ΠΡΟΣΩΠΑ

Η σκηνοθέτρια Ακτίνα Σταθάκη διονυσιάζεται όταν βλέπει ποδοσφαιρικό αγώνα

Λίγες μέρες πριν η παράσταση Μια Ιστορία Έρωτα και Ποδοσφαίρου σηκώσει αυλαία, η σκηνοθέτριά της μιλά στο OneMan μεταξύ άλλων για τη σχέση που μπορεί να έχει ο έρωτας με το ποδόσφαιρο, αλλά και για το αν το θέατρο παραμένει ένα λαϊκό θέαμα.

«Περισσότερο από “σύγχρονο” συγγραφέα, θεωρώ τον εαυτό μου “ζωντανό” συγγραφέα. Συχνά οι ιστορίες μου μιλούν για ανθρώπους που είναι στενά συνδεδεμένοι με το μέρος στο οποίο ζουν. Ένα άλλο στοιχείο στα έργα μου είναι η παρουσία του Νότου […] ένας Νότος που δημιουργείται από ιστορίες βασάνων, από ανθρώπους με λίγα μέσα που παρόλα αυτά διεκδικούν το δικαίωμά τους να ζήσουν», λέει για τον ίδιο και τη δουλειά του ο Ιταλός συγγραφέας Μικέλε Σαντέραμο.

Αυτό γίνεται απολύτως εμφανές και στο έργο του Μια Ιστορία Έρωτα και Ποδοσφαίρου, που ανεβαίνει από το Σάββατο 19 Οκτωβρίου 1927 Art Space σε σκηνοθεσία της Ακτίνας Σταθάκη.

Σε μια φτωχική πόλη της Νοτίου Ιταλίας, οι διαφορετικές κοινότητες Ιταλών και μεταναστών που ζουν εκεί αποφασίζουν, για να λύσουν τις διαφορές τους, να διοργανώσουν το πρώτο λαθραίο Μουντιάλ του κόσμου: η κοινότητα που θα κερδίσει, θα αποκτήσει τον έλεγχο της πόλης για ένα χρόνο. Λίβυοι, Μαροκινοί, Βραζιλιάνοι, Ινδοί, Ιταλοί, προετοιμάζουν τις ομάδες τους.

Καθώς εκτυλίσσεται το Μουντιάλ, ένας Ιταλός παίκτης ερωτεύεται την αδελφή ενός Ινδού. Στην πορεία, ο έρωτάς τους θα έρθει αντιμέτωπος με τους νόμους του υποκόσμου, σε μια σύγκρουση που θα αλλάξει για πάντα τις ζωές τους.

Έλκοντας από τις παραδόσεις του νεορεαλισμού και του αφηγηματικού θεάτρου, με χιούμορ αλλά χωρίς να φοβάται να δείξει τη σκληρότητα του κόσμου για τον οποίο μιλά, η δραματουργία του Σαντεράμο δείχνει «ανθρώπους για τους οποίους ποτέ δε θα ακούσετε. Μια πλατεία που δε θα προβληθεί ποτέ στις ειδήσεις. Και όπου, παρόλα αυτά, κάθε βράδυ χτυπάει η καρδιά αυτών των ανθρώπων που κυνηγούν όνειρα, τα χάνουν, ερωτεύονται, αποτυγχάνουν».

Λίγες μέρες πριν την πρόβα τζενεράλε της παράστασης, η σκηνοθέτρια Ακτίνα Σταθάκη μίλησε στο OneMan για τους λόγους που την έκαναν να επιλέξει το συγκεκριμένο έργο, τη σχέση που μπορεί να έχει ο έρωτας με το ποδόσφαιρο, αλλά και για το αν το θέατρο παραμένει ένα λαϊκό θέαμα.

Τι σε τράβηξε στο συγκεκριμένο έργο και αποφάσισες να το σκηνοθετήσεις;

Πρόκειται για ένα πολύ απλό -επιφανειακά τουλάχιστον- και ανθρώπινο έργο, για μια ιστορία αγάπης που εκτυλίσσεται ανάμεσα σε ανθρώπους τους οποίους η φτώχεια έχει βάλει στο περιθώριο της κοινωνίας.  Έχει έναν ρομαντισμό, μια γλυκύτητα και ένα χιούμορ που παραπέμπουν στον Ιταλικό νεορεαλισμό -ιστορίες ανθρώπων που ελπίζουν, ονειρεύονται, ηττώνται.

