ΡΕΠΟΡΤΑΖ

«Ήθελα να νιώσω άνθρωπος»: Σε μια προπόνηση της Εθνικής Ομάδας Προσφύγων

Η ομάδα που δημιουργήθηκε από το Δίκτυο Τέχνης και Δράσης έλαβε την τρίτη θέση στο Unity Euro Cup της UEFA και εμείς μιλήσαμε με τους πρωταγωνιστές της, οι οποίοι δηλώνουν ποδοσφαιρικοί μετανάστες.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ANDREAS PAPAKONSTANTINOU / TOURETTE PHOTOGRAPHY

Την τελευταία Πέμπτη του Οκτωβρίου, λίγες ημέρες μετά την επιστροφή της από την Ελβετία, μια ομάδα προσφύγων και μεταναστών που εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Προσφύγων της UEFA, είχε ξεκινήσει προπονήσεις στη γνωστή σε όλους τους Κυψελιώτες, Αλεπότρυπα.

Το γήπεδο που βρίσκεται στον Λόφο Ελικώνα, έχει φιλοξενήσει όλες τις ομάδες της γειτονιάς και έχει χρησιμοποιηθεί για σχολικά και όχι μόνο πρωταθλήματα, επομένως δύσκολα θα βρεις παιδί να μεγαλώνει στην περιοχή και να μην έχει μια ιστορία από αυτό.

Το πρωινό εκείνο έφτασα στην Αλεπότρυπα γύρω στις 10 το πρωί, σε ώρα δηλαδή που το γήπεδο δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από μια οποιαδήποτε ερασιτεχνική τοπική ομάδα. «Κάνουμε 2-3 προπονήσεις την εβδομάδα εδώ στο γήπεδο της Αλεπότρυπας και τους περισσότερους μας βολεύει αρκετά γιατί μένουμε στα Πατήσια και στην Κυψέλη. Πού και πού παίζουμε και κάποια φιλικά» μου λέει ο αρχηγός της ομάδας, Τζέρι.

Στην προπόνηση της ομάδας ποδοσφαίρου του Δικτύου Τέχνης και Δράσης στην Κυψέλη.

Για να μάθω τις ώρες των προπονήσεων τους, επικοινώνησα με τον Χρήστο Λαζαρίδη, επικεφαλής της ελληνικής αποστολής στην Ελβετία και Πρόεδρο του Δικτύου Τέχνης και Δράσης, ενός οργανισμού του Δήμου Αθηναίων που προάγει την υπεράσπιση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων μέσω της τέχνης, της εκπαίδευσης και του αθλητισμού.

Η ομάδα γεννήθηκε το καλοκαίρι του 2018 μετά από δική του πρωτοβουλία και σήμερα μας εξηγεί πώς γεννήθηκε και ενδυναμώθηκε η ιδέα. «Ήταν 1 Αυγούστου όταν στην πρώτη αλληλεπίδραση με την ομάδα αντιληφθήκαμε τη δυναμική ενός τέτοιου εγχειρήματος. Θυμάμαι 7 άτομα να ανταλλάσσουν άσκοπα πάσες στο κέντρο ενός γηπέδου στο λόφο της Κυψέλης (η ξακουστή Αλεπότρυπα έγινε εμβληματική έδρα για εμάς).

Πολύ κομβική υπήρξε μια πρώτη συζήτηση που είχαμε με κάποια από τα πρώτα μέλη της ομάδας: Ο Αμπουμπακάρ, ένα παιδί 21 ετών από το Μάλι, ερχόταν από τη δομή φιλοξενίας προσφύγων στη Μαλακάσα. Έκανε 1,5 ώρα να έρθει με τα ΜΜΜ, πλήρωνε τα εισιτήρια από την τσέπη του. Όταν τον ρώτησα, γιατί μπαίνει σε όλη αυτή τη διαδικασία, μου απάντησε: “Είναι ο μόνος τρόπος να έρθω σε επαφή με ανθρώπους έξω από τη δομή και να νιώσω κι εγώ άνθρωπος. Να νιώσω ότι ανήκω κάπου, ότι είμαι μέρος μιας ομάδας”.

