Γιάννης Αποσκίτης: «Στην κωμωδία όλα είναι στο flow και στο beat, όπως στη ραπ»
Ο θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης έγραψε μία μαύρη κωμωδία για να γελάσουμε με τα χάλια μας, το Μαύρη Μαγεία ή Άσε τους νεκρούς να πεθάνουν, που επαναλαμβάνεται στο Θέατρο Μπέλλος.
- 31 ΟΚΤ 2024
Ο Κωνσταντίνος Χελιδόνης, ένας ξεχασμένος τηλεοπτικός σταρ οικογενειακής σειράς των 90s, δέχεται επίσκεψη από τρεις δημοσιογράφους με αφορμή ένα σκάνδαλο σχετικά με τον πρόσφατο θάνατο της μητέρας του. Επιτέλους, μια ευκαιρία για να βρεθεί ξανά στο προσκήνιο. Έλα όμως που εκείνοι έχουν ένα άλλο, πολύ πιο «σατανικό» σχέδιο στο μυαλό τους.
Αυτή είναι η υπόθεση για την παράσταση Μαύρη Μαγεία ή Άσε τους νεκρούς να πεθάνουν, μία από τις “off-Broadway” παραγωγές (χωρίς ονόματα-κράχτες, χωρίς ένα έργο κλασικό της παγκόσμιας δραματουργίας ή μία ιστορία από έναν πολυσυζητημένο συγγραφέα, που παρουσιάζεται σε πανελλήνια πρώτη), που ξεχώρισαν στο δεύτερο μισό της περσινής σεζόν και επαναλαμβάνεται κάτω από την Ακρόπολη. Πέρυσι, γέμιζε τα Δευτερότριτα το Θέατρο Μπέλλος στην Πλάκα. Φέτος, γνωρίζει ξανά την ίδια επιτυχία στην ίδια σκηνή.
Το Μαύρη Μαγεία ή Άσε τους νεκρούς να πεθάνουν είναι το δεύτερο θεατρικό έργο του Γιάννη Αποσκίτη, στο οποίο υπογράφει και τη σκηνοθεσία. Το πρώτο ήταν Οι Προβοκάτορες, που παρουσιάστηκε τον Δεκέμβριο του 2022 στην Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία του Ορέστη Σταυρόπουλου. Το τρίτο είναι καθ’ οδόν, αλλά ας μην προτρέχουμε.
Με τον Γιάννη μιλήσαμε σε δόσεις, πριν δω την παράσταση και αφού την είδα. Δεν γίνεται να μην σου γεννηθούν απορίες αφού τη δεις. Δεν θα κάνουμε spoilers -προσοχή όμως κατά την είσοδο στο θέατρο μέχρι να κάτσεις στη θέση σου-, αλλά το Μαύρη Μαγεία ή Άσε τους νεκρούς να πεθάνουν δεν είναι η κλασική θεατρική εμπειρία που έχεις στο μυαλό. Είναι ένας εφιάλτης που σε κάνει να κλαις από τα γέλια για τα χάλια μας με το φλεγματικό του χιούμορ, ένας μαραθώνιος επί σκηνής για τους ηθοποιούς που παίζουν, αυτοσχεδιάζουν, ιδρώνουν, σαρώνουν επί δύο ώρες παρά κάτι τη σκηνή, κάνουν τα προβαρισμένα και μη λόγια τους να μοιάζουν με ρίμες.
Τελικά, πούλησες την ψυχή σου στον διάβολο, όπως γράφτηκε σε μία από τις ψύχραιμες, χιουμοριστικές κριτικές του περσινού πρώτου ανεβάσματος της παράστασης;
Μάλιστα, ωραία ξεκινάμε, καλά θα πάει αυτό! Η αλήθεια είναι ότι, όπως συμβαίνει σε όλα τα έργα, όσοι ασχολούνται με τη δημιουργία τους δίνουν ένα κομμάτι του εαυτού τους σαν αντάλλαγμα, σαν «θυσία». Κάτι δίνεις και κάτι παίρνεις. Οπότε, σίγουρα κάτι έδωσα. Το σε ποιον το έδωσα, το εάν αυτός ήταν ο Διάβολος, ο Πάνας, ο Διόνυσος, ο Χριστός, ο Βούδας ή ο Κθούλου ή ο κόσμος, αυτό είναι αρκετά δευτερεύον.
