Πόσο εύκολο είναι να βρεις νταντά σήμερα;
Τρεις μητέρες και μια παιδαγωγός εξηγούν τις δυσκολίες της εύρεσης των κατάλληλων ανθρώπων για τη φροντίδα των παιδιών και τα λάθη που μπορούν να κάνουν οι γονείς.
- 26 ΣΕΠ 2024
Ένα από τα πράγματα που έχουν να διευθετήσουν οι οικογένειες σήμερα, ανεξαρτήτως της σύστασής τους, είναι η φροντίδα των παιδιών τους. Είτε γιατί επιστρέφουν στην εργασία τους είτε απλώς γιατί χρειάζονται επιπλέον χέρια για βοήθεια, η φροντίστρια παιδιών (ή αλλιώς baby-sitter, νταντά, παιδαγωγός) αποτελεί πια βασικό μέλος της οικογένειας. Πόσο εύκολο είναι όμως να βρεις τον άνθρωπο που θα εμπιστευτείς το παιδί σου;
Για τη Ν. 39 ετών, παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών (νήπιο και μωρό), το να στραφεί σε επαγγελματία ήταν μια αδιαπραγμάτευτη σκέψη. Χρειάστηκαν δύο περίπου μήνες, ρωτώντας εδώ και εκεί, ψάχνοντας διαδικτυακά και κάνοντας έρευνα σε ομάδες στο Facebook, για να καταλήξει στο άτομο με το οποίο συνεργάζεται τα τελευταία τρία χρόνια. «Περνάνε καλά τα παιδιά και αυτό είναι το ζητούμενο στον άνθρωπο που έψαχνα. Επίσης, δεν αναζητούσα οικιακή βοηθό αλλά παιδαγωγό, αυτό ήταν και το κριτήριό μου. Ικανοποιημένη στο 100% δεν είμαι. Πολλά γίνονται διαφορετικά από ότι τα θέλω, αλλά κοιτάω τη μεγάλη εικόνα. Να είναι χαρούμενα τα παιδιά και να νιώθω ασφαλής (είχα ρωτήσει και γνωρίζει Α’ βοήθειες)».
Η ασφάλεια των παιδιών είναι το ζητούμενο για κάθε γονιό εκεί έξω που αναζητά ένα άτομο για να προσέχει το παιδί του. Οι ανάγκες διαφέρουν ανάλογα με τη σύσταση της οικογένειας, τον αριθμό των παιδιών, την ηλικία τους και φυσικά το πρόγραμμα του/των γονέα/ιών. Η Γ. 40 ετών, χωρισμένη μητέρα μιας κόρης, βρήκε νταντά εύκολα μέσω γνωστής πλατφόρμας εύρεσης φροντιστών και δηλώνει πολύ ικανοποιημένη. Ο μεγαλύτερός της φόβος, όπως λέει, είναι πάντα η ασφάλεια του παιδιού. «Ένας φόβος που ακολουθεί είναι τι κάνω αν αρρωστήσει η νταντά ή -ακόμα χειρότερα – μήπως αλλάξουν τα πλάνα της και πρέπει να αναζητήσω καινούργια».
«Η διαδικασία ανεύρεσης ανθρώπου που θα αναλάβει τη φροντίδα δύο μωρών ή θα βοηθήσει με αυτή, είναι εξαιρετικά στρεσογόνο σπορ. Χρειάζεται πρώτα απ’ όλα να αφιερώσεις πολύ χρόνο σε συνεντεύξεις, σε έρευνα online προφίλ στις αντίστοιχες πλατφόρμες, σε τηλεφωνήματα. Και όλο αυτό συνήθως συμβαίνει με πίεση χρόνου, αφού όταν κανείς έχει ανάγκη από νταντά συνήθως πρέπει να εξυπηρετηθεί άμεσα καθώς δεν έχει άλλη λύση – πχ γιαγιάδες, παππούδες. Τέλος, πρόκειται να αναθέσεις σε έναν άνθρωπο την πιο σημαντική δουλειά του κόσμου: το well being του ίδιου σου του παιδιού. Και αυτό από μόνο του κάνει την όλη διαδικασία πολύ δύσκολη υπόθεση», εξηγεί η Κ. 39 ετών. παντρεμένη και μητέρα διδύμων δύο ετών. Η εύρεση νταντάς για δύο μωρά δεν αποδείχθηκε εύκολη υπόθεση.
Θυμάται ότι είχε κάνει πολλές συνεντεύξεις καθώς στην περίπτωση της οικογένειάς της ήταν απαραίτητο να έχει βοήθεια από πολύ νωρίς. Ο άντρας της θα επέστρεφε στη δουλειά δέκα ημέρες αφότου θα γεννούσε και με δύο μωρά η βοήθεια ήταν απαραίτητη, κυρίως για όσες ώρες εκείνος θα ήταν εκτός σπιτιού. Ξεκίνησε να ψάχνει περίπου δύο μήνες πριν γεννήσει χωρίς να γνωρίζει εξαρχής τι είδους βοήθεια θα χρειαζόταν.
