Για τον Adrien Brody, το Brutalist ήταν οικογενειακή υπόθεση
Ο Adrien Brody αναζητούσε εδώ και καιρό ένα έργο που θα τον καταλάμβανε ολόκληρο. Το βρήκε στο The Brutalist.
- 6 ΦΕΒ 2025
Ο Adrien Brody ξέρει την τέχνη της αντοχής. Ο καταξιωμένος ηθοποιός έχει, επί σχεδόν τρεις δεκαετίες πια, γοητεύσει το κοινό με τη συχνά αθόρυβη, ευαίσθητη προσέγγισή του για χαρακτήρες σε ταινίες όπως το The Darjeeling Limited και Ο Πιανίστας.
Το 2003, ένας 29χρονος τότε Adrien Brody είχε κερδίσει για τον ρόλο του στο δεύτερο ως Władysław Szpilman, ενός Εβραίου μουσικού που είχε αποφύγει τη σύλληψη στην Πολωνία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Εξακολουθεί να είναι ο νεότερος που έχει κερδίσει το βραβείο.
«Όταν καθίσαμε και τα είπαμε με τον Adrien, αναγνώρισε αμέσως τον ελέφαντα στο δωμάτιο», μοιράστηκε ο Brady Corbet σε συνέντευξη Tύπου για τους ψηφοφόρους των Χρυσών Σφαιρών. «Μου είπε για τα χρόνια έρευνας που είχε κάνει, και τις συζητήσεις που είχε με επιζώντες όταν προετοίμαζε τον Πιανίστα. Πραγματικά έχουν ενημερώσει όσα έκανε στο Brutalist 20 και κάτι χρόνια αργότερα. Ήταν 20 χρονών όταν έκανε εκείνη την ταινία, τώρα είναι 50. Η εμπειρία του στον Πιανίστα είναι πραγματικά μέσα στα κόκαλά του».
Για πολλούς, η οσκαρική νίκη είναι πιστοποίηση για την ιδιότητα του κινηματογραφικού αστέρα. Αν όμως απλώς αναφέρεις το όνομα του Adrien Brody σε έναν μέσο θεατή, ενδέχεται να ανασηκώσει τους ώμους του. Δεν είναι απαραίτητο ότι θα χτυπήσει αμέσως το καμπανάκι. Δείξε του όμως το πρόσωπό του – γωνιώδες, συναισθηματικό, σαν τραυματισμένου στρατιώτη σε φωτογραφία άλλης εποχής – και θα τον αναγνωρίσει αμέσως.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του ο Brody έχει ενισχύσει ταλαντούχα καστ, ή δώσει κύρος σε ταινίες που ίσως διαφορετικά θα είχαν άμεσα την ταμπέλα του εύκολου ποπ κορν. Τον αναζητάς δηλαδή επειδή ξέρεις ότι έχει καλό γούστο.
«Λατρεύω τη δουλειά του Adrien», τονίζει ο Corbet. «Ακόμα και σε δευτερεύοντες ρόλους έχει κάνει πάντα πολύ τολμηρές επιλογές. Νομίζω ότι μοιάζει με ηθοποιό μίας άλλης εποχής. Είναι σαν τον Gregory Peck. Ή έναν πρώιμο De Niro. Έχει κάτι που πολύ, πολύ λίγοι σύγχρονοι ηθοποιοί έχουν».
Ο ίδιος ο Brody ωστόσο αναζητούσε εδώ και καιρό ένα έργο που θα τον καταλάμβανε ολόκληρο, που ο κόπος για τη δημιουργία του θα κατέληγε σε κάτι μοναδικό.
Το βρήκε στο Brutalist.
«Όλοι μας λαχταράμε να βρούμε πράγματα που έχουν νόημα για εμάς και γι’ αυτό, όταν συναντάς κάτι όπως το Brutalist, γίνεται βαθύ», μας λέει μέσω Zoom. «Νομίζω ότι μιλάω εκ μέρους όλων μας. Έχουμε όλοι συγκινηθεί απίστευτα από την εμπειρία. Ήταν μεταμορφωτική, αναζωογονητική και εμπνευσμένη με πολλούς τρόπους».
«Νομίζω ότι το έργο του Brady αναβαθμίζει πραγματικά τον κινηματογράφο και, αυτό που κατάφερε να πετύχει με πενιχρά μέσα, να αφηγηθεί μία ιστορία με τόση απεραντοσύνη και με όλη αυτή την ανθρωπιά, είναι πραγματικά ξεχωριστό. Έχει κάνει λοιπόν κάτι ατρόμητο και αυτό δεν γίνεται λόγω έλλειψης φόβου, ή θυσίας, ή δυσκολίας, αλλά γίνεται με γενναιότητα και τον επαινώ γι’ αυτό. Ξέρω ότι αυτό ήταν ένα ταξίδι επτά ετών για τον ίδιο και για τη Mona Fastvold, τη σύζυγο και σεναριακή-δημιουργική συνεργάτριά του. Είναι πραγματικά υπέροχο το γεγονός ότι έφτασε να καρποφορήσει και είμαι πραγματικά ευγνώμων που είμαι μέρος του, ειλικρινά».
