Πώς οι ενοικιαστές έγιναν είδος υπό εξαφάνιση στο Κουκάκι
Λίγο πριν εφαρμοστεί το πάγωμα στις άδειες Airbnb, αναρωτιόμαστε πόσο έχουν διαταραχθεί οι ισορροπίες στη συνοικία που αποτέλεσε το κατεξοχήν παράδειγμα για τον υπερ-τουρισμό στην Αθήνα. Παρουσιάζουμε την κατάσταση, μέσα από μαρτυρίες και αριθμούς.
- 29 ΝΟΕ 2024
Ανά λίγη ώρα, στον 2ο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας στην οδό Τσάμη Καρατάσου φτάνει ο θόρυβος από τα ροδάκια στην άσφαλτο – ένα σημάδι που έχουν μάθει να αναγνωρίζουν αμέσως οι κάτοικοι, καταλαβαίνοντας πότε φτάνουν ή αναχωρούν τουρίστες. Όπως εξηγεί ο ένοικος, το πρόβλημα σήμερα στη γειτονιά που αποτέλεσε το κατεξοχήν case study της Αθήνας για τις επιπτώσεις της βραχυχρόνιας μίσθωσης και την πρακτική του τουριστικού εξευγενισμού, δεν εντοπίζεται τόσο στα self service πλυντήρια και τα locker rooms, τα οποία αναμενόμενα θα πλήθαιναν για να καλύψουν τις ανάγκες της αγοράς.
Το πρόβλημα εντοπίζεται πολύ πιο ουσιαστικά σε λεπτομέρειες της καθημερινότητας που είναι μάλλον αδιόρατες σε έναν εξωτερικό παρατηρητή, αλλά, ταυτόχρονα, πολύ βασικές για τον κόσμο που έχει μείνει να κατοικεί στο Κουκάκι, έπειτα από την εκτόξευση του Airbnb και των ενοικίων.
Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι τα σούπερ μάρκετ.
Στον χάρτη του Κουκακίου εντοπίζονται μόνο δύο καταστήματα λιανικής πώλησης γνωστών αλυσίδων, τα οποία λογίζονται μικρής κλίμακας, μάλιστα. Μέχρι ενός σημείου, ο χαμηλός αυτός αριθμός επαρκούσε για να εξυπηρετεί τις ανάγκες του μόνιμου πληθυσμού, δεδομένου ότι το Κουκάκι αποτελούσε μεν μια παραδοσιακά πυκνοκατοικημένη, αλλά και αρκετά μικρή σε έκταση συνοικία. Ωστόσο, ειδικά μετά την επανεκκίνηση από τα χρόνια της πανδημίας, έγινε ξεκάθαρο ότι άλλαξαν τα μεγέθη του εξυπηρετούμενου πληθυσμού, με τις ουρές των ταμείων να εξελίσσονται σε άσκηση υπομονής για γερά νεύρα, πόσο μάλλον απ’ όταν το ένα σούπερ μάρκετ απ’ τα δύο πέρασε σε φάση ανακαίνισης.
Την εμπειρία του μας μεταφέρει ο Γιώργος Α., ετών 38, ο οποίος το τελευταίο έτος έχει επιστρέψει ως κάτοικος στη γειτονιά του Κουκακίου όπου μεγάλωσε, ερχόμενος ξαφνικά αντιμέτωπος με μία νέα πραγματικότητα.
«Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό συνέβη τις προάλλες, όταν πετάχτηκα σε κοντινό σούπερ μάρκετ για να πάρω απλά ένα παγωτό. Πόσο θα μπορούσε να διαρκέσει αυτή η αγορά; Πέντε λεπτά; Δέκα; Ούτε κατά διάνοια άμα πετύχεις μπροστά σου στο ψυγείο παρέα Κινέζων τουριστών που για κάποιο λόγο δείχνει αποφασισμένη να διαβάσει με λεπτομέρεια όλες τις ετικέτες, όλων των προϊόντων, μέχρι να καταλήξει. Μπορεί να ακούγεται αστείο, αλλά πλέον δεν είναι λειτουργικό – όταν ένα κατάστημα είναι σε θέση να εξυπηρετεί 50-70 άτομα και καταλήγει να έχει 120-150, είναι πρόβλημα. Ειδικά όταν το 70% αυτών είναι τουρίστες, που ενδεχομένως έχουν άλλες συνήθειες και άλλη φιλοσοφία. Προκύπτει φοβερή καθυστέρηση σε κάτι που αφορά τις καθημερινές σου ανάγκες».
Αντί των σούπερ μάρκετ, το διάστημα αυτό στο Κουκάκι εμφανίστηκαν διάφορα franchise καταστήματα μικρής λιανικής με διευρυμένο ωράριο (convenience stores), που εξυπηρετούν ενδεχομένως παραπάνω έναν επισκέπτη, αλλά είναι σαφώς ακριβότερα και ασύμφορα για τα ψώνια της εβδομάδας. «Είναι κρίμα να βλέπεις μια γειτονιά που είχε κάποτε ταυτότητα, να αλλάζει και να ρυθμίζεται με βάση τον τουρισμό», σχολιάζει ο Γ. Α. «Οτιδήποτε καινούργιο ανοίγει πλέον δεν αφορά τον κόσμο που μένει εδώ».
Παίρνοντας αφορμή από το παραπάνω παράδειγμα, αναρωτιόμαστε κατά πόσο έχει διαταραχθεί η ισορροπία ανάμεσα σε κατοίκους και επισκέπτες.
Έχουν περάσει οκτώ χρόνια από το άρθρο της Daily Mail που καθιέρωσε το Κουκάκι ανάμεσα στις πιο δημοφιλείς γειτονιές στον κόσμο, αποτελώντας είδηση για την ελληνική τηλεόραση. Όπως όλοι θυμόμαστε, δεκάδες αφιερώματα είχαν ακολουθήσει από ελληνικά media, τα οποία προέβαλαν την αυθεντικότητα και την εναλλακτικότητα της συνοικίας, συμβάλλοντας τελικά στην πορεία κλιμάκωσης της ζήτησης, όπως εκτιμάται από μελετητές.
Κάπως έτσι, το να μένεις Κουκάκι καθιερώθηκε στη γενική συνείδηση ως προνόμιο, ενώ, από την άλλη, παράλληλα με τη γενικότερη άνθηση του τουρισμού στην Αθήνα, η περιοχή μεταξύ Συγγρού και Φιλοπάππου αναδείχθηκε στη συνολικά ιδανικότερη περιοχή διαμονής για κάθε προφίλ ταξιδιώτη.
Δεδομένης της τοποθεσίας όσο και του χαρακτήρα του, το Κουκάκι έγινε περιζήτητο ανάμεσα σε τουρίστες που στόχευαν τόσο στα μουσεία και τα αξιοθέατα πολιτιστικής κληρονομιάς, όσο στη νυχτερινή διασκέδαση, στη ζωντάνια μιας περιοχής με μικρά μαγαζιά από νέας γενιάς τεχνίτες, σε κόσμο που έψαχνε quiet luxury εμπειρίες μένοντας π.χ. σε ένα ανακαινισμένο loft με θέα την Ακρόπολη. Και πάνω απ’ όλα, έχοντας την ταυτότητα μιας τυπικής αθηναϊκής συνοικίας, το Κουκάκι εξυπηρετούσε απόλυτα το νέο μοντέλο του “like a local” τουρισμού που κυριάρχησε μαζί με το Airbnb, ως ένα παράδειγμα «αληθινής» γειτονιάς για να ζήσεις «αυθεντικές» εμπειρίες.