Έπειτα μίλησα με τον Κόμπι, με τον οποίο κάναμε τακτικά πλάκα για το όνομά του, τον πειράζαμε λέγοντάς του πως ταιριάζει καλύτερα στο μπάσκετ, παρά στο ποδόσφαιρο (λόγω του Kobe Bryant). Εκείνος ερχόταν από τη δομή φιλοξενίας της Ριτσώνας κάνοντας 2 ώρες να έρθει κι άλλες τόσες να γυρίσει. “Είναι ο μόνος τρόπος που μπορώ να κρατήσω το όνειρό μου ζωντανό. Να παίζω μπάλα”.

Αυτές οι δύο ιστορίες μάς έδειξαν το δρόμο. Όταν υπάρχει τέτοια θέληση, δεν μπορούμε παρά να κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας έτσι ώστε να βοηθήσουμε αυτούς που έχουν το ταλέντο να αναδειχθούν, διατηρώντας την ομάδα ανοιχτή σε όσους αναζητούν διόδους αλληλεπίδρασης με την κοινωνία με σκοπό την ένταξη και τη συμπερίληψη τους».

Πρόσφυγες και μετανάστες από όλον τον κόσμο προπονούνται 2-3 φορές την εβδομάδα στο γήπεδο της Αλεπότρυπας και κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα.

Στην Αλεπότρυπα πια δεν υπήρχαν 7 άτομα. Πάνω από 30 παίκτες κάθε ηλικίας έπαιζαν στο μισό γήπεδο και εμπνευσμένοι από την επιτυχία στο Unity Euro Cup άκουγαν τις οδηγίες του κόουτς Κένεντι. Στα 59 του ο Κένεντι Εχιόζι μετρά ήδη 40 χρόνια στην Ελλάδα, καθώς άφησε τη Νιγηρία για να έρθει στη χώρα μας και να παίξει ποδόσφαιρο. Αυτή ήταν όλη του η ζωή.

«Εγώ ήμουν ακόμα καλύτερος, αλλά έχουν πολύ ταλέντο τα παιδιά και κυρίως είναι νεαροί» μου λέει γελώντας με το χαρακτηριστικό του έντονο τρόπο. Σου δίνει την αίσθηση ότι κάνει τα πάντα με απόλυτη ευχαρίστηση. Όπως και κάθε μέλος της ομάδας άλλωστε.

Η ομάδα πέρα από τον αμιγώς αγωνιστικό της ρόλο, επιτελεί, κυρίως, έναν κοινωνικό. Ενισχύει την αλληλεπίδραση της κοινότητας, δημιουργώντας δεσμούς ανάμεσα στα μέλη της, απαραίτητους για ανθρώπους που αναζητούν με αγωνία τα πρώτα τους βήματα σε μία νέα κοινωνική πραγματικότητα.

Ο Νέλσον, υπαρχηγός της ομάδας, μου μίλησε για το πώς καθοδήγησε όσους νεότερους έρχονταν στην Ελλάδα, έτσι ώστε να βρουν δουλειά και για το πώς πρέπει να κινηθούν. Φυσικά, όλοι τους έζησαν τα δύσκολα χρόνια της Χρυσής Αυγής και των ανθρωποκυνηγητών στους δρόμους του ευρύτερου κέντρου. Όλα αυτά όμως, μοιάζουν να ανήκουν στο παρελθόν. Τώρα πια, κυριαρχεί η χαρά του παιχνιδιού και η περηφάνια που μια τέτοια επιτυχία, ήρθε με τα ελληνικά χρώματα.

Ο κόουτς Κένεντι περιμένει τις ομάδες να έρθουν να δουν τους παίκτες του

Ο Κόουτς Κένεντι ήρθε από τη Νιγηρία πριν από 40 χρόνια για χάρη του ποδοσφαίρου και σήμερα προπονεί τη δική του ομάδα.

