SOOC Νίκος Παλαιολόγος
ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Ο «παππούς με τη βάρκα» δεν ένιωθε ότι έκανε κάτι σπουδαίο

Ο Κώστας Τασιόπουλος, ο ηρωικός παππούς από την Καρδίτσα, που έσωσε δεκάδες ανθρώπους κατά τη διάρκεια της κακοκαιρίας Daniel, έφυγε από τη ζωή κι εμείς θυμόμαστε όσα είχε διηγηθεί με αφορμή ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ για ήρωες της διπλανής πόρτας.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΝΙΚΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ/SOOC

Στο «ληξιαρχείο» του ιντερνετικού κόσμου δεν υπάρχουν ονοματοθεσίες. Τον Σεπτέμβριο του 2023 ο Κώστας Τασιόπουλος βαφτίστηκε «ο παππούς με τη βάρκα» λόγω της υπεράνθρωπης προσπάθειας που κατέβαλε για να βοηθήσει τους αποκλεισμένους συντοπίτες του στη Μεταμόρφωση του δήμου Καρδίτσας. Έκανε κουπί σχεδόν δύο μέρες σερί σε ένα χωριό που η κακοκαιρία “Daniel” μετέτρεψε σε απέραντη λιμνοθάλασσα, με τις σκεπές να γίνονται νησίδες από τις οποίες οι απεγνωσμένοι κάτοικοι φώναζαν για βοήθεια.

Το πρωί του Σαββάτου ο κύριος Κώστας έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών και αριβάρει πλέον σε άλλα λιμάνια. Το ξημέρωμα της 5ης Σεπτεμβρίου έφυγε βιαστικά από το σπίτι του χωρίς να προλάβει να το αποχαιρετήσει, ούτε καν να κοιτάξει πίσω. Η στάθμη του νερού ανέβαινε επικίνδυνα και εκείνος το είχε ξαναδεί το έργο. Για ένα ψαρά που έχει ζήσει 4 πλημμύρες, η βάρκα είναι το δεύτερο σπίτι του. Έφτασε σε αυτή ξυπόλητος και περίμενε κάτω από ένα υπόστεγο να κοπάσει η βροχή. Το τηλέφωνο του έμεινε να επιπλέει με τα υπόλοιπα υπάρχοντα του και το μόνο ραπόρτο που λάμβανε ήταν οι κραυγές των συγχωριανών του. Οι συγγενείς του, νόμιζαν ότι είχε πνιγεί.

Τον περασμένο Γενάρη στο πλαίσιο ενός ηχητικού ντοκιμαντέρ για ανθρώπους της διπλανής πόρτας που βρέθηκαν στο σωστό (ή λάθος) μέρος τη σωστή στιγμή, ο κύριος Κώστας μου διηγήθηκε στιγμές και σκέψεις από εκείνο το διήμερο αλλά και από τη ζωή του.

«Εγώ ήμουν στο σπίτι όταν ήρθε το νερό γύρω στη μία το βράδυ. Μόλις βγήκα από το σπίτι πήγα προς τη βάρκα. Μπήκα μέσα και καθόμουν κάτω από ένα υπόστεγο μέχρι να ξημερώσει. Το πρωί προχώρησα με τη βάρκα σε διάφορα μέρη του χωριού και άκουγα μια φωνή που έλεγε “βοήθεια, πνιγόμαστε”. Ήταν τέσσερα άτομα πάνω σε ένα τρακτέρ και σιγά-σιγά διπλάρωσα τη βάρκα, τους ανέβασα έναν-έναν πάνω και προχώρησα προς το κοινοτικό γραφείο. Στο δρόμο βρήκα άλλα 8 άτομα που παλεύανε με μια μικρή βαρκούλα και τους έβαλα μέσα για να σωθούν.

Η δική μου βάρκα ήταν μεγάλη επειδή την είχα για άλλη χρήση, ψαράς ήμουν στα ποτάμια και ψάρευα. Τους έσωσα και αυτούς. Εκείνη τη βραδιά είχα σώσει γύρω στα 17-18 άτομα. Όταν ξεκίνησε να έρχεται το νερό είχε έρθει ο πρόεδρος του χωριού στο σπίτι, ήμασταν τρία άτομα εκεί και καθόμασταν. Τους πήρε και τους πήγε σε ένα πιο ασφαλές μέρος. Μου λέει “θείο θα έρθεις να σε πάρω και εσένα” και εγώ του είπα ότι έχω τη βάρκα, δεν υπάρχει θέμα για μένα. Εκεί ξεκίνησε η δικιά μου ιστορία να σώζω και να βγάζω ανθρώπους, κατάλαβες; Με ευχαριστούσαν επειδή τους βοήθησα, αυτούς που ήταν να σωθούν, τους σώσαμε. Χάσαμε όμως δύο άτομα, μια μάνα και ένα παιδί. Αυτοί πνιγήκαν».

Ένας ψαράς με χόμπι το να σώζει ανθρώπους. Στα 81 του χρόνια, δεν υπάρχουν όρια ηλικίας, μου έλεγε στο τηλέφωνο. «Για 3 μέρες ήμουν πολύ ταλαιπωρημένος, ήμουν ξυπόλητος γιατί όταν βγήκα από το σπίτι ήμουν με τις σαγιονάρες και τη στιγμή που πήγα προς τη βάρκα μου τις πήρε το νερό από τα πόδια. Όταν βλέπεις μια επικίνδυνη κατάσταση κάποιος άνθρωπος θα προσπαθήσει να σώσει τον άλλον. Η βοήθεια είναι μια σωτηρία γιατί όταν ένας άνθρωπος χαροπαλεύει και ένας άλλος που είναι υγιής προσπαθεί να κάνει το καθήκον του και να τον σώσει», μου εξηγούσε με τον πιο απλό τρόπο και εγώ τον ρωτούσα τι έβλεπε όταν κοίταζε πίσω.