Σήμερα, οι κάτοικοι μεταφέρουν πως οι συνέπειες από αυτή τη μακρά πορεία τουριστικοποίησης και εξευγενισμού εμφανίστηκαν σταδιακά, αλλά απέκτησαν μια ραγδαία επιτάχυνση μετά την πανδημία, όταν η κατάσταση βγήκε εκτός ελέγχου.
«Παλαιότερα, μέχρι το 2019 περίπου, υπήρχε μια πολύ πιο εναρμονισμένη σχέση μεταξύ κατοίκων και τουριστών, επειδή ήταν διαφορετική η αναλογία, πλέον, έχουν αυξηθεί σε πρωτοφανή επίπεδο», αναφέρει ο Γ. Α., «συγκεκριμένοι δρόμοι όπως π.χ. οι Ερεσού και Παρθενώνος έχουν μετατραπεί σχεδόν ολοκληρωτικά σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, δεν υπάρχουν πια ενοικιαστές».
Το Airbnb σε αριθμούς και το πάγωμα νέων αδειών
Αναλύοντας τα δεδομένα για το Κουκάκι που έχουμε στη διάθεσή μας από το AirDNA –την ανεξάρτητη πλατφόρμα που παρακολουθεί και αναλύει τα στοιχεία του Airbnb παγκοσμίως–, παρατηρούμε τη συνεχόμενη αύξηση των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης που λειτουργούν στην περιοχή από την περίοδο μετά την καραντίνα και την επανεκκίνηση του τουρισμού (Μάιος 2022).
Ακόμη σημαντικότερο, το γεγονός ότι αυτή η αύξηση φτάνει να σημειώσει νέο ιστορικό υψηλό κατά τη διάρκεια της φετινής τουριστικής σεζόν, επιβεβαιώνοντας έτσι την εμπειρική εκτίμηση των κατοίκων:
Από τον περασμένο Μάιο, το Κουκάκι καταγράφει νέο ρεκόρ στα Airbnb, ανεβάζοντας το «ταβάνι» μέχρι και το ύψος των 1.296 καταχωρίσεων τον Αύγουστο του 2024 (βλ. παρακάτω γράφημα). Για την ιστορία, ακριβώς δύο χρόνια νωρίτερα, τον Αύγουστο του 2019, υπήρχαν 1.111 καταχωρίσεις στην πλατφόρμα για την περιοχή, πράγμα που σημαίνει ότι από τον Covid και έπειτα καταγράφηκε συσσωρευτική αύξηση της τάξης του 31% στον αριθμό καταλυμάτων.
Η προσφορά μεταβάλλεται ανάλογα με την εποχή και την τουριστική ζήτηση, αλλά το συμπέρασμα είναι ίδιο άμα κοιτάξουμε τη γενική εικόνα:
Από τις διακυμάνσεις του τελευταίου έτους προκύπτει μέσος όρος 1.177 καταχωρίσεων για το Κουκάκι, αριθμός ο οποίος αναλογεί κατά προσέγγιση σε ποσοστό 9.3% του συνόλου των διαθέσιμων καταχωρήσεων εντός του Δήμου Αθηναίων – ποσοστό το οποίο καθιστά το Κουκάκι τη συνοικία με τη #2 υψηλότερη συγκέντρωση Airbnb στον Κεντρικό Τομέα Αθηνών, δείχνοντας οριακή διαφορά σε σχέση με την περιοχή Μουσείο-Εξάρχεια-Νεάπολη και τον Νέο Κόσμο που ακολουθούν στη λίστα, όσο στη #1 θέση παραμένει διαχρονικά και με απόσταση η περιοχή Εμπορικό Τρίγωνο-Πλάκα (βλ. παρακάτω γράφημα).
Θα ήταν λάθος, όμως, να σταματήσουμε εδώ την ανάλυση των δεδομένων. Για να προσεγγίσουμε το πραγματικό αποτύπωμα της διείσδυσης του φαινομένου στη γειτονιά που μας αφορά, πιο κρίσιμο από το μέτρημα των καταλυμάτων είναι το μέτρημα της πυκνότητας των καταλυμάτων – η αναλογία.