Σίγουρα πάντως, επέλεξα να «πουλήσω την ψυχή μου», να εκθέσω ένα κομμάτι μου και σίγουρα δεν ήταν και από τα πιο φωτεινά. Τώρα που τα σκέφτομαι αυτά, μου έρχεται στο μυαλό η πρώτη φράση από την ταινία Nope του Jordan Peele, που είναι ένα βιβλικό απόσπασμα όπου μιλάει ένα κακό πνεύμα (από το βιβλίο του Ναούμ): «Θα σας σύρω στη λάσπη, θα σας κάνω αχρείους, και θα γίνετε Θέαμα». Σίγουρα οι άνθρωποι που ασχολούνται με το Θέαμα κάτι ζητάνε, κάτι που δεν μπορούν να το βρουν αλλιώς.
Οπότε, ναι, ας πούμε ότι πούλησα την ψυχή μου στο διάβολο. Μια άλλη ψύχραιμη κριτική θα μπορούσε να γράφει ότι γενικά στην παράσταση προσπαθούμε να κόψουμε έναν ομφάλιο λώρο με αλυσοπρίονο.
Ποιον ομφάλιο λώρο;
Εννοώ τον ομφάλιο λώρο με ο,τι μας συγκρατεί σε ένα πλαίσιο «εγκλωβιστικό»: από την οικογένεια, την κοινωνία, και ό,τι άλλο μπορούμε να βάλουμε μέσα στις εξουσιαστικές δυναμικές που μας καθορίζουν σήμερα. Νομίζω ότι πλέον δεν μπορούμε να αποφασίσουμε εύκολα έναν δρόμο, γιατί αυτός ο ομφάλιος λώρος έχει μπλεχτεί γύρω από το σώμα μας και μας τραβάει σε διάφορες (και συχνά εκ διαμέτρου αντίθετες) κατευθύνσεις. Επομένως, τι άλλο να κάνει κανείς πέρα από το να τον κόψει με ένα αλυσοπρίονο;
Μήπως για αυτό ξανανεβαίνει η παράσταση για δεύτερη σεζόν;
Νομίζω ότι όταν πηγαίνουμε στο θέατρο, όλοι κατά βάθος θέλουμε να δούμε κάποιον να πουλάει την ψυχή του στο διάβολο, κάποιον να κόβει τον ομφάλιο λώρο με αλυσοπρίονο, κάποιον να κόβει το αυτί του με μια σπάτουλα. Είναι ένας ωραίος τρόπος για να δούμε τον πόνο και την ηδονή να μας αγγίζουν όσο χρειάζεται, χωρίς να συγκλονιστούμε.
Σε αυτή την παράσταση επιχειρούμε να πειραματιστούμε με αυτό, με το πόσο «αντέχει» το κοινό να δει τη βία, την ωμότητα, τη σκληρότητα κατά πρόσωπο, να γελάσει, καθώς και τι είναι αυτό που χρειάζεται για να συγκλονιστεί. Να πει, δηλαδή, «ωραία όλα αυτά, γελάσαμε, αλλά μάλλον σε έναν τέτοιο κόσμο ζούμε τελικά».
Και επειδή είναι πείραμα, και επειδή είναι κωμωδία οπότε πολύ τη βλέπουν και ανάλαφρα και επειδή θέλαμε και γουστάραμε στην τελική, γι’ αυτό και την ξανανεβάζουμε.
Είναι μία κωμωδία που έχει έντονο το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού. Ήταν κάτι που το ήθελες εξαρχής ή σου προέκυψε στην πορεία;
Προέκυψε όταν συνειδητοποίησα μέσα από τις πρόβες ότι υπήρχε αυτή η δυναμική στον θίασο που μου επέτρεπε να αφήσω «ελεύθερα» αυτοσχεδιαστικά σημεία, κάτι πολύ επικίνδυνο και ριψοκίνδυνο για μια παράσταση, δεδομένου ότι πολλές φορές μπορεί να μην οδηγήσει κάπου ή το κοινό να μην ανταποκριθεί σε αυτό. Εκείνο που κερδίζεται όμως μέσα από αυτό το στοίχημα του αυτοσχεδιασμού είναι ότι αν πετύχει, είναι πραγματικά ζωντανό, απρόβλεπτο και εμένα προσωπικά με γεμίζει ελπίδα για τη θεατρική πράξη το να υπάρχει μια τέτοια «εκρηκτική» συνθήκη. Κάποιες φορές τραβάει. Άλλες γίνεται κηδεία. Πάντα όμως είναι φρέσκο.
Στην Ελλάδα, η κωμωδία πάσχει και ειδικά στη μυθοπλασία -το stand up comedy αποτελεί μια άλλη κατηγορία κωμωδίας-, οπότε όταν είδα ότι οι ηθοποιοί της παράστασης έχουν αυτή την ικανότητα, θεώρησα ότι αξίζει να τη χρησιμοποιήσω. «Κάνουμε ό,τι πιάνει», που έλεγε και ένας δάσκαλος μου στο θέατρο.
