ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Πώς οι κατασκοπικές σειρές ανθίζουν ξανά σήμερα

Τα τηλεοπτικά spy thrillers έχουν καταλάβει τις streaming πλατφόρμες και το κοινό τα καταναλώνει με μανία. Το comeback τους δεν μπορεί να μην εξεταστεί σε συνάρτηση με τον ασταθή, πολωμένο και διεφθαρμένο κόσμο στον οποίο ζούμε σήμερα. 

“There’s a mole, right at the top of almost every streaming platform”. Με αυτό το quote θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τη φετινή τηλεοπτική σεζόν του streaming παραφράζοντας την εμβληματική φράση από την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του John le Carré, Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι (Tinker Tailor Soldier Spy) από τον Tomas Alfredson το 2011. Το “There’s a mole, right at the top of the Circus”, λέει ο Oliver Lacon του Simon McBurney στον George Smiley του Gary Oldman σε μία σκηνή που είναι από τις all time classic στο κατασκοπικό σύμπαν του σύγχρονου σινεμά. 

Ιστορίες με φόνους, συνωμοσίες, συγκαλύψεις, χαφιέδες, ανελέητο ανθρωποκυνηγητό, πράκτορες και μυστικές υπηρεσίες που κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να φτάσουν στην άκρη του νήματος και να αποκαλύψουν ή να συγκαλύψουν την αλήθεια είναι απλά παντού, όποια πλατφόρμα κι αν ανοίξεις. 

Τους τελευταίους μήνες, έχουμε δει σειρές όπως την πάρα πολύ καλή ανανεωμένη ματιά του The Day of The Jackal με τους Eddie Redmayne και Lashana Lynch στην ομώνυμη ταινία των 70s -βασισμένα και τα δύο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Frederick Forsyth-, την 4η σεζόν του εξαιρετικού Slow Horses του Apple TV+ με τον Oldman να ηγείται στο κατώτερο τμήμα της MI5, στο οποίο εργάζονται οι απόκληροι, αποτυχημένοι πράκτορες, εκείνοι που έχουν κριθεί ακατάλληλοι για κρίσιμες αποστολές, αλλά και το The Agency με τους Michael Fassbender, Jeffrey Wright, Jodie Turner-Smith και Richard Gere, την αμερικάνικη μεταφορά της γαλλικής σειράς Le Bureau des Légendes από το Showtime. 

Ακόμα πιο πρόσφατα, το Black Doves του Netflix με τους Keira Knightley και Ben Whishaw στους ρόλους της κατασκόπου και του πληρωμένου δολοφόνου, αντιστοίχως με φόντο το χριστουγεννιάτικο Λονδίνο, τον δεύτερο και τελευταίο κύκλο του The Night Agent και την επίσης δεύτερη του The Recruit στην ίδια πλατφόρμα, καθώς και το Prime Target του Apple TV+.


Φυσικά, η δημοτικότητα των κατασκοπικών θρίλερ στην τηλεόραση δεν είναι κάτι καινούργιο – αποτελούν εδώ και καιρό βασικό κεφάλαιο για τα δίκτυα και τους streamers, μεγάλο μέρος των οποίων οφείλεται ξεκάθαρα στον ανεξάντλητο πλούτο της κατασκοπικής λογοτεχνίας. 

Τα κατασκοπικά μυθιστορήματα εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στις αρχές του 19ου αιώνα, αντανακλώντας τη δυσπιστία γύρω από τις πολιτικές και στρατιωτικές συγκρούσεις της εποχής – πάρε για παράδειγμα το The Spy: A Tale of the Neutral Ground του James Fenimore Cooper (1821), που διερεύνησε τις εντάσεις κατά την Αμερικανική Επανάσταση (1775-1783) και τους φόβους ότι οι «Πατριώτες» ήταν Βρετανοί κατάσκοποι.

Κάνοντας ένα άλμα στο χρόνο και περνώντας από την απαρχή του λογοτεχνικού είδους στην πραγματική του άνθιση φτάνουμε στον 20ό αιώνα, όταν οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, ακολουθούμενοι από τον Ψυχρό Πόλεμο, καθώς και η δημιουργία εθνικών υπηρεσιών πληροφοριών στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ, παρείχαν την απαραίτητη γόνιμη έμπνευση. Κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου (1947-1991), μάλιστα, Βρετανοί συγγραφείς όπως ο le Carré και ο Len Deighton σημείωσαν τεράστια επιτυχία με τα διάσημα πλέον έργα τους, Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι (Tinker Tailor Soldier Spy) του 1974 και το Απόρρητος φάκελλος Ίπκρες (The Ipcress File) του 1962, ενώ ο Ian Fleming γέννησε το 1953 με την πένα του τον μυστικό πράκτορα που γέννησε όλους τους μελλοντικούς πράκτορες, τον James Bond. Στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, εν τω μεταξύ, ο Αμερικανός συγγραφέας του spy genre, Tom Clancy έγινε παγκόσμιο φαινόμενο με τη σειρά βιβλίων του για τον Jack Ryan.

