Γιάννης Μπουτάρης: Ωραίος, Μάγκας, Σαλονικιός
Άρης Δημοκίδης, Μιχάλης Λεάνης, Στέφανος Τσιτσόπουλος και Γιώργος Τούλας θυμούνται γνωστές και άγνωστες ιστορίες με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Μπουτάρη.
- 16 ΝΟΕ 2024
Ο Γιάννης Μπουτάρης είχε τη στόφα του συγκρουσιακού, του απρόβλεπτου, του νικητή. Την εβδομάδα που μας πέρασε, ο αντισυμβατικός Δήμαρχος Θεσσαλονίκης «έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 82 ετών. Προηγουμένως όμως είχε προλάβει να ζήσει τα πάντα: να αναπτύξει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες και τον αγαπημένο του τρύγο, να νικήσει το σκοτάδι, να κερδίσει και στην πιο σκληρή μάχη κόντρα στον ίδιο του τον εαυτό, να αγαπήσει και να αγαπηθεί.
«Ο Γιάννης Μπουτάρης είναι ο άνθρωπος που απελευθέρωσε για δεύτερη φορά τη Θεσσαλονίκη» μου λέει ο Στέφανος Τσιτσόπουλος που συνεργάστηκε μαζί του κατά την περίοδο της δημαρχίας του. Και πράγματι έτσι είναι αν αναλογιστούμε πώς ήταν η πόλη πριν αναλάβει τη δημαρχία.
Ο Γιάννης Μπουτάρης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1942 και συνδέθηκε με αυτήν την πόλη, όσο κανένας άλλος πολιτικός τον τελευταίο αιώνα. Ίσως ακριβώς γιατί δεν ήταν πολιτικός με την στενή έννοια του όρου. Η καταγωγή του ήταν από το Κρούσοβο της Βόρειας Μακεδονίας, το Νυμφαίο Φλώρινας και τη Μοσχόπολη της Αλβανίας. Όσο κοσμοπολίτικο ήταν αυτή, άλλο τόσο ήταν και ο ίδιος, καθώς δεν πίστευε σε διαχωριστικές γραμμές και πολεμούσε σφόδρα, όποιον έθετε τέτοιες.
Πήρε το όνομά του από τον παππού του, ο οποίος είχε φτιάξει το πρώτο οινοποιείο της οικογένειας στη Νάουσα. Ο πατέρας του είχε καταφέρει να μεγαλώσει την επιχείρηση, η οποία μοιραία πέρασε στα χέρια τα δικά του και του αδερφού του, Κωνσταντίνου. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο του Πειραματικού Σχολείου, στο γυμνάσιο του Κολλεγίου Ανατόλια και ολοκλήρωσε σπουδές στο τμήμα Χημείας του ΑΠΘ. Μια ζωή Θεσσαλονικιός, γνώρισε την πόλη από την καλή και από την ανάποδη, πριν αποφασίσει να ασχοληθεί με τα κοινά.
Ο Γιάννης Μπουτάρης πέρα από «κρασάς» όπως του άρεσε να τον αποκαλούν σχετικά με την επαγγελματική του σχέση με το κρασί, ήταν και μεγάλος καρδιοκατακτητής. Όλα όμως άρχισαν με την αγαπημένη του σύζυγο, Αθηνά. Στο βιβλίο του 60 χρόνια τρύγος, που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη, σε συνεργασία με τη Μαρία Μαυρικάκη, θυμήθηκε την πρώτη φορά που ερωτεύτηκε:
«Το πρώτο ερωτικό σκίρτημα στη ζωή μου το αισθάνθηκα στη Β΄ γυμνασίου, όταν ερωτεύτηκα με πάθος την Αθηνά». Οκτώ χρόνια μετά από αυτό το σκίρτημα, στα 22 του, την παντρεύτηκε. Ήταν και αυτό δείγμα του πόσο καταφερτζής ήταν με ό,τι τον ενδιέφερε. Μαζί της έκανε τρία παιδιά. Χώρισαν το 1981 και 8 χρόνια αργότερα έσμιξαν ξανά, και έμειναν μαζί ως το θάνατό της το 2007.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 άρχισε να παίρνει τα πρώτα του μεγάλα ρίσκα, ακόμη και κρυφά από την οικογένειά του. Τότε ήταν που απέκτησε ιδιόκτητο αμπελώνα στο Γιαννακοχώρι Ημαθίας, όπου φύτεψε αμιγή ποικιλία ξινόμαυρου, εφαρμόζοντας πρωτοποριακές, για την περιοχή, τεχνικές. Παράλληλα αναφέρεται πως η συγκεκριμένη δραστηριότητα του Μπουτάρη έδωσε ώθηση στην αμπελουργία της Νάουσας. Δεν είναι φυσικά η μόνη περιοχή που ευνοήθηκε από τις οινολογικές δράσεις του. Μέχρι και η Σαντορίνη χρωστά πολλά σε εκείνον.
Στη Θεσσαλονίκη ο Γιάννης Μπουτάρης είχε αρχίσει από μικρός να ξεχωρίζει. Ήταν δηλωμένος Αρειανός. Τόσο αυτός, όσο και ο αδερφός του. Έτσι, όταν έγινε πραγματικά εύρωστος οικονομικά και άρχισε να παίρνει αυτός τις αποφάσεις, επέλεξε δίχως δεύτερη σκέψη να βοηθήσει τον αγαπημένο του μπασκετικό Άρη. Πότε στα κρυφά, πότε στα φανερά.