Φαίνεται να έχουν επίσης την ικανότητα να ραπάρουν. Παίζουν επί δύο ώρες με έναν ρυθμό καταιγιστικό. Ειδικά, ο Γιώργος Κατσής είναι φορές που μοιάζει σαν να ραπάρει τα λόγια του.
Κάπως έτσι είναι όντως. Είναι τέσσερις πολύ καλοί και έμπειροι ηθοποιοί, που γνώριζαν όμως εξαρχής που πάνε να μπλέξουν και αυτό που κάνουν είναι πραγματικά εντυπωσιακό. Πολλές φορές το ξεχνάω γιατί είμαι πολύ «μέσα» στο έργο, αλλά ναι, νομίζω ότι όπως και στη ραπ έτσι και στην κωμωδία, τα πάντα είναι στο flow και στο beat.
Το Μαύρη Μαγεία δεν σου αρκούσε ως τίτλος του έργου; Γιατί το συνόδευσες από το ή Άσε τους νεκρούς να πεθάνουν;
Ήμουν λίγο αναποφάσιστος ως προς αυτό. Νομίζω ότι είχα αποφασίσει το Μαύρη Μαγεία, έπειτα μου ήρθε το Άσε τους νεκρούς να πεθάνουν και είπα μέσα μου «αυτό είναι πιο κατατοπιστικό» – αλλά δεν ήθελα και να αφήσω τη Μαγεία απέξω.
Γιατί;
Είναι σημαντικό στοιχείο η μαγεία για εμένα κι ας είμαι λίγο κυνικός στο πώς βλέπω τα πράγματα. Οπότε είπα να κρατήσω και τα δύο. Ο Κατσής στην παράσταση λέει μάλιστα ότι ο τίτλος είναι πιο μεγάλος από το έργο.
Το οποίο περιγράφεται ως μία φαρσοκωμωδία για τους millenials, την ελληνική οικογένεια, αλλά και τις κοινωνικές παθογένειες της σύγχρονης Ελλάδας. Πώς σου ήρθε να γράψεις ένα θεατρικό για όλα αυτά;
Δεν μου ήρθε σαν «ιδέα», αλλά σαν παρατήρηση μιας κοινωνίας που παρακμάζει και η φαρσοκωμωδία είναι εγγενής σε αυτό που ζούμε αυτή την περίοδο. Η ελληνική οικογένεια και οι κοινωνικές παθογένειες της σύγχρονης Ελλάδας πάνε χέρι-χέρι με αυτή την παρακμή, η οποία δεν θεωρώ βέβαια ότι είναι αμιγώς ελληνικό φαινόμενο.
Στην Ελλάδα πάντως, αυτές οι «αμαρτίες» της νεοελληνικής κουλτούρας συμπαρασύρουν όλες τις (ζώσες) γενιές. Οι millennials τυχαίνει να είναι η δική μου γενιά, οπότε αυτήν «καταλαβαίνω» καλύτερα – και για αυτό το έργο αφορά αυτήν.
Σε κάθε περίπτωση, πιστεύω ότι είμαστε εν τέλει και τα πιο μεγάλα θύματα αυτής της «μεταπολιτευτικής» φαρσοκωμωδίας.
Ανήκω σε αυτή τη γενιά, ανήκεις κι εσύ σε αυτή τη γενιά. Είμαστε «χαμένοι», όπως μας χαρακτηρίζουν;
Εδώ νομίζω ότι με κάλυψε πολύ κάτι που διάβασα σε μια αντίστοιχη συνέντευξη για τη «χαμένη» γενιά των millenials, όπου μια συνάδελφος με κάλυψε πλήρως όσον αφορά το θέμα των «χαμένων». Η απάντηση είναι ναι, νιώθω σίγουρα ότι βρίσκομαι σε αχαρτογράφητα νερά, αλλά “Νot all those who wander are lost”. Ή τουλάχιστον έτσι ελπίζω.
Δεν ξέρω, φοβάμαι πολλές φορές. Φοβάμαι ότι μεγαλώσαμε χτίζοντας προοπτικές του παρελθόντος για να σπαταληθούν σε ένα αβέβαιο μέλλον. Προσπαθώ όμως να βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων.
Η Μαύρη Μαγεία λειτουργεί εξαγνιστικά ως προς αυτό;
Νομίζω όπως κάθε μαύρη κωμωδία, έτσι και η δική μας μάς προσκαλεί/προκαλεί να γελάσουμε με τα χάλια μας. Τι πιο εξαγνιστικό από αυτό; Έχει πέσει πολύ σοβαροφάνεια εκεί έξω κι αυτό είναι πράγματι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα.
