Ο Δημήτρης Μουγκός τράβηξε τον ΛΕΞ περισσότερες από κάνα δυο φωτογραφίες
Την ώρα που το φουαγιέ του Cinobo Όπερα μεταμορφώνεται σε ένα μωσαϊκό αστικών εικόνων από τη Σαλούγκα, μιλήσαμε με τον Δημήτρη Μουγκό, το άτομο πίσω από τον στίχο «Μήτσο, τράβα κανά δυο φωτογραφίες».
- 19 ΣΕΠ 2024
Την ώρα που το φουαγιέ του Cinobo Όπερα μεταμορφώνεται σε ένα μωσαϊκό αστικών εικόνων από τη Σαλούγκα, μιλήσαμε με τον Δημήτρη Μουγκό, το άτομο πίσω από τον στίχο «Μήτσο, τράβα κανά δυο φωτογραφίες».
«Η αλήθεια είναι ότι και εγώ δεν ξέρω πώς καταλήξαμε εδώ – σου εξήγησα το περιβάλλον που μεγάλωσα, τις αναμνήσεις που έχω από μικρός μέσα στο τυπογραφείο, τη διαδικασία της εκτύπωσης, το κόλλημα με τη φωτογραφία, τη συνεργασία για χρόνια με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, τη ζωή εδώ στη Θεσσαλονίκη – μεγαλώσαμε μέσα σε αυτό, χωρίς να υπάρχει επιλογή», μου λέει τηλεφωνικά, αφήνοντας αμέσως μετά μια παύση από εκείνες που λες ότι θα ακολουθήσει μια ζυγισμένη κουβέντα.
«Νομίζω, τελικά, ότι από κάποιους ανθρώπους που είναι ανήσυχοι και σκέφτονται κάπως διαφορετικά, είναι αδύνατον να αποβάλλεις τις εμμονές. Και ευτυχώς, να λέμε. Από εκεί είναι το Τέχνη για Κολλημένους. Έχει πολύ ενδιαφέρον να προσπαθείς να κάνεις κάτι, όταν όλοι σου λένε ότι δεν γίνεται».
Επικοινωνούμε με τον Δημήτρη Μουγκό, τον άνθρωπο στον οποίο αναφέρεται ο ΛΕΞ στο περίφημο «Μήτσο, τράβα κανά δυο φωτογραφίες» που ακούμε στο τραγούδι «Κοράκια» του άλμπουμ 2ΧΧΧ, έναν στίχο που κάνει τον κόσμο να φωνάζει με όλη του την ψυχή στις συναυλίες.
Στο παραπάνω απόσπασμα, αναφερόμαστε στη φράση που ο πολυσυζητημένος ράπερ από τη Θεσσαλονίκη έχει καθιερώσει σαν trademark για τη μουσική που παράγει το διάστημα της σόλο καριέρας του, απ’ το 2014 και εξής. Στο πλαίσιο του αστικού περιθωρίου που εκφράζει, «κολλημένοι» θα μπορούσαν να είναι οι εγκλωβισμένοι της εργατικής τάξης σήμερα, οι φτωχοί, οι αδικημένοι, οι ξεχασμένοι, αλλά και οι πεισματάρηδες εμμονικοί, όπως μου λέει ο Δημήτρης, έχοντας ζήσει την ιστορία από μέσα.
Με τον Άλεξ [Λαναρά] είχαν γνωριστεί από το 1997, ενώ με τον παραγωγό Dof Twogee ήταν συμμαθητές ήδη έναν χρόνο, από την πρώτη Γυμνασίου, απ’ όταν δηλαδή ο Δημήτρης είχε ανέβει από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Εκείνη την εποχή, ελάχιστοι είχαν ανακαλύψει τον ήχο του χιπ-χοπ και ξεχώριζαν από μακριά, φορώντας φαρδιά ή κουβαλώντας σπρέι στις τσάντες.
Έτσι, δεν άργησε η στιγμή που συναντήθηκαν οι διαφορετικές παρέες από τις περιοχές της Θεσσαλονίκης και σχημάτισαν έναν πυρήνα, μέσα από τον οποίον θα εμφανίζονταν συγκροτήματα όπως οι Άλυτοι Γρίφοι, οι Χάσμα, οι Παρείσακτοι, και αργότερα τα Βόρεια Αστέρια. Μέσα σε αυτόν τον κύκλο ανθρώπων, μια θέση είχε και ο Δημήτρης, παρόλο που δεν άκουγε τόσο ραπ.
