INTERIOR DESIGN

Το κτίριο του 1930 που ανακαινίστηκε χωρίς να χάσει τον χαρακτήρα του

Η αρχιτέκτονας Λάρα Βαρτζιώτη ανακαίνισε ένα κτίριο-πρόδρομο του μπρουταλισμού με σεβασμό σε όλα εκείνα τα στοιχεία που το κάνουν μοναδικό.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΛΕΑΝΘΗΣ / ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΑΚΑΤΣΟΥΝΗ

Η αρχιτέκτονας Λάρα Βαρτζιώτη ανακαίνισε ένα κτίριο-πρόδρομο του μπρουταλισμού με σεβασμό σε όλα εκείνα τα στοιχεία που το κάνουν μοναδικό.

Σε μια πρόσφατη συζήτηση με τον Τάσο Θεοφίλου και την Εύα Γανίδου, δημιουργούς του αφηγηματικού χάρτη «Πού έκαναν SEX στην Αθήνα του Μεσοπολέμου;», αναφερθήκαμε και στην όψη της πόλης που αλλάζει διαρκώς και το πως η πρωτεύουσα δεν έχει φερθεί με ευγένεια στα κτίριά της, θυσιάζοντας μερικά από τα πιο εμβληματικά αυτών στον βωμό της αντιπαροχής.

Είναι αλήθεια πως περπατώντας στην Αθήνα δύσκολα θα δεις κτίρια που μαρτυρούν μια άλλη εποχή, που οι αρχιτέκτονες πειραματίζονταν και σύστηναν στην πόλη νέα αρχιτεκτονικά ρεύματα, προσπαθώντας να της δώσουν έναν ξεχωριστό χαρακτήρα. Ευτυχώς, δεν έχουν εξαφανιστεί όλα. Κάποια στέκουν αγέρωχα να μας θυμίζουν πως κάποτε στους δρόμους της Αθήνας δεν έβλεπες μόνο πολυκατοικίες με πράσινες τέντες και στενά μπαλκόνια.

Ένα τέτοιο κτίριο είναι και αυτό που σχεδίασε το 1930 ο αρχιτέκτονας Άγγελος Σιάγας στο κέντρο της πόλης -συγκεκριμένα στην ιστορική γειτονιά των Εξαρχείων- και στο οποίο ανέλαβε να δώσει μια δεύτερη ζωή, πάντα με σεβασμό στην ιστορία του, το γραφείο της Λάρα Βαρτζιώτη.

Σήμερα, σχεδόν έναν αιώνα μετά το χτίσιμό του, το κτίριο που αποτελεί ένα από τα ωραιότερα δείγματα μοντέρνας κατοικίας στην Ελλάδα –και πιθανώς πρώιμος πρόδρομος του μπρουταλισμού– στεγάζει μια πληθώρα χρήσεων στους τέσσερις ορόφους του. Κάποιοι χώροι μετατράπηκαν σε γραφεία και άλλοι σε φωτεινά διαμερίσματα.

«Ο αρχικός σχεδιασμός του Σιάγα προέβλεπε δύο ανεξάρτητες μεζονέτες, γειτονικές όχι μόνο κάθετα, αλλά και οριζόντια», εξηγεί η Λάρα Βαρτζιώτη. «Αυτή η λύση της αθηναϊκής κατοικίας, παράλληλα με πολλές καινοτομίες στον σχεδιασμό, αποτελούν την ιδιαιτερότητα και την ιδιοφυΐα του κτιρίου».

Τα επόμενα χρόνια, ο αρχικός σχεδιασμός εγκαταλείφθηκε και εφαρμόστηκαν πιο συντηρητικές προσεγγίσεις, αλλάζοντας όχι μόνο το εσωτερικό, αλλά και την πρόσοψη του κτιρίου. «Η σημερινή αποκατάσταση έθεσε προκλήσεις τόσο από πολιτισμική όσο και από κοινωνική άποψη, στον εντοπισμό της λεπτής ισορροπίας μεταξύ μιας λειτουργικής και μιας αρχαιολογικής προσέγγισης τόσο στις αρχικές προθέσεις του αρχιτέκτονα όσο και στις τρέχουσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στο κέντρο της μητρόπολης των Αθηνών», παρατηρεί η αρχιτέκτονας.

Έτσι, ήταν επιτακτική ανάγκη να δημιουργηθεί ένα ουσιαστικό σχέδιο από λεπτές αποχρώσεις και να αποφευχθούν πιθανές επιδεικτικές τάσεις που παρατηρούνται σε πρόσφατες αποκαταστάσεις.

Στόχος της Λάρας Βαρτζιώτη ήταν να διατηρήσει όλα εκείνα τα στοιχεία που έκαναν το κτίριο μοναδικό, μεταμορφώνοντας παράλληλα τους χώρους με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι σύγχρονοι και λειτουργικοί.

«Διατηρήσαμε πολλές λεπτομέρειες του σωζόμενου κτιρίου, μετατρέποντας παράλληλα το εσωτερικό σε ευέλικτους χώρους που μπορούν να προσαρμοστούν για διαφορετική χρήση – σε αρμονία με τις σύγχρονες στεγαστικές ανάγκες και σε άμεση αντίθεση με τις αυστηρές κατόψεις του πρωτότυπο σχέδιο», λέει η ίδια. «Για τον σκοπό αυτό, η ξύλινη σκάλα – που αρχικά προοριζόταν ως ιδιωτική για ένα διαμέρισμα – ανακαινίστηκε για να χρησιμεύσει ως κοινή σκάλα χώρου. Ο εσωτερικός διάδρομος που οδηγεί στα δύο σπίτια σχηματίζει ένα δρομάκι, επεκτείνοντας κατά κάποιο τρόπο την πόλη στο κτίριο».

Ανάμεσα στα στοιχεία που διατηρήθηκαν είναι και το δάπεδο terrazzo που τονίζεται από τη γειτνίασή του με το εποξειδικό δάπεδο που το πλαισιώνει τώρα.

«Το νέο ρετιρέ δημιουργήθηκε με τρόπο που να λειτουργεί ως δείκτης ή ακτινογραφία της κατασκευής μέχρι εκεί που εκτείνονται όλες οι κολώνες, με αποτέλεσμα ένα περίπλοκο σχέδιο που υποδηλώνει τις ανωμαλίες και τις ελευθερίες των αυστηρών αρχών που ακολούθησε ο Α. Σιάγας στο έργο του», καταλήγει η Λάρα Βαρτζιώτη.