Στον φακό του Νικόλα Λώτσου η άγρια ζωή αποκτά φωνή
Ο πολυβραβευμένος φωτογράφος μοιράζεται ιστορίες που έχει ζήσει από τα ταξίδια του σε Αφρική και Αρκτική μέχρι να πετύχει το τέλειο κλικ, με αφορμή την έκθεση Η αίγλη των ζώων που εγκαινιάζεται προσεχώς στην Kourd Gallery.
- 22 ΦΕΒ 2025
«Βρισκόμασταν στο κατάλυμα Kichwa Tembo στην Κένυα. Το προηγούμενο βράδυ, είχαμε γίναμε μάρτυρες μίας αγέλης λιονταριών που είχαν σκοτώσει έναν βούβαλο. Το επόμενο πρωί, επιστρέψαμε στο σημείο. Τα λιοντάρια είχαν φύγει, αλλά πάνω από το μισοφαγωμένο κουφάρι υπήρχαν ύαινες. Πιο πέρα, τσακάλια και ακόμη πιο πίσω, όρνια που περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους. Ξέραμε ότι τα λιοντάρια θα επέστρεφαν για να διεκδικήσουν ξανά το θήραμά τους. Περιμέναμε ακίνητοι για δύο ώρες. Ξαφνικά, ακούστηκε μια αναστάτωση, σαν μια αόρατη απειλή να πλησιάζει.
Μέσα από το χορτάρι, πετάχτηκε μια λέαινα και με ένα σάλτο όρμησε προς τα ζώα που έκλεβαν το θήραμα της. Την ίδια στιγμή, τα όρνια άρχισαν να πετούν πανικόβλητα στον αέρα. Τα τεράστια φτερά τους χτυπούσαν πάνω στο όχημά μας και για ένα δευτερόλεπτο δημιούργησαν έναν κύκλο γύρω από τη λέαινα. Ήταν εκείνο το δευτερόλεπτο που πάτησα το κλικ. Ονόμασα τη φωτογραφία The Hunt (Το Κυνήγι)».
Η πιο πρόσφατη βράβευσή του είναι το Χρυσό Βραβείο Photo Paris PX3 (2024) στην κατηγορία της αρχιτεκτονικής φωτογραφίας, για τη σειρά του, Desert Rose.
Το Κυνήγι είναι μία από τις φωτογραφίες του που θα παρουσιαστούν στην έκθεση Η αίγλη των ζώων, σε επιμέλεια της Ελένης Βαροπούλου, η οποία εγκαινιάζεται στις 26 Φεβρουαρίου στην Kourd Gallery. «Η συνεργασία μου με την Kourd Gallery ξεκίνησε πριν χρόνια, όταν συμμετείχα σε μια έκθεση που διοργάνωσε στο Μιλάνο. Η νέα αυτή πρόσκληση προέκυψε φυσικά, μέσα από αυτή τη σχέση εμπιστοσύνης και αλληλοεκτίμησης που έχει αναπτυχθεί μεταξύ μας», αναφέρει ο φωτογράφος Νικόλας Λώτσος, που ασχολείται με την καλλιτεχνική φωτογραφία για πάνω από τρεις δεκαετίες, κυρίως με τη μαυροσπρόμαυρη αποτυπώνοντας την άγρια ζωή, φύση και ανθρώπινη κουλτούρα.
Η αίγλη των ζώων αφορμάται από τη σημερινή προβληματική για τη φύση και το περιβάλλον καθώς αυτά δοκιμάζονται από το σύγχρονο τρόπο ζωής και παντρεύει δύο τέχνες: αυτή της φωτογραφίας με εκείνη του κοσμήματος. Αυτό συμβαίνει μέσω της συνεργασίας του Νικόλα Λώτσου και της καλλιτέχνιδας του κοσμήματος Έλενα Σύρακα, στων οποίων τα έργα τα ζώα συνιστούν βασική θεματική. Ουσιαστικά, αυτό που θα δούμε είναι τα κοσμήματα να αναπαριστούν τα ζώα των φωτογραφιών και τα έργα να λειτουργούν από δυάδα ως μονάδα.
«Στην έκθεση θα παρουσιαστούν φωτογραφίες μου από την αφρικανική σαβάνα· στιγμές που έχω απαθανατίσει από τα σαφάρι που έχω κάνει στην Αφρική τα τελευταία 15 χρόνια. Πρόκειται για εικόνες που δεν καταγράφουν μόνο το άγριο τοπίο και τα ζώα, αλλά και το αθέατο νήμα που συνδέει την άγρια φύση με τον άνθρωπο».
