ΚΑΤΩΜΕΡΗΣ ΚΩΣΤΑΣ/EUROKINISSI
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ

Ο Μανώλης Λιδάκης μέσα από τα δικά του λόγια

Ο τραγουδιστής έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 64 ετών κι εμείς ανατρέχουμε σε ιστορίες που έχει διηγηθεί ο ίδιος, συνοδευόμενες από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, που πάντα θα σιγοτραγουδάμε.

«Αγαπημένοι μου φίλοι, λυπάμαι πάρα πολύ που σας στεναχωρώ αλλά σοβαροί λόγοι υγείας (πρέπει να κάνω δύο χειρουργεία), οι δυνάμεις μου δεν μου επιτρέπουν να εμφανίζομαι επί σκηνής και να συνεχίσω την περιοδεία αυτή που έχει προγραμματιστεί σε όλη την Ελλάδα. Εύχομαι υγεία σε όλους και να μην έρθει ποτέ κανένας στη θέση μου ούτε ο χειρότερος εχθρός μου. Δικός σας πάντα…». Με αυτή την ανάρτηση στο Facebook, ο Μανώλης Λιδάκης είχε γνωστοποιήσει στα τέλη του περασμένου Ιουνίου τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε. 

Σήμερα, 26 Φεβρουαρίου, ο αδερφός του, Γιάννης έκανε γνωστή την είδηση του θανάτου του. Ο Μανώλης Λιδάκης πέθανε στα 64 του χρόνια, στον Αννισαρά Χερσονήσου στην Κρήτη, τη γενέτειρά του (γεννήθηκε στο Ηράκλειο), όπου ζούσε πια μόνιμα, έχοντας εγκαταλείψει από το 2021 την Αθήνα. 

Η περιοδεία θα γινόταν με αφορμή το νέο του άλμπουμ, το Κυρίες… Τα Σέβη Μου, που κυκλοφόρησε μέσα στο 2024 – ένα άλμπουμ με διασκευές σε τραγούδια που έχουν ερμηνεύσει γυναίκες.

Με αφορμή αυτό το άλμπουμ είχε μιλήσει στις αρχές Ιουλίου στο news247, δίνοντας στον Κώστα Μανιάτη μία μακροσκελή συνέντευξη-εξομολόγηση ζωής, στην οποία μοιράστηκε πολλές ιστορίες. Μία εξ αυτών και η παρακάτω για το τραγούδι του «Για να σε συναντήσω», που άργησε να γίνει γνωστό:   

«Όλα μου τα τραγούδια εμένα ήταν βραδυφλεγείς βόμβες δηλαδή και το “Ούτε που ρώτησα” και μετά “Το καράβι απόψε το φιλί”, τους πρώτους επτά μήνες δεν κουνιόταν φύλλο. Και μετά άρχισε η ιστορία. Τότε η SONY πόνταρε σε ένα τραγούδι που λέγεται “Εγώ με την αγάπη μάλωσα”, το οποίο εγώ δεν το ερμήνευσα ποτέ λάιβ. Ποτέ.

Τους έλεγα όμως ότι “παιδιά, το τραγούδι του δίσκου είναι το ‘Για να σε συναντήσω’, δεν είναι αυτό”.

Ο Λειβαδάς το “Για να σε συναντήσω” μου το είχε φέρει σε ένα άλλο τέμπο, σε έναν άλλο ρυθμό. Όπως και ο Γιάννης Σπανός, το “Ούτε που ρώτησα”, μου το είχε φέρει μπόσα νόβα. (σ.σ μου το τραγουδάει έτσι) Πώς είναι το όνομά σου, ούτε που ρώτησα…

Τον παίρνω, λοιπόν, ένα τηλέφωνο και του λέω “Γιάννη μου, μπορώ να σου πω κάτι;”. “Ναι, παιδί μου, τι λες τώρα”. Και παίρνω την κιθάρα και το τραγουδάω ως μπαλάντα, έτσι όπως είναι η τελική του μορφή. Και με διακόπτει στο δέκατο δευτερόλεπτο και μου λέει “Μανώλη, μπράβο, αυτό είναι το τραγούδι και κάνε ό,τι νομίζεις”».

Αποχαιρετάμε τον σπουδαίο τραγουδιστή με ιστορίες που αφηγήθηκε από τη ζωή του, πάνω και κάτω από τη σκηνή, τόσο στη συνέντευξή του στο news247, που αποτέλεσε την τελευταία του, όσο και στην αμέσως προηγούμενη που είχε δώσει στο Στούντιο 4 της ΕΡΤ1.