Θα μας συστήσεις τον πρωταγωνιστή, τον Κωνσταντίνο Χελιδόνη;
Δεν θέλω να πω πολλές ερμηνευτικού τύπου παρατηρήσεις για το ποιος είναι ο Κωνσταντίνος Χελιδόνης. Είναι ένας υπάλληλος σουπερμάρκετ που ως παιδί υπήρξε σταρ σε μια οικογενειακή σειρά του 1990. Ένας «διάττοντας αστέρας» της τηλεόρασης.
Η έμπνευση από πού ήρθε για τον συγκεκριμένο ήρωα;
Κλέβοντας τον Φλομπέρ, ο Κωνσταντίνος Χελιδόνης είμαι εγώ ο ίδιος και οι άλλοι ήρωες στο έργο, αλλά κυρίως ο Χελιδόνης.
Υπάρχει κάποια ατάκα του ή των άλλων ηρώων που τη σκέφτεσαι και δεν ξέρεις αν θέλεις να γελάσεις ή να κλάψεις;
Πάρα πολλές, αλλά εξαρτάται και τη μέρα. Σήμερα, θα πω ότι δεν ξέρω αν θέλω να κλάψω ή να γελάσω με την ατάκα «Ω. Γιατί δεν μ’ έπαιρνες Παναγία μου προχθές». Περνάω ζόρικη φάση μάλλον.
Κάπως έτσι, η επιλογή των NEKROTSOULITHRA για να ντύσουν μουσικά την παράσταση δεν μοιάζει καθόλου τυχαία.
Ναι, γιατί ήταν πράγματι μεγάλη έμπνευση για μένα το σύμπαν των ΝEKROTSOULITHRA. Με τα παιδιά αυτά έχουμε ίδια ηλικία, κοινά βιώματα και ίδιες επιρροές -το punk, το hardcore, το emo-, ήμασταν σε κοινές υποκουλτούρες και αυτό μας επηρέασε πολύ στη δουλειά. Και συγκεκριμένα, το πώς αυτό το μουσικό σχήμα διαχειρίζεται την ειρωνεία, την dark αισθητική, τον meta μηδενισμό, το pop και την ελληνική cultίλα μου έδωσε πολλές ιδέες. Γι’ αυτό θέλησα να συνεργαστούμε σε αυτό το project.
Το οποίο υφολογικά είναι…
Είναι κάτι βαθιά νεοελληνικό. Είμαστε τα παιδιά του Euro και των Ολυμπιακών Αγώνων άλλωστε, ο δικός μας «χρυσός αιώνας» (που κράτησε μόλις 4-5 χρόνια), είχε κάτι βαθιά ποπ, αδηφάγο, ακόρεστο, κιτς, ρηχό. Είχε εν τελεί κάτι βαθιά ευρωπαϊκό.
Έχεις σκεφτεί τι θέμα θα ήθελες να έχει το επόμενο, τρίτο κατά σειρά θεατρικό σου έργο;
Ναι, είναι ήδη στα σκαριά. Πρόκειται για ένα φαρσικό «western δωματίου» με τίτλο Νοχαβελάνδη. Μια ιστορία για την απληστία και τον εξευγενισμό, με φόντο την Ντακότα των ΗΠΑ το 1995.
***
Μαύρη Μαγεία ή Άσε τους νεκρούς να πεθάνουν
Κείμενο-Σκηνοθεσία: Γιάννης Αποσκίτης
Συν. Δραματουργός-Video: Πέτρος Καλφαμανώλης
Πρωτότυπη Μουσική Σύνθεση: ΝΕΚΡΟΤΣΟΥΛΗΘΡΑ
Σκηνογραφία: Νίκος Κατσαμπάνης – Καλύδημη Μούρτζη
Ενδυματολογία: Όλγα Ευαγγελίδου
Σχεδιασμός Φωτισμού: Σωτήρης Ρουμελιώτης
Επιμέλεια Κίνησης: Μαίρη Γιαννούλα
Φωτογραφίες promotion παράστασης: Γιώργος Καλφαμανώλης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Θέλμα Χασάπη
Διεύθυνση Παραγωγής: Κωνσταντίνος Αποσκίτης
Παραγωγή: IZVERIBAD Theatre Company
Επικοινωνία: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου
Παίζουν: Νίκος Γιαλελής, Γιώργος Κατσής, Ελένη Κουλογιάννη, Κωνσταντίνος Πλεμμένος.
Info: Θέατρο Μπέλλος (Κέκροπος 1, Πλάκα) έως 5 Νοεμβρίου 2024. Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15. Τιμές εισιτηρίων: 15 ευρώ, 12 ευρώ (μειωμένο). Προπώληση εδώ.