Αν και η επαφή του με το κόσμημα είναι σχετικά μικρή, πάντα τον γοήτευαν τα κοσμήματα με ζώα. «Ήταν τα μόνα που μπορούσα να επιλέξω αβίαστα, ίσως λόγω του συμβολισμού τους. Ένα κόσμημα με ένα ζώο μπορεί να κρύβει δύναμη, σοφία, ελευθερία, επιβίωση – έννοιες που ταυτίζονται με το πνεύμα της φωτογραφίας μου. Έτσι, η συνύπαρξη φωτογραφίας και κοσμήματος σε αυτή την έκθεση φέρνουν και κάτι βαθύτερο από μία αισθητική σύνδεση. Να προσθέσω ότι η δουλειά της Έλενας είναι πραγματικά καταπληκτική. Είναι μία εξαιρετικά δημιουργική καλλιτέχνιδα».
Το συγκεκριμένο ετερόκλητο καλλιτεχνικό πάντρεμα κρύβει μία αντίθεση που τον ιντριγκάρει. «Οι αντιθέσεις είναι ακριβώς αυτό που με έκανε να αγαπήσω την Αφρική. Από τη μία, η ανεξάντλητη ομορφιά της σαβάνας, η άγρια φύση σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Από την άλλη, οι συχνά ακραίες συνθήκες διαβίωσης στις πόλεις, η απάνθρωπη ζωή στις παραγκουπόλεις. Αυτή η διαρκής σύγκρουση και συνύπαρξη με συναρπάζει.
Όσον αφορά τον συνδυασμό κοσμήματος και φωτογραφίας, δεν τον είχα δοκιμάσει ξανά στη δουλειά μου. Είναι μία νέα εμπειρία που με προκαλεί να δω την τέχνη μου με διαφορετική ματιά».
Το Κυνήγι είναι επίσης μία από τις πολλές ιστορίες που έχει ζήσει ο Νικόλας Λώτσος στα ταξίδια του σε Αφρική και Αρκτική μέχρι να πετύχει το τέλειο κλικ. Μοιράστηκε μαζί μου αρκετές, αλλά ίσως πρώτα να τον γνωρίσουμε καλύτερα.
«Από τα 15 μου ήξερα ότι η φωτογραφία θα γινόταν συνοδοιπόρος στη ζωή μου. Άλλοτε πιο στενά, άλλοτε από απόσταση, αλλά πάντα παρούσα. Είναι το καταφύγιό μου, η ισορροπία μου, η ψυχοθεραπεία μου.
Δεν θυμάμαι την πρώτη εικόνα που τράβηξα, αλλά θυμάμαι ακριβώς πώς ξεκίνησα. Ο θείος μου μού είχε δώσει μια εγκυκλοπαίδεια έξι τόμων για τη φωτογραφία, βασισμένη σε μαθήματα μιας γαλλικής σχολής. Ήταν η πρώτη μου “εκπαίδευση”. Μας έβαζαν και γράφαμε μια λίστα με καμία δεκαριά παραμέτρους (διάφραγμα, ταχύτητα, κατεύθυνση φωτός, κ.λπ). Την τυπώναμε πολλές φορές όσες και οι λήψεις του φιλμ. Όταν έβγαζα μια φωτογραφία, σημείωνα τις παραμέτρους που τη συνόδευαν, ώστε να μπορώ να αναλύσω τα λάθη μου μετά την εμφάνιση. Ήταν ένας σχολαστικός, αλλά πολύτιμος τρόπος μάθησης, που με βοήθησε να κατανοήσω σε βάθος τη φωτογραφική τεχνική».
Ξεκίνησε να φωτογραφίζει τοπία, προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα portfolio. Στη συνέχεια, πέρασε στις αστικές λήψεις και τη φωτογραφία δρόμου.
Όταν η Αφρική μπήκε στη ζωή του, το ενδιαφέρον του στράφηκε στην άγρια ζωή και φύση (wildlife), αλλά και σε ανθρωπολογικά/πολιτισμικά (cultural) και ανθρωπιστικά (humanitarian) projects που τον επηρέασαν όχι μόνο ως φωτογράφο, αλλά και ως άνθρωπο. «Στην Αφρική η φωτογραφία μου κινείται πάνω σε 3 άξονες: wildlife-culture-humanitarian. Σε κάθε ταξίδι μου εκεί προσπαθώ να καλύψω και τους τρεις.