Το The Brutalist, η τρίτη ταινία του σκηνοθέτη Corbet, έκανε το ντεμπούτο του στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας τον περασμένο Σεπτέμβριο. Είναι μία σαρωτική ιστορία μεταναστών, που παρακολουθεί τα ακραία σκαμπανεβάσματα στη ζωή του László Tóth. Ενός επιτυχημένου αρχιτέκτονα που εγκαταλείπει την Ουγγαρία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για να εγκατασταθεί στη Φιλαδέλφεια και να ξαναχτίσει στη ζωή του από την αρχή, ενώ περιμένει να συναντήσει ξανά τη σύζυγό του (Felicity Jones).
Όταν θα προσληφθεί από έναν πλούσιο γόνο (Joe Alwyn) για να χτίσει μία μεγάλη βιβλιοθήκη για τον εκρηκτικό πατέρα του (Guy Pearce), θα σηματοδοτηθεί η αρχή ενός έπους δεκαετιών για έναν απελπισμένο, λαμπρό καλλιτέχνη που κρατείται κάτω από τον έλεγχο της αμερικανικής εξουσίας και παλεύει να ευδοκιμήσει. Ή ίσως απλώς να επιβιώσει.
Ξέρουμε τι σημαίνει αυτό το όνειρο στην πράξη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πλαισιώνονται ως ένα έθνος που λεηλατεί τους ανθρώπους στους οποίους έδωσε μία ψεύτικη υπόσχεση. Ο καλλιτέχνης είναι κάτω από τη φτέρνα του καπιταλισμού, απρόθυμος να υποκύψει στους κανόνες του.
Όταν διάβασε για πρώτη φορά το σενάριο πριν από μερικά χρόνια, ο Brody είδε τις δυνατότητές του και ένιωσε απολύτως κατάλληλος για να τιμήσει αυτόν τον χαρακτήρα. Οι λόγοι ήταν εν μέρει προσωπικοί. Η μητέρα του, η φωτογράφος Sylvia Plachy, είχε διαφύγει από τις διώξεις κατά τη διάρκεια της ουγγρικής επανάστασης του 1956 και είχε φτάσει, όπως και ο László, στη Νέα Υόρκη. Ο ηθοποιός ωστόσο θα έχανε τον ρόλο σε πρώτη φάση από τον Edgerton και θα επανερχόταν στη συζήτηση όταν ο δεύτερος δεν θα μπορούσε τελικά να ανταποκριθεί λόγω διαφορετικού προγραμματισμού. Ο Corbet παραδέχεται πως αποδείχθηκε ότι ήταν ο μοναδικός για τον ρόλο.
«Το σενάριο ήρθε σε μένα πριν από πέντε χρόνια, έφυγε, και μετά ως εκ θαύματος επανήλθε. Αλλά διακυβεύονται τόσα πολλά εδώ και υπάρχουν τόσα πολλά που αυτή η ταινία αντιπροσωπεύει και κάνει για την κατάσταση του κινηματογράφου, και για όλους εσάς που ξοδεύετε τον χρόνο σας τιμώντας καλλιτέχνες και τα επιτεύγματά τους. Ξέρω ότι υπομείνατε πολλά περιμένοντας να βρείτε ταινίες αυτού του διαμετρήματος, όπως όλοι μας».
«Είναι μία αξιοσημείωτη εμπειρία για μένα από πολλές απόψεις, λόγω των άμεσων παραλληλισμών της δικής μου οικογενειακής ιστορίας στην ανάληψη ενός τέτοιου ρόλου», επισημαίνει.
