iStock
ΠΟΛΗ

Πώς είναι να έχεις μια μικρή επιχείρηση στην Αθήνα σήμερα

Τρεις ιδιοκτήτριες καταστημάτων μοιράζονται τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν καθημερινά, τις αλλαγές που παρατηρούν στις γειτονιές της πόλης και τι θα μπορούσε να κάνει έμπρακτα το κράτος για να στηρίξει τις μικρές επιχειρήσεις.

Θυμάμαι ότι κάποτε η Πατησίων ήταν ένας δρόμος που έσφυζε από ζωή. Το ίδιο και η Αγίου Μελετίου και γενικότερα όλη η περιοχή γύρω από την πλατεία Αμερικής. Μπορούσες να βρεις ό,τι ήθελες, δεν υπήρχε λόγος να κατέβεις στο κέντρο της Αθήνας.

Η περίοδος της κρίσης έβαλε ταφόπλακα σε πολλές μικρές επιχειρήσεις, που είναι κι αυτές που δίνουν τον χαρακτήρα σε κάθε περιοχή και ενισχύουν το αίσθημα της γειτονιάς.

Η εικόνα που έχουμε τα τελευταία χρόνια για την Αθήνα είναι μία πρωτεύουσα που γίνεται συνεχώς λιγότερο φιλική και βιώσιμη για τους κατοίκους της. Οι επενδύσεις αφορούν ξενοδοχεία και μεγάλες εμπορικές αλυσίδες και είναι άξιο απορίας πώς επιβιώνουν πια οι μικρές επιχειρήσεις.

Τους δύο τελευταίους μήνες έτυχε να συμπληρώσουν δέκα χρόνια (και βάλε, η μία) λειτουργίας τρεις μικρές επιχειρήσεις που θυμάμαι από την πρώτη ημέρα που άνοιξαν τις πόρτες τους. Οι ρομαντικές τότε ιδιοκτήτριές τους θα καλούνταν να ξεπεράσουν πολλές δυσκολίες για να φτάσουν στο σήμερα. Πώς ήταν λοιπόν αυτά τα δέκα χρόνια στο επιχειρείν και πώς βλέπουν το μέλλον;


«Είναι λες και το κράτος θέλει να εξαφανίσει τις μικρές επιχειρήσεις και αυτό το κάνει πολύ δύσκολο να είναι οικονομικά βιώσιμες», λέει η Σταυρούλα Παπαδοπούλου, συνιδιοκτήτρια του café – juice bar Το Βαζάκι στο Χαλάνδρι.

Πίσω, στον Σεπτέμβριο του 2014, όταν άνοιξε το μαγαζί με τη συνεργάτιδά της Μαριαντίνα Ανδρικοπούλου, οι δυο τους κλήθηκαν να ενημερώσουν και να εκπαιδεύσουν τους Αθηναίους στους χυμούς με λαχανικά. Δέκα χρόνια μετά όλοι μας έχουμε πειστεί ότι το σπανάκι δεν είναι μόνο για σπανακόρυζο, όμως οι πραγματικές δυσκολίες παραμένουν. «Νιώθω ότι υπάρχει συνεχώς μια δυσκολία, ένα μαύρο συννεφάκι πάνω από την Αθήνα – ίσως πάνω από την Ελλάδα. Το θετικό είναι ότι μας κάνει να μην βαριόμαστε και να εξελισσόμαστε».

Capital controls, η αλλαγή του ΦΠΑ στην εστίαση, οι καραντίνες και ό,τι αυτό ακολούθησε (π.χ.τεράστια στροφή στο delivery), είναι όσα κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν μέσα σε αυτή τη δεκαετία. Παρατηρούν την περιοχή που μεγάλωσαν να αλλάζει. Μαγαζιά ανοίγουν και κλείνουν συνέχεια, τόσο εστίασης όσο και λιανικού εμπορίου. Τα ενοίκια αυξάνονται δυσανάλογα με το τι μπορεί κάθε επιχείρηση να δώσει και έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος.