Αργότερα, άρχισα τα ταξίδια στην Αρκτική – ένα ακόμα μέρος που δοκιμάζεται από την κλιματική κρίση και τον σύγχρονο τρόπο ζωής του ανθρώπου. Μετά ήρθε ένα διάλειμμα λόγω της γέννησης των παιδιών μου, όπου και στράφηκα στην αρχιτεκτονική φωτογραφία – η αρχιτεκτονική υπήρξε ίσως η μεγαλύτερη αγάπη μου μετά τη φωτογραφία. Πάντα πίστευα ότι φωτογράφιζα με έναν αρχιτεκτονικό τρόπο, ακόμα και στη φύση. Τα μάτια μου έψαχναν ασυνείδητα για γραμμές, σχήματα, μοτίβα».
Κι αν η πρώτη ιστορία που μου διηγήθηκε ήταν εκείνη για το πώς τράβηξε τη βραβευμένη του φωτογραφία, η δεύτερη αφορά το πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη φωτογραφία άγριας φύσης και ζωής. Όπως προανέφερε, το συγκεκριμένο είδος φωτογραφίας μπήκε στη ζωή του σε δεύτερη φάση. «Το 2006, μαζί με τη γυναίκα μου -σχεδιάζαμε μαζί αυτό το ταξίδι για μήνες- κάναμε το πρώτο μας σαφάρι στη Ζάμπια και τη Νότια Αφρική. Εκεί έγινε το “βάπτισμα”. Στο επόμενο ταξίδι, στην Κένυα, ήρθαν οι πρώτες δυνατές φωτογραφίες.
Η Αφρική ήταν ένα παιδικό μου όνειρο. Μεγάλωσα μαγεμένος από τον Ταρζάν, τη μαυρόασπρη σειρά με τον Johnny Weissmuller που με καθήλωνε κάθε Κυριακή και το αντίστοιχο περιοδικό που έτρεχα στα περίπτερα για να αγοράσω κάθε φορά που έβγαινε νέο τεύχος. Από τότε, η Αφρική και τα ζώα της δεν έφυγαν ποτέ από το μυαλό μου. Απλώς, έπρεπε να περιμένω μέχρι να γνωρίσω τη γυναίκα μου, που με έπεισε ότι μπορούμε να το τολμήσουμε.
Το πρώτο βήμα στην αφρικανική σαβάνα είναι μια εμπειρία που αλλάζει την αντίληψή σου. Ξαφνικά, συνειδητοποιείς ότι εκεί δεν είσαι στον κόσμο των ανθρώπων. Είσαι φιλοξενούμενος σε έναν κόσμο όπου η άγρια ζωή κυριαρχεί. Αυτή η αίσθηση είναι συγκλονιστική. Υπάρχουν στιγμές που προκαλούν δέος. Τα ζώα έχουν μια μοναδική μεγαλοπρέπεια, μια παρουσία σχεδόν μυθική.
Και μετά, όταν επιστρέφεις, συνειδητοποιείς ότι αυτό που βίωσες είναι κάτι που δεν πρέπει να χαθεί. Θέλεις να το δείξεις και σε άλλους. Να πεις την ιστορία του, γιατί μέσα σου ξέρεις ότι θέλεις και τα παιδιά σου -και τα παιδιά όλου του κόσμου- να μπορέσουν να το ζήσουν, όχι να το δουν μόνο σε ντοκιμαντέρ ή σε ένα μουσείο, όταν ίσως δεν θα υπάρχει πια δυστυχώς, έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα στον πλανήτη μας».
Τον ρωτώ γιατί θεωρεί ότι είναι σημαντική η φωτογραφία άγριας ζωής και φύσης. «Είναι μια υπενθύμιση, μια γέφυρα ανάμεσα στον κόσμο που ζούμε και σε έναν κόσμο που σιγά-σιγά χάνεται», απαντά και συνεχίζει: «Μας δείχνει την ομορφιά που υπάρχει εκεί έξω, αλλά ταυτόχρονα μας αναγκάζει να αναλογιστούμε πόσο εύθραυστη είναι. Μέσα από τον φακό, η φύση αποκτά φωνή. Κάθε εικόνα είναι μια ιστορία, μια στιγμή που διαφορετικά θα περνούσε απαρατήρητη. Και αν μπορέσει έστω και μία φωτογραφία μου να κάνει κάποιον να ενδιαφερθεί, να προβληματιστεί, να θελήσει να προστατεύσει αυτό που βλέπει, τότε νιώθω ότι η τέχνη μου έχει έναν σκοπό πέρα από την αισθητική της».
