Ο Μάριος Φραγκούλης πάντα έβρισκε τον δρόμο
Ξετυλίξαμε με τον σημαντικό τενόρο το κουβάρι μιας ζωής γεμάτη μουσική, δουλειά και αγάπη, λίγο πριν ανέβει στη σκηνή του θεάτρου Παλλάς μαζί με την Ελευθερία Αρβανιτάκη.
- 7 ΦΕΒ 2025
Η ζωή του Μάριου Φραγκούλη, σίγουρα μπορεί να γεμίσει αμέτρητες σελίδες, σε ένα βιβλίο που στα περιεχόμενα θα περιλαμβάνει κεφάλαια όπως η μουσική, η διεθνής αναγνώριση, οι σπουδαίες συνεργασίες, οι μεγάλοι σταθμοί στο εξωτερικό με επίκεντρο όμως πάντα την αγαπημένη του Ελλάδα και η πολύπλευρη καλλιτεχνική του προσφορά.
Ο τίτλος όμως, μπορεί να είναι απλά και μόνο μία λέξη: Δουλειά. Από μικρό παιδί, όταν ήρθε στη χώρα μας από την Αφρική όπου και γεννήθηκε, γαλουχήθηκε στην κλασική μουσική και μέσα από τη σκληρή δουλειά, κατάφερε να καθιερωθεί ως ένας σπουδαίος τενόρος και στη συνέχεια να επανεφεύρει διαρκώς τον εαυτό του, πάντα με όχημα τη μελέτη και το πάθος για αυτό που κάνει.
Και σαν ένα τέλειο κυκλικό σχήμα, δεκαετίες αφότου επισκεπτόταν κάθε Κυριακή το Παλλάς ως θεατής, ανακαλύπτοντας για πρώτη φορά τους σπουδαίους, ήρθε η ώρα να ανέβει στη σκηνή του ιστορικού θεάτρου, παρουσιάζοντας μαζί με την Ελευθερία Αρβανιτάκη την παράσταση «Πρώτη Φορά».
Ανάμεσα στις πολύωρες πρόβες και -τι άλλο;- τη σκληρή δουλειά ενόψει της πρεμιέρας, την Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου, τον συναντήσαμε στο χώρο του θεάτρου, όπου και ξετύλιξε σε πρώτο πρόσωπο το κουβάρι της ζωής του, από την Αφρική στην Ελλάδα και από τη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο, το Μιλάνο και τις σκηνές όλου του πλανήτη.
Έχω πολλές αναμνήσεις από την Αφρική. Θυμάμαι τα πάρκα, τα παιδιά που παίζαμε μαζί στον κήπο του σπιτιού. Θυμάμαι ακόμα τα ταξίδια με τα τρένα και τις συναντήσεις των Ελλήνων κάθε Κυριακή, τα πάρτι και τα φαγητά που τρώγαμε, το Πάσχα που μαζευόμασταν και τις γιορτές των Κασιωτών γιατί ήμασταν πολλοί Κασιώτες εκεί και Κερκυραίοι. Η μητέρα μου έκανε αυτό το μεγάλο ταξίδι που βλέπουμε στις ταινίες, πήγε από την Κέρκυρα στην Αφρική για να παντρευτεί τον πατέρα μου.
Από την Αφρική ήρθα στην Αθήνα για να βρω τη γιαγιά μου και τελικά έμεινα και έζησα με τη θεία μου και τον θείο μου και έτσι η Ελλάδα έγινε η πραγματική μου πατρίδα. Ήμουν ένα πολύ αθώο παιδί όταν γύρισα. Η κλασική μουσική με αγάπησε και την αγάπησα από τότε. Από το σχολείο, από την κυρία Μαρία που ήταν η πρώτη μου δασκάλα, στην πρώτη δημοτικού.