«Εμείς είμαστε πολύ τυχεροί», θα τονίσει η Σταυρούλα Παπαδοπούλου, καθώς έχουν «έναν εξαιρετικά καλό και λογικό ιδιοκτήτη που προτιμά μια καλή και σταθερή σχέση παρά να αυξήσει ξαφνικά το ενοίκιο και να μας οδηγήσει σε στρες και ίσως σε αλλαγή επαγγελματικής στέγης. Το Χαλάνδρι είναι σίγουρα πιο φιλικό στους κατοίκους, έχει πεζόδρομους, προσπαθεί να διατηρεί τα πεζοδρόμια, είναι κοντά η ρεματιά που μπορείς να κάνεις έναν ωραίο περίπατο. Νιώθω ότι είναι πιο εύκολο από το κέντρο – από την άλλη εδώ έχουμε μεγαλώσει οπότε μας είναι οικείο. Μια ακόμα ομορφιά βέβαια είναι ότι ο κόσμος είναι σταθερός, οι πελάτες είναι ίδιοι και έτσι τους γνωρίζεις – αποκτάς προσωπική σχέση. Το Βαζάκι έχει γίνει στέκι για πολλούς. Στο κέντρο υπάρχει πολύς κόσμος, βαβούρα, πολλοί τουρίστες, άλλη προσέγγιση. Έχει άλλο hype».

Πρόσφατα, το concept store της Ειρήνης Βιτώρου, το Κουμπάκι γιόρτασε τα δέκα του χρόνια στο ιστορικό κέντρο. Η ίδια μοιράζεται συχνά πυκνά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει τόσο ως επιχειρηματίας όσο και κάτοικος αυτής της πόλης μέσα από τα social media, με πολλά από τα posts της να μιλάνε κατευθείαν στην ψυχή μας.

«Είναι πολλά αυτά που πρέπει να αντιμετωπίσουμε από μικρές ή μεγάλες αναποδιές μέχρι το κλασικό αγαπημένο ερώτημα του πώς θα βγει ο μήνας. Νομίζω κάθε χρονιά έχει τα δικά της σίγουρα», λέει ανατρέχοντας στα πρώτα δύο χρόνια που ήταν αρκετά δύσκολα μέχρι να μαθευτεί το μαγαζί και να αρχίσει να έχει το κοινό του.

«Όταν το Κουμπάκι έκλεινε τον πρώτο του χρόνο γινόταν το δημοψήφισμα, είχαν αρχίσει τα capital controls, ήταν στην καρδιά της κρίσης, ήταν δύσκολα. Και εκεί που άρχισε να υπάρχει μια ροή και μια ανοδική πορεία, έρχεται ο κορωνοϊός. Δεν είχα e-shop ακόμα εκείνη την περίοδο, περνούσα και την υπαρξιακή κρίση Νο.7375 οπότε ήταν και αυτή μια περίεργη εποχή. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι σε αυτές τις δύσκολες περιόδους κάπως παίρνεις μπρος και κάνεις τα επόμενα βήματα. Ίσως γιατί δεν έχεις τίποτα να χάσεις».


Στη γειτονιά του Ψυρρή, υπήρχαν τεχνίτες, υποδηματοποιοί, μικρά μαγαζιά με ξεχωριστό στυλ, βιντατζάδικα και παλαιοπωλεία – η περιοχή είχε μια συγκεκριμένη ταυτότητα. Η Ειρήνη Βιτώρου παρατηρεί ότι το κέντρο έχει χάσει τον χαρακτήρα του, με την εστίαση και τα ξενοδοχεία να καταλαμβάνουν πια ολοένα και περισσότερο έδαφος. «Έχει σίγουρα πολύ περισσότερο κόσμο στο κέντρο από παλιότερα σε σημείο που νομίζεις ότι είσαι στην Ερμού Χριστούγεννα. Λίγο ασφυκτικό, αν με ρωτάς. Εξίσου ασφυκτικό με το να κλείνουν μέρη που αγαπάς και αποτελούν μέρος της ζωής σου, όπως το ΙΝΤΕΑΛ για παράδειγμα».

«Δεν είναι μόνο τα μικρά μαγαζιά που κλείνουν και μετατρέπονται κάτι σχετικό με την εστίαση, αλλά και τα σινεμά, τα θέατρα και άλλοι χώροι σημαντικοί για τον πολιτισμό μας. Και δεν το καταλαβαίνω γιατί ακόμα και κυνικά να το δούμε, ο τουρίστας έρχεται για να δει κάτι εδώ, τον χαρακτήρα μιας περιοχής, τους δημιουργούς του τώρα, την ιστορία του, τη ματιά του. Junk food τρώει παντού».