«Είναι επίσης κάτι οικουμενικό. Πολλοί άνθρωποι είναι απόγονοι οικογενειών μεταναστών. Η μητέρα μου και οι γονείς της όχι μόνο εγκατέλειψαν τη Βουδαπέστη το 1956 κατά τη διάρκεια της Επανάστασης και μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά το ταξίδι της είναι και αυτό μίας καλλιτέχνιδας. Είναι φωτογράφος και έχει αφιερώσει τη ζωή της στο να αφήσει πίσω της έργο. Προφανώς υπάρχουν παραλληλισμοί με τον Laszlo από αυτή την άποψη. Ο τρόπος με τον οποίο οι εμπειρίες από το παρελθόν της επηρέασαν το έργο της, είναι επίσης κάτι που έχω πολύ συνειδητοποιήσει. Όχι μόνο το έργο της, αλλά και η ενσυναισθητική της φύση και ο τρόπος με τον οποίο βλέπει τον κόσμο. Και νομίζω ότι αυτό έχει επηρεάσει τη δουλειά μου και τις επιλογές μου ως ηθοποιός. Είναι καταπληκτικό πράγμα να αναπαριστώ τους παραλληλισμούς των παρελθοντικών ταξιδιών του αγώνα της μητέρας μου και το πώς μπορώ να το ενσωματώσω αυτό σε κάτι άλλο. Είναι πολύ σημαντικό για μένα».
Ο Corbet επέλεξε να γυρίσει το The Brutalist σε VistaVision, μια διαδικασία που η Paramount Pictures είχε εισάγει το 1954 με την κυκλοφορία του White Christmas του Michael Curtiz. Η πορεία του ήταν σύντομη αλλά ένδοξη. Έπαψε ουσιαστικά να χρησιμοποιείται τακτικά μετά το One-Eyed Jacks του Marlon Brando το 1961, αλλά πριν από αυτό είχε χρησιμοποιηθεί σε αρκετές από τις καλύτερες ταινίες του Alfred Hitchcock (συμπεριλαμβανομένων των Vertigo και North by Northwest), καθώς και στο The Searchers του John Ford, στο The Ten Commandments του Cecil B. DeMille και σε ένα σωρό εντυπωσιακές κωμωδίες του Jerry Lewis. Ήταν ένα από εκείνα τα φορμά, όπως το CinemaScope, που ήταν σχεδόν σχεδιασμένο για να προσελκύει το κοινό στον κινηματογράφο την ώρα που απογειωνόταν η τηλεόραση.
Εκτός από την αυξημένη λεπτομέρεια που παρέχει, το VistaVision εκφράζει τέλεια τις φιλοσοφικές ιδέες που βρίσκονται στον πυρήνα του The Brutalist, ιδιαίτερα την αντιπαράθεση μεταξύ μινιμαλισμού και μαξιμαλισμού που χαρακτηρίζει τόσο την αρχιτεκτονική που δημιουργεί ο πρωταγωνιστής, όσο και το ύφος της ίδιας της ταινίας. Ένα βασικό, άλλωστε, πλεονέκτημα του VistaVision ήταν πως το ευρύτερο οπτικό πεδίο του σημαίνει ότι οι κινηματογραφιστές μπορούν να αποτυπώσουν την εκτεταμένη αρχιτεκτονική χωρίς να καταφύγουν σε παραμορφωτικούς ευρυγώνιους φακούς.
Ο Brody θεωρεί ιδιοφυή την ιδέα του Corbet για τη συγκεκριμένη διαδικασία, ειδικά εφόσον δίνει την ευκαιρία στο κοινό να βιώσει και να απολαύσει την τέχνη και τα περιβάλλοντα του κεντρικού ήρωα όπως τα έζησε ο ίδιος.
«Έχω εδώ και καιρό αποκτήσει μία πραγματική αγάπη και σεβασμό για την αρχιτεκτονική και τον σχεδιασμό, και τώρα απέκτησα μία ακόμα ευρύτερη εικόνα», λέει ο Brody. «Και ξέρεις, ένα μεγάλο μέρος του πλαισίου της αφήγησης αφορά το πώς η μεταπολεμική αρχιτεκτονική επηρεάστηκε από τα τραύματα του πολέμου και το πώς υπάρχει μία συμβολική φύση σε αυτό το πρότζεκτ για τον Laszlo. Αλλά ακόμη και η δική μου σχέση με αυτό και το να βλέπω μία κατασκευή με αυτό το κούφιο, σπηλαιώδες εσωτερικό, είναι πολύ αντιπροσωπευτικό για τόσα πολλά που έχουν χαθεί και για την κενότητα που παραμένει μέσα του. Και όμως, αυτή η πνευματική αναζήτηση και η προσβασιμότητα σε μια ανώτερη δύναμη και μέσω του ύψους και του φωτός, και όλες οι μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης που ενσωματώνονται εδώ, μιλούν για το ατομικό του ταξίδι και τη λαχτάρα του αρχιτέκτονα ως καλλιτέχνη».
