Paramount Pictures/Landmark Media/Alamy/Visualhellas.gr
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ

The Conversation: Αν είναι να (ξανα)δείς μία ταινία με τον Gene Hackman, ας είναι αυτή

Ο Gene Hackman ήταν ίσως ο σπουδαιότερος ηθοποιός της γενιάς του, αλλά ποτέ καλύτερος από ό,τι στο The Conversation.

Ο Gene Hackman αστειευόταν πως ήταν «τουλάχιστον η έβδομη επιλογή» για να υποδυθεί τον Jimmy “Popeye” Doyle στην ταινία The French Connection. Μετά από χρόνια αγώνα εντός και εκτός βιομηχανίας, ο ρόλος του σκληρού ντετέκτιβ της Νέας Υόρκης του είχε χαρίσει ένα Όσκαρ σε ηλικία 41 ετών και τον έκανε σταρ.

Ο Hackman που μόλις έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 95 ετών, είχε μία αξιοσημείωτη καριέρα που περιελάμβανε 85 ταινίες και καταξιωμένους ρόλους τόσο στην τηλεόραση όσο και στο θέατρο. Η επιτυχία του όμως ήρθε μόνο μετά από πολυάριθμες συντριπτικές απογοητεύσεις.

Οι γονείς του χώρισαν και τον παρέδωσαν σε διάφορους συγγενείς μέχρι να εγκατασταθεί στη γιαγιά του από τη μητέρα του στο Ντάνβιλ του Ιλινόις. Ο πατέρας του κατέληξε να εγκαταλείψει την οικογένεια όταν ο Hackman ήταν ακόμη έφηβος, ενώ η μητέρα του κάηκε το 1962, αφότου έβαλε φωτιά στο στρώμα της με ένα τσιγάρο ούσα μεθυσμένη.

Ο Hackman θα έλεγε ψέματα για την ηλικία του ώστε να καταταγεί στους πεζοναύτες σε ηλικία 16 ετών και υπηρέτησε σχεδόν πέντε χρόνια. Τοποθετήθηκε στην Κίνα όπου εργάστηκε ως ασυρματιστής, γεγονός που τον οδήγησε αργότερα να εργαστεί ως DJ. Όταν γράφτηκε στη δραματική σχολή Pasadena Playhouse στην Καλιφόρνια τη δεκαετία του 1960, αυτός και ο συμμαθητής του, Dustin Hoffman, είχαν ψηφιστεί ως οι «λιγότερο πιθανοί να πετύχουν».

Χωρίς να αποθαρρυνθούν από αυτή την ψήφο δυσπιστίας – ο Hackman δήλωνε πως είχε πεισμώσει περισσότερο – οι δύο τους μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη, όπου μοιράζονταν το διαμέρισμά τους με έναν άλλο επίδοξο θεατράνθρωπο, τον Robert Duvall.

Ο Gene Hackman στο Bonnie and Clyde Ο Gene Hackman στο Bonnie and Clyde με τον Warren Beatty / Photo by Screen Archives/Getty Images

Ο Hackman λοιπόν κατάφερε να κερδίσει κάποιους μικρούς θεατρικούς ρόλους, συμπληρώνοντας το εισόδημά του με διάφορες περιστασιακές δουλειές. Συχνά διηγούταν την ιστορία του πώς τον εντόπισε ένας πρώην λοχίας έξω από ένα ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης, ενώ εργαζόταν ως θυρωρός. Όταν τον αναγνώρισε ο λοχίας αναφώνησε πως ήξερε ότι ο Hackman δεν θα πετύχαινε ποτέ τίποτα. Είχε κάνει επίσης ένα πέρασμα ως νυχτερινός καθαριστής στο Chrysler Building της Νέας Υόρκης, κάτι που θυμόταν ως τη χειρότερη δουλειά που έκανε ποτέ.

Λίγο αργότερα θα έπαιζε επίσης σε ελαφρές κωμωδίες εντός και εκτός Broadway, που θα τον οδηγούσαν τελικά σε μικρούς τηλεοπτικούς ρόλους σε πρώτη φάση, και στη συνέχεια σε ορισμένα κινηματογραφικά πρότζεκτ.

Ο πρώτος του κινηματογραφικός ρόλος θα ήταν στο Lilith με πρωταγωνιστή τον Warren Beatty. Εντυπωσιασμένος από την ερμηνεία του, ο Beatty έδωσε στον Hackman τον ρόλο του αδελφού του, Buck Barrow, στο Bonnie and Clyde το 1967. Ο ηθοποιός είδε τότε μία υποψηφιότητα για Όσκαρ Β΄ Ανδρικού, αλλά ήταν ξανά υποψήφιος για το I Never Sang for My Father το 1970.

Και μετά, ήρθε το The French Connection.

Ο ρόλος του ιδιόρρυθμου πράκτορα της Δίωξης Ναρκωτικών Jimmy “Popeye” Doyle που καταδιώκει έναν Γάλλο έμπορο ναρκωτικών, κυρίως σε μια διάσημη σεκάνς στο μετρό της Νέας Υόρκης, του χάρισε το Όσκαρ Α΄Ανδρικού.

Ο Gene Hackman δεν θα κοιτούσε ποτέ πίσω.

Ο Gene Hackman στο The Conversation Paramount Pictures/Landmark Media/Alamy/Visualhellas.gr

Η καλύτερη ερμηνεία ωστόσο κατ΄εμέ ήταν ο ρόλος του ειδικού στις υποκλοπές Harry Caul, στο The Conversation (1974) του Francis Ford Coppola. Το προφητικό σενάριο για τις παράνομες υποκλοπές, γραμμένο από τον Coppola αρκετά χρόνια πριν από το σκάνδαλο Watergate του Nixon, αποκαλύπτει την ευφυΐα του Hackman ως ηθοποιού χαρακτήρων, υποδυόμενος έναν μυστικοπαθή, εσωστρεφή άνθρωπο. «Αυτό ήταν το αποκορύφωμα της υποκριτικής μου καριέρας όσον αφορά την ανάπτυξη χαρακτήρων», είχε δηλώσει κάποτε. «Ο Caul ήταν κάπως δυσκοίλιος. Ο χαρακτήρας δεν ξεσπούσε. Δεν υπήρξε κάποια ικανοποιητική κάθαρση στην ταινία».

Με τα γυαλιά και το μουστάκι του, το μονότονο κοστούμι, το λευκό πουκάμισο και τη γραβάτα, είναι μία κλασική, οδυνηρή απεικόνιση του Αμερικανού Everyman. Ο Caul εργάζεται στο Σαν Φρανσίσκο ως ιδιωτικός σύμβουλος κατασκοπείας και ασφάλειας που παρακολουθεί ένα νεαρό ζευγάρι κατ’ εντολή των στελεχών μίας σκιώδους εταιρείας. Η πρόκλησή του είναι κατά κάποιον τρόπο να μαγνητοφωνήσει όλα όσα οι στόχοι αυτοί ψιθυρίζουν ο ένας στον άλλον καθώς περπατούν σε μία πολυσύχναστη δημόσια πλατεία.

Όπως ένας μεγάλος καλλιτέχνης που γνωρίζει ότι πρόκειται να παρουσιάσει το αριστούργημά του, ο Harry παθιάζεται με τη συζήτηση, αναπαράγοντάς την ξανά και ξανά. Πρόκειται κυρίως για