Ο Άρης με τον Γιάννη Ιωαννίδη στον πάγκο του κατέκτησε το Πρωτάθλημα Ελλάδος το 1979 και τότε όλη η πόλη άρχισε να κινείται στους ρυθμούς του αθλήματος. Ο Μπουτάρης συνδέθηκε πραγματικά με τον Άρη και μετά την Αυτοκρατορία, όταν όλοι οι υπόλοιποι αποχωρούσαν, εκείνος προσπάθησε να κρατήσει ψηλά το άθλημα. «Έχανε σε χρόνο, σε χρήμα και σε δημιουργικότητα, αλλά ήταν η αγάπη του τέτοια για τον Άρη, που θεωρούσε καθήκον του να βοηθήσει εφόσον μπορούσε» μου λέει σήμερα ο δημοσιογράφος Μιχάλης Λεάνης, που έζησε από κοντά τον Μπουτάρη τα χρόνια της ενασχόλησής του με τον Άρη.
Την ίδια περίοδο το παραγοντιλίκι δεν του στέρησε το ευαίσθητο του χαρακτήρα του. Πρωτοστάτησε σε πολλές κινήσεις στην πόλη και στις αρχές των 90s, καθώς είδε με τον γιο του μια αρκούδα – χορεύτρια, αποφάσισε ότι θα έβαζε τέλος σε αυτό το φρικιαστικό έθιμο. Το 1992 ίδρυσε για αυτόν τον σκοπό τον Αρκτούρο, έναν οργανισμό για την προστασία της αρκούδας, των άγριων ζώων και της φύσης των ελληνικών δασών.
Η οργάνωση χρόνο με τον χρόνο κέρδιζε όλο και περισσότερες μάχες και σήμερα έχει φτάσει να υλοποιεί εθνικά και διασυνοριακά προγράμματα για την προστασία των ορεινών οικοσυστημάτων με έμφαση στα μεγάλα θηλαστικά με στόχο την ολοκληρωμένη διαχείριση των Προστατευόμενων Περιοχών και την παροχή ειδικής τεχνογνωσίας για τις επεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον. Ποιες μάχες κέρδιζε και σήμερα φαίνονται αυτονόητες;
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Άρης Δημοκίδης, που δούλεψε στον Αρκτούρο από το 2006 ως το 2009 μου ανέφερε ενδεικτικά: «Την εποχή εκείνη οι αρκούδες ήταν ακόμα μέσα στο τσίρκο. Η πρωτοβουλία που είχε πάρει ο Αρκτούρος όσο ήμουν και εγώ εκεί ώστε να απαγορευτούν τα άγρια ζώα στα τσίρκο φαινόταν εκείνη την εποχή “τρελή” κι όμως πέτυχε. Λιγότερο από έναν χρόνο μετά την καμπάνια μας, η κυβέρνηση κατήργησε τα άγρια ζώα από τα τσίρκο. Ό,τι έβαζε στο μυαλό του και πίστευε ότι έχει δίκιο, το κατάφερνε».
Όλα αυτά, ο Γιάννης Μπουτάρης τα πέτυχε, ενώ έδινε την πιο σκληρή μάχη με τον ίδιο του τον εαυτό. Έναν χρόνο πριν τη δημιουργία του Αρκτούρου είχε μόλις πάρει την απόφαση να κόψει οριστικά το ποτό. Ήταν αλκοολικός και έτσι ακριβώς περιέγραφε τον εαυτό του κάθε ημέρα που περνούσε. «Όταν το 1991 ήπια το τελευταίο μου ουίσκι, ένιωσα ότι ξαναγεννήθηκα! Από τότε δεν ήπια ποτέ ξανά». Ήταν μια μάχη επίπονη και καθημερινή, την οποία κέρδιζε κάθε μέρα. Ένα χρόνο αργότερα για να βοηθήσει και άλλον κόσμο να καταφέρει να απεξαρτηθεί από τον εθισμό έφτιαξε το κέντρο απεξάρτησης ΟΑΣΙΣ.
Το 1996 ήταν μια χρονιά – ορόσημο για την επιχειρηματική του δραστηριότητα, αφού έλαβε μαζί με τον αδερφό του Κωνσταντίνο την απόφαση να «χωρίσουν» επιχειρηματικά, ακολουθώντας αυτόνομες πορείες. O μεν Kωνσταντίνος συνεχίζοντας στην οικογενειακή εταιρεία, ο δε Γιάννης δημιουργώντας το «Kτήμα Kυρ Γιάννη». Όχι, δεν υπήρχαν σοβαρές τριβές μεταξύ τους και δραματικές οικογενειακές διαμάχες. Όσοι γνωρίζουν καλύτερα τους δύο άντρες τονίζουν ότι ο «χωρισμός» οφειλόταν πρωτίστως στα διαφορετικά «θέλω» τους τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και τότε θα άρχιζαν να μπαίνουν και τα παιδιά τους στην εταιρεία.
Οι σχέσεις τους παρέμειναν καλές ως το τέλος της ζωής του Γιάννη και μάλιστα ο Kωνσταντίνος Mπουτάρης είχε χαρακτηρίσει «άτυχη στιγμή» τον χωρισμό του με τον αδελφό του, αφήνοντας παράλληλα ανοικτό το «παράθυρο επανασύνδεσης», το οποίο ωστόσο δεν ήρθε ποτέ. Σήμερα, στη σελίδα του Κυρ-Γιάννη που έχει πια περάσει στα χέρια του γιου του Στέλιου, διαβάζουμε:
«Η οινοποιητική μονάδα Κυρ-Γιάννη ιδρύθηκε το 1997 από το Γιάννη Μπουτάρη, όταν εκείνος αποχώρησε από την οικογενειακή οινοποιητική εταιρία που είχε δημιουργήσει ο παππούς του το 1879. Σήμερα το οινοποιείο κατέχει εκτάσεις αμπελώνων στη Νάουσα αλλά και στο Αμύνταιο , αξιοποιώντας δύο διαφορετικά είδη μικροκλίματος και εδάφους, παράγοντας υψηλής ποιότητας κρασιά».