Του αρέσει να ταξιδεύει σε μέρη, όπου μπορεί να νιώσει πραγματικά ελεύθερος. «Εκεί βρίσκω την ουσία όσων θέλω να αποτυπώσω στη ζωή μου, όσα πραγματικά έχουν σημασία για μένα. Είμαι καλλιτέχνης και χρειάζεται να φέρω τον εαυτό μου και τον κόσμο που φωτογραφίζω πιο κοντά στο όραμά μου. Το όραμα στη δουλειά μου είναι το κλειδί που ξεκλειδώνει τη φωτογραφία μου. Η αξιοποίηση κάθε ίχνους φωτός και σκιάς είναι βασικά στοιχεία στη δουλειά μου. Το φως και η σκιά συνυπάρχουν. Το φως φωτίζει, η σκιά ορίζει.
Φωτίζω και σκιάζω δημιουργώντας μια σκηνή για τους πρωταγωνιστές μου, δίνοντάς τους χώρο να εκφράσουν έντονα συναισθήματα. Ο φόβος, η μοναξιά, η αποστασιοποίηση, αλλά και η ενέργεια, ο ρυθμός, η ελπίδα μπορεί να αποτυπωθούν συχνά στη φωτογραφία μου. Άλλες φορές μπορεί να βγάζουν ένα πιο subtle συναίσθημα, μια γαλήνη μια μελαγχολία, θαυμασμό, μια αίσθηση ευχαρίστησης. Πάντα όμως, για μένα υπάρχει από πίσω και μια εννοιολογική υπόσταση, μια συζήτηση που έχει να κάνει με τη διατήρηση της ζωής, της βιοποικιλότητας, των πολιτισμών, του πλανήτη. Με ενδιαφέρει να προκαλέσω κουβέντα για το conservation (το κίνημα διατήρησης που επικεντρώνεται στην προστασία των ειδών από την εξαφάνιση), να στρέψω τα βλέμματα, να προκληθεί σκέψη, να παρθούν αποφάσεις.
Η φύση συρρικνώνεται. Οι περιβαλλοντικές αλλαγές, η απώλεια φυσικών οικοτόπων και η ανθρώπινη παρέμβαση απειλούν όχι μόνο τη φύση και την άγρια ζωή, αλλά και φυλές που έχουν επιβιώσει για αιώνες. Πριν ξεκινήσω τα ταξίδια μου στην Αφρική, δεν προβληματιζόμουν τόσο πολύ για αυτά τα θέματα. Πλέον, ο φόβος της εξαφάνισης έγινε η πιο ισχυρή κινητήρια δύναμη πίσω από τη φωτογραφία μου. Μέσα από τα ταξίδια μου, έμαθα να εξερευνώ, και μέσα από την εξερεύνηση μαθαίνω να διατηρώ και να προστατεύω, τόσο τη φύση όσο και τους ανθρώπους.
Επί παραδείγματι, η φτώχεια και η απόγνωση που είδαμε στις παραγκουπόλεις της Κιμπέρας έφτιαξαν τον ανθρωπιστικό άξονα της φωτογραφίας μου και μας ώθησαν να αρχίσουμε να βοηθάμε ενεργά. Το 2010, ξεκινήσαμε δειλά, στηρίζοντας ένα μικρό σχολείο με 60 παιδιά. Σήμερα, έχουμε φτάσει να προσφέρουμε βοήθεια σε 600 παιδιά σε αυτό το σχολείο, δίνοντάς τους πρόσβαση στην εκπαίδευση και μια ευκαιρία για ένα καλύτερο μέλλον. Οι λήψεις από τις παραγκουπόλεις γίνονται με σκοπό να βοηθήσουν αυτά τα παιδιά. Όλα τα έσοδα πηγαίνουν εκεί».