Ήθελα επί τούτου να αφηγηθώ μια ιστορία απλή, συγκινητική, ρομαντική, μια ιστορία με την οποία θα μπορέσει να συνδεθεί ο οποιοσδήποτε, είτε πηγαίνει κάθε βράδυ στο θέατρο, είτε δεν έχει ξαναπατήσει το πόδι του ποτέ. Νιώθω ότι όλο και περισσότερο χρειαζόμαστε χώρους όπου να μπορούμε να ξανασυναντηθούμε οι άνθρωποι και να μοιραστούμε τέτοιες ιστορίες που μας υπενθυμίζουν όσα μας ενώνουν αντί για όσα μας χωρίζουν.

 

Επιπλέον, το έργο είναι γραμμένο ως μία αφήγηση -είχε γραφτεί αρχικά για έναν αφηγητή, στη συνέχεια ο συγγραφέας δημιούργησε δύο αφηγητές-αδελφούς και εμείς προσθέσαμε και τον γυναικείο χαρακτήρα. Ως αφηγηματικό κείμενο δεν έχει «χαρακτήρες», τοποθεσίες, χρόνο, σκηνικές οδηγίες κλπ, οπότε είναι εντελώς ανοιχτό στη φαντασία του σκηνοθέτη και της ομάδας. Αυτό είναι κάτι που πάντα μου αρέσει σε έργα με τα οποία έχω καταπιαστεί, καθώς αφήνει μεγάλα περιθώρια να φτιάξει κανείς δικούς του κόσμους.

Η δική σου σχέση με το ποδόσφαιρο ποια είναι;

Μου αρέσει πάρα πολύ να βλέπω αγώνες -για να είμαι ειλικρινής παθαίνω ένα είδος διονυσιασμού όταν παρακολουθώ αγώνα. Οπότε μπορώ να καταλάβω το πάθος με το οποίο παιδιά, ενήλικες, κοινότητες, επενδύουν συναισθηματικά στο ποδόσφαιρο, γίνεται τρόπος ζωής τους και νιώθω απόλυτα την έκσταση του παιχνιδιού. Κατά τα άλλα κάθε φορά ζητάω να μου εξηγήσουν τι είναι το οφσάιντ και κάθε φορά το ξεχνάω.

Πόση σχέση έχει τελικά ο έρωτας με το ποδόσφαιρο;

Και τα δύο φέρνουν κοντά ανθρώπους που υπό άλλες συνθήκες μπορεί να μη διασταυρώνονταν ποτέ. Και τα δύο ενέχουν ρίσκο, να κινηθείς τη σωστή στιγμή, να μην πεις τη λάθος λέξη, μη δώσεις τη λάθος πάσα και απαιτούν κάποια στιγμή να βγεις μπροστά και να αναλάβεις την ευθύνη. Και στα δύο, μπορεί να τα κάνεις όλα σωστά αλλά στο τέλος να χάσεις.

Αυτή η πόλη του ιταλικού νότου πόση σχέση με την Αθήνα και το κέντρο της, όπου και ανεβαίνει το έργο;

Στην πλατεία Πρωτομαγιάς μαζεύονται κάθε Κυριακή μετανάστες, κυρίως από τη Νοτιοανατολική Ασία και παίζουν τα απογεύματα ποδόσφαιρο ή κρίκετ -η πλατεία εκείνες τις ώρες τους ανήκει. Όταν έψαχνα κάτι υφάσματα για την παράσταση, τα πήρα από την Αλβανίδα μοδίστρα απέναντι, ενώ με τα ηλεκτρολογικά με βοήθησε ένας πωλητής από το Πακιστάν σε ένα μαγαζάκι στα Εξάρχεια.

Αυτό είναι το κέντρο της Αθήνας, ζούμε δίπλα ο ένας στον άλλον -με ανισότητες, και προστριβές και αλληλεγγύη και αγάπη και μας δένουν προσδοκίες, απογοητεύσεις, και οι δυσκολίες μιας καθημερινότητας που γίνεται για όλους μας όλο και πιο σκληρή. Αυτός είναι και ο κόσμος του έργου.