Μετά την επιχειρηματική αυτονόμησή του ο Γιάννης Μπουτάρης άρχισε να καλοβλέπει και την πιο ενεργή ενασχόληση με τον Δήμο, μπαίνοντας ο ίδιος μπροστά. Πολιτικά σήμερα θα τον λέγαμε κεντροαριστερό, σίγουρα προοδευτικό και δημοκράτη και φυσικά διακομματικό. Το 2002 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος με τον συνδυασμό «Θεσσαλονίκη Τώρα» του υποψηφίου του ΚΚΕ, Αγάπιου Σαχίνη.
Τον Μάιο του 2004 τοποθετήθηκε στην τιμητική και μη εκλόγιμη τελευταία θέση του ευρωψηφοδελτίου του ΠΑΣΟΚ και το 2006 ήταν ανεξάρτητος υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης ως επικεφαλής της παράταξης «Πρωτοβουλία για τη Θεσσαλονίκη» και κατετάγη τρίτος, συγκεντρώνοντας ποσοστό που προσέγγισε το 16%. Τότε, κατάλαβε ότι σύντομα θα κερδίσει τον Δήμο.
Παράλληλα, υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά στελέχη του κόμματος της Δράσης, με επικεφαλής τον Στέφανο Μάνο και συμμετείχε στις Ευρωεκλογές του 2009. Τώρα πώς ένας υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με το ΚΚΕ, έφτασε τόσο κοντά με τον κεντρώο φιλελεύθερο πολιτικό Στέφανο Μάνο, μόνο αυτός γνώριζε. Ο Γιάννης Μπουτάρης ήταν ένα πρόσωπο πάνω από τα κόμματα. Δεν τον ενδιέφερε στην πραγματικότητα τίποτα δογματικό.
Το 2010 είχε έρθει η στιγμή του. Ήταν ο νικητής των εκλογών για τη δημαρχία της Θεσσαλονίκης, επικεφαλής του συνδυασμού «Πρωτοβουλία για τη Θεσσαλονίκη», υποστηριζόμενος ταυτόχρονα από τα κόμματα ΠΑΣΟΚ, Δημοκρατική Αριστερά, Δράση, αλλά και την τότε ανεξάρτητη βουλευτή Ντόρα Μπακογιάννη. Στον 2ο γύρο συγκέντρωσε ποσοστό 50,18% και επικράτησε με την οριακή διαφορά των 309 ψήφων του υποψηφίου της Νέας Δημοκρατίας Κώστα Γκιουλέκα. Τι κι αν πιο πριν είχε ζήσει άλλες 10 ζωές; Το σημαντικότερο κεφάλαιο της ζωής του Μπουτάρη και εκείνο που τελικά άφησε τη σπουδαιότερη παρακαταθήκη ξεκίνησε όταν εκείνος βρισκόταν στα 69 του. Την 1η Ιανουαρίου του 2011 ξεκίνησε επίσημα η θητεία του ως Δήμαρχος Θεσσαλονίκης.
Ο Δήμαρχος Μπουτάρης δεν άλλαξε και πολύ τον άνθρωπο πίσω από αυτόν. Παρέμεινε πιστός στις αξίες του. Έκανε την Θεσσαλονίκη μια πόλη φιλόξενη και ανοιχτή. Έφερε το Pride, και ανέπτυξε δεσμούς με το Εβραϊκό και το Οθωμανικό παρελθόν της πόλης, μετατρέποντας τη Θεσσαλονίκη σε πόλο έλξης για τους πληθυσμούς που άλλωστε είχαν ζήσει για αιώνες σε αυτήν. Κυρίως όμως τα έβαλε με σθένος κόντρα στο «σκοτάδι» που είχε μείνει για χρόνια πάνω στην πόλη.
Ακόμα και αν χρειάστηκε να έρθει ο ίδιος αντιμέτωπος με τον όχλο, όπως στις 19 Μαΐου του 2018, όταν κατά τη διάρκεια εκδήλωσης μνήμης της γενοκτονίας των Ποντίων στη Θεσσαλονίκη, δέχθηκε σωματική επίθεση με κλωτσιές, γροθιές και αντικείμενα από ακροδεξιούς. «Τον είχε στεναχωρήσει απίστευτα πολύ. Δεν φανταζόταν ότι θα ασκούνταν τέτοιου είδους βία. Δεν φανταζόταν ότι θα φτάσουν στο σημείο να χτυπήσουν τον Δήμαρχο της πόλης» μου λέει σήμερα ο δημοσιογράφος και δημιουργός του Parallaxi, Γιώργος Τούλας, ενθυμούμενος εκείνες τις ημέρες.
Ο Γιάννης Μπουτάρης έφυγε από τον Δήμο Θεσσαλονίκης μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης θητείας του το 2019, αφήνοντας πίσω του μια άλλη πόλη. Τα κοινά της Θεσσαλονίκης δεν έπαψαν ωστόσο ποτέ να τον ενδιαφέρουν. Έφτασε ως το τέλος, βάζοντάς τα ακόμα και με τον Κυριάκο Μητσοτάκη (τον οποίο είχε παραδεχθεί ότι ψήφισε το 2019) όταν ένιωθε ότι η κυβέρνησή του έκανε σοβαρό λάθος σχετικά με τα αρχαία της Βενιζέλου. Παρέμεινε Δημοτικός Σύμβουλος μέχρι και την τελευταία ημέρα της ζωής του και είχε ζωηρή συμμετοχή στα κοινά της αγαπημένης του Θεσσαλονίκης παρά τη στεναχώρια του για την τροπή που πήρε εκείνη η υπόθεση.