Ο Νικόλας Λώτσος δεν ασχολείται επαγγελματικά μόνο με τη φωτογραφία. Ασχολείται πάνω από 30 χρόνια με τον αθλητισμό ως εκπρόσωπος αθλητών μπάσκετ. «Το 1994, έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές μου (ως Πολιτικός Μηχανικός στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο) και χωρίς να ασκήσω ποτέ το επάγγελμα συντάχθηκα με την προσπάθεια που είχε ξεκινήσει λίγα χρόνια νωρίτερα ο ξάδερφός μου, Νίκος Λώτσος στην Αμερική. Ο Νίκος ήταν επικοινωνιακά χαρισματικός και παθιασμένος με το άθλημα. Όταν γύρισε στην Ελλάδα μου μεταλαμπάδευσε αυτό το πάθος και αποφασίσαμε να συμπορευτούμε. Έτσι, δημιουργήσαμε μία από τις πρώτες εταιρείες εκπροσώπησης αθλητών μπάσκετ στη χώρα, η οποία μέσα σε λίγα χρόνια εξελίχθηκε σε ένα από τα κορυφαία agencies στην Ευρώπη.
Από την αρχή, ανέλαβα το δύσκολο κομμάτι της εύρεσης Αμερικανών αθλητών εκείνων που θα μας έπειθαν ότι μπορούσαν να εξελιχθούν σε κάτι σπουδαίο. Η διαδικασία ήταν απαιτητική σε μια εποχή που δεν υπήρχε Ίντερνετ, καθώς έπρεπε να βρίσκουμε βιντεοκασέτες -και αργότερα DVDs– να ψάχνουμε για ατέλειωτες ώρες, προσπαθώντας να εντοπίσουμε παίκτες με εκείνα τα μαγικά συστατικά που θα έφερναν την επιτυχία. Στην ουσία λόγω των περιορισμένων τεχνολογικών βοηθειών έκανα ένα δύσκολο scouting (πριν ακόμα εφευρεθεί ο ορός). Αφού ολοκληρώναμε την αξιολόγηση, ο Νίκος αναλάμβανε και κατηύθυνε το πολύ δύσκολο κομμάτι της εύρεσης των κατάλληλων ομάδων για να αγωνιστούν και κατόπιν, να γίνει η διαπραγμάτευση των όρων των συμβολαίων τους. Η συνεργασία μας ήταν παραγωγική και τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά».
Με αμέτρητες ώρες δουλειάς και αφοσίωση, καταφέραμε να χτίσουμε ένα agency που διαχειρίζεται μέχρι σήμερα elite αθλητές (από τον Σάσα Βεζένκοφ στον Ολυμπιακό, μέχρι τον Miloš Teodosić στον Ερυθρό Αστέρα και τον DeShane Davis Larkin στην Εφές), διαπραγματεύεται μερικά από τα πιο σημαντικά συμβόλαια στην ιστορία του αθλήματος και συνεργάζεται με κορυφαίους συλλόγους παγκοσμίως.
Τα τελευταία χρόνια, ο ανιψιός μου, Τιμ Λώτσος, ήρθε και έφερε μια νέα δυναμική νέο όραμα, νέες ιδέες μάρκετινγκ, δημιουργώντας μια ακόμα εταιρεία, προσφέροντας επιπλέον και μοναδικές λύσεις σε νεαρούς αθλητές που θέλουν να συνδυάσουν το μπάσκετ με τις σπουδές τους, έχοντας πρόσβαση σε κορυφαία προγράμματα στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Για εμάς, η εκπροσώπηση δεν είναι απλώς μια επαγγελματική δραστηριότητα – είναι μια οικογενειακή υπόθεση. Ένα μακροπρόθεσμο όραμα που βασίζεται στη δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης και στη διασφάλιση του καλύτερου δυνατού μέλλοντος για τους αθλητές μας».
Επιστρέφοντας την κουβέντα στη φωτογραφία, ο Νικόλας Λώτσος αναφέρει ότι από παιδί η ματιά του ήταν στραμμένη έξω, πέρα από την Ελλάδα. «Ονειρευόμουν μακρινά μέρη, την Αφρική, τον Βόρειο Πόλο, τα άγρια ζώα. Έγραφα σε ξένα φωτογραφικά φόρουμ, συμμετείχα σε διεθνείς διαγωνισμούς, συνεργαζόμουν με αθλητές από άλλες χώρες. Η Ελλάδα είναι η πατρίδα μου, δεν θα μπορούσα να ζήσω αλλού, αλλά πάντα ένιωθα πολίτης του κόσμου».