«Γνωριζόμαστε πλέον τόσα χρόνια, κάνουμε καθημερινά παρέα. Για μένα είναι αδέρφια μου, οικογένειά μου». Δεν υπήρχε λοιπόν κάτι να τον παραξενέψει όταν ένα πρωί πριν χρόνια ο ΛΕΞ τον φώναξε σε ένα καφέ στη Ναυαρίνου και του είπε ότι «τον Νοέμβριο βγαίνει το Ταπεινοί και Πεινασμένοι» και ότι «ποντάρω σε αυτό» και «πρέπει το μουσικό υλικό να πλαισιωθεί με φωτογραφίες ανάλογης αισθητικής, ώστε να δημιουργηθεί ένα είδος σύμπαντος», όπως εξιστορεί ο ΛΕΞ στο λεύκωμα του Δημήτρη Μουγκού που κυκλοφόρησε με τίτλο τον στίχο Κάνα δυο φωτογραφίες. «Ήξερα ότι αυτός είναι ο κατάλληλος άνθρωπος και ο κατάλληλος φωτογράφος».
Ο Δημήτρης είχε σπουδάσει στο τμήμα Φωτογραφίας και Οπτικοακουστικών Τεχνών του Τ.Ε.Ι. Αθήνας και εκείνη την περίοδο είχε μόλις επιστρέφει από το Λονδίνο, όπου ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του στο Image and Communication του Goldsmith’s College.
Έτσι, ο Μήτσος άρχισε να τραβά φωτογραφίες, που τελικά μόνο «κανά δύο» δεν ήταν. Όλο το διάστημα της σόλο καριέρας του ΛΕΞ μέχρι πρόσφατα, όσο δηλαδή ο ράπερ από τη Θεσσαλονίκη έφευγε από την αφάνεια και –για να χρησιμοποιήσουμε έναν στίχο του– ανέτειλε σαν «αστέρι από τσιμέντο», όσο συνέβαιναν οι ιστορικές συναυλίες στο γήπεδο της Νέας Σμύρνης, στο Καυτατζόγλειο, στο Λονδίνο, ενώ εκείνος απέφευγε τα Media όπως ο διάολος το λιβάνι, υπήρχε αναμμένη η κάμερα του Δημήτρη Μουγκού να κρατήσει ζωντανές τις στιγμές.
Για να μιλήσουμε με αριθμούς, την περίοδο 2014-2023 είχαν προκύψει πάνω από 15.000 καρέ, από τα οποία γέμισαν οι 170 σελίδες του λευκώματος και έπειτα γεννήθηκε η φωτογραφική εγκατάσταση που έρχεται τώρα για πρώτη φορά στην Αθήνα, στο πλαίσιο του κινηματογραφικού αφιερώματος στο Cinobo Όπερα.
Η σημασία της (τυπωμένης) φωτογραφίας σήμερα
«Όταν φύγουμε θα μείνουν μόνοι δρόμοι / κανείς δε θα χορεύει όταν νυχτώνει / το μόνο που θα αφήσουμε ιστορίες / και κάνα δυο φωτογραφίες», λέει στο τραγούδι ο ΛΕΞ, υπαινίσσοντας τη σημασία της φωτογραφικής πράξης για εκείνον με τον γνωστό υπαρξιακό τόνο που χαρακτηρίζει τον τρόπο γραφής του. Ρωτάω τον Δημήτρη πώς βλέπει ο ίδιος τη φωτογραφία στην εποχή της εικόνας και των social media.
«Προχθές ήμουν προσκεκλημένος για να μιλήσω σε μια σχολή φωτογραφίας και εξηγούσα στους μαθητές ότι μεγαλώνοντας μέσα στο τυπογραφείο και σπουδάζοντας αργότερα τη φωτογραφική τέχνη, έμαθα πως η φωτογραφία δεν τελειώνει με το κλικ – η φωτογραφία τελειώνει με το χαρτί».