«Το 1953 που μας πάτησε το χωριό την πρώτη φορά ήμουν 10 ετών. Χρόνια ολόκληρα ήμουν μέσα σε αυτές τις πλημμύρες. Το 1994 μας πάτησε πάλι το χωριό, στον Ιανό μας πάτησε, ο Daniel ήταν η πιο μεγάλη καταστροφή για το χωριό μας. Όλο το χωριό ήταν σκεπασμένο, φαινόντουσαν μόνο κάποιες σκεπές. Έσωσα μια οικογένεια με τρία άτομα που ήταν μέσα στο σπίτι εγκλωβισμένοι, τους έβγαλα από τα κεραμίδια από πάνω. Αν τους άφηνα θα πνιγόντουσαν, δεν υπήρχε διέξοδος. Το σπίτι είχε καλυφθεί όλο, δεν φαινόταν τίποτα. Τι να πουν οι άνθρωποι. Με βλέπουν στον δρόμο και με ευγνωμονούν, μου λένε μας έσωσες. Τι να κάνουν, απελπισμένοι στη ζωή κι αυτοί και εμείς».

Τον άκουγα με προσοχή και όσο μου μίλαγε έκανα εικόνες από ένα μέρος που δεν είχα δει ποτέ. “Κύριε Κώστα, αυτό που κάνατε δεν είναι καθόλου απλό” του λέω.

«Γιατί δεν είναι απλό; Απλό είναι για εμένα, για τους υπόλοιπους μπορεί να φαίνονται λίγο παράξενα τα πράγματα. Κοίταξε να δεις, δεν υπήρχαν συνδέσεις, επικοινωνούσαμε αργά και σπάνια με τα τηλέφωνα. Εμένα μου τα πήρε το νερό και δεν είχα επικοινωνία. Ψάχνανε να με βρουν τα παιδιά μου και οι συγγενείς, νόμιζαν ότι πνίγηκα. Ο κόσμος μέσα στη βάρκα ήταν φοβισμένος. Με είχαν για σωτήρα του κόσμου. Εντάξει, ήταν μια προσπάθεια για να σώσουμε τους ανθρώπους, να τους άφηνα; Όχι βέβαια, έπρεπε να τους βοηθήσω. Το νερό έφτασε σε μένα στα έξι μέτρα, σε άλλα σημεία ήταν και πιο πολύ.

Οι περισσότεροι ήταν νέοι, 40-50 χρονών. Γύριζα δεξιά και αριστερά στο χωριό. Μη νομίζεις ότι είμαι και κανένας γερός. Έχω και βηματοδότη περασμένο, καρδιακός. Η καρδιά δεν υπολογίζει εκείνη την ώρα. Όταν βλέπεις ανθρώπους σε αυτή την κατάσταση προσπαθεί ο οργανισμός να τονώσει το σώμα. Άλλη φορά θα είναι κάποιος άλλος», μου εξηγούσε ξανά, και πάλι με τον πιο απλό τρόπο.

«Ήταν μια ιστορία. Όταν διηγείται κάποιος μια ιστορία παραμένει στο μυαλό του για πάντα. Τη στιγμή εκείνη μόνο. Είναι λυπηρό αυτό που έγινε. Έτσι τα λέτε όμως εσείς οι δημοσιογράφοι. Αν μπορέσεις να έρθεις στο χωριό για να σου δείξω πού ξεκίνησε η ιστορία, τότε μόνο θα ξέρεις. Αν δεις τη βάρκα πώς είναι, θα πεις καλά αυτή η βάρκα έσωσε αυτούς τους ανθρώπους;»

Μετά την πρώτη πλημμύρα που έζησε το 1953, είχε καταλάβει ότι θέλει να γίνει ψαράς όπως ο θείος του. Λίγο πριν κλείσουμε το τηλέφωνο μου λέει μια ιστορία που πίστευε ότι θα με κάνει να γελάσω. Εννιά μήνες μετά την ακούω ξανά και κοιτάω το ταβάνι.

«Να σου πω και το άλλο, θα γελάσεις. Για μένα αυτό ήταν χόμπι. Αγαπάω το ψάρεμα και μου άρεσε να πλέω με τη βάρκα με το κουπί, δεν είχα μηχανή. Αυτοσχέδια σιδερένια την είχα φτιάξει μόνος μου. Τρίτη φορά που τη χρησιμοποίησα στις πλημμύρες, σαν αντίκα την έχω. Τη βλέπω και τη χαίρομαι. Θέλουν να τη βάλουν στο μουσείο, να την αφήσω για το μουσείο όταν θα πεθάνω. Τα χρόνια τα δικά μου περάσαν σιγά-σιγά. Όταν ένας άνθρωπος περάσει τα 80 δεν ξέρει πόσο θα ζήσει ακόμα».

Στο «ληξιαρχείο» του ιντερνετικού κόσμου δεν υπάρχουν ονοματοθεσίες ούτε και πιστοποιητικά θανάτου. Η ιστορία του «παππού με τη βάρκα» θα υπάρχει για πάντα εκεί και θα μιλάει για έναν άνθρωπο που κάποτε έζησε σε ένα χωριό και έσωσε περίπου εκατό άτομα. Κάποια άλλα άτομα από το χωριό του ίσως διαβάσουν κάποτε την ιστορία του, μερικά από αυτά μπορεί να τα έχει σώσει και να μην το ξέρουν καν. Και όπως έλεγε και ο κύριος Κώστας, την «άλλη φορά θα είναι κάποιος άλλος».