Από έξι χρονών αγάπησα την κλασική μουσική, καθώς κάθε Κυριακή πρωί επισκεπτόμουν με τους γονείς μου, τη μητέρα μου ειδικά, το Παλλάς και βλέπαμε κλασικές συναυλίες. Η μητέρα μου λάτρευε την κλασική μουσική, όπως και η θεία μου, που με μεγάλωσε, η δεύτερη μητέρα μου, στην ουσία, η Λούλα. Και αγάπησα έτσι όλες τις συμφωνίες του Μπετόβεν.
Δεν ήξερα τι ήταν αυτό που άκουγα στην ουσία, αλλά έγινε μέρος της ζωής μου. Ήταν κάτι που το προτιμούσα από το να πηγαίνω σε μια εκκλησία. Πηγαίναμε και στην εκκλησία πολύ και στο κατηχητικό, ακούγαμε ψαλμούς. Ωστόσο, η κλασική μουσική με τραβούσε πάρα πολύ και μάλιστα θυμάμαι η θεία μου με είχε ρωτήσει ποιο όργανο μου αρέσει πιο πολύ και αμέσως απάντησα το βιολί. Μου εξήγησε ότι είναι ο βασιλιάς των οργάνων και έτσι ξεκίνησα.
Παρά την ενασχόλησή μου με τη μουσική από μικρός, διασκέδαζα και έπαιζα όπως κάθε άλλο παιδί. Για να πω την αλήθεια, δεν ήμουν και ο πιο μελετηρός μαθητής στο βιολί. Γι’ αυτό κιόλας δεν έγινα βιολιστής. Για να γίνεις βιολιστής πρέπει να μελετάς πάρα πολύ. Όπως και στο τραγούδι, το οποίο μαζί με το θέατρο μελετούσα πάρα πολύ. Οτιδήποτε κάνεις στη ζωή σου, πρέπει να μελετήσεις πάρα πολύ και να το αγαπάς εξίσου.
Πρώτα ήμουν στο Ελληνικό Ωδείο με τον κύριο Βατικιώτη και μετά πήγα στο Ωδείο Αθηνών και σπούδασα με τον Παντελή Δεσποτίδη. Μετά από πολλά χρόνια έμαθα ότι ο Παντελής Δεσποτίδης ήταν και μέρος του μουσικού συνόλου Μάνου Χατζιδάκι και ήταν και στην ορίτζιναλ βερσιόν του Μεγάλου Ερωτικού. Κάτι που δεν το ήξερα τότε, αλλά θυμάμαι που μου έλεγε ότι παίζω βιολί σαν να τραγουδάω. Μου είχε μείνει αυτό, γιατί θεωρώ ότι η κλασική μουσική και ειδικά το βιολί με έκανε σίγουρα καλύτερο τραγουδιστή. Αισθάνομαι ότι όταν τραγουδάω ξέρω τι ήθελε ο συνθέτης να δώσει στο κοινό του και πιστεύω ότι η κλασική μουσική βοηθάει πάντα τα παιδιά και στη ζωή τους και στον τρόπο που σκέφτονται για τα όνειρά τους, για τον τρόπο που ζουν. Είναι μια εκπαίδευση πολύ ουσιαστική.
Από τους ανθρώπους που με επηρέασαν περισσότερο, θα έβαζα πρώτη τη θεία μου τη Λούλα, γιατί πάντα μου έλεγε να μην ξεχνάω πώς ξεκίνησα τη ζωή μου, ποιος με βοήθησε στα πρώτα χρόνια και είπε «Μάριε, μην ξεχνάς ποτέ ποιος είσαι και ποια ήταν τα όνειρα και τα ιδανικά σου και από τι υλικά είσαι φτιαγμένος σαν άνθρωπος».