Πρέπει, δηλαδή, να εξετάσουμε την παραπάνω συγκέντρωση σε συνάρτηση με τη γεωγραφική έκταση του Κουκακίου, που τυχαίνει να είναι αρκετά μικρή (0.58 τ.χλμ.) σε σχέση με τις υπόλοιπες περιοχές της λίστας. Πιο συγκεκριμένα, από τους γεωχωρικούς χάρτες του Δ. Αθηναίων (Athens Geonode) διαπιστώνουμε ότι το Κουκάκι διαθέτει τα #2 περισσότερα καταλύματα σε επιφάνεια 75% μικρότερη από την περιοχή Μουσείο-Εξάρχεια-Νεάπολη και 50% μικρότερη από τον Νέο Κόσμο, ενώ συγκριτικά με τη ζώνη Εμπορικό Τρίγωνο-Πλάκα –και εδώ είναι το σημαντικότερο– καταλαμβάνει 65% λιγότερα τ.χλμ.
Με βάση αυτό το δεδομένο, προκύπτει ότι το Κουκάκι παρουσιάζει τελικά υψηλότερη αναλογία συγκέντρωσης καταλυμάτων και από το Εμπορικό Τρίγωνο-Πλάκα – είναι, αναλογικά με την έκτασή της, η #1 πιο βεβαρημένη συνοικία της Αθήνας (και όλης της χώρας) όσον αφορά το φαινόμενο Airbnb. Από μία άλλη σκοπιά, ήταν από την αρχή δεδομένο ότι το Κουκάκι διέτρεχε τον υψηλότερο κίνδυνο να παραδοθεί στεγαστικά στην οικονομία του τουρισμού.
Το ερώτημα είναι γιατί η Πολιτεία έμεινε αμέτοχη στη ρύθμιση της αγοράς.
Η κυβέρνηση έχει αναγνωρίσει (δημόσια από τον Ιούνιο) ότι συντρέχει ανάγκη ρύθμισης στις πιο πιεσμένες περιοχές, προς ενίσχυση της μακροχρόνιας ενοικίασης. Όπως εξήγγειλε και επίσημα απ’ το βήμα της ΔΕΘ ο Κυριάκος Μητσοτάκης για τα Airbnb, πρόκειται να ανασταλεί η δυνατότητα έκδοσης νέων αδειών για εγγραφές ακινήτων σε πλατφόρμες διαμοιρασμού (Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής) – το μέτρο θα ισχύσει για ένα έτος και αποκλειστικά για τα τρία πιο βεβαρημένα διαμερίσματα του Δ. Αθηναίων (1ο, 2ο και 3ο), ανάμεσα στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το Κουκάκι.
Με τη διαφορά ότι, σε αντίθεση με άλλες πόλεις της Ευρώπης που έλαβαν το ίδιο μέτρο για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης (π.χ. Μαδρίτη), το πάγωμα στον Δ. Αθηναίων δεν είχε άμεση, αλλά μελλοντική ισχύ: ο «κόφτης» ανακοινώθηκε τον Σεπτέμβριο, αλλά θα ισχύσει από αρχές του 2025. Έτσι, δόθηκε στην ουσία ένα περιθώριο τεσσάρων μηνών για τους επενδυτές να εγγράψουν ακίνητα που τυχόν εκκρεμούσαν. Όχι τυχαία, το ίδιο διάστημα καταγράφεται το ιστορικό υψηλό στα Airbnb νούμερα του Κουκακίου, όπως δείξαμε παραπάνω.