Ο προπονητής της ομάδας είναι η χαρά της ζωής. Το χαμόγελό του μοιάζει μόνιμα χαραγμένο στο πρόσωπο και μάλλον τον «ρίχνει» και αρκετά χρόνια. «Μπα, δεν είναι το χαμόγελο, είναι ο αθλητισμός» μου λέει και φυσικά έχει δίκιο. Στα 59 του, έχει την ευτυχία να προπονεί την ομάδα από την πρώτη της ημέρα και να εμπνέει τον σεβασμό σε όλους τους παίκτες του. Το μόνο παράπονο που έχει είναι ότι η ομάδα του δεν παίζει όσα παιχνίδια θα ήθελε, για να μπορέσουν τα παιδιά να παίξουν. Η περιγραφή του είναι όσο ήρεμη είναι και το πρόσωπό του.

«Είμαι ο προπονητής της ομάδας και μετά την επιτυχία μας στην Ελβετία είμαι πραγματικά περήφανος για αυτό που έχουμε δημιουργήσει. Έχουμε πάνω από 50 άτομα στην ομάδα, τα οποία έρχονται από παντού. Από τις γύρω περιοχές, αλλά ακόμη και από τις δομές φιλοξενίας. Σήμερα δεν έχουν έρθει, αλλά έχουμε στην ομάδα και αρκετές γυναίκες. Όλοι είναι ευπρόσδεκτοι εδώ. Τα περισσότερα παιδιά είναι από τη Νιγηρία, την Τανζανία, το Αφγανιστάν, αλλά έχουμε παιδιά και από άλλες χώρες, ενώνοντας διαφορετικές κουλτούρες.

Είναι φανταστικό ότι άνθρωποι από όλες αυτές τις χώρες και τις κουλτούρες εκπροσώπησαν μαζί την Ελλάδα. Ήταν το πρώτο επίσημο τουρνουά στο οποίο ταξιδέψαμε και συμμετείχαμε ως ελληνική ομάδα και τα συναισθήματα για μένα ήταν ξεχωριστά. Βρίσκομαι στην Ελλάδα 40 χρόνια, τα παιδιά μου έχουν ζήσει εδώ όλη τους τη ζωή.

Με τον βοηθό του επιβλέπει την προπόνηση και σπανίως βάζει τις φωνές στους παίκτες του.

«Στη Νιγηρία έπαιζα ποδόσφαιρο κυρίως στο σχολείο και το αγάπησα από την πρώτη στιγμή. Αποφάσισα να έρθω στην Ελλάδα για χάρη του ποδοσφαίρου και έπαιξα στον Γέρακα και σε άλλες ομάδες και μέσω του ποδοσφαίρου έβγαλα τα πρώτα μου λεφτά. Ήταν δραχμές ακόμα, αλλά ήταν καλά. Δεν έχω παράπονο. Σήμερα δουλεύω και σε ένα γυμναστήριο στο Μαρούσι, από εδώ δεν βγάζω χρήματα και είμαι πολύ ευχαριστημένος.

Έχω αλλάξει αρκετά σπίτια όλα αυτά τα χρόνια. Έζησα στην Κυψέλη, την οποία εμείς οι Αφρικανοί την αγαπάμε πολύ γιατί μας αγκάλιασε, όταν άλλες γειτονιές δεν μας ήθελαν. Η Αθήνα πάντως όταν ήρθαμε εμείς πριν από 40 χρόνια ήταν μια πολύ φιλόξενη χώρα και το λέγαμε όλοι μεταξύ μας. Δεν ήταν ρατσιστική κοινωνία τότε η Ελλάδα αλλά και εμείς μαθαίναμε τα ήθη και τα έθιμα της χώρας και την κουλτούρα της και τα σεβόμασταν.

Στην κρίση τα πράγματα έγιναν φυσικά όλα δύσκολα. Ο κόσμος δεν είχε χρήματα και μας έβλεπε ως απειλή. Μετά ήρθε και η κρίση του κορονοϊού και αυτό εντάθηκε. Δεν είναι εύκολο για μια κοινωνία να συνέλθει μετά από τόσες συνεχόμενες κρίσεις.