Στην Κρήτη είχαμε ένα γκρουπάκι και τραγουδούσαμε. Σε μια ταβέρνα, λοιπόν, -κάτι τέτοιο ήταν- μου ζήτησαν να τραγουδήσω μερικές μέρες. «Αν μπορείς να μας εξυπηρετήσεις», μου είπαν. Πήγα την πρώτη βδομάδα και στο τέλος τούς είπα «Εντάξει, αρκετά ήταν, να σταματήσω τώρα». “Ούτε να το σκέφτεσαι», ήταν η απάντηση. «Σου δίνουμε τα διπλά για μια ακόμα εβδομάδα». Και συνέχισα να τραγουδάω. Όταν τελείωσε και η δεύτερη εβδομάδα, πάω και τους λέω «Να σταματήσω τώρα». 

Με τούτα και με κείνα, στα 15 έφυγα από την Κρήτη για να πάω να βρω τον αδερφό μου στις Σέρρες, σε ένα σκυλάδικο.

Ξέρεις τι σκυλάδικα έχω παίξει εγώ; Να δεις κάτι σκυλάδικα, να φοβάσαι από αυτούς που είναι μέσα μόνο από τις φάτσες τους. Τι λες τώρα; Αν έχω παίξει σε σκυλάδικα; Και Αθήνα και επαρχία και σε καμπαρέ στην Ομόνοια και σε σκυλάδικα στις Σέρρες και στην Αλεξανδρούπολη… Αρχές του ‘80 και πριν.

Τελικά, βρέθηκα στην Αθήνα (το 1982) για να κάνω συμβόλαιο με τη Minos. Μου είπαν «Θα πας και στην τηλεόραση, στο Να Η Ευκαιρία». Είναι εκεί και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Γιώργος Κατσαρός”. Και πήγα.

Δεν ήμουν τσαμπουκάς ως παιδί, αντιδραστικός ήμουνα. Στο σχολείο όμως ήμουνα ο καλύτερος μαθητής και όταν έβγαινα από το σχολείο γινόμουνα το μεγαλύτερο πειραχτήρι. 

Στα «Δειλινά» ήταν η πρώτη φορά που έπαιξα σε «καλό μαγαζί». Ήταν ο Στράτος Διονυσίου εκεί και ήταν τότε κάποιος άλλος τραγουδιστής, που δεν θέλω να τον αναφέρω, ο οποίος είναι ανύπαρκτος πλέον, και ο οποίος τους έκανε κόλπα. Και ο Διονυσίου στράβωσε και λέει «πέστε του να μην έρθει» και πήρε εμένα. Με είχε ακούσει προηγουμένως στην πρόβα και λέει «αυτός είναι τραγουδισταράς». Και βλέπω μια τεράστια ταμπέλα απ’ έξω που γράφει «Στράτος Διονυσίου-Βίκυ Μοσχολιού-Μανώλης Λιδάκης». Και του λέω «κύριε Στράτο, εγώ δεν είμαι σαν εσάς. Πώς με βάζετε έτσι στην ταμπέλα»; «Όχι, παιδί μου, μου λέει, θα γίνει αυτό που σου λέω». Γιατί ο Διονυσίου ήταν μάγκας. Και ήξερε και τι έλεγε όταν άνοιγε το στόμα του. Δεν έλεγε μπούρδες.

Μελέτησα πολύ δύο πολύ μεγάλες τραγουδίστριες. Η μία ήταν η Γαλάνη και η άλλη ήταν η Αλεξίου. Και έτσι λοιπόν δημιουργώ τη δική μου προσωπικότητα, κάτι που είναι πολύ δύσκολο να μην τραγουδάς σαν τους άλλους ή σαν κάποιον άλλον. Δηλαδή με το που ανοίγουνε το ραδιόφωνο και ακούνε ένα «αααα» ή μια λέξη, να καταλαβαίνουν αμέσως ποιος τραγουδάει. Ήθελα να βρω τον εαυτό μου. Και ως μουσικός των ωδείων, στροφάρισα πιο πολύ από έναν αμόρφωτο συνάδελφο. Γιατί εγώ λέω ομότεχνους και μη ομότεχνους.

Ό,τι έγινε στη ζωή μου έγινε κατά τύχη. Κατά τύχη γεννήθηκα, ήμουν απρογραμμάτιστος. Όμως για κάποιον λόγο έπρεπε να έρθω. Ήταν ιατρικοί λόγοι. Ούτε τραγουδιστής είχα σκεφτεί να γίνω. Όταν ακούσω κλασική μουσική για παράδειγμα μετά δεν μπορώ να ακούσω τίποτα. Λένε ότι η τζαζ είναι η μουσική των μουσικών. Για μένα δεν ισχύει. Η κλασική μουσική και μετά όλα τα άλλα.

Ακόμα και τώρα ντρέπομαι να βγω να τραγουδήσω. Δεν είμαι ο άνετος. Δεν έχω πολλή αυτοπεποίθηση για να είμαι ειλικρινής. Από τη μία προσπαθείς να είσαι απλός και από την άλλη δεν το εκτιμάνε. Αν είσαι ψηλομύτης πάλι την πληρώνεις. Είμαι απίστευτα ενοχικός αλλά ενοχές ηλιθιότητας, μακριά από μένα! Η ματαιοδοξία υπάρχει σε όλα τα επαγγέλματα όχι μόνο στους καλλιτέχνες.