«Το νέο νομοθετικό πλαίσιο των βραχυχρόνιων μισθώσεων όχι μόνο δεν είναι αποτελεσματικό, αλλά απ’ την άλλη οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη πίεση τις ήδη κόκκινες περιοχές του χάρτη», εκτιμά ο Θεμιστοκλής Μπάκας, πρόεδρος του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates. «Διότι, τι σου λέει; Ότι σε λίγο δεν θα υπάρχει η δυνατότητα να καταχωρήσεις το ακίνητό σου, οπότε βιάσου». Εντωμεταξύ, υπάρχει πάντα η δυνατότητα κάποιου να σπεύσει για την καταχώρηση και το Μητρώο, ακόμη και αν δεν έχει έτοιμο προς ενοικίαση το κατάλυμα, ενεργοποιώντας τις κρατήσεις σε δεύτερο χρόνο, αφού π.χ. το ανακαινίσει.
«Όλα αυτά τα μέτρα είναι μια τρύπα στο νερό μπροστά στη στεγαστική κρίση», επιμένει ο Θ. Μπάκας, τονίζοντας ότι από τα κρατικά έσοδα του Airbnb (830 εκατ. € το 2024) θα μπορούσαν να είχαν χρηματοδοτηθεί προγράμματα κατασκευής κοινωνικών κατοικιών π.χ. σε ακίνητα του Δημοσίου, που παραμένουν κενά και αναξιοποίητα.
Το κυνήγι για τα ακίνητα
Τα Airbnb και τα απλησίαστα ενοίκια είναι κοντινοί κρίκοι στην αλυσίδα της στεγαστικής κρίσης.
Αυτή τη στιγμή, ελάχιστες αγγελίες της περιοχής αναφοράς εντοπίζονται στην πλατφόρμα Spitogatos με ζητούμενο μηνιαίο μίσθωμα χαμηλότερο από 600 €, και όλες είναι μέσω μεσιτικών γραφείων. «Μόνο από στόμα σε στόμα είναι πιθανό να βρεις ανεκτό ενοίκιο στο Κουκάκι, καιρό τώρα, δεν προλαβαίνουν να βγουν σε αγγελία τα σπίτια», μεταφέρει από την εμπειρία της η Ρεζάρτε Άρτεμις Ι., ετών 52. Η ίδια είναι κάτοικος στο Κουκάκι από το 2000, διατηρώντας παράλληλα επιχείρηση με χειροποίητα ρούχα και υπηρεσίες ραπτικής επί της Βεΐκου (Rezarte), έχοντας αναπτύξει στενή σχέση με τη γειτονιά. «Συνέχεια σταματάει κόσμος στο μαγαζί και ρωτάει αν έχω υπόψη σπίτια που νοικιάζονται, και σήμερα με ρώτησε μια κοπέλα, αλλά τίποτα».
Από το 2000, η κυρία Άρτεμις έχει χρειαστεί να μετακομίσει τρεις φορές, παραμένοντας όμως πάντα στο Κουκάκι. Αναγνωρίζει ότι θα ήταν αδύνατο αυτό, εάν δεν διέθετε τόσο καλή δικτύωση στην τοπική κοινωνία μέσω της επιχείρησης.
«Πριν την τελευταία μετακόμιση [Οκτώβριος 2023], είχαν περάσει δύο χρόνια που έψαχνα σπίτι. Ήταν δύσκολο να βρω ιδιοκτήτη, γιατί ήθελα να είμαι σίγουρη ότι δεν θα χρειαστεί να μετακομίσω ξανά σε λίγο καιρό, επειδή θα ήθελε να το κάνει Airbnb». Όπως περιγράφει, με τον καιρό όλο και περισσότεροι ιδιοκτήτες ενέδωσαν στο σενάριο της βραχυχρόνιας μίσθωσης, επηρεασμένοι από τη γενικότερη τάση της αγοράς αλλά και τις εταιρίες διαχείρισης ακινήτων που κυνηγούσαν τα ακίνητα στην περιοχή και υπόσχονταν μεγαλύτερα κέρδη (έως και +480% έσοδα είχε δείξει για την περιοχή σχετική έρευνα). Εντούτοις, φαίνεται πως υπάρχουν ιδιοκτήτες που για συναισθηματικούς ή πρακτικούς λόγους επιμένουν στο σταθερό ενοίκιο. Αλλά αυτή τη στιγμή είναι απειροελάχιστοι.