Ο Χρήστος Λαμπράκης επίσης με βοήθησε πραγματικά, όχι σαν δημοσιογράφος, αλλά σαν πρόεδρος των υποτροφιών Μαρία Κάλλας, που ήταν ο πρώτος πολύ μεγάλος ευεργέτης στη ζωή μου, με βοήθησε στον δρόμο της κλασικής μουσικής. Γιατί χωρίς τον κύριο Λαμπράκη δεν θα είχα τη φωνή που έχω, δεν θα είχα μάθει να τραγουδάω, δεν θα είχα γνωρίσει τους μεγάλους δασκάλους της μουσικής που γνώρισα στη ζωή μου. Ούτε τη Μέριλυν Χορν, ούτε τον Αλφρέντο Κράους, ούτε τον Κάρλο Μπεργκόντσι. Η ζωή μου θα ήταν τελείως διαφορετική.
Ο Κάμερον Μάκιντος ήταν ένας σπουδαίος μάστερ στη ζωή μου, γιατί μου έδωσε την ευκαιρία στα 22 μου χρόνια, μόλις έβγαινα από δραματική σχολή, να παίξω το ρόλο του Marius στους Αθλίους. Τόσο μικρός, βρέθηκα να κάνω οκτώ παραστάσεις την εβδομάδα.
Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Γι αυτό κιόλας δεν συμφωνώ τόσο με τους διαγωνισμούς που παίζονται στην τηλεόραση. Εντάξει, υπάρχουν πολλά ταλέντα που ανακαλύπτουμε μέσα από αυτούς. Αλλά στην πραγματικότητα η μελέτη κάνει τη διαφορά, το να πας να μάθεις μουσική, θεωρία, σολφέζ, να μελετάς ένα ρολό, τη μουσική από μέσα προς τα έξω. Είναι πολύ σημαντικό και πιστεύω μόνο έτσι μπορείς να γίνεις πραγματικός μουσικός. Να ξέρεις τι σημαίνει μουσική.
Θεωρώ ότι ένα παιδί σίγουρα πρέπει να έχει αυτό που του έχει δώσει ο Θεός, η φύση του. Αλλά η μελέτη σε ανεβάζει πολύ πιο ψηλά στο είδος που έχεις ακολουθήσει. Ο Πλάθιντο Ντομίνγκο και η Μαρία Κάλλας γεννήθηκαν με τρομερά χαρίσματα φωνητικά, αλλά μελέτησαν και πάρα πολύ. Δηλαδή η Μαρία Κάλλας, δίπλα στην Ελβίρα Ντε Ιντάλγκο ήταν η πρώτη μαθήτρια που πήγαινε στο Ωδείο και η τελευταία που έφευγε.
Άκουγε όλες τις φωνές, άκουγε τους μπάσους, τους βαρύτονος, τις σοπράνο, τις μέτζο σοπράνο, τις κοντράλτο. Ήθελε πραγματικά να μάθει τι σημαίνει φωνή, τι είναι, από τι αποτελείται, πώς μαθαίνει κάποιος να λειτουργεί αυτό το όργανο που ονομάζεται φωνή. Γιατί οι φωνητικές χορδές είναι οι πιο εύθραυστοι μυς του σώματος. Κι αυτοί οι μυς πρέπει να δουλευτούν σιγά-σιγά, απαλά. Είναι μυς που δεν τους βλέπεις. Δεν μπορείς να καταλάβεις πώς λειτουργούν και χρειάζεται πάρα πολύ μεγάλη υπομονή και πολλή δουλειά. Ώρες που δεν χρειάζεται καν να μιλήσεις.
H Κάλλας είχε μία τεχνική απίστευτη, ήταν πέντε φωνές σε μία. ‘Ήταν και μέτζο σοπράνο και κοντράλτο και δραματική σοπράνο και δραματική κολορατούρα, όπως την είπαν τελικά, γιατί τραγουδούσε τα πάντα από Λαίδη Μάκμπεθ μέχρι Λουτσία. Όλους τους ρόλους που μπορούσε κανείς να φανταστεί μια σοπράνο, ήταν ικανή να τους τραγουδήσει.