Σχεδόν μία εβδομάδα μετά τον θάνατο του Γιάννη Μπουτάρη, 4 άνθρωποι οι οποίοι τον έζησαν από διαφορετικά πόστα, μίλησαν στο Oneman για τον Κυρ Γιάννη που γνώρισαν οι ίδιοι. Τόσο πριν, όσο και κατά τη διάρκεια και μετά τη θητεία του ως Δήμαρχος. Μέσα από τις αφηγήσεις τους γνώρισα τον Γιάννη Μπουτάρη τον Αρειανό, τον Σαλονικιό, τον κρασά, τον ανοιχτόκαρδο, το αφεντικό και φυσικά τον Δήμαρχο. Τον «σκουλαρικάκια», τον «φίλο των γκέι», τον «αλκοόλα» που τελικά έζησε 10 ζωές σε μία.
Ο Μιχάλης Λεάνης γνώρισε τον Αρειανό Γιάννη Μπουτάρη που ήταν πάντα παρών
Η ενασχόληση του Γιάννη Μπουτάρη με τον Άρη ήταν παντοτινή. Η οικογένεια του Γιάννη και ο αδερφός του ο Κώστας ήταν από αυτούς που είχαν δηλώσει «Αρειανοί» και το ήξερε όλος ο κόσμος στη Θεσσαλονίκη. Ο Γιάννης πάντα βοηθούσε τον Άρη με όποιον τρόπο μπορούσε. Από τα παλαιότερα χρόνια του ερασιτέχνη, μέχρι την Αυτοκρατορία και φυσικά μετά από αυτήν όταν ανέλαβε στο μεταβατικό στάδιο.
Πριν πειστεί ο Άκης Μιχαηλίδης, ο οποίος είχε πολύ μεγάλη τεχνική εταιρεία, να βοηθήσει τον Άρη, υπήρχε ένα πλαίσιο «επιφανών» επιχειρηματιών της Θεσσαλονίκης, που ενίσχυε τον Άρη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ήταν ο Γιώργος Τσιλιγκαρίδης, ο άνθρωπος που ουσιαστικά έφερε τον Γκάλη στην Ελλάδα και βεβαίως ήταν και ο Γιάννης Μπουτάρης.
Την εποχή εκείνη όσοι έβαζαν λεφτά στο μπάσκετ δεν είχαν το παραμικρό αντίκρυσμα. Σήμερα μπορεί οι «μεγάλοι» να μην έχουν 100% ανταποδοτικότητα αλλά έχουν επιχειρηματικά οφέλη. Τότε, δεν υπήρχε το παραμικρό όφελος. Ίσα-ισα οικογενειακά μπορεί να είχαν μουρμούρες. Για τους περισσότερους ήταν από αγνή αγάπη στον σύλλογο και από τρέλα. Αυτούς τους επιχειρηματίες τους προσέγγιζε στον Άρη ο Ανέστης Πεταλίδης και κάθε φορά προσπαθούσε να τους «γλυκάνει». Ο Ανέστης ήταν πολύ καλός φίλος με τον Μπουτάρη, οπότε ήταν πιο εύκολο.
Η πεντάδα που έτρεχε τότε τον Άρη τα επόμενα χρόνια ήταν οι Ανέστης Πεταλίδης (σαν άτυπος Team Manager), Στέλιος Μπουσβάρος (ζητήματα υποδομών – ακαδημιών), o Άκης Μιχαηλίδης (Πρόεδρος και βασικό κεφάλαιο) και δίπλα τους ήταν ο Γιάννης Μπουτάρης και ο Θεόφιλος (Θεότρελος κατά τους Αρειανούς) Μητρούδης. Ο Μιχαηλίδης μπορεί να είχε ένα οικονομικό εκτόπισμα και ο Άρης να είχε για την εποχή αρκετά καλά διαφημιστικά, όμως μόνος του δεν θα μπορούσε να το καλύψει όλο αυτό.
Χρειαζόταν η βοήθεια και των υπολοίπων. Για να καταλάβεις ο Γκάλης δεν πληρώθηκε ποτέ σε δραχμές. Μέχρι την τελευταία του χρονιά πληρωνόταν σε δολάρια και με την ισοτιμία να είναι τόσο κακή, ο Άρης πήγαινε στην Εθνική Τράπεζα. Ο Πεταλίδης λοιπόν δημιούργησε μια ομάδα επιχειρηματιών, οι οποίοι θα έβαζαν για καιρό πλάτη και ο Γιάννης Μπουτάρης ήταν από αυτούς που έκαναν τον Άρη μεγάλο.
Ο κυρ-Γιάννης δεν προσέφερε στον Άρη για να φτιάξει brand name. Αυτό προϋπήρχε από τον πατέρα του. Περισσότερη ζημιά μπορούσε να κάνει στην επιχείρησή του η ενασχόληση με τον Άρη, παρά καλό. Έχανε σε χρόνο, σε χρήμα και σε δημιουργικότητα, αλλά ήταν η αγάπη του τέτοια για τον Άρη, που θεωρούσε καθήκον του να βοηθήσει εφόσον μπορούσε. Και για τον Ίβκοβιτς είχε βάλει λεφτά και για τον Παπαγεωργίου και για τον Σούμποτιτς.
Στον Άρη υπήρχε επίσης ο τρόπος Μπουτάρη. Αυτό σήμαινε ότι ήταν πάντα παρών, χωρίς όμως αυτό να το «πουλάει». Ο πολύς κόσμος αρχικά δεν ήξερε για τον Γιάννη, ούτε για τον Μητρούδη. Όλοι πίστευαν ότι τα έκανε όλα μόνος του ο Μιχαηλίδης. Ο Γιάννης λοιπόν δεν τα διεκδίκησε ποτέ όλα αυτά. Ούτε σε ανοιχτό επίπεδο, ούτε σε πιο κλειστό. Δεν ήθελε δηλαδή ποτέ τις δάφνες για να πει «βάζουμε και εμείς λεφτά, τι είμαστε εμείς;». Μετά την εποχή Μιχαηλίδη, βοήθησε και τον Μητρούδη πολύ όταν έκανε τα μεγάλα ανοίγματα.