«Τελικά, μέσω φίλης βρήκα μια οικογενειακή πολυκατοικία στην οδό Ζαχαρίτσα, με λίγα διαμερίσματα και καθόλου Airbnb – δεν θέλει [η ιδιοκτήτρια] να μπαινοβγαίνει άγνωστος κόσμος στην πολυκατοικία».
Μάλιστα, όπως μεταφέρει η κάτοικος, στη συγκεκριμένη ιδιοκτήτρια είχαν απευθυνθεί δύο διαφορετικές εταιρείες διαχείρισης ακινήτων, προσφέροντας να της αποδώσουν προκαταβολικά τα ενοίκια 48 μηνών ώστε να αναλάβουν εκείνοι το ακίνητο και να το υπενοικιάσουν ως Airbnb. Σε άλλες περιπτώσεις, το δέλεαρ στις προτάσεις προς τους ιδιοκτήτες αφορούσε πακέτο ανακαίνισης του διαμερίσματος με 10-30% ποσοστό παρακράτησης κερδών επί του τελικού μισθώματος από τη διαχειρίστρια εταιρία, όπως καταγράφεται σε ανάλυση που δημοσιεύτηκε πρόσφατα για τη χρηματιστικοποίηση της κατοικίας στην Αθήνα.
Στην ανάλυση, οι ακαδημαϊκοί-ερευνητές περιγράφουν ενδελεχώς τη διαδικασία εισχώρησης διαφορετικών «παικτών» στην αγορά των βραχυχρόνιων μισθώσεων, όπως τα μεσιτικά γραφεία, οι μεμονωμένοι επενδυτές και τα funds, τόσο διεθνών όσο και ελληνικών συμφερόντων, με αποτέλεσμα γειτονιές όπως το Κουκάκι να μετατραπούν σε επενδυτικά εργαλεία.
Χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι χρεώσεις στα Airbnb του Κουκακίου την περίοδο 2019-2024 εκτοξεύτηκαν από τα 77 στα 132 €/διανυκτέρευση, καθιερώνοντας ένα νέο τιμολογιακό status για την περιοχή. Μάλιστα, το 71% των διαθέσιμων καταλυμάτων στο Κουκάκι αφορά οικοδεσπότες με πολλαπλές καταχωρήσεις στην πλατφόρμα, ενώ το 33% εξ αυτών διαχειρίζονται 20+ καταλύματα, γεγονός που δηλώνει διαχειριστές με ισχυρή επαγγελματική δράση.
Την ίδια χρονική περίοδο, σύμφωνα με στοιχεία που μας παρέθεσε το Πανελλαδικό Δίκτυο E-Real Estates, οι γκαρσονιέρες έως 35 τ.μ. και τα δυάρια της περιοχής σχεδόν εξαφανίστηκαν από τις αγγελίες ενοικίων, είτε δίνονταν ως επιπλωμένα (και συχνά ανακαινισμένα) με υπέρογκα μισθώματα, που ήταν αδύνατο να υποστηρίξουν φοιτητές και μεσοαστικά νοικοκυριά. Συνολικά, δε, εάν συνυπολογίσουμε όλα τα ακίνητα ανεξαρτήτως μεγέθους και χρονολογία κατασκευής, με βάση τα δεδομένα που συλλέξαμε από τις ετήσιες πανελλαδικές έρευνες της RE/MAX για τις ενοικιάσεις κατοικιών, διαπιστώνουμε ότι το Κουκάκι υπήρξε ανάμεσα στις περιοχές που κατέγραψαν την εντονότερη αύξηση ενοικίων το διάστημα 2016-2024 (+120%).