Ίσως, και να μην αγάπησα και πολύ αυτό το επάγγελμα, του τραγουδιστή. Δεν ζούσα για αυτό το επάγγελμα. Δεν άφησα ποτέ τον Λιδάκη να μου κάτσει στον σβέρκο γιατί ερχόταν ο Μανώλης και μου έλεγε «εγώ πού είμαι;». 

Δεν του κρατάω κακία του Μίνου Μάτσα. Διαφωνήσαμε ως προς την αισθητική μέσα στο στούντιο, τον εγκατέλειψα σύξυλο και σηκώθηκα και έφυγα.

Όταν αρχίζεις να τα βλέπεις όλα με τα μάτια αυτών που σε θαυμάζουν, τρελαίνεσαι. Είναι έτσι ακριβώς όπως το είπε κάποιος, όταν έχεις λεφτά σε σέβονται, όταν έχεις όπλο σε φοβούνται και όταν είσαι στα Τάρταρα σου δίνουν μία να πας πιο κάτω να ξεμπερδεύουν.

Ποτέ δεν ήμουν σε καλά και τίμια χέρια. Η εντιμότητα δεν είναι μόνο στο χρήμα, είναι και στο συναίσθημα. Δεν λες άλλα μπροστά στον άνθρωπο κι άλλα πίσω. Ακόμα και συμφέροντα να έχεις, τον υπερασπίζεσαι όταν κάποιοι τον λασπολογούν, αν είσαι αληθινός. Δεν πολυθυμάμαι αν τα βίωσα.

Δεν μπορούσα να αλλάξω τον εαυτό μου και την ψυχή μου, να γίνω κάποιος άλλος για να έχω κερδίσει κάποια πράγματα περισσότερα, υλικά αγαθά. Όταν είσαι νούμερο ένα, πρέπει να είσαι πολύ άρρωστος για να θες να είσαι μονίμως στην κορυφή. Ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος γιατί η Ελλάδα έχει τραγουδιστές για μια χώρα 100 εκατομμυρίων.

Υπήρξα και αυτοκαταστροφικός, έτσι; Είχα μπλέξει με ουσίες. Είχα μπλέξει με διάφορα, τα οποία είναι καταγεγραμμένα ως εμπειρίες πλέον και ουδεμία σχέση έχω εδώ και 15 χρόνια.

Την επιτυχία τη χάρηκα λιγάκι. Αυτό είτε το έχεις είτε δεν το έχεις. Ή είσαι ένας κανονικός άνθρωπος ή είσαι ένας άνθρωπος, που όσο σου δίνονται οι ευκαιρίες, αποδεικνύεις ότι ήσουν ένα σοβαροφανές νούμερο. Ένας γελοίος δεν μπορεί να γίνει σοβαρός. Ένας σοβαρός, όμως, μπορεί αν δεν προσέξει να γελοιοποιηθεί. Η ματαιοδοξία σε γελοιοποιεί.

Εγώ πιστεύω ότι σε αυτήν τη ζωή ερχόμαστε για να δώσουμε τις εξετάσεις μας και θα κριθούμε αλλού. Το πιστεύω ακράδαντα.

Το σπίτι μου δεν είναι στολισμένο από τους χρυσούς και πλατινένιους δίσκους.

Έχω ένα πορτρέτο που τραγουδάμε με τον Μπιθικώτση στο ΖΟΟΜ και ένα πορτρέτο μου, που το ζωγράφισε κάποια θαυμάστρια και μου το έφερε.

Μα δεν μου λείπουν κιόλας οι δίσκοι, διότι άλλος είναι ο αριθμός που γράφουν οι πωλήσεις και άλλος είναι ο αριθμός που γράφεται στην καρδιά των ανθρώπων.

Αυτό που μου αρέσει είναι το εξής: όταν τραγουδάω και έχω πει ένα τραγούδι 30 χρόνια πριν, οι άνθρωποι το τραγουδάνε σαν χορωδία. Και αυτό που μου αρέσει ακόμα πιο πολύ είναι ότι οι γονείς μυούν τα παιδιά τους, τα φέρνουν μαζί τους και τραγουδάνε κι αυτά.

Πώς θέλω να με θυμούνται σε πενήντα χρόνια από τώρα; Δεν με απασχολούν αυτά τα πράγματα. Κοίταξε, αν τραγουδάω για παράδειγμα τη «Χαλκίδα» τριάντα-plus χρόνια μετά και τραγουδάνε εν χορώ μαζί μου οι άνθρωποι, αυτό σημαίνει κάτι. Λένε κάποιοι, ότι ίσως είμαι ο μοναδικός από τη νεότερη γενιά μετά τους Νταλάρα, Αλεξίου, Γαλάνη, Μητσιά και άλλους ομοτέχνους, που έχω διαχρονικό ρεπερτόριο. Αλλά επαναλαμβάνω, εγώ επέλεγα το τι θα τραγουδήσω.