«Υποχρεούμαστε να κάνουμε πολλές αλλαγές σε πολύ μικρά χρονικά διαστήματα υπό την απειλή προστίμων, κάτι που για όσες επιχειρήσεις τα κάνουν όλα σύμφωνα με το νόμο, είναι πολύ στρεσογόνο και απορροφά πολύ χρόνο από το πραγματικό αντικείμενο της κάθε δουλειάς», λέει η Καλομοίρα Παπαγεωργίου. © Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου - Watkinson

Η Καλομοίρα Παπαγεωργίου, ιδιοκτήτρια του εργαστηρίου κοσμημάτων Πριγκιπώ, νιώθει πώς το κέντρο της Αθήνας έχει μετατραπεί σε μια παιδική χαρά για τους τουρίστες. Ό,τι υπάρχει ή ό,τι φτιάχνεται, τους αφορά αποκλειστικά, όπως λέει. «Με το θέμα της εστίασης είμαι κάπως στη μέση. Από τη μία μου αρέσει πολύ που έχουμε τόσες ωραίες και διαφορετικές επιλογές για φαγητό, από την άλλη νιώθω πως έχει περιοριστεί αρκετά η υπόλοιπη αγορά και πιάνω πολλές φορές τον εαυτό μου να λέει “ας μη γίνει πάλι μαγαζί εστίασης” όταν βλέπω να ανακαινίζεται κάποιο μαγαζί».

Το Πριγκιπώ γιόρτασε τα 15 του χρόνια, κι αν ρωτούσα την 20χρονη Καλομοίρα αν περίμενε να φτάσει μέχρι εδώ όταν ξεκινούσε την πορεία της, θα της φαινόταν μάλλον αδιανόητο.

«Τα πράγματα σε καμία περίπτωση δεν είναι ίδια, έχουν υπάρξει κάποιες βελτιώσεις όπως η ψηφιοποίηση των υπηρεσιών (βέβαια αυτό ισχύει για απλά ζητήματα, αν θες κάτι πιο σύνθετο και πρέπει να κλείσεις ραντεβού σε υπηρεσία, δυσκολεύει η κατάσταση) όμως σε γενικές γραμμές έχουν δυσκολέψει οι συνθήκες, κυρίως γιατί υποχρεούμαστε να κάνουμε πολλές αλλαγές σε πολύ μικρά χρονικά διαστήματα υπό την απειλή προστίμων, κάτι που για όσες επιχειρήσεις τα κάνουν όλα σύμφωνα με το νόμο, είναι πολύ στρεσογόνο και απορροφά πολύ χρόνο από το πραγματικό αντικείμενο της κάθε δουλειάς. Συν τη μείωση στο διαθέσιμο εισόδημα που πάει στην κατανάλωση, είναι κάπως πιο δύσκολα θα πω».

Τελικά ο τουρισμός φέρνει χρήματα;

Τελικά ο τουρισμός φέρνει χρήματα; Τόσο το Κουμπάκι όσο και το Πριγκιπώ δεν έχουν επωφεληθεί ιδιαίτερα από την άκρατη τουριστικοποίηση του κέντρου. «Σίγουρα θα μπουν περισσότεροι τουρίστες να δουν το μαγαζί αλλά δεν είναι απαραίτητο ότι θα ψωνίσουν κιόλας. Παίρνω όμως feedback από ανθρώπους από άλλες χώρες, που έχουν μια άλλη ματιά και αυτό είναι βοηθητικό», σχολιάζει η Ειρήνη Βιτώρου.

«Μπορεί να “φταίει” και το γεγονός πως δεν έχω αμιγώς ελληνικό κόσμημα με την αισθητική έννοια της λέξης, μιας και είναι 100% ελληνικά τα κοσμήματά μας, από τη σύλληψη μέχρι την κατασκευή. Το design μας είναι πιο ευρωπαϊκό με ελάχιστες ελληνικές αναφορές, μπορεί αυτό να μην τους ενδιαφέρει και πολύ. Όμως το ακούω και από άλλους επιχειρηματίες (μη εστίασης και μη σχετιζόμενους άμεσα με τον τουρισμό) πως δεν απολαμβάνουν ιδιαίτερα οφέλη», προσθέτει η Καλομοίρα Παπαγεωργίου.

Πίσω στην εστίαση τώρα, υπάρχουν κάποιες κοινές παρανοήσεις για τον περισσότερο κόσμο, όπως τα κόστη, το κέρδος και οι πρώτες ύλες. Η Σταυρούλα Παπαδοπούλου θα μου πει ότι είναι ελάχιστοι αυτοί που αναγνωρίζουν την ποιότητα της πρώτης ύλης, την ποιοτική διαφορά του βιολογικού προϊόντος και συνεπώς τη διαφορά στην τιμή.