Αυτό συνέβη τόσο μέσω της ραγδαίας μείωσης στη διαθεσιμότητα ακινήτων όσο και διάφορων μεθόδων ανατίμησης οι οποίες εφαρμόστηκαν από τα νέα επιχειρηματικά κεφάλαια που εισχώρησαν στη συνοικία, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τις ανακαινίσεις, που ακούγονται σήμερα ασταμάτητα, σχεδόν σε κάθε στενό της περιοχής. Οι μελετητές της έρευνας που αναφέραμε παραπάνω προσδιορίζουν αυτό το στάδιο που διανύουμε ως το «τρίτο κύμα» ανάπτυξης της αγοράς, όπου οι επαγγελματικοί φορείς έχουν πια κυριαρχήσει στο τοπίο των ακινήτων στέγασης, τόσο μέσω rent-to-rent όσο και buy-to-let επενδύσεων, με τη βοήθεια μάλιστα των κρατικών πολιτικών, τονίζουν, όπως το πρόγραμμα Golden Visa και η απελευθέρωση της πρώτης κατοικίας.
Όπως επιβεβαιώνει από τη γειτονιά ο Λάμπρος Α., ετών 49, που διαμένει σε ιδιόκτητο ακίνητο επί της οδού Ζαχαρίτσα, «μετά τους πλειστηριασμούς, άλλαξε το παιχνίδι εδώ. Αγόραζαν σωρηδόν ακίνητα, έκαναν ανακαινίσεις και άνοιγαν νέα Airbnb. Παντού. Ακόμη και σε ολόκληρες πολυκατοικίες. Γνωρίζω προσωπικά 30-40 διαμερίσματα στα οποία συνέβη αυτό ακριβώς το πράγμα».
Πώς είναι να ζεις μαζί με τόσους τουρίστες
«Δεν μπορούμε να ζήσουμε με αυτό το πράγμα. Σε όλες τις πολυκατοικίες μπαίνει και βγαίνει κόσμος ανεξέλεγκτα, διώξαν όλες τις οικογένειες. Ακούς ενοίκια 1.000 ευρώ, 1.200 ευρώ για ένα τριάρι. Κανονικά, θα πρέπει να απαγορευτούν τα Airbnb, να γίνει πάλι όπως παλιά με τα ξενοδοχεία». Μιχάλης Κ., ετών 70.
«Όταν άρχισαν να ανοίγουν σε όλες τις πολυκατοικίες Airbnb, άρχισαν και τα περίεργα. Μια μέρα εδώ στη Βείκου, τουρίστες ούρλιαζαν στην είσοδο “help, help”, επειδή τους είχαν κλειδώσει την εξώπορτα και δεν μπορούσαν να φύγουν. Θα έχαναν την πτήση». Ρεζάρτε Άρτεμις Ι., ετών 42.
«Δεν έχει μείνει πλέον μαγαζί υγειονομικού ενδιαφέροντος που να μη σερβίρει αυγά benedict». Παναγιώτης Μ., ετών 44.
«Έχουν κάνει δυο Airbnb κάτω στην πολυκατοικία. Ένα πρωινό τις προάλλες, σκάει ένα γκρουπ από τουρίστες και χτυπάει το δικό μου κουδούνι, να τους ανοίξω επειδή ήταν κλειδωμένα. Με ρωτάνε εάν μπορούν να αφήσουν τις βαλίτσες τους στην πυλωτή, επειδή το check in είναι στις 15:00. Τους λέω, με τίποτα. Και επειδή μένει κόσμος εδώ και επειδή θα τους τα κλέψουν όλα μέσα σε 10 λεπτά». Γιώργος Α., ετών 38.