Το ποδόσφαιρο θεωρείται ένα κατεξοχήν λαϊκό άθλημα. Θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο και για το θέατρο;

Το θέατρο υπήρξε για αιώνες ένα λαϊκό θέαμα -οι παραστάσεις του Σαίξπηρ σύμφωνα με τη βιβλιογραφία πρέπει να έμοιαζαν περισσότερο με αθλητικές διοργανώσεις, από την άποψή του πώς συμμετείχε το κοινό, παρά με το θέατρο όπως το ξέρουμε σήμερα. Η θεατρική παράδοση που μας έχει κληροδοτηθεί έως σήμερα είναι η Δυτικοευρωπαϊκή παράδοση του τέλους του 19ου αιώνα περίπου όπου μεταβαίνουμε σε ένα θέατρο που στόχο έχει την εμπέδωση του αστισμού -εσωτερικά σπιτιών και το ψυχογράφημα της αστικής τάξης.

Και για κάποιο λόγο έχουμε, με εξαιρέσεις ασφαλώς, μείνει εκεί. Γι’ αυτό εμένα προσωπικά με ενδιαφέρει η αφήγηση και το αφηγηματικό θέατρο, γιατί έλκει από πιο κοινοτικές και μη δυτικές παραδόσεις επαναφέροντας τη θεατρική πράξη, αυτή τη θεμελιώδη δηλαδή πράξη κατά την οποία μοιραζόμαστε μια ιστορία, στις πιο λαϊκές ρίζες της.

Μιας και το 1927 Art Space δεν είναι ένα κλασικό θέατρο, πώς επηρέασε αυτό τον τρόπο με τον οποίο σκηνοθέτησες την παράσταση;

Ο χώρος μου υπέβαλε την ιδέα να οργανώσω τη δράση σαν σε ένα μουσικό κουτί το οποίο θα μπορούσε αενάως να ξαναξεκινά από την αρχή. Το έργο μιλάει για γήπεδα και πλατείες και ανοιχτούς χώρους, στην πραγματικότητα όμως η ζωή των ηρώων είναι πολύ περιορισμένη, έως ασφυκτική, οι προοπτικές τους μηδενικές.

Ο χώρος αυτομάτως μας βάζει σε αυτή τη συνθήκη και ο, τι συμβαίνει από κει και έπειτα είναι ένα παιχνίδι με τους περιορισμούς, απόπειρες να βρούμε ή να δημιουργήσουμε ανοιχτωσιά.

Αν ήταν να δημιουργήσεις εσύ ένα έργο για τη δική μας πόλη, ποια αθηναϊκή πραγματικότητα θα έβαζες σε πρώτο πλάνο;

Δύσκολη ερώτηση -η Αθήνα αλλάζει τόσο γρήγορα, έχει τόσες εντάσεις και αντιφάσεις που την κάνουν δύσκολη για να ζεις αλλά ενδιαφέρουσα δραματουργικά. Νομίζω όμως ότι θα επικεντρωνόμουν στο μετρό των Εξαρχείων.

Είναι μια υπόθεση που συμπυκνώνει την πρόσφατη ιστορία της πόλης, τις κοινωνικές ζυμώσεις, αντιπαραθέσεις και αντιφάσεις, την επικράτηση της ασχήμιας, την απουσία αισθητικής και κοινωνικής ευαισθησίας για ένα τόσο σημαντικό κομμάτι της πόλης.

***INFO

Συντελεστές
Συγγραφέας: Μικέλε Σαντεράμο
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Ακτίνα Σταθάκη
Επιμέλεια κίνησης: Ελευθερία Κόμη
Φωτισμοί: Άννα Σαπουνάκη
Φωτογράφος: Ελευθερία Κατσιάνου
Επικοινωνία: Κατερίνα Π. Τριχιά
Βοηθός Παραγωγής: Φωτεινή Καραγιάννη
Παίζουν: Τάσος Θεοφιλάτος, Στεφανία Καλομοίρη, Φώτης Τσοτουλίδης
Παραγωγή: Between the Seas 

Τοποθεσία: 1927 Art Space, Κυψέλης 35, 1ος όροφος
Έναρξη παραστάσεων: Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024
Ημέρες και ώρες: Σάββατα στις 9 μ.μ., Κυριακές στις 7:30 μ.μ.
Περιορισμένος αριθμός θέσεων – κρατήσεις απαραίτητες στο 2114140970
Προπώληση ΕΔΩ