκαλεί αμέσως χαρά, έκπληξη. Θέλουμε αυθόρμητα να τη χαϊδέψουμε, να την ταΐσουμε, θεωρώντας ίσως πως είναι σαν το αδέσποτο γατάκι της γειτονιάς. Ωστόσο, δεν είναι κατοικίδια. Τουλάχιστον όχι με τα τωρινά δεδομένα – πρόσφατη ανασκαφή έφερε στο φως οστά αλεπούς στα κτερίσματα ανθρώπινου τάφου, ενισχύοντας την πιθανότητα το θηλαστικό να αποτελούσε χιλιάδες χρόνια πριν οικόσιτο ζώο.

«Πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε όπως ένα άγριο ζώο που έχει βρει καταφύγιο στο αστικό περιβάλλον», διευκρινίζει η Μαρία Γανωτή. Σαν ένα γλάρο, π.χ. «Δεν την πιάνουμε, δεν προσπαθούμε να την παγιδέψουμε, ούτε χρειάζεται να την ταΐζουμε, αφού όπως εξηγήσαμε η διαθέσιμη τροφή στο αστικό περιβάλλον είναι άφθονη. Δεν ασχολούμαστε μαζί της, δηλαδή, εκτός εάν διαπιστώσουμε ότι συντρέχει πρόβλημα».

Είναι συγκεκριμένα τα σημάδια που δείχνουν ότι το ζώο κινδυνεύει και χρειάζεται βοήθεια:

  • Εάν είναι τραυματισμένο ίσως από σύγκρουση με διερχόμενο όχημα.
  • Εάν έχει φθαρμένο τρίχωμα, το ζώο φαίνεται αδύνατο και λείπει η γούνα από την ουρά – όλα αυτά είναι ενδείξεις ψώρας, της πλέον μεταδοτικής ασθένειας που προσβάλλει τις αλεπούδες και χρειάζονται να τους χορηγηθεί αγωγή μέσω της τροφής.
  • Εάν είναι εγκλωβισμένη και άρα κινδυνεύει από ασιτία.
  • Εάν είναι μωρό που έχει χάσει τη μητέρα του, χωρίς να είναι ακόμη σε θέση να βρει μόνο του τροφή.

Ειδικά το τελευταίο σενάριο είναι πιθανό το τωρινό διάστημα, δεδομένου ότι η αναπαραγωγική περίοδος των αλεπούδων διαρκεί από τον Μάρτιο ως τον Ιούλιο, με τα νεογέννητα της σεζόν να μην έχουν ακόμη ανεξαρτητοποιηθεί. «Δε συντρέχει λόγος ανησυχίας εάν παίζουν αμέριμνα, ενώ αντίθετα άμα κλαίνε και είναι αποδυναμωμένα, το πιο πιθανό είναι πως έχουν μείνει ορφανά». Στις περιπτώσεις αυτές, καλείστε να επικοινωνήσετε άμεσα το γραφείο της ΑΝΙΜΑ, αλλά καλό θα ήταν να έχετε κατά νου ότι αρκετά συχνά μπορείτε να βοηθήσετε και εσείς στο έργο της προστασίας, ακολουθώντας τις σχετικές οδηγίες.

Από μηχανής θεός, όπως είπαμε, δεν υπάρχει.