Έλεγε ότι ο Βάγκνερ είναι πολύ εύκολος. Που άλλες σοπράνο πνίγονται τραγουδώντας Βάγκνερ. Η Βιολέτα της Κάλλας, ήταν η καλύτερη στην Τραβιάτα που έχει παιχτεί ποτέ στον κόσμο. Το επίπεδο της Κάλλας ήταν πολύ ψηλά και όσες έχουν φτάσει να δουλέψουν όλη τους τη ζωή για να φτάσουν κάπου κοντά, είναι ίσως οι καλύτερες. Η Μονσεράτ Καμπαγιέ, η Τζόαν Σάδερλαντ, η Κίρι Τε Κανάουα.Η Κάλλας ακόμα και σήμερα πουλάει περισσότερο από όλες τις σοπράνο. Και πιστεύω ότι τελικά κάποια στιγμή ήθελε απλά να είναι η Μαρία και όχι η Μαρία Κάλλας.
Παρακολούθησα και την ταινία για τη ζωής της όπου η Angelina Jolie πέτυχε απόλυτα να δώσει σε μας αυτές τις τελευταίες μέρες της. Ήταν συγκλονιστική στον ρόλο αυτό. Γιατί Μαρία Κάλλας πέρασε πολύ δύσκολα, τον τελευταίο καιρό, λίγο πριν πεθάνει. Υπήρχαν αυτές οι στιγμές που ήταν μόνη και πήγαινε στο αγαπημένο της καφενείο και έκανε συζητήσεις με τον εαυτό της και έπινε τον καφέ ή το ποτό της και ο ίδιος ο μπάρμαν έλεγε «μα με ποιον μιλούσες τόση ώρα;». Και απαντούσε «μην ανησυχείτε, δεν έχω τίποτα. Είναι μια συζήτηση που πρέπει να κάνω με τον εαυτό μου για να λύσω κάποια θέματα». Ήταν κάπως μεταξύ πραγματικότητας και ανισορροπίας και μη πραγματικότητας.
Δεν εκμεταλλεύτηκε το ότι πραγματικά είχε ανθρώπους που την αγαπούσαν. Είχε φίλους, συναδέλφους. Ακόμα ζούσε ο Τζουζέπε ντι Στέφανο. Ζούσαν τόσοι πολλοί καλλιτέχνες που τη λάτρευαν και την αγαπούσαν. Η Τζουλιέττα Σιμιονάτο, ο Φράνκο Κορέλι, όλοι οι σκηνοθέτες που την είχαν βοηθήσει και πραγματικά τη θεωρούσαν αγαπημένη τους φίλη. Θα μπορούσε δηλαδή να είχε μια άλλη ζωή. Να περνούσε καλά, να πήγαινε στο θέατρο, να απολαύσει τα πιο καλά της χρόνια. Ή θα μπορούσε και να είχε υιοθετήσει ένα παιδί κι ας μην έκανε το δικό της. Αλλά δυστυχώς καμιά φορά κλεινόμαστε στον εαυτό μας και δεν βλέπουμε πέρα από τη δυστυχία ή την κακή πλευρά που μας έχει περιορίσει.
Πάντα υπάρχει αυτή η ερώτηση σε έναν καλλιτέχνη. Τώρα τι κάνω; Ποιο είναι το επόμενο βήμα; Δηλαδή, έχω πιάσει τον εαυτό μου μετά από μια παράσταση στη Σκάλα του Μιλάνου και λέω «Θεέ μου, είμαστε το 2001 και παίζω τον Τόνι στη Σκάλα του Μιλάνου. Είναι λίγο πριν κλείσει η Σκάλα και κάθομαι μέσα στο καμαρίνι του Τζουζέπε ντι Στέφανο, εκεί που κάποτε καθόταν ο Καρούζο και ο Λουτσιάνο Παβαρότι. Στο καμαρίνι δηλαδή των μεγάλων τενόρων. Τι θα κάνω από το 2001 και μετά; Ποιος θα είμαι σε μερικά χρόνια;».