Σε όλες τις συζητήσεις που καταγράψαμε με τους κατοίκους, εκφράστηκε έντονη ανησυχία για το μέλλον της περιοχής, ωστόσο κανένας απ’ όσους επικοινωνήσαμε δεν θα επέλεγε να εγκαταλείψει το Κουκάκι, αναγνωρίζοντας τα πλεονεκτήματα που προσφέρει: βρίσκεται στη σκιά της Ακρόπολης, δίπλα στον θαυμάσιο περίπατο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, έχει άριστη συγκοινωνιακή κάλυψη και –σε αντίθεση με την εντύπωση που έχουν διαμορφώσει οι υπόλοιποι Αθηναίοι σήμερα για ένα «αλλοιωμένο» από τον υπερτουρισμό Κουκάκι– διατηρεί το προσόν μιας γειτονιάς ιδιαίτερα δεμένης, όπου όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους και κάθε πρωί ανταλλάζουν καλημέρες.
Σαφώς και χρόνια τώρα είναι γνώριμο στους κατοίκους φαινόμενο να χάνονται στέκια και στη θέση τους να ανοίγουν-κλείνουν μαγαζιά με διαδικασίες εξπρές, οδηγώντας προοδευτικά σε ένα tourist-friendly προφίλ εστίασης που σήμερα έχει κυριαρχήσει σχεδόν απόλυτα. Σαφώς και όσο αλλάζουν χέρια τα ακίνητα, εξαφανίζονται σημεία και δραστηριότητες που απευθύνονταν στη γειτονιά, όπως το δημοτικό γυμναστήριο στο κτίριο του κινηματογράφου «Μίτσι» επί της Βεΐκου, που επισκέπτονταν κάθε πρωί οι γυναίκες της γειτονιάς όλο χαρά για τα ομαδικά προγράμματα και σήμερα εκτελούνται εργασίες κατεδαφίσεων για να μετατραπεί σε διαμερίσματα ισραηλινών συμφερόντων.
Παρά ταύτα, κάνοντας μια βόλτα ένα πρωινό Παρασκευής στους δύο κάθετους εμπορικούς άξονες που ανέκαθεν λειτουργούσαν σαν παλμογράφοι για τη ζωή στο Κουκάκι (Βεΐκου και Δημητρακοπούλου), αντιλαμβάνεσαι ότι τουλάχιστον τις εκτός τουριστικής αιχμής περιόδους, οι ρυθμοί συνεχίζουν να κινούνται χαλαρά και ευχάριστα, με τις κυρίες να τσουλάνε τα καρότσια της λαϊκής πάνω στα πεζοδρόμια, σταματώντας για ένα γρήγορο κους κους στις φίλες τους. Συνεχίζουν να εξυπηρετούνται στη μοδίστρα, τον ηλεκτρολόγο, τον χασάπη της συνοικίας τους, που παραμένουν να επιβιώνουν μέχρι σήμερα, σαν σταθερές σε ένα τοπίο που διαρκώς αλλάζει.
Στα μάτια των παλαιών κατοίκων (από παλιά καταγράφεται υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην περιοχή), το Κουκάκι συνεχίζει να μοιάζει με μικρό «χωριό», κρυμμένο πίσω από τις λεωφόρους, σε μια γωνιά του κέντρου, με όμορφο χαρακτήρα, πεζοδρόμους, περαντζάδες. Δείχνουν όλοι πως έχουν εξοικειωθεί με την ιδέα ότι ζουν σε μια γειτονιά όπου κάθε σπίτι διαθέτει από ένα τουλάχιστον locker room και σε κάθε στενό κινούνται διαρκώς νέα πρόσωπα, κολλημένα συνήθως στην οθόνη του GPS, αλλά αν τους ρωτήσεις, θα σου πουν ότι σε σχέση με την Κρίση, χαίρονται που η γειτονιά απέκτησε ξανά ζωή και δεν έχει κλειστά καταστήματα.
Στο τέλος της συζήτησης, διαπιστώνουμε πόσο μεγάλο προνόμιο παραμένει να ζεις στο Κουκάκι σήμερα – το ζήτημα είναι ποιοι απέμειναν να απολαμβάνουν αυτό το προνόμιο.