«Φαντάσου τώρα να αναζητάς έναν άνθρωπο με τον οποίο θα είσαι κάθε μέρα μαζί, στο ίδιο σου το σπίτι σε μία εξαιρετικά ευαίσθητη κατάσταση και μάλιστα με δύο μωρά. Μπήκα σε πλατφόρμες και προσπάθησα να βρω άνθρωπο μέσω γνωστού. Επειδή αυτό δεν καθόταν και κόντευα να γεννήσω κατέληξα σε μία κοπέλα που βρήκα μέσω αντίστοιχου σάιτ, μού είχε φανεί εξαιρετικά συμπαθής και έμενε και κοντά μας. Την επέλεξα ακολουθώντας υποτίθεται το ένστικτό μου και παρ’ όλο που είχε αρνητικά σχόλια στο προφίλ της. Τελικά εξαφανίστηκε, δεν απαντούσε στα μηνύματά μου και έμεινα ξεκρέμαστη δύο ημερών λεχώνα με δύο νεογέννητα μωρά. Έτσι έπρεπε σε μία εβδομάδα να βρω κάποια άλλη και μέσα σε αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση που βίωνα».
Για καλή της τύχη ένας δικός της άνθρωπος τής πρότεινε μία κυρία η οποία ήταν της γειτονιάς. Η γυναίκα έμεινε μαζί τους για δέκα μήνες και τους εξυπηρέτησε, όπως λέει, σε μία πολύ δύσκολη φάση της ζωής τους. «Η συμβίωση δεν ήταν όμως εύκολη καθώς ήταν ένας άνθρωπος που μιλούσε πολύ, δυσκολευόταν να αναλάβει εξ’ ολοκλήρου τα παιδιά ώστε να ξεκουραστώ ή να πάρω μία ανάσα, αργούσε καθημερινά να έρθει και γενικά ήθελε να κάνει το δικό της πρόγραμμα. Έλειπε συχνά και χωρίς προειδοποίηση ενώ δεν καταλάβαινε κάποια όρια όπως για παράδειγμα ότι δεν μπορεί να μπαίνει στο μπάνιο να αλλάξει το παιδί την ώρα που έκανα ντους. Λήξαμε τη συνεργασία μας μετά από ένα δυσάρεστο επεισόδιο και έχω καταλήξει ότι αυτό έπρεπε να είχε γίνει νωρίτερα, όμως είχα δυστυχώς μεγάλη ανάγκη στη δεδομένη φάση και την εμπιστευόμουν σαν άνθρωπο πολύ».
Ο επόμενος άνθρωπος που μπήκε στη ζωή τους έμελλε να γίνει μία τρίτη γιαγιά, που φροντίζει τόσο τα παιδιά όσο και τους γονείς με τον καλύτερο τρόπο. Παρόλο που βρίσκεται μαζί τους μόλις έναν χρόνο, αισθάνονται ότι είναι κομμάτι της οικογένειάς τους και προσπαθούν να τη φροντίζουν και οι ίδιοι με τη σειρά τους. «Εννοείται ότι έχει αναλάβει ένα δύσκολο task γιατί τα δίδυμα είναι άλλη πίστα για οποιονδήποτε φροντιστή. Εκείνη είναι αληθινό διαμάντι, τα καταφέρνει περίφημα και είμαστε πολύ τυχεροί που την έχουμε».
Το να αισθανθεί κανείς ασφάλεια και εμπιστοσύνη παίρνει χρόνο. Θυμάται την πρώτη φορά που η Κ. άφησε τις κόρες της να πάνε στην παιδική χαρά με τη γυναίκα που συνεργάζονται τώρα. «Παρ’ όλο που δεν είχα κάποιο αρνητικό δείγμα, με έζωσαν τα φίδια ότι εκείνη μπορεί να μού πάρει τα παιδιά ή να τους κάνει κακό. Είναι δύσκολο και είναι επίσης μεγάλη ανακούφιση όταν βρεις έναν άνθρωπο με τον οποίο έχεις το κεφάλι σου ήσυχο».
«Δεν νομίζω ότι κάνουν λάθος οι γονείς, απλά βιάζονται και συχνά πρέπει να καταλήξουν οπότε ρίχνουν τον πήχη και επίσης αν είσαι πρώτη φορά μαμά δεν σού είναι πάντα σαφές τι χρειάζεσαι. Μπορεί κάποια να προτιμήσει μία νέα γυναίκα για το δίχρονο παιδί της θεωρώντας ότι εκείνη θα έχει αντοχές αγνοώντας όμως ότι κάποια μεγαλύτερη έχει εμπειρία και άρα τον τρόπο να βάλει τα όριά της στο παιδί. Επίσης, κάποιες φορές δυσκολευόμαστε να δεχτούμε βοήθεια και να εμπιστευτούμε έναν άλλον άνθρωπο που κάνει τα πράγματα διαφορετικά από εμάς.