Η ομάδα δημιουργήθηκε πριν από 7 χρόνια. Όλοι που βλέπεις βρίσκονται εδώ εθελοντικά και απλά περνάμε καλά. Αυτό που ζητάω κατά κύριο λόγο είναι να παίζουμε παιχνίδια, για να γινόμαστε όλο και καλύτεροι και γι’ αυτό θέλουμε βοήθεια. Έτσι, τα παιδιά ίσως έχουν ευκαιρίες να παίξουν σε κανονικές ομάδες. Αλήθεια έχουμε πολύ ταλέντο και πιστεύω ότι κάποιοι μπορούν να παίξουν ακόμη και στη SuperLeague. Αλλά θέλουμε να παίξουμε παιχνίδια για να το πετύχουμε αυτό.

Η Ένωση στην οποία βρισκόμαστε (σ.σ. Δίκτυο Τέχνης και Δράσης) μας έχει βοηθήσει με το γήπεδο, με την οργάνωση, στο να έρχονται νέοι παίκτες. Σε όλα. Μακάρι μέσα από τα media να το μάθουν και άλλα άτομα αλλά και κόσμος του ποδοσφαίρου, για να βοηθήσουμε τα παιδιά να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα».

Ο Τζέρι είναι ο αρχηγός της ομάδας και πλέον δεν αναγνωρίζει καν τις δυσκολίες

Ο Τζέρι είναι ο αρχηγός που θα ήθελες για την ομάδα σου. Ζει στην Ελλάδα τα τελευταία 17 χρόνια και έχει πια τη δική του οικογένεια εδώ.

Ο αρχηγός της ομάδας φαίνεται αρχικά να μη θέλει πολλά – πολλά. Λιγομίλητος αλλά πρόθυμος να δώσει απαντήσεις, δείχνει τον ηγετικό του χαρακτήρα σε κάθε του κίνηση. Μοιάζει απρόσιτος, αλλά όλοι έρχονται σε αυτόν στο ξεκίνημα της προπόνησης για να τα πούνε. Δεν είναι απλά ο αρχηγός μιας ποδοσφαιρικής ομάδας, αλλά και ο καθοδηγητής δεκάδων παιδιών που ψάχνουν τα βήματά τους στην Αθήνα. Έχει περάσει τη μισή ζωή του στην πόλη μας και μέσω του ποδοσφαίρου, έχει καταφέρει να κάνει τη ζωή που πάντα ονειρευόταν, σαν παιδί στη Νιγηρία.

«Είμαι στην ομάδα επτά χρόνια, από την πρώτη της ημέρα στην κυριολεξία. Είμαι 33 ετών και στην Αθήνα ζω τα τελευταία 16-17 χρόνια και ήρθα από το Λάγος της Νιγηρίας. Όλη μου η ζωή ήταν το ποδόσφαιρο. Έφευγα από το σχολείο και αμέσως έτρεχα να πάω στην προπονήσεις και μόλις τελείωναν, παίζαμε στη γειτονιά ή βλέπαμε αγώνες.

Είμαι ποδοσφαιρικός μετανάστης, καθώς έφυγα από τη Νιγηρία εξαιτίας του ποδοσφαίρου. Έκανα ένα δύσκολο ταξίδι μέσω Βηρυτού, από το οποίο δεν επιβιώνουν όλοι. Ήθελα να έχω μια καλύτερη ζωή στην Ελλάδα ξεκινώντας από το ποδόσφαιρο. Το είδωλο μου ήταν ο Jay-Jay Okocha. Ήταν ένας θρύλος για όλους εμάς, που τον θυμόμαστε να παίζει στην Παρί Σεν Ζερμέν και την Μπόλτον.

Κάνουμε 2-3 προπονήσεις την εβδομάδα εδώ στο γήπεδο της Αλεπότρυπας και τους περισσότερους μας βολεύει αρκετά γιατί μένουμε στα Πατήσια και στην Κυψέλη. Πού και πού παίζουμε και κάποια φιλικά.

Ο Τζέρι, ο κόουτς Κένεντι και ο Νέλσον είναι η ραχοκοκαλιά της ομάδας.