Ήξερε μπάσκετ και είχε μπασκετικό κριτήριο. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Άρης ήταν ένας σύλλογος κυρίως μπασκετικός πριν από την Αυτοκρατορία και μαζί έμαθαν μπάσκετ και όλοι οι Αρειανοί. Η Αυτοκρατορία είχε μια υποδομή. Το πρωτάθλημα Ελλάδος του 1979 που πήρε χωρίς Γκάλη και Γιαννάκη και όλα τα προηγούμενα χρόνια που ήταν διεκδικητής. Ήταν η γενιά του Γιάννη Ιωαννίδη, του Βαγγέλη Αλεξανδρή, του Βασίλη Παραμανίδη, του Διαμαντή Σκόνδρα, του Χάρη Παπαγεωργίου. Αυτή η γενιά έμαθε μπάσκετ και σε όλους τους Αρειανούς και έκτοτε η ομάδα δεν ξαναέπεσε επίπεδο.
Την περίοδο που ήταν εκείνος πρόεδρος, η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη γιατί τα πράγματα στο μπάσκετ είχαν αρχίσει να ξεφεύγουν. Ήταν πια πολύ δύσκολο το να μπορεί κανείς να το κρατήσει από μόνος του και οι Αρειανοί δεν μπορούσαν να το αντιληφθούν αυτό. Στην εποχή μετά τον Γκάλη και τον Γιαννάκη, ο Άρης είχε και πάλι πολύ καλή ομάδα. Πέρασαν παίκτες όπως ο Σιούτης, ο Λιαδέλης, ο Αγγελίδης και ο Πάσπαλιε και ο κόσμος δεν ήταν ευχαριστημένος. Έπαιρνε Κύπελλο Κόρατς, Κύπελλο Ελλάδος και ο κόσμος δεν χαιρόταν και όλο ζητούσε παραπάνω. Βέβαια αυτός ο μεγαλοϊδεατισμός κόστισε αρκετά στον Άρη.
Ο Κυρ Γιάννης είχε εκφράσει ανοιχτά τον προβληματισμό του για τους Γκάλη – Γιαννάκη, που έπιαναν το μισό μπάτζετ της ομάδας. Έλεγε ανοιχτά ότι ίσως έπρεπε να τους πουλήσει ο Άρης, για να μην τους χάσει τζάμπα. Τότε δεν τον άκουγε κανείς και τελικά έφυγαν και οι δύο και ο Άρης δεν πήρε δραχμή. Ο Μπουτάρης δεν ήταν ούτε Γκάλης, ούτε Γιαννάκης. Ήταν Άρης και αυτό τον ένοιαζε. Με τα λεφτά που θα μπορούσε να πάρει μόνο από τον έναν παίκτη, θα είχε τη δυνατότητα να ελληνοποιήσει τη μισή Σερβία τότε.
Ο Γιάννης Μπουτάρης είχε ρηξικέλευθες ιδέες και στον Άρη εκείνη την εποχή. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν ο άνθρωπος που είχε προτείνει η Θεσσαλονίκη να έχει μόνο μία ομάδα στο ποδόσφαιρο και να διαλυθούν οι τρεις μεγάλες ομάδες. Ο Μπουτάρης αυτά που «δεν λέγονται», αν τα πίστευε θα τα έλεγε. Ήξερε ότι κάποια από αυτά που λέει δεν θα έχαιραν υποστήριξης.
Ως δήμαρχος λειτουργούσε πάντως σαν Σαλονικιός. Δεν τον ενδιέφεραν τα Άρης, ΠΑΟΚ, Ηρακλής. Κοιτούσε να βοηθήσει όλους όσους το άξιζαν ανεξαρτήτως τι υποστήριζαν και ήθελε να πείσει όλους τους σοβαρούς.
Το πιο χαρακτηριστικό του πάντως ήταν ότι παρόλο που ήταν πάντα παρών και με τη φυσική του παρουσία και οικονομικά, έκανε προσπάθεια ώστε να βγαίνει από το κάδρο. Δεν ήθελε να φαίνεται στις φωτογραφίες. Ήταν πάντα στην άκρη, χαιρόταν με τον δικό του διακριτικό τρόπο. Πάντα με ένα camel άφιλτρο. Ήταν διακριτικά αυτόφωτος ο Κυρ Γιάννης.
Ο Στέφανος Τσιτσόπουλος είδε τη Θεσσαλονίκη να απελευθερώνεται ξανά
Γνωριστήκαμε το 1996 όταν πήρε τηλέφωνο στο ραδιόφωνο που έκανα εκπομπή για να ρωτήσει για τους Massive Attack που μόλις είχα βάλει. Με ρώτησε «τι κατηγορία μουσικής παίζουν άραγε αυτά τα αλάνια τα… πώς τα είπες; Σε ακούω κάθε πρωί την ώρα που ξυρίζομαι. Τριπ χοπ, ε; Μωρέ μπράβο, αν και εμένα μου αρέσουν πιο πολύ τα ροκενρόλ και τα μπλουζ. Να τα πούμε κι από κοντά καμιά φορά». Την ίδια μέρα τον πέτυχα έξω από το καφέ-μπαρ Θερμαϊκός να περπατά παρέα με τον Παναγιώτη Σπύρου, τον Ανέστη Πεταλίδη και τον πατέρα του κολλητού-αδελφού μου, Τάκη Λεάνη.