Τώρα, περισσότερα από 200 χρόνια από τότε που τυπώθηκε για πρώτη φορά η δημοφιλής κατασκοπική λογοτεχνία, η όρεξη για θρίλερ του είδους δεν ήταν ποτέ πιο δυνατή. 

Σύμφωνα με ρεπορτάζ του BBC, στο Ηνωμένο Βασίλειο η αγορά για τα μυθιστορήματα κατασκοπείας αυξήθηκε θεαματικά κατά 45% μέσα σε ένα χρόνο αγγίζοντας σε έσοδα τις 9,7 εκατομμύρια λίρες το 2024, όπως δείχνουν τα ευρήματα της Nielsen BookData. Ο Philip Stone, επικεφαλής της διαχείρισης λογαριασμών εκδοτών στη Nielsen BookData, σημειώνει ότι, εκτός από περιόδους άνθησης για το είδος του εγκλήματος στο σύνολό του, μια τέτοια τεράστια αύξηση στις πωλήσεις των κατασκοπικών θρίλερ οφείλεται εν μέρει στην επιτυχία της προσαρμογής της σειράς Slough House του Mick Herron, πάνω στην οποία βασίστηκε το σενάριο του Will Smith για το Slow Horses

Δεδομένης της μεγάλης τηλεθέασης που σημειώνουν ορισμένες από τις κατασκοπικές τηλεοπτικές σειρές της φετινής και της περσινής σεζόν -η πρώτη σεζόν του The Night Agent ήταν η έβδομη σειρά με τις περισσότερες προβολές ποτέ στο Netflix, με 98,2 εκατομμύρια προβολές, με τη δεύτερη να καταλαμβάνει σχεδόν παντού παγκοσμίως την πρώτη θέση στο Top10 (και στη χώρα μας)- είναι επίσης σαφές ότι δεν είναι μόνο οι αναγνώστες, αλλά και οι θεατές που διψούν σήμερα για τέτοιου είδους ιστορίες. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό τώρα; 

Πώς η κατασκοπική φαντασία αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα

Ζούμε σε έναν ασταθή κόσμο, όπου η αλήθεια κρύβεται από την παραπληροφόρηση και όπου η εμπιστοσύνη στις κυβερνήσεις, τις αρχές και τις λοιπές οργανώσεις και ιδρύματα είναι αυτή τη στιγμή σε ιστορικό χαμηλό – κι αυτό είναι παγκόσμιο φαινόμενο.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το 45% των ανθρώπων που ερωτήθηκαν από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών στην έρευνά του το 2024 δήλωσε ότι «σχεδόν ποτέ» δεν εμπιστεύεται τις κυβερνήσεις οποιουδήποτε κόμματος ότι θα θέσουν τις ανάγκες του έθνους πάνω από τα συμφέροντα του δικού τους πολιτικού κόμματος. Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, δημοσκόπηση του 2023 της Gallup αποκάλυψε ότι μόλις το 8% του κοινού ανέφερε «μεγάλη εμπιστοσύνη» στο Κογκρέσο, ενώ περσινή μελέτη του Pew Research Center διαπίστωσε ότι μόνο το 22% των ενηλίκων στις ΗΠΑ δήλωσε ότι εμπιστεύονται την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να πράξει το σωστό σχεδόν πάντα ή τις περισσότερες φορές.


Μιλώντας στο BBC, ο Joseph Oldham, λέκτορας Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στο Βρετανικό Πανεπιστήμιο στην Αίγυπτο και συγγραφέας του 2017 Paranoid Visions: Spies, Conspiracies and the Secret State, υπογραμμίζει ότι υπάρχουν παραλληλισμοί μεταξύ της τρέχουσας άνθισης του κατασκοπικού θρίλερ και άλλων εποχών όπου το είδος είχε αναπτυχθεί ιδιαίτερα, όπως η περίοδος πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Είναι η αίσθηση στο παρασκήνιο των μεγάλων γεωπολιτικών εντάσεων μεταξύ των μεγάλων παγκόσμιων δυνάμεων που ξεφεύγουν από τον έλεγχο, είτε με τον πόλεμο να ελλοχεύει άμεσα μπροστά μας, είτε με την απειλή της αποκάλυψης και της δυστοπίας να αιωρείται συνεχώς στο παρασκήνιο και με τις εντάσεις να μετατοπίζονται σε πολέμους δι’ αντιπροσώπων και κατασκοπείας».