Μέσα στα χρόνια είχε την ευκαιρία να φωτογραφίσει παράλληλα, εκτός από την άγρια ζωή και αρκετές αφρικανικές φυλές με ξεχωριστές παραδόσεις, κουλτούρες και τρόπους ζωής. «Στην ανατολική Αφρική, κυριαρχούν οι Μασάι, ιδιαίτερα στην Κένυα και την Τανζανία, αλλά υπάρχουν και πολλές άλλες φυλές. Η προσέγγιση αυτών των κοινοτήτων απαιτεί σεβασμό, χρόνο και κατανόηση. Ναι μεν πας εκεί ως φωτογράφος, αλλά χρειάζεται να χτίσεις μια σχέση, να ακούσεις τις ιστορίες τους, να τους δείξεις ότι ενδιαφέρεσαι πραγματικά για τον τρόπο ζωής τους. Μερικές φορές έμενα κοντά τους, μαθαίνοντας την καθημερινότητά τους, παρακολουθώντας τελετουργίες, μπαίνοντας έστω και για λίγο στον κόσμο τους. Άλλες, οι συναντήσεις μας ήταν πιο σύντομες, πάντα όμως υπήρχε ένας καλός κώδικας επικοινωνίας.
Με τις λήψεις μου, προσπάθησα να αποτυπώσω όχι μόνο τα εντυπωσιακά ενδυματολογικά τους στοιχεία ή την όψη της κουλτούρας τους, αλλά την περηφάνια, τη δύναμη και την ανθεκτικότητά τους. Γιατί, τελικά, η φωτογραφία είναι ένας τρόπος να δεις την ψυχή ενός ανθρώπου, πέρα από την εικόνα του.
Όταν φωτογραφίζω αφρικανικές φυλές, επιλέγω συνειδητά να επισκέπτομαι απομονωμένα χωριά, όσο πιο μακριά γίνεται από τον τουρισμό. Η αυθεντικότητα είναι το στοιχείο που με ενδιαφέρει περισσότερο και αυτό δύσκολα το βρίσκεις σε μέρη που έχουν προσαρμοστεί στην τουριστική κουλτούρα. Πάντα έχω μαζί μου έναν οδηγό -συνήθως κάποιον από τη φυλή των Μασάι- που με βοηθά να επικοινωνήσω και να εξηγήσω τι είδους φωτογράφιση θέλω να κάνω. Η φωτογραφία, άλλωστε, δεν είναι απλώς μια διαδικασία τεκμηρίωσης, αλλά και μια ανταλλαγή. Σε αντάλλαγμα, εγώ αγοράζω από αυτούς τα υπέροχα χειροποίητα beads (παραδοσιακά κοσμήματα) που δημιουργούν με τόσο μεράκι».
Το project του, Masai Typology, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της εμπειρίας. Η φωτογράφιση έγινε σε ένα απομακρυσμένο χωριό στον κρατήρα του Ngorongoro στην Τανζανία και διήρκεσε, όπως μου εξηγεί, δύο ημέρες. Ήταν μια διαδικασία απαιτητική, αλλά συναρπαστική, καθώς προσπαθούσε να αποτυπώσει την ουσία αυτών των ανθρώπων, τον χαρακτήρα και την υπερηφάνεια τους μέσα από ένα αφαιρετικό, σχεδόν αρχιτεκτονικό πρίσμα. «Η φωτογραφία των φυλών δεν είναι απλώς μια καταγραφή. Είναι μια συνάντηση με έναν άλλο τρόπο ζωής, έναν διαφορετικό κώδικα επικοινωνίας, μια ματιά σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, αλλά εξακολουθεί να κρατά την ψυχή του ζωντανή».
Στη φωτογραφία της άγριας φύσης, υπογραμμίζει ότι «δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία. Μια στιγμή σου δίνει το ζώο, που περνά και χάνεται».