Δεν υπάρχει το τέλειο, αλλά αν είσαι αρκετά τυχερή θα βρεις έναν άνθρωπο ο οποίος θα έχει τα χαρακτηριστικά που είναι πιο σημαντικά για σένα. Τέλος, νομίζω ότι είναι σημαντικό να δίνει κανείς και το κάτι παραπάνω από οικονομικής άποψης, ανάλογα πάντα με τις δυνατότητές του και εφ’ όσον είναι ικανοποιημένος, γιατί θέλεις ο άνθρωπος που βρίσκεται μέσα στο σπίτι σου να είναι και εκείνος ευχαριστημένος», καταλήγει η Κ.
Για την Ε. ετών 33, παιδαγωγό προσχολικής ηλικίας, απόφοιτη του Πανεπιστήμιου Δυτικής Αττικής (πρώην ΤΕΙ Αθήνας), με μεγάλη εμπειρία ως παιδαγωγός σε σπίτια, υπάρχει ένα λάθος που κάνουν οι περισσότεροι γονείς όταν αναζητούν νταντά. «Τους περισσότερους τους ενδιαφέρει να προσλάβουν ένα άτομο που να προέρχεται από κάποιο παιδαγωγικό τμήμα (είτε φοιτήτρια είτε απόφοιτος) με όσο το δυνατόν λιγότερα χρήματα, αλλά ταυτόχρονα να ζητούν μαγείρεμα ή δουλειές του σπιτιού. Δηλαδή να τα κάνεις όλα και να συμφέρεις. Και επειδή πολλές φορές δεν βρίσκουν αυτό το άτομο καταφεύγουν σε νταντάδες είτε μεγαλύτερης ηλικίας είτε μετανάστριες, ώστε να τους παρέχει και όλα τα υπόλοιπα (δουλειές, μαγείρεμα, κλπ) και με λιγότερα λεφτά πολλές φορές».
Στις πιο κοινές προκαταλήψεις σχετικά με τη δουλειά της, είναι η υποτίμηση του τύπου «εντάξει, πάνες αλλάζεις» και η διάκριση απέναντι στους άντρες συναδέλφους. «Τις περισσότερες φορές το να είσαι άνδρας παιδαγωγός στην Ελλάδα αυτόματα αποτελεί αφορμή για σχολιασμό του σεξουαλικού σου προσανατολισμού ή κρίνεται απαγορευτικό για να μπει σπίτι σου και να κρατήσει το παιδί σου γιατί θα το κακοποιήσει. Και αυτά δυστυχώς είναι απόψεις που ακούγονται όχι μόνο από γονείς αλλά και από γυναίκες παιδαγωγούς».
Το χειρότερο που της έχει συμβεί είναι να έχουν τοποθετήσει εν αγνοία της κάμερα στο σπίτι που εργαζόταν. «Καταλαβαίνω την αγωνία που έχει ένας γονιός που αφήνει το παιδί του με μία άγνωστη αλλά βρήκα απίστευτα παραβιαστικό το γεγονός πως δεν το γνώριζα και το ανακάλυψα μόνη μου. Τους είπα πως το να με καταγράφουν χωρίς τη συγκατάθεση μου είναι παράνομο και πώς το ζητούμενο δεν είναι να πιάσουν κάποιον να κακοποιεί το παιδί τους αλλά να το γνωστοποιήσουν ώστε να αποφευχθεί κάτι τέτοιο. Φυσικά δεν το παραδέχτηκαν παρά προσπάθησαν να με πείσουν πως δεν λειτουργεί και την έχουν για να παίζει ο μπαμπάς παιχνίδια».
Συνοψίζοντας, η Ε. τονίζει ότι είναι μία δουλειά που απαιτεί υπομονή, αγάπη για τα παιδιά, σωματικές και ψυχικές αντοχές όχι μόνο για να ανταπεξέλθεις στις πρακτικές δυσκολίες (να σηκώνεις τα παιδιά, να τα αλλάζεις, να παίζεις μαζί τους, να χορεύεις, να τρέχεις και πολλά ακόμη) αλλά και για να συνεργάζεσαι με διαφορετικούς γονείς και συναδέλφους κάθε χρόνο – ιδίως όταν εργάζεσαι σε βρεφικούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς. «Όμως κάθε φορά που ένα παιδί μου χαμογελάει και με αγκαλιάζει νιώθω πως τα ξεχνάω όλα, πως φεύγει οποιαδήποτε κούραση και αρνητική σκέψη και λέω μέσα μου κάτι κάνεις καλά».