Τελικά το The Brutalist αναχωρεί από την Πενσυλβάνια για ένα λατομείο μαρμάρου στην Καράρα της Ιταλίας, για την πιο εντυπωσιακή σεκάνς της ταινίας, όταν ο Tóth συνοδεύει τον Van Buren σε ένα ταξίδι εκεί. Τα πετρώματα που είχε δανειστεί ο Μιχαήλ Άγγελος για να σμιλέψει τον Δαβίδ του είναι τόσο αστραφτερά λευκά, που τα βουνά μοιάζουν χιονισμένα. Οι δυο τους ξεναγούνται στον χώρο από τον επί μακρόν φροντιστή του, έναν ηλικιωμένο αναρχικό που πολέμησε τον Μουσολίνι με την ιταλική αντίσταση. Είναι μία απόκοσμη, συναρπαστική σεκάνς, τόσο για την εκπληκτική ομορφιά του φυσικού τοπίου της Καράρα όσο και για την ιστορία που ανακαλεί.
«Είχαμε όλους τους πόρους, τα δρύινα τραπέζια και όλα τα όμορφα πράγματα που οι άνθρωποι θέλουν να αποκτήσουν. Υπάρχει περιορισμένη ποσότητα από αυτά και δυστυχώς συλλέγονται και υπερεκμεταλλεύονται», περιγράφει ο Brody. «Η απεραντοσύνη αυτού του χώρου και οι οπτικές του ιδιότητες, τόσο το μεγαλείο, όσο και οι απόκοσμες πτυχές του, επειδή ήταν τόσο μοναδικές, αυτοί οι σπηλαιώδεις, ανακτορικοί τάφοι που περιβάλλονται από τοίχους από όμορφο μάρμαρο που σχηματίστηκαν μέσω αυτής της ανασκαφής – έχουν μία ενέργεια, έτσι δεν είναι; Σαν ένα τεράστιο, ενεργειακό συναίσθημα, ταυτόχρονα συντριπτικό και αναζωογονητικό, και πολύ περίπλοκο. Το εύρος και η ομορφιά των γυρισμάτων σε VistaVision έγιναν τόσο εμβληματικά και γεμάτα συναίσθημα, που μόνο προσθέτουν στην πολυπλοκότητα των στιγμών που βιώνουμε. Ήταν μια αξιοσημείωτη τοποθεσία και στιγμή για εμάς».
Το λατομείο όπου έγιναν τα γυρίσματα δεν ήταν τυχαίο.
«Είναι το λατομείο ενός φίλου μου. Ο Brady μού είχε γράψει νωρίς στην προετοιμασία, όταν ήταν στην Ιταλία, και μου είχε πει ότι πασχίζει να βρει την τοποθεσία για τα λατομεία. Και του είπα, “το ‘χω”. Μέσα σε δύο ή τρεις ώρες, μου στέλνει μία selfie ώμο-ώμο με τον φίλο μου, στην οικογένεια του οποίου ανήκει το λατομείο μαρμάρου όπου κάναμε γυρίσματα. Ήταν πολύ γενναιόδωρος που μας έδωσε την τοποθεσία για να γυρίσουμε κάτι τόσο σπουδαίο, με τα πενιχρά μας μέσα. Και νομίζω ότι η ταινία θα ήταν πολύ διαφορετική χωρίς αυτό».
Σε μία μελλοντική βιογραφική ταινία του Brody, ένα δεύτερο Όσκαρ θα ήταν το ευτυχές τέλος. Είναι κιόλας, αυτή τη στιγμή, το πιο πιθανό σενάριο για τη φετινή απονομή. Ο ηθοποιός ωστόσο θέλει να παραμείνει περισσότερο στο πόσο ζεστά έχει αγκαλιάσει το κοινό την ταινία.
«Δεν είναι μονάχα οι δυσκολίες του περιορισμένου προϋπολογισμού ή των χρονικών περιορισμών για την ταινία, αλλά και τα χρόνια της ζωής όλων μας που αφιερώσαμε στο Brutalist, η διατήρηση της αγάπης για τη δουλειά μας ώστε να είμαστε παρόντες και ικανοί να δώσουμε κάτι όταν τελικά μας ζητηθεί, η υπομονή και η αντοχή που χρειάζεται για να περιμένουμε μέχρι να μας δοθεί μία τέτοια ευκαιρία.
Η στιγμή μοιάζει θεραπευτική και θριαμβευτική. Μοιράζεσαι έναν εορτασμό με όλους τους ανθρώπους που αγαπούν και υποστηρίζουν όλα αυτά στα οποία έχεις αφιερώσει μια ζωή σου. Και το να λαμβάνεις αυτή την αγάπη, το να έχεις επίσης βοηθήσει να ανυψωθούν τα συναισθήματα όλων αυτών των ανθρώπων, ε, είναι πολύ ωραίο».
Το The Brutalist κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες από την Tanweer.