Μια ηλιόλουστη μέρα στη σαβάνα, φωτογράφιζε ένα λιοντάρι από το ανοιχτό τζιπ, καθώς πλησίαζε αργά προς το μέρος του. Ήταν τόσο απορροφημένος στο καδράρισμα, που δεν κατάλαβε πόσο κοντά είχε φτάσει. Όταν το κάδρο γέμισε, κατέβασε τη μηχανή και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ήταν στα τρία μέτρα. Πλησίασε ακόμα περισσότερο, ακούμπησε το ανοιχτό χωρίς παράθυρα τζιπ ακριβώς δίπλα του. «Αν άπλωνα το χέρι μου, θα μπορούσα να το αγγίξω. Ο οδηγός μάς είπε να μείνουμε ήρεμοι. Το λιοντάρι απλώς ξάπλωσε κάτω από το τζιπ, αναζητώντας τη δροσιά της σκιάς. Έμεινε εκεί για περίπου δέκα λεπτά, αποκλείοντάς μας από κάθε πιθανή κίνηση. Κάποια στιγμή, σήκωσα σιγά-σιγά τη μηχανή, έβγαλα το κεφάλι μου από την πόρτα, καδράρισα προσεκτικά, πάτησα το κλικ. Με κοίταξε χωρίς να κουνηθεί. Δεν τράβηξα άλλη». Αυτή είναι η φωτογραφία του με τίτλο Lion Head (Κεφάλι Λιονταριού), μια από τις πιο κοντινές και έντονες λήψεις που έχει τραβήξει ποτέ – μόλις από το ένα μέτρο.
«Αν ακούσεις λιοντάρι να βρυχάται δίπλα σου, δεν θα το ξεχάσεις ποτέ. Σημαίνει ότι επέζησες κιόλας!».
Ο Νικόλας Λώτσος έχει πολλές ιστορίες να θυμηθεί, που του έκοψαν την ανάσα, κυριολεκτικά. «Μια άλλη φορά, στο Μασάι Μάρα, ακολουθούσαμε με ανοιχτό τζιπ δύο τσιτάχ, μητέρα και γιο. Ξαφνικά, σταμάτησαν. Σταματήσαμε κι εμείς. Μέσα σε μια στιγμή, πήδηξαν στη ρεζέρβα του τζιπ και μετά ανέβηκαν στη μισάνοιχτη οροφή. Ήμουν μαζί με φωτογράφους που συμμετείχαν στο workshop μου. Για λίγα δευτερόλεπτα, δεν αναπνέαμε. Ο οδηγός μάς καθησύχασε: “Μην φοβάστε, ανέβηκαν για να έχουν καλύτερη θέα στη σαβάνα και να εντοπίσουν το θήραμά τους”. Δεν έφυγαν όμως αμέσως. Έμειναν στην οροφή, παρατηρώντας τη σάβανα. Σιγά-σιγά, σηκωθήκαμε και βρεθήκαμε σε ένα ανεπανάληπτο face to face με τα πιο γρήγορα θηλαστικά του πλανήτη».
Όταν είχε βρεθεί στον Αρκτικό κύκλο και στη Γροιλανδία προκειμένου να φωτογραφίσει έναν τεράστιο παγετώνα, περιπλανιόταν για 8 ώρες σε ένα απόκοσμο τοπίο. «Έμοιαζε σαν ήταν έξω από τη Γη, σε έναν άλλο πλανήτη με λόφους από πάγο, λίμνες με παγωμένα νερά και συνεχείς crevasses (ρωγμές) που προσπαθούσαμε να αποφύγουμε για να μη μας καταπιεί ο παγετώνας. Το άγχος που βίωσα εκεί δεν το έχω βιώσει ποτέ στην Αφρική. Ένα μήνα μετά από εμάς στον ίδιο παγετώνα χάθηκαν σε μια crevasse δύο Γάλλοι γονείς μπροστά στα μάτια των παιδιών τους».
Είναι τελικά για την αδρεναλίνη; Γιατί επιλέγει την περιπέτεια του να φωτογραφίζει στην Αφρική και στην Αρκτική; «Η απάντηση είναι απλή: Ίσως γιατί, όπως είπε ο Oscar Wilde: “Η ζωή δεν μετριέται από το πόσες ανάσες παίρνεις, αλλά από τις στιγμές που σου κόβουν την ανάσα”».
***
Η αίγλη των ζώων
Έλενα Σύρακα, Νικόλας Λώτσος
Επιμέλεια: Ελένη Βαροπούλου
Kourd Gallery: Κασσιανής 2, Αθήνα
Εγκαίνια: Τετάρτη 26/02 ώρα 8 μ.μ.
Διάρκεια έκθεσης: 26/02-26/04/2025
Ώρες λειτουργίας: Τρίτη-Παρασκευή 12-8 μ.μ. & Σάββατο 11-3 μ.μ.
Τηλέφωνο: 210-6426573
Μέρος των εσόδων θα διατεθούν για την υποστήριξη της Μονάδας Ανακουφιστικής Φροντίδας «ΓΑΛΙΛΑΙΑ».