Τώρα, ας πούμε, μετά από πολλά χρόνια, αναρωτιέμαι τι θα κάνω στα επόμενα δέκα χρόνια. Μεγαλώνοντας όμως, ωριμάζει και το μυαλό και η ψυχή, λέω εντάξει, μπορεί να μην είμαι ο τενόρος που ήμουν πριν από δέκα χρόνια, αλλά θα βρω κάτι να κάνω. Ίσως διδάξω, ίσως μπω σε μια διαδικασία να κάνω Masterclass, να σκηνοθετήσω κάποια έργα, όπερες, να γίνω ο ηθοποιός που πάντα ονειρευόμουν. Θα βρω άλλους δρόμους.
Ενώ είμαι ένας άνθρωπος που μπορεί να στενοχωρηθεί πάρα πολύ αν η φωνή μου δεν λειτουργεί πια, δεν αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε δύσκολο σημείο ακόμα οπότε μιλάω ίσως με μια μεγαλύτερη άνεση. Πιστεύω ότι θα έβρισκα έναν άλλο τρόπο, γιατί βλέπω ότι γύρω μου έχω ανθρώπους που με αγαπάνε και μου έχουν υποσχεθεί πώς ό,τι και να συμβεί θα είναι πάντα κοντά μου. Παιδικοί μου φίλοι, άνθρωποι που ξέρω από όταν ήμουν 12 χρονών.
Έχω κρατήσει πολλές συμβουλές. Τη μία μου την έδωσε ο Πλάθιντο Ντομίνγκο όταν ήμουν 25 χρονών και του είχα τραγουδήσει το “E lucevan l’estelle” από την τρίτη πράξη της Τόσκα και η φωνή μου ήταν βαριά, καθότι τενόρος. Τον είχα ρωτήσει «ποιο είναι το μυστικό σας κύριε Ντομίνγκο; Πώς μπορεί ένας νέος να ακουμπήσει αυτή τη νίκη, αυτή την επιτυχία που είχατε εσείς;» και μου απάντησε με τρεις λέξεις «Δουλειά, δουλειά, δουλειά». Δεν υπάρχει τίποτα άλλο.
H άλλη συμβουλή ήταν από τον Μίκη Θεοδωράκη. Γιατί αναρωτιόμουν εγώ τότε, μα με τόσες επιτυχίες που είχα στο εξωτερικό, έχω παίξει στη Σκάλα του Μιλάνου, στο Κάρνεγκι Χολ, στο Royal Albert Hall, στα μεγάλα θέατρα του Λονδίνου, γιατί στην Ελλάδα δεν έχω αναγνωριστεί; Και μου εξήγησε: «Πάντα θα είσαι ένας ξένος στην Ελλάδα αν η ίδια η Ελλάδα δεν σε έχει δεχτεί ως δικό της παιδί. Πρέπει να τραγουδάς τα μεγάλα ελληνικά έργα και μετά κάνε ό,τι θέλεις. Μετά θα σταθείς σε όποιο μέρος του κόσμου θέλεις και θα λες είμαι Έλληνας, αλλά κάνω καριέρα στο εξωτερικό».
Τότε κάναμε το Άξιον Εστί στο Ηρώδειο και αισθάνθηκα τις ρίζες μου και είπα «Είμαι Έλληνας». Αισθάνομαι αυτή την ελληνικότητα, την Ελλάδα, τη φωτιά, την ενέργεια που μου έδωσε αυτός ο άνθρωπος, αυτό το «τέρας» που άνοιγε τα χέρια στη σκηνή και αισθανόμουν τον Ελύτη. Αισθανόμουν τις ρίζες μου, αισθανόμουν την Ελλάδα, τη δύναμη της ποίησης, της μουσικής και του ελληνικού έργου. Αυτό που πραγματικά αισθανόμουν όταν τραγουδούσα δίπλα από τον Ντομίνγκο. Αυτή τη δύναμη ότι ναι, είμαι Έλληνας. Δίπλα από τη Σάρα Μπράιτμαν, δίπλα από τον Χοσέ Καρέρας, τραγουδώντας σε διάφορα μέρη του κόσμου. Αυτό που αισθάνθηκα πλέον από εκεί και πέρα, τραγουδώντας στις μεγάλες σκηνές του κόσμου.