Παίζω στη θέση του αμυντικού χαφ και στην Ελλάδα αγωνίστηκα κατά κύριο λόγο για τον Ολυμπιακό Κερατσινίου. Φυσικά όλα αυτά τα χρόνια έκανα κι άλλες δουλειές και τώρα είμαι υπεύθυνος προσωπικού σε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της Αθήνας.

Στην Ελβετία ζήσαμε μαγικές στιγμές. Ήμασταν μια ομάδα, μια οικογένεια και είχαμε μια καρδιά. Για αυτό και τα καταφέραμε τόσο καλά. Είμαι ευλογημένος για όσα ζήσαμε στην Ελβετία. Τα συναισθήματα ήταν πολύ έντονα γιατί ήμουν παρών σε μια τέτοια ιστορία. Δηλαδή από τη μία το σκεφτόμουν και παρατηρούσα τι γινόταν και ταυτόχρονα ήμουν ο αρχηγός της ομάδας, άρα μπορούσα να επηρεάσω το παιχνίδι. Ήταν ένα όνειρο.

Ήταν εκπληκτικό το ότι όλο αυτό το πετύχαμε εκπροσωπώντας την Ελλάδα. Κοίτα, έχω ζήσει τόσα χρόνια στην Ελλάδα, η σύζυγός μου είναι η Ελληνίδα τα παιδιά μου που είναι 7 και 4 ετών είναι Έλληνες, έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει εδώ, οπότε νιώθω και εγώ Έλληνας.

Όταν είχα πρωτοέρθει και κυρίως κατά τη διάρκεια της κρίσης τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα. Τώρα είναι πολύ καλύτερα τα πράγματα. Σήμερα μετά από τόσα χρόνια δεν αναγνωρίζω καν τις δυσκολίες. Έχω τη δική μου οικογένεια, έχω τους φίλους μου, τους συμπαίκτες μου και συνεχίζω να δουλεύω, οπότε δεν βλέπω καν τις δυσκολίες που ίσως υπάρχουν».

Ο Νέλσον, κάποτε φοβόταν να κυκλοφορήσει, τώρα γεμίζει κλαμπ με τη μουσική του

«Η γυναίκα μου είναι Ελληνίδα και ο γιος μου θα παίζει για την Ελλάδα, οπότε είμαι πολύ περήφανος που έχει έναν πατέρα που έπαιξε για την ελληνική ομάδα» λέει ο υπαρχηγός της ομάδας.

Τον τραβάω στην κυριολεξία μετά από ένα σπριντ στη δεξιά πλευρά του γηπέδου. Φάνηκε ότι δεν ήθελε να βγει αλλαγή ούτε για πέντε λεπτά, αλλά μόλις άρχισε να μιλά για την ομάδα, τα ξέχασε όλα. Ο Νέλσον ήρθε και αυτός από τη Νιγηρία στις αρχές της χιλιετίας και κοινό χαρακτηριστικό με τους προηγούμενους, είναι ότι μετανάστευσε για το ποδόσφαιρο. Βοηθά όσους συμπατριώτες του φτάνουν στη χώρα μας και πλέον, πέρα από το ποδόσφαιρο, έχει βρει τη χαρά και στη μουσική, αφού έχει γίνει DJ και μάλιστα γυρνά τον κόσμο παίζοντας τη μουσική του.

«Βρίσκομαι στην Αθήνα τη μισή μου ζωή. Είμαι 36 και ήρθα στην Αθήνα όταν ενηλικιώθηκα. Δεν ήθελα να έρθω στην Ελλάδα μόνο για μια καλύτερη ζωή, που δεδομένα θα είχα, αλλά κυρίως για το ποδόσφαιρο. Αγωνίστηκα κάποια χρόνια στον Ιωνικό Νικαίας αλλά δυστυχώς είχα έναν πολύ σοβαρό τραυματισμό και δεν έπαιξα όσο θα μπορούσα.

Στη Νιγηρία είχα μια κανονική ζωή. Έφυγα μόλις είχα μπει στο Πανεπιστήμιο αλλά ήμουν αρκετά καλός στο ποδόσφαιρο και αποφάσισα να κυνηγήσω το όνειρό μου. Παίζω ως μεσοεπιθετικός και τότε ήμουν αλήθεια πολύ καλός.

Τα πρώτα μου χρόνια στην Ελλάδα έμεινα στον Άγιο Νικόλαο, όμως τώρα βρίσκομαι με τη γυναίκα μου και το μωρό που μόλις κάναμε στην Πανόρμου. Είναι φανταστικό συναίσθημα το να είσαι πατέρας μετά από όλα όσα πέρασα. Ξέρεις, στην Ελλάδα ήταν όλα πάνω-κάτω και ως μετανάστες αυτό το ζούσαμε στο πολλαπλάσιο.

Το πιο δύσκολο τα πρώτα χρόνια ήταν το να βρω μια κανονική δουλειά και το να προσαρμοστώ στις καθυστερήσεις που υπήρχαν και υπάρχουν στα χαρτιά. Να έχει λήξει η άδεια παραμονής και να τριγυρνάς με μια βεβαίωση. Αυτά επηρεάζουν πολλά άτομα και δεν είναι εύκολο ψυχολογικά να το αντιμετωπίσεις.

Πριν από την περίοδο του Αλέξη Τσίπρα είχαμε φυσικά και τα θέματα με τη Χρυσή Αυγή, που ήταν πολύ δύσκολα. Δεν μπορούσες καλά – καλά να κυκλοφορήσεις. Είχα φίλο που χτυπήθηκε πολύ άσχημα στην περιοχή κοντά στον Σταθμό Λαρίσης. Μετά την περίοδο του Τσίπρα τα πράγματα έγιναν καλύτερα για εμάς και μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε πιο άνετα και σήμερα είναι ακόμη καλύτερα.

Επειδή ήμουν “παλιός” εκείνα τα χρόνια, όσοι έρχονταν από τη Νιγηρία, με έβρισκαν για να με ρωτήσουν τι γίνεται εδώ και πως μπορώ να βοηθήσω σε διάφορα προβλήματα. Τότε εγώ τους έλεγα να ψάξουν καλά για δουλειά, γιατί πάντα κάτι υπάρχει. Πολλοί έρχονται εδώ από τη Νιγηρία και δεν θέλουν μόνο να βοηθήσουν τον εαυτό τους, αλλά και την οικογένειά τους που παραμένει στην Αφρική. Αλλά δεν είναι όπως τα περιμένουν. Δεν υπάρχουν τόσα λεφτά στην Ελλάδα και τους το λέω εδώ. Είχα έναν φίλο που είχε έρθει με σκοπό να βγάλει χρήματα, αλλά στην κρίση ήταν δύσκολο αυτό. Τότε άρχισε να παρουσιάζει ζητήματα ψυχικής υγείας και δεν άντεχε καθόλου την κατάσταση. Κατέληξε στο νοσοκομείο.

Εγώ σήμερα δουλεύω ως DJ. Σκεφτόμουν “τι μπορώ να κάνω για να φέρω χρήματα και να πληρώσω το νοίκι” και κατάλαβα ότι αυτό που ήθελα είναι να παίζω τη μουσική μου. Πήγαινα στα κλαμπ και κατάλαβα ότι δεν έπαιζε κανείς αφρικανική μουσική και ήταν κρίμα να μην υπάρχει πουθενά γιατί είναι πολύ χορευτική. Οπότε τα τελευταία 10 χρόνια έχω αποκτήσει το όνομα DJ Prolific και όπου παίζω, το μέρος γεμίζει, γιατί από ότι φαίνεται υπάρχει πολύς κόσμος που του έλειπε να ακούει afrobeat το βράδυ.

Στην Ελβετία ήμουν ο διασκεδαστής της ομάδας και χάρηκα πολύ που πετύχαμε ό,τι πετύχαμε. Ήταν ιδιαίτερη τιμή ότι το πετύχαμε με την ελληνική ομάδα, γιατί θέλω ο γιος μου που θα μεγαλώσει σαν Έλληνας, να ξέρει ότι έπαιξα για αυτήν την ομάδα. Είναι πολύ σημαντικό για εμένα».