Συγκεκριμένα, το στούντιο που διατηρεί τώρα ο φωτογράφος στην Αλεξάνδρου Σβώλου, πίσω απ’ το Ιερό της Αγίας Σοφίας στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, υπήρξε για δεκαετίες το τυπογραφείο του πατέρα του και του θείου του. Μέσα στην οικογενειακή επιχείρηση, ανάμεσα στους εκτυπωτές και τα μελάνια, ο ίδιος και ο αδερφός του είχαν περάσει μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας. «Ήταν ένας τόπος συνάντησης ανθρώπων που στάθηκαν πολύ σημαντικοί για τη ζωή μας, φίλοι των γονιών μας, μουσικοί, αρχιτέκτονες. Διαμορφώσαμε τον χαρακτήρα μας μέσα σε αυτό τυπογραφείο».
«Από νωρίς λοιπόν μάθαμε ότι η φάση της φωτογραφίας είναι σκοτεινός θάλαμος. Θέλω να πω, δεν μπορούσες να φανταστείς μια εικόνα χωρίς να έχεις στα χέρια σου τις τελικές επιλογές τυπωμένες. Υπό αυτή την έννοια, τόσο με το λεύκωμα που εκδώσαμε όσο και με τις εκθέσεις που έχουν ακολουθήσει με το υλικό από την παρέα μας στη Θεσσαλονίκη, σκοπός ήταν να θέσω και ένα ερώτημα που θεωρώ επίκαιρο: Τι γίνονται οι φωτογραφίες εάν δεν τυπώνονται; Τι θα γίνουν άραγε οι ψηφιακές εικόνες σε περίπτωση που σταματήσουμε να έχουμε ρεύμα; Άμα συμβεί κάτι και ο σκληρός σου καταστραφεί;». Θα είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Κάπως έτσι γεννήθηκε η ιδέα για το λεύκωμα.
Η συζήτηση οδηγείται αυθόρμητα στην επανεκτίμηση της υλικότητας, την αξία του χειροπιαστού.
«Έχουν μεγάλο νόημα για μένα όλα αυτά. Έκανα πριν λίγο καιρό μια μετακόμιση και άνοιξα κάποια κουτιά που είχα κρατημένα στο πατρικό μου από τα φοιτητικά μου χρόνια. Βρήκα εισιτήρια από συναυλίες και αμέσως οι μνήμες άναψαν. Τώρα πια, τα hard copies των εισιτηρίων πωλούνται ως συλλεκτικά. Τι θα έχουμε να θυμόμαστε στο μέλλον; Ένα απλό παράδειγμα θα σου πω: Ήρθε ένας πιτσιρίκος που είδε τον εαυτό του μπροστά στα κάγκελα σε μία από τις φωτογραφίες μου –ήταν στη συναυλία στο Ιβανώφειο το 2018, μετά την κυκλοφορία του 2ΧΧΧ– και με προσέγγισε όλο χαρά και συγκίνηση. Βλέπεις πόσο σημαντικό είναι τελικά για εκείνον, και σε δεύτερο χρόνο για εμένα, το ότι υπάρχει κάτι που να αποδεικνύει πως υπήρξαμε τότε στο ίδιο μέρος. Ένα πειστήριο που θα μείνει για τους επόμενους».
Η έκθεση-εγκατάσταση στο Cinobo Όπερα
Μετά τη δημοσίευση του λευκώματος την άνοιξη του 2023 (Κανα δυο φωτογραφίες), ακολούθησε η ομώνυμη έκθεση στην Thessaloniki PhotoBiennale στο τέλος εκείνης της χρονιάς, ενώ τώρα θα παρουσιαστεί σε καινούργια εκδοχή για πρώτη φορά στην Αθήνα, στο πλαίσιο κινηματογραφικού αφιερώματος που διοργανώνει το Cinobo Όπερα.
Πρόκειται για ένα αφιέρωμα το οποίο υμνεί την τέχνη του δρόμου και το αστικό βίωμα με προβολές εμβληματικών ταινιών όπως Το Μίσος, το Kids του Larry Clark και τον Μαχαιροβγάλτη του Γιάννη Οικονομίδη, όσο οι εικόνες από τη Σαλούγκα και την παρέα του ΛΕΞ θα έχουν μεταμορφώσει το φουαγιέ του κινηματογράφου σε ένα μωσαϊκό γεμάτο συναισθήματα και εικόνες.