Ο Μπουτάρης ήταν για την Θεσσαλονίκη κάτι παραπάνω από ένας αγαπητός άνθρωπος. Ήταν ασπίδα για τους ευαίσθητους, για τους ανήσυχους. Ήταν ο άνθρωπος που απελευθέρωσε με την τρέλα του τη Θεσσαλονίκη για δεύτερη φορά. Ο Κυρ Γιάννης κέρδισε με δημοκρατικές διαδικασίες το τρίγωνο Παπαγεωργόπουλου – Ψωμιάδη – Άνθιμου, το οποίο σκέπαζε ό,τι καινούργιο ερχόταν στην πόλη. Η Θεσσαλονίκη επί των ημερών του έγινε ξανά το σταυροδρόμι πολιτισμών. Έγινε μια πόλη φιλόξενη και ανοιχτή στους Εβραίους και τους Οθωμανούς, μια πόλη εξωστρεφής, μια πόλη που τους αγκαλιάζει όλους.
Η Θεσσαλονίκη έχει πάντα ένα κομμάτι πολύ σκοτεινό και μαύρο, το οποίο τον πολέμησε, αλλά δεν τον νίκησε. Το τρίγωνο αυτό πριν τον Μπουτάρη ήταν πανίσχυρο και πολύ καλά προστατευμένο. Με την Athens Voice συμπαραταχθήκαμε από πολύ νωρίς με τον Γιάννη Μπουτάρη σε μια εποχή που τα μεγάλα συγκροτήματα φοβόντουσαν να τον στηρίξουν γιατί Μπουτάρης σήμαινε αμάσητα λόγια και σύγκρουση.
Το επιτελείο του τραβούσε τα πάνδεινα με τον Κυρ Γιάννη γιατί ακριβώς δεν μασούσε τα λόγια του και μπορεί να έλεγε «χοντράδες» εκεί που δεν χρειαζόταν ας πούμε. Βέβαια, όταν ο Άνθιμος είπε ότι «όσο ζω εγώ, αυτός δεν θα γίνει Δήμαρχος» τότε ακόμη και οι ΠΑΟΚτζηδες στήριξαν τον Μπουτάρη.
Μια πολύ χαρακτηριστική ιστορία για να καταλάβεις τι ήταν ο Μπουτάρης και ποιος ήταν ο τρόπος του, είναι άλλη. Πριν την πρώτη εκλογική μάχη που κέρδισε και ενώ ήταν στην τελική ευθεία, είχε έρθει να με ακούσει σε ένα μπαρ που έπαιζα μουσική. Εκείνη την περίοδο τον κοροϊδευαν ως τον «αλκοολικό, τον σκουλαρικάκια, τον φίλο των γκέι» και έρχεται ο Κυρ Γιάννης και μου λέει με τρόπο: «πες στον μπάρμαν να φέρει δύο σφηνάκια. Ένα με βότκα για σένα και ένα με νερό για εμένα, γιατί εγώ ξέρεις δεν πίνω».
Ο Γιάννης τότε τσούγκριζε εμφατικά, να φανεί σε όλους και μου ψιθυρίζει αμέσως μετά «κοίτα να δεις τώρα που αύριο όλοι θα γράφουν ότι ο αλκοόλας ξανακύλησε και δεν θα μας κερδίσει ποτέ». Την επόμενη ημέρα λοιπόν όντως κυκλοφόρησε παντού ότι ο αλκοολικός ο Μπουτάρης πήγε στα μπαρ και έπινε. «Έτσι θα τους κερδίσουμε με πονηριά και με μαγκιά» μου είπε μετά με το φοβερό χιούμορ του.
Ήταν μεγάλος λάτρης του σινεμά. Πήγαινε στο ODEON στην Τσιμισκή με την καπαρντίνα του, μόνος του και έβλεπε πολλές φορές την τελευταία προβολή. Είχε τη στόφα του μοναχικού ήρωα ο Γιάννης. Ο Κυρ Γιάννης ήταν φυσικά και μεγάλος καρδιοκατακτητής. Δεν υπήρχε γυναίκα στη Θεσσαλονίκη από 25 μέχρι 95 ετών που να μην εντυπωσιαζόταν από τον τρόπο του. Ήταν ιππότης, χειροφιλούσε, ήταν μαγικός.
Αλλά την ίδια ώρα μου έλεγε και αμέτρητες ιστορίες για την Αθηνά, τη μεγάλη του αγάπη. Η Αθηνά ήταν ο μεγάλος του έρωτας. Χώρισαν το 1981 και μετά από 8 χρόνια συνειδητοποίησαν και οι δύο ότι δεν μπορούν ο ένας χωρίς τον άλλον και τα ξαναβρήκαν και έζησαν μαζί σαν πιτσουνάκια μέχρι να σβήσει η Αθηνά από τον καρκίνο. Ο Γιάννης έκανε σαν μωρό όταν ήταν μαζί της, την αγαπούσε πάρα πολύ.
Ποτέ δεν μας άρεσε ο όρος «συμπρωτεύουσα». Και χρησιμοποιώ α’ πληθυντικό, γιατί δούλεψα πολύ μαζί του στον τομέα της επικοινωνίας. Η Θεσσαλονίκη δεν θα έπρεπε ποτέ να κοιτάζει να συμβαδίσει με την Αθήνα, αλλά με πόλεις, όπως την Αμβέρσα ή το Μάντσεστερ. «Δεύτερες» πόλεις που είχαν τον δικό τους αυτόνομο χαρακτήρα. Το Μάντσεστερ δεν κοίταζε τι γινόταν στο Λονδίνο, έγραφε τη δική του ιστορία. Η Αμβέρσα το ίδιο.