«Μπορεί να πεις κάποιος πολύ εύκολα “αν πήγαινα στη λαϊκή και έφτιαχνα μόνος μου τον χυμό θα μου κοστίσει x και όχι 3x που τον πουλάς εσύ”. Και ισχύει. Αλλά εμείς είμαστε επιχείρηση που πρέπει να κάνει απόσβεση στον αποχυμωτή που κοστίζει  15.000€ και τα service του, να πληρωθεί ο μισθός του ανθρώπου που αποχυμώνει, το ενοίκιο του χώρου, ο λογαριασμός ηλεκτρικής ενέργειας, το ΦΠΑ κοκ. Επίσης, είναι διαφορετικό να έχεις βιολογικό αβοκάντο από την Κρήτη για το avocado toast και διαφορετικό έναν κατεψυγμένο πράσινο πουρέ. Τέλος, ο κόσμος σπάνια αναγνωρίζει την εξειδίκευση στον επαγγελματία της εστίασης (μάγειρα, μπαρίστα, σερβιτόρο) – όλοι μπορούν να κάνουν καφέ σπίτι αλλά έχει τελείως άλλη γεύση όταν στον φτιάχνει ένας μπαρίστα. Το ίδιο ισχύει και για το τοστάκι. Όλοι κάνουμε τοστάκια σπίτι αλλά εάν στο φτιάξει η Μαριαντίνα (σ.σ. εκτός από συνιδιοκτήτρια είναι η σεφ στο Βαζάκι) είναι έπος».

Πόσο βιώσιμο είναι το μέλλον για μια μικρή επιχείρηση στην Αθήνα;

Η εξέλιξη και η αγάπη των πελατών που στο πέρασμα του χρόνου έγιναν φίλοι είναι τα καλά που κρατούν όλες. Η καθεμία έχει καταφέρει να κερδίσει ένα προσωπικό στοίχημα, έχει κάθε λόγο να αισθάνεται περήφανη για όσα έχει καταφέρει, ό,τι κι αν φέρει το μέλλον. Η Σταυρούλα Παπαδοπούλου πάντως βλέπει το παρόν δημιουργικό, απαιτητικό και χορταστικό.

Όσο τρομακτικό κι αν φαντάζει το μέλλον για την Ειρήνη Βιτώρου, η ίδια είναι αρκετά γενναία για να ακούσει τις ανάγκες του μαγαζιού της όποιες κι αν είναι αυτές. Όπως να μετακομίσει σε έναν πιο μεγάλο, φωτεινό και ωραίο χώρο με μεγάλο πεζοδρόμιο, σε μια γειτονιά που θα χαρεί να φιλοξενήσει το μαγαζί της. Με δέντρα και χαμογελαστούς ανθρώπους. Και γάτες. «Μου έχουν πει πως το σύμπαν ακούει τις ευχές όταν είναι πολύ συγκεκριμένες. Για να δούμε».

Για να γίνουν τα όνειρα πραγματικότητα ή πολύ απλά για να έχουν οι μικρές επιχειρήσεις ένα βιώσιμο μέλλον, θα πρέπει το κράτος να τις βοηθήσει πρακτικά, ξεκινώντας από κάποιες βασικές μειώσεις – εργοδοτικές εισφορές, ΙΚΑ, ΦΠΑ και λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος.

«Θα έλεγα σίγουρα τη μείωση του ΦΠΑ. Δεν δουλεύουμε μαζί παιδιά, συγγνώμη που θα σας το χαλάσω. Κάποτε μου είχε πει μια γνωστή μου, πως στη Βαρκελώνη, υπάρχουν ειδικά κτίρια σε κάθε δήμο που αν π.χ θέλεις να ανοίξεις τη δική σου επιχείρηση σε βοηθάνε να βρεις χώρο, να βρεις επιδοτήσεις ή χρηματοδότηση, γενικά σε βοηθάνε. Δεν ξέρω αν ισχύει όντως αλλά θα ήταν μια ωραία ιδέα. Όπως και δωρεάν σεμινάρια για επιχειρηματικότητα και μάρκετινγκ. Και την επόμενη φορά που θα αποφασίσουν να συνδέσουμε ταμειακές με POS ή κάτι αντίστοιχο, να μας πληρώσουν τουλάχιστον τις συνεδρίες», καταλήγει η Ειρήνη Βιτώρου.

Α και κάτι ακόμα. Χρειάζεται χιούμορ για να επιβιώσει κανείς στην Ελλάδα σήμερα.