Το ιδιαίτερο στοιχείο το οποίο είχε χρησιμοποιήσει ο Δημήτρης Μουγκός για την έκθεση στη Θεσσαλονίκη (και επανέρχεται με παραπλήσιο τρόπο και στην τωρινή παρουσίαση) είναι πως το πάτωμα του χώρου επενδύεται με τα σκάρτα φύλλα από τα τυπογραφικά. Με αυτόν τον τρόπο, η έκθεση μετατρέπεται σε εγκατάσταση και οι επισκέπτες έρχονται σε επαφή με το αποτύπωμα της τυπογραφικής διαδικασίας.
Παράλληλα, αστικά αντικείμενα (όπως το κίτρινο τσάλι που υπάρχει σε ένα από τα ωραιότερα και πιο αγαπημένα καρέ του Δημήτρη Μουγκού) θα βρίσκονται εγκατεστημένα στον χώρο, πλαισιώνοντας ακόμη πιο έντονα το συναίσθημα της πόλης, που άλλωστε αποτελεί το κατεξοχήν σημείο αναφοράς για τη μουσική του ΛΕΞ.
Όπως εξηγεί ο φωτογράφος, η σκέψη για την επιμελητική πρωτοτυπία ήρθε εντελώς αυθόρμητα. «Προέκυψε από τη διαδικασία εκτύπωσης στο τυπογραφία, όταν είδα όλα τα τυπογραφικά αφημένα πάνω στις παλέτες με τα πρόσωπα των φίλων μου επάνω. Βρισκόμουν σε μια μεγάλη εταιρία εκτός πόλης και είχε γεμίσει ξαφνικά όλος ο χώρος με το crew και τις αναμνήσεις μας. Ουσιαστικά, ήθελα να μεταφέρω αυτό το κλίμα στον επισκέπτη της έκθεσης».
Το υλικό που παρουσιάζεται είναι μια επιλογή από τα δεκάδες χιλιάδες καρέ της περιόδου από το 2014 μέχρι το 2023, συγκεκριμένα, από το διάστημα λίγο πριν τον πρώτο σόλο δίσκο του ΛΕΞ (Ταπεινοί και Πεινασμένοι) μέχρι το δεύτερο live του τρίτου δίσκου (Μετρό) στο Λονδίνο, αμέσως πριν το δυστύχημα στα Τέμπη. Περιλαμβάνει «την πορεία και την εξέλιξη όλων μας». Από το διαμέρισμα που νοίκιαζε ο Δημήτρης στις Σαράντα Εκκλησιές το 2014 μέχρι το σπίτι που νοίκιασε αργότερα με τον Κώτσο (Dof Twogee) στη Ναυαρίνου, και από το πρώτο live στον Μύλο το 2015, μέχρι τις στιγμές της δόξας στο μπαρουτοκαπνισμένο Καυτανζόγλειο.
«Έχω κάποιες φωτογραφίες από μέρη που έχουμε ακούσει στα τραγούδια του Άλεξ», συνεχίζει ο Δημήτρης. «Έχω σκηνές από την πλατεία Ναυαρίνου, την Μελενίκου, εκεί που αράζαμε απέναντι από τα Πανεπιστήμια και έχουμε περάσει αμέτρητες ώρες στο μίνι μάρκετ που είχε τότε ο Τζαμάλ. Έχουμε εικόνες με πιτσιρικάδες, παιδιά σκεϊτάδες που δουλεύουν εκεί γύρω και κάναμε χαβαλέ. Έχει στιγμές μέσα και έξω απ τα στούντιο.
Είναι στην ουσία η οπτικοποίηση των πραγμάτων που ακούμε στους στίχους του ΛΕΞ, πράγματα που έχει καταφέρει πολύ έξυπνα να πει με τρεις δίσκους ενώ άλλου δεν έχουν καταφέρει να τα πουν μέσα σε μια ολόκληρη ζωή».
***
INFO
Κανά Δυο Φωτογραφίες – Δημήτρης Μουγκός
Εγκαίνια Έκθεσης: Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου (20:00)
Διάρκεια: 20/9-4/10
Ώρες Λειτουργίας: Καθημερινά 19:30-23:30 | Σαββατοκύριακο 18:00-23:30
Cinobo Όπερα (Ακαδημίας 57)
Είσοδος ελεύθερη
Τιμή εισιτηρίου προβολών του αφιερώματος: 6€
Προπώληση εδώ.