Ο Γιάννης πίστευε ότι θα τον κέρδιζε τον Δήμο από τότε που έχασε. Κατάφερε να εμπνεύσει μια ομάδα ετερόκλητων ανθρώπων, κυρίως προοδευτικών και να τους πείσει. Ταυτόχρονα όμως μπορούσε να πείσει και ένα μεγάλο κομμάτι της αστικής φιλελεύθερης παράταξης, γιατί ήταν και πολύ επιτυχημένος επιχειρηματίας. Ταυτόχρονα είχε και μια πολύ καλή ομάδα γύρω του. Είχε τον Σπύρο Πέγκα που έκανε εξαιρετική δουλειά στον τουρισμό, την Καλυψώ Γούλα, τη γυναίκα που βγήκε μπροστά και τον μάζεψε όταν του την έπεσαν για το σκοπιανό.
Ο Μπουτάρης μου ανέθεσε δύο φορές τα Δημήτρια. Μου έλεγε ότι ήθελε ένα πρωτοποριακό φεστιβάλ που θα ξεφεύγει από τα χριστιανικά και τα συντηρητικά πράγματα. Έτσι φέραμε την έκθεση της Yoko Ono και κάναμε πολλές δράσεις, φτιάχνοντας ουσιαστικά ένα μοντέρνο φεστιβάλ.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι έφερε στη Θεσσαλονίκη το Pride. Έφερε σε μια βαθιά συντηρητική πόλη το Pride, το δικαίωμα όλων των ανθρώπων στην αγάπη και την αυτοδιάθεση του σώματος. Όλες αυτές τις μέρες μετά τον θάνατό του, η LGBTQ κοινότητα της πόλης πραγματικά θρηνεί, αφού ο Γιάννης Μπουτάρης ήταν ο άνθρωπος στον οποίο το κίνημα χρωστά πάρα πολλά για τις δράσεις και τη στάση ζωής του.
Ο Άρης Δημοκίδης έπαθε σοκ με τη λατρεία του στα κιτς αντικείμενα
Τον Γιάννη Μπουτάρη τον ήξερα ως άνθρωπο της πόλης από τη δεκαετία του 1990. Τον γνώρισα καλύτερα όταν εργάστηκα στον Αρκτούρο στο δεύτερο μισό της επόμενης δεκαετίας. Έμεινα στον Αρκτούρο από το 2006 μέχρι το 2010 ως υπεύθυνος των μελών και ήταν ουσιαστικά το αφεντικό μας και δούλευε στο διπλανό γραφείο. Ερχόταν κάθε μέρα. Όχι βεβαίως στην ώρα του ή στην ώρα που είχε ραντεβού.
Συχνά μπορεί να τον περίμενε κάποιος δημοσιογράφος για παράδειγμα. Δεν ήταν ο συνεπέστερος άνθρωπος όσον αφορά τους χρόνους του, αλλά μόλις ερχόταν, ξέχναγες ότι μπορεί να τον περίμενες.
Στον Αρκτούρο ήταν το κεντρικό του γραφείο και έτρεχε παράλληλα και όλες τις άλλες του δουλειές. Την πρώτη φορά που τον είδα στο γραφείο, είχε μόλις πεθάνει η αγαπημένη του Αθηνά Μπουτάρη και είχε δηλώσει στα κανάλια ότι πρέπει να γίνει το αποτεφρωτήριο στη Θεσσαλονίκη, γιατί την είχε πάει στη Βουλγαρία τότε.
Στον Αρκτούρο τότε και στους συνεργάτες μας το κλίμα ήταν λίγο βαρύ τότε και σκέφτονταν «γιατί το είπε ρε γαμώτο αυτό το πράγμα τώρα» και θεωρούσαν ότι θα κάνει μεγάλη ζημιά στο προφίλ του. Ήταν άλλες εποχές τότε και αυτό θεωρούνταν γκάφα στο προφίλ ενός πολιτικού. Θυμάμαι με συγκίνηση ότι μέχρι το μεσημέρι είχαν βγει οι Δήμαρχοι των μεγαλύτερων Δήμων της χώρας και τον στήριξαν δημόσια, αλλάζοντας το όλο κλίμα υπέρ του. Έτσι όταν έφτασε στο γραφείο όλοι του έδιναν συγχαρητήρια.
Αυτή ήταν η πρώτη μου γνωριμία με το πόσο αυθόρμητος ήταν. Είναι πολλές τέτοιες ιστορίες. Πριν βγει Δήμαρχος τα είχε βάλει με τον Άνθιμο λέγοντάς τον Μουτζαχεντίν και υπήρχε πάλι καταστροφή στο γραφείο. Ή είχε δηλώσει ότι η Δημοτική Τηλεόραση πρέπει να βγάζει τα λεφτά της και θα βάλει ακόμα και ροζ διαφημίσεις αν βγει δήμαρχος για να το πετύχει. Κάθε φορά που έκανε μια «ακραία» δήλωση πριν τις εκλογές σκεφτόμασταν όλοι: «καλά δεν μπορούσε να κρατηθεί; Ήταν ανάγκη να το πει αυτό;», αλλά τελικά βγήκε Δήμαρχος. Είχε το δικό του αισθητήριο λέγοντας την αλήθεια. Στο τέλος οτιδήποτε και αν έλεγε, όσο τρελό και αν φαινόταν, σκεφτόμουν ότι μάλλον έχει δίκιο ο Κυρ Γιάννης.
Ο Αρκτούρος φαινόταν στην αρχή «παλαβή» πρωτοβουλία. Με τον γιο του είχαν δει μια αρκούδα – χορεύτρια και αποφάσισαν να πάρουν μια πρωτοβουλία ώστε να τελειώσει αυτό το φριχτό έθιμο. Την εποχή εκείνη οι αρκούδες ήταν ακόμα μέσα στο τσίρκο. Η πρωτοβουλία που είχε πάρει ο Αρκτούρος όσο ήμουν και εγώ εκεί ώστε να απαγορευτούν τα άγρια ζώα στα τσίρκο φαινόταν εκείνη την εποχή «τρελή» κι όμως πέτυχε. Λιγότερο από έναν χρόνο μετά την καμπάνια μας, η κυβέρνηση κατήργησε τα άγρια ζώα από τα τσίρκο. Ό,τι έβαζε στο μυαλό του και πίστευε ότι έχει δίκιο, το κατάφερνε.
Όταν είχα μπει πρώτη φορά στο γραφείο του είχα πάθει σοκ γιατί ήταν γεμάτο με διάφορα κιτς μικροπράγματα. Μια απίστευτη συλλογή με κιτς πράγματα που γέμιζαν όλο το χώρο. Στον τοίχο είχε την ατάκα “Without Kitsch, life would be unbearable”. Τον είχα ρωτήσει τότε και μου είχε πει ότι λατρεύει το κιτς. Αργότερα, όταν έγινε Δήμαρχος και του είχα πάρει συνέντευξη στο Δημαρχείο, επειδή εκείνο το γραφείο ήταν μεγαλύτερο, η συλλογή αυτή ήταν πια πολύ μεγαλύτερη. Κάθε φορά που τον επισκεπτόταν ένας πολιτικός αρχηγός ή κάποιο πρόσωπο, του έφερνε και από ένα τέτοιο αντικείμενο.
Ο Γιώργος Τούλας έζησε τον Μπουτάρη να τον μαλώνει και να τον ευχαριστεί για τον ίδιο λόγο
Είναι βαριές και δύσκολες αυτές οι ημέρες στη Θεσσαλονίκη γιατί δεν είναι μόνο ότι χάσαμε έναν άνθρωπο που τον αγαπάμε πολύ, αλλά γιατί θεωρούμε ότι σαν πόλη ότι δεν έχουμε και ιδιαίτερο απόθεμα προσωπικοτήτων σαν αυτόν. Ο Γιάννης Μπουτάρης έβγαινε μπροστά, άνοιγε δρόμους και οι υπόλοιποι ακολουθούσαμε. Λίγοι άνθρωποι μπορούν να εμπνεύσουν τόσους πολλούς.
Αποτελούσε πηγή έμπνευσης λόγω του αντισυμβατικού χαρακτήρα του και η βαθιά καλλιέργειά του. Ήταν ένας χορτάτος άνθρωπος και πολύ ακομπλεξάριστος. Δεν είχε ανάγκη να αποδείξει σε κανέναν τίποτα και για αυτό δεν φοβόταν να συγκρουστεί με οποιονδήποτε πίστευε ότι λειτουργούσε εις βάρος της πόλης.
Αποκορύφωμα αυτής της δράσης του ήταν ο αγώνας του για τα αρχαία της Βενιζέλου. Κατάφερε να κρατήσει το θέμα ψηλά μέχρι και τη μέρα του ΚΑΣ. Σε αυτή τη μάχη τα έβαλε με τον ίδιο τον Πρωθυπουργό για παράδειγμα. Του κόστισε πολύ το θέμα με τα αρχαία της Βενιζέλου. Την τελευταία ημέρα τον είδαμε να καταρρέει δηλαδή.
Η Θεσσαλονίκη από τη δεκαετία του 60’ και τη δολοφονία του Λαμπράκη δεν έχει ξαναζήσει κάτι τόσο ακραίο, όσο η άνανδρη και φασιστική επίθεση που δέχθηκε στον Λευκό Πύργο από τα ακροδεξιά στοιχεία. Είχαμε μιλήσει εκείνες τις ημέρες και τον είχε στεναχωρήσει απίστευτα πολύ. Δεν φανταζόταν ότι θα ασκούνταν τέτοιου είδους βία. Δεν φανταζόταν ότι θα φτάσουν στο σημείο να χτυπήσουν τον Δήμαρχο της πόλης.
Ο Γιάννης Μπουτάρης ήταν παντού και δεν έλεγε «όχι». Ζούσε όλη τη μέρα του και μιλούσε με όλους. Θα μπορούσε να έρθει σε ένα πάρτι ενός δημότη και το επόμενο πρωί να είχε να παραστεί σε μια εκδήλωση. Μιλούσε με όλους και άκουγε τους πάντες με προσοχή. Ήταν ένας πραγματικά επικοινωνιακός άνθρωπος.
Με τον Γιάννη Μπουτάρη ήμασταν φίλοι πριν γίνει δήμαρχος και έτσι όταν εκλέχθηκε του είπα ότι από αυτή τη στιγμή θα με βρίσκει απέναντί του, γιατί όφειλα να του κάνω κριτική. Φυσικά το δέχθηκε. Στο πέρασμα λοιπόν των χρόνων και ενώ άρχισαν να υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στη διοίκησή του, άρχισα να του κάνω πραγματικά πολύ σκληρή κριτική τόσο από το ραδιόφωνο, όσο και από τα κείμενά μου στην Παράλλαξη. Και εγώ αναρωτιόμουν αν έπρεπε να τον ζορίζω τόσο πολύ.
Κάποια στιγμή λοιπόν το 2018 θύμωσε και σε έναν γάμο που βρεθήκαμε, γύρισε μπροστά σε όλον τον κόσμο και μου είπε «είσαι σκατόπαιδο, δεν με έχεις αφήσει μια μέρα σε χλωρό κλαρί». Το 2021, όταν είχε αποχωρήσει από τον Δήμο, κάναμε μια συνέντευξη και στο τέλος της, ενώ το είχα βάρος που παλιότερα ίσως τον είχα στεναχωρήσει, μου είπε καθώς με ξεπροβόδιζε «θέλω να σε ευχαριστήσω που δεν με άφησες ούτε μια μέρα ήσυχο εκείνα τα χρόνια». Αυτό για μένα ήταν ένα απίστευτο δείγμα ανωτερότητας ψυχής. Αυτός ήταν ο Γιάννης ο Μπουτάρης.