Πολλές φορές αισθανόμουν κάτι εξωτικό στην Ελλάδα, ότι ήμουν πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης. Δηλαδή πολλοί έλεγαν μα καλά, είσαι ηθοποιός τελικά ή είσαι τραγουδιστής; Γιατί με έβλεπαν ας πούμε σε κάποιο μιούζικαλ ή στους Όρνιθες ή τραγουδούσα στο Grease και έκανα τον Αχιλλέα στην Επίδαυρο. Δηλαδή τι τελικά είναι αυτός ο άνθρωπος; Είναι τενόρος, είναι τραγουδιστής του μιούζικαλ;. Υπήρχε δηλαδή πάντα ένας πόλεμος από τα μίντια. Τι τελικά είναι ο Μάριος; Και αυτό είναι κάτι που με συνόδευε σε όλη μου τη ζωή, αλλά τελικά είμαι αυτός που είμαι. Και δεν είναι κακό να μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα. Αυτό μου το έδωσε η φύση και το σπούδασα με πολλούς διαφορετικούς και τρομερούς δασκάλους, και στη δραματική σχολή και σε σχολή όπερας.
Έχω κάνει 24 δίσκους με διαφορετικά ύφη και συνεργασίες. Με τον Αλεσάντρο Σαφίνα, με τον Τζίτζι Ντ’ Αλέσιο, με τον Αλεξάντερ Άτσα. Με πολλούς συνεργάτες που είχαμε διαφορετικό ύφος στη μουσική, όπως ο Τζάστιν Χέιγουορντ των Moody Blues που κάναμε το “Nights in White Satin”. Πιστεύω στη σύμπραξη μουσικών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη.
Υπάρχουν πολλοί νέοι καλλιτέχνες που θαυμάζω, αγαπώ και στηρίζω. Βοηθάω πάρα πολλούς νέους καλλιτέχνες να πραγματοποιήσουν τους δικούς τους δίσκους. Ήμουν παραγωγός της Μυρτώς Βασιλείου και της Δήμητρας Σελεμίδου και διάφορων ακόμη νέων καλλιτεχνών των οποίων χορήγησα τις δικές τους δισκογραφικές δουλειές. Οι δισκογραφικές εταιρείες πλέον δεν δίνουν τα χρήματα για να βοηθηθούν τα νέα παιδιά και είναι πολύ δύσκολος ο δρόμος αυτός. Έχω πει πολλές φορές ότι όποια νέα παιδιά πραγματικά δεν έχουν τη δυνατότητα αυτή, μπορούν να με πλησιάσουν και εμείς θα βρούμε τον τρόπο να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους. Φτάνει να έχουν ταλέντο και να αγαπούν πραγματικά αυτό που κάνουν και να μην πιστεύουν ότι αυτό που προσφέρω εγώ είναι μια ευκολία. Να μην πιστεύουν ότι αυτό που προσφέρω εγώ είναι όπως το The Voice, μια στιγμούλα επιτυχίας. Είναι μια δουλειά δυνατή και σκληρή και πρέπει να δουλέψουν.