Ο ίδιος τονίζει παράλληλα ότι στις κατασκοπικές σειρές σήμερα έχουν διαφοροποιηθεί πολλά συγκριτικά με εκείνες παλαιότερων δεκαετιών, κυρίως το πώς αντικατοπτρίζονται οι καλοί, όσο και οι κακοί της υπόθεσης, θολώνοντας ακόμα περισσότερο τα όρια μεταξύ καλού και κακού. Επί παραδείγματι, σειρές του είδους στα 00s και στα 10s, όπως το Homeland και το 24 είχαν για κεντρικούς ήρωες-πράκτορες που δούλευαν για την εκάστοτε κυβέρνησή τους και μάχονταν κατά των αντίπαλων μεγάλων δυνάμεων. Τώρα, οι ήρωες περνούν μεγάλο μέρος της ιστορίας χωρίς να γνωρίζουν πραγματικά ποιον υπηρετούν και όταν το αντιλαμβάνονται δεν είναι πάντα για λογαριασμό της κυβέρνησης της χώρας τους.

Ο Oldham εξηγεί: «Παραδοσιακά, η κατασκοπική μυθοπλασία συνήθως έχει να κάνει με πράκτορες που εργάζονται για το κράτος ή την κυβέρνηση, είτε πρόκειται για τον James Bond, είτε για τον George Smiley, είτε πρόκειται για μια παρανοϊκή ιστορία συνωμοσίας όπου τους κυνηγάει και τους καταδιώκει η κυβέρνηση. Σε σειρές όμως σαν το Black Doves, οι κύριοι χαρακτήρες εργάζονται όλοι για αυτή την ιδιωτική υπηρεσία πληροφοριών την ομώνυμη Black Doves (Μαύρα Περιστέρια) και περνούν μεγάλο μέρος της ιστορίας χωρίς να γνωρίζουν πραγματικά ποιον υπηρετούν. Πρόκειται για ήρωες που διαχωρίζουν τη θέση τους από τους κρατικούς θεσμούς και αυτό σε ένα δεύτερο επίπεδο μιλάει για την ιδιωτικοποίηση μεγάλου μέρους της δημόσιας ζωής και για την αίσθηση ότι οι κυβερνήσεις φαίνονται όλο και πιο αναποτελεσματικές απέναντι σε αυτές τις καπιταλιστικές ανησυχίες».


Για να συμπληρώσει ο ψυχολόγος Dr. Justin Spray, εγκεκριμένο μέλος του British Psychological Socikery σχετικά με την αλλαγή στην αποτύπωση των κακών: «Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι οι “κακοί” έχουν αλλάξει για να αντανακλούν τις ανησυχίες του σήμερα. Ενώ πριν το είδος άνθισε λόγω των φόβων για τις ενέργειες των υπερδυνάμεων στη δεκαετία του 1950, οι τηλεοπτικές ιστορίες αντανακλούν τώρα ανησυχίες όπως η κλιματική κρίση και η εμπορία ανθρώπων αλλά και η δυσπιστία μας απέναντι στις ίδιες μας τις κυβερνήσεις».

Από ψυχολογικής σκοπιάς, ωστόσο, ως θεατές μας προσελκύει το κατασκοπικό είδος λόγω της σιγουριάς που προσφέρει στο τέλος ότι θα περιοριστεί το σκοτάδι της γεωπολιτικής, ότι θα ξεσκεπαστούν οι πραγματικά κακοί και ότι θα ξεκαθαριστεί το τοπίο σχετικά με το ποιος είναι «καλός» και «κακός». Ο Dr. Spray δίνει μία πολύ ωραία εξήγηση στο BBC

«Τα κατασκοπικά δράματα είναι ελκυστικά λόγω της απόδρασης και της αδρεναλίνης που προσφέρουν μαζί με την ευχαρίστηση του να παρακολουθούμε το συναρπαστικό ταξίδι ενός ήρωα, αλλά ένα σημαντικό στοιχείο είναι το πώς εκπληρώνουν την έντονη επιθυμία μας να επιλύουμε την ασάφεια και την αβεβαιότητα γύρω μας. Όταν το κάνουμε αυτό, ενεργοποιούνται τα συστήματα ανταμοιβής στον εγκέφαλό μας. Οι σειρές τραβούν επίσης την προσοχή και την περιέργειά μας για το άγνωστο και το απαγορευμένο και μάλιστα, σε καιρούς που ο κόσμος μας γίνεται όλο και πιο περίπλοκος, πολωμένος και διεφθαρμένος, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να πλοηγηθούμε με ασφάλεια και να κατανοήσουμε ζητήματα εθνικής και παγκόσμιας σημασίας».

Όπως συμπληρώνει ο Joseph Oldham και είναι η καλύτερα κατακλείδα: «Υπάρχει ένα υπέροχο απόσπασμα από τον πολιτισμικό ιστορικό Michael Denning, ο οποίος λέει ότι “ο μυστικός πράκτορας του σήμερα επιστρέφει την κατασκοπική δράση σε έναν κόσμο που μοιάζει όλο και λιγότερο προϊόν ανθρώπινης μυθοπλασίας”».