Φωτογραφίες: Πηνελόπη Γερασίμου/Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
ΠΗΓΑ ΕΙΔΑ

Η εθιστική εμπειρία του να βλέπεις τη Στεφανία Γουλιώτη να χωρίζει 100 φορές

Η ηθοποιός απέδειξε -ξανά- το σπουδαίο ταλέντο της σε μία παράσταση-event. Το The Second Woman ήταν ένας θεατρικός 24ωρος μαραθώνιος, που άνοιξε τη σεζόν με τον πιο συναρπαστικό, ταυτόχρονα και με τον πιο λυτρωτικό τρόπο. 

Έχουν περάσει 17 χρόνια από όταν είδα για πρώτη φορά τη Στεφανία Γουλιώτη να παίζει στο θέατρο και μάλιστα, στο Αρχαίο της Επιδαύρου στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία του Peter Stein. Είχε υποδυθεί την ομώνυμη ηρωίδα σε μία ερμηνεία-αποκάλυψη τόσο για το νεαρό της ηλικίας της, όσο και για τη δυναμική με την οποία είχε μπει στον ρόλο. Αυτή η νεαρή κοπέλα με το εκφραστικό πρόσωπο, το γυμνασμένο, δυνατό, ψηλό κορμί, τη φωνή που αντηχούσε -χωρίς μικρόφωνα- μέχρι το Λυγουριό με μάγεψε. 

Εκείνη η εικόνα από εκείνο το καλοκαίρι του 2007 ταξίδευε στο μυαλό μου το βράδυ του Σαββάτου (05/10) σε κάθε μίνι παύση, μετά από το τέλος της κάθε 8λεπτης σκηνής του The Second Woman στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. «Πόσο σπουδαία ηθοποιός είσαι ρε Στεφανία Γουλιώτη», σκεφτόμουν και δεν ήμουν μάλλον η μόνη. Όχι, γιατί άντεξε πάνω στο σανίδι για 24 ώρες, επαναλαμβάνοντας την ίδια σκηνή με 100 διαφορετικούς παρτενέρ -OK, σίγουρα και γι’ αυτό-, αλλά κυρίως γιατί έδειξε 100 και βάλε διαφορετικά πρόσωπα ερμηνευτικά, συναισθηματικά, εκφραστικά με το σώμα και το πρόσωπό της.

Δεν χρειαζόταν να κάτσεις 24 ώρες στην πλατεία της Κεντρικής Σκηνής της Στέγης για να το εμπεδώσεις. Για παράδειγμα, εγώ έκατσα κάτι λιγότερο από 4 ώρες και ήταν ολοφάνερο ότι αυτό συνέβαινε από το πρώτο μισάωρο.

Παρασύρθηκα όμως από τον ενθουσιασμό μου για τη Στεφανία Γουλιώτη και δεν έκανα τις απαραίτητες συστάσεις.

Το The Second Woman είναι ένα διεθνώς καταξιωμένο θεατρικό, κοινωνιολογικό και ψυχολογικό πείραμα, όπως περιγράφεται, σε σύλληψη και σκηνοθεσία της Nat Randall και της Anna Breckon, δύο ανερχόμενων δημιουργών από την Αυστραλία, που μετά την παρουσίασή του σε Νέα Υόρκη, Λονδίνο (τον ρόλο είχε κρατήσει η φανταστική Ruth Wilson), Άμστερνταμ και Βαρκελώνη, προσγειώθηκε τώρα για πρώτη φορά και στην Αθήνα. 

Η παράσταση ξεκίνησε στις 4 το μεσημέρι του Σαββάτου και ολοκληρώθηκε στις 4 το μεσημέρι της Κυριακής. Για αυτές τις 24 ώρες, η Κεντρική Σκηνή, αλλά και ολόκληρο το κτίριο της Στέγης -από τις τουαλέτες μέχρι την πρόσοψη- βάφτηκαν στα ροζ με την ηθοποιό να βρίσκεται μέσα σε ένα δωμάτιο-κουτί και να υποδύεται τη Βιρτζίνια που χωρίζει με τον εραστή της – σκηνή εμπνευσμένη από την ταινία του John Cassavetes, Opening Night. Τον Μόρτι υποδύθηκαν 100 πρόσωπα, άντρες ή μη δυαδικά και queer άτομα, διαφορετικής ηλικίας, ιθαγένειας και επαγγέλματος, που δεν ήταν ηθοποιοί και με τα οποία η ηθοποιός δεν είχε κάνει πρόβα, δεν τα γνώριζε, τα έβλεπε για πρώτη φορά όταν άνοιγε η πόρτα. 

Η σκηνή κάθε φορά διαρκούσε 8 λεπτά και τη βλέπαμε τόσο live στο δωμάτιο-κουτί, όσο και μέσα από την οθόνη, χάρη στη ζωντανή ταυτόχρονη κινηματογράφηση – τα κοντινά στο πρόσωπο της Γουλιώτη αποκάλυπταν πώς γίνεται να παίζει ένας ηθοποιός χωρίς να μιλάει. Υπήρχαν κάποιες στάνταρ ατάκες, εκατέρωθεν, ως ένας βασικός κορμός, αλλά το μεγαλύτερο κομμάτι ήταν αυτοσχεδιαστικό τόσο λεκτικά, όσο και κινησιολογικά. Ανά δύο ώρες υπήρχε ένα 15λεπτο διάλειμμα, που επέτρεπε στους θεατές να βγουν έξω, ακόμα και να αλλάξουν θέση για να παρακολουθήσουν από διαφορετική οπτική γωνία τη σκηνή και την ιστορία.

Κι αν αυτά πάνω-κάτω τα γνώριζα από πριν, εδώ και μήνες, όταν έγινε γνωστό ότι θα ανέβει το The Second Woman, εκείνο που δεν γνώριζα ήταν το πόσο διαφορετική μπορεί να γίνει η επανάληψη και να εξαφανίσει κάθε πιθανότητα βαρεμάρας. Κι αυτό γιατί δεν ήταν επανάληψη στο 100%. Όταν υπήρχαν 100 διαφορετικοί Μόρτι, όταν βρισκόταν επί σκηνής μία ηθοποιός με μία ερμηνευτική γκάμα σαν αυτή της Στεφανίας Γουλιώτη, που αντιδρούσε με διαφορετικό τρόπο σε κάθε ερέθισμα, σε κάθε μορφασμό, σε κάθε κίνηση, σε κάθε ατάκα, σε κάθε σιωπή του συμπρωταγωνιστή της, τα πάντα άλλαζαν κάθε φορά – οι ερμηνείες, οι αυτοσχεδιασμοί, τα συναισθήματα, το τελικό αποτέλεσμα, το τι γεύση σου άφηνε στο στόμα ο κάθε χωρισμός: τρυφερή, αγαπησιάρικη, βίαιη, στενάχωρη, αστεία, εκνευριστική, λυτρωτική, ακόμα και εθιστική. 

Θα έβγαζε ο εκάστοτε Μόρτι τα νουντλς από τη σακούλα για να τα προσφέρει στη Βιρτζίνια; Ή θα ξεκινούσε να τρώει χωρίς να την υπολογίζει; Θα την αγκάλιαζε όταν του έλεγε ότι αισθάνεται ότι δεν τη θεωρεί αρκετή; Εκείνη θα τον χόρευε με πάθος υπό τους ήχους του Taste of Love των Aura ή με βιαιότητα; Εκείνος θα έπαιρνε ή όχι τα 50 ευρώ που θα του πρόσφερε με το που πατούσε το stop στο κομμάτι; Θα της έλεγε στο τέλος ότι την αγαπά ή ότι δεν την αγάπησε ποτέ κλείνοντας με δύναμη την πόρτα; 

Και τέλος πάντων, ποιος θα ήταν ο επόμενος Μόρτι; Άγνωστος ή γνωστός, μιας και από τις εκπλήξεις ήταν ότι ανάμεσα στους 100 άντρες βρέθηκαν επί σκηνής τελικά και επαγγελματίες ηθοποιοί -Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Γιώργος Χρυσοστόμου, Πάνος Μουζουράκης, Νίκος Καραθάνος (ήταν ο 100ος άντρας, μου φάνηκε κάπως κλισέ, αλλά προχωράμε), μεταξύ άλλων-, αλλά και ο Ορέστης Ανδρεαδάκης. Βέβαια, η επιτυχία της επιλογής των 100 προσώπων δεν είχε να κάνει προφανώς με τα διάσημα πρόσωπα, αλλά ότι πράγματι κατάφερε να αγκαλιάσει τη συμπερίληψη και τη διαφορετικότητα σε μεγάλο βαθμό.

Το The Second Woman με έκανε για όλα τα παραπάνω να λέω ότι θα δω για τελευταία φορά να ανοίγει η πόρτα, θα κάτσω για έναν ακόμα τελευταίο χωρισμό και θα φύγω – πέρασε μία ώρα για να συμβεί αυτό κι αυτή είναι η απάντηση στο «μα καλά, πώς μπόρεσες να βλέπεις για 4 ώρες την ίδια σκηνή; Δεν βαρέθηκες». Ήταν η πιο εθιστική εμπειρία, που έχω βιώσει στο θέατρο.

Ήταν επίσης αναπάντεχα απελευθερωτική, κατά κάποιο τρόπο. Ακριβώς επειδή, δεν υπήρχε μία ερμηνεία του The Second Woman. Φαντάζομαι ότι το βίωμα ήταν για τον καθένα διαφορετικό. Για κάποιον, το έργο ίσως να ήταν η ανάμνηση ενός χωρισμού που έρχεται και φεύγει και αλλοιώνεται ή βιώνεται ξανά από την αρχή διαφορετικά με το πέρας του χρόνου. Για κάποιον άλλον, το σενάριο ενός χωρισμού που παίζει σε λούπα στο μυαλό κάθε φορά παραλλαγμένο μέχρι να βρεθεί το θάρρος, η δύναμη, το κουράγιο να συμβεί. Για μένα, ήταν μάλλον όλοι οι χωρισμοί -μικροί ή μεγάλοι, ευχάριστοι ή δυσάρεστοι για μικρούς ή μεγάλους έρωτες, για flings ή για μακροχρόνιους συντρόφους-, που είχες ή/και θα έχεις στη ζωή σου. 

Υπήρχε όμως και μία βεβαιότητα, ένα «σιγουράκι»: η The Second Woman είναι κάθε γυναίκα, κάθε άνθρωπος γενικότερα, που δεν θέλει άλλο να «παρακαλάει», να σέρνεται στα πατώματα, να γαντζώνεται από έναν ερωτικό σύντροφο, να νιώθει «δεύτερος», ότι δεν είναι «αρκετός»· που δεν φοβάται να έρθει αντιμέτωπος με την αλήθεια του, το συναίσθημά του, την ανάγκη και επιθυμία του και τελικά με τον εαυτό του για να διεκδικήσει με πράξεις αυτά που θέλει να γίνει και να έχει στη ζωή· ακόμα κι όταν το τέλος μοιάζει καταστροφικό, αξεπέραστο, ότι θα ραγίσει -κυριολεκτικά- την καρδιά σου.