Είναι η πρώτη φορά που συνεργάζομαι με την Ελευθερία Αρβανιτάκη, γι’ αυτό άλλωστε ονομάσαμε έτσι την παράσταση, ενώ είναι κι ένα εξαιρετικό τραγούδι που θα το πούμε μαζί στη σκηνή. Ένα κομμάτι που το ακούσαμε από την Τζένη Βάνου και φυσικά και από τον Γιάννη Κότσιρα, του οποίου η διασκευή μου άρεσε πολύ. Θα πούμε μαζί πολλά ντουέτα με την Ελευθερία, θα είμαστε συνέχεια μαζί στη σκηνή.
Θα της κάνω φωνητικά για παράδειγμα στο “Hijo de la Luna”, θα πούμε μαζί και το «Δυνατά, Δυνατά». Θα κάνουμε μία σύμπραξη πάρα πολύ όμορφη. Δεν υπάρχει ούτε μία νότα περιττή στην παράσταση αυτή. Θα διασκεδάσει ο κόσμος, θα χορέψουμε στη σκηνή, θα παίξουμε διάφορα όργανα, θα έχουμε τρομερούς μουσικούς. Πιστεύω ότι οι τρεις με έξι παραστάσεις που έχουμε στο μυαλό μας θα είναι πολύ λίγες. Προς το παρόν θα κλείσουμε στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη παραστάσεις και θα είμαστε και το καλοκαίρι μαζί. Θεωρώ ότι πραγματικά θα ενθουσιαστεί ο κόσμος γιατί έχουμε φτιάξει ένα πρόγραμμα που το έχουμε αγαπήσει πάρα πολύ από τις πρόβες.
Θα τραγουδήσουμε και νέα τραγούδια. Το «Άνοιξες δρόμους», στο οποίο έγραψα τη μουσική και τον στίχο η Λήδα Ρουμάνη. Και φυσικά ένα νέο τραγούδι που θα πει η Ελευθερία που έγραψε η Λήδα με τον Θέμη Καραμουρατίδη. Πιοβάνι, Νίνο Ρότα, Λούτσιο Ντάλα, Χατζηδάκι, Θεοδωράκη, Καραμουρατίδη, Καρασούλο, Νικολακοπούλου, Γκάτσο. Ένα πρόγραμμα εφ’ όλης της ύλης, με τραγούδια που έχει αγαπήσει, χορέψει και τραγουδήσει ο κόσμος.
Σαν γεύση η ζωή μου έμαθε να μπορούμε να ζούμε όμορφα το σήμερα, το τώρα, να μπορούμε να αγαπάμε τους ανθρώπους, να συγχωρούμε αυτούς που μας έχουν πειράξει. Γιατί και εγώ έχω ζήσει πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια και με ανθρώπους που ήταν πολύ κοντά στη ζωή μου. Έτυχε να είναι πολύ κοντινοί μου άνθρωποι και όμως όταν τους συγχώρεσα έγινα καλύτερος άνθρωπος και θεωρώ ότι έτσι προχώρησα και η ζωή μου μαλάκωσε.
Αυτό το παιδάκι το πληγωμένο, έγινε ένας όμορφος άνθρωπος και πιστεύω ότι ομόρφυνε το μυαλό μου, η καρδιά μου. Αγάπησα ανθρώπους, μπόρεσα να γίνω πιο γενναιόδωρος σαν άνθρωπος. Μπόρεσα να αγαπήσω τον κόσμο, να γίνω πολύ πιο ισορροπημένος και θεωρώ ότι τελικά η αγάπη είναι το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί ένας άνθρωπος να δώσει σε έναν άλλον. Θεωρώ ότι η καριέρα είναι ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής μας, αλλά η αγάπη είναι ότι πιο σημαντικό έχουμε. Πρέπει πάντα να δίνουμε στους εαυτούς μας αυτό το δώρο μέσα σε όλα αυτά που πολλές φορές μας πνίγουν ή θεωρούμε ότι μας εγκαταλείπουν.
ΜΑΡΙΟΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ: ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ
- ΘΕΑΤΡΟ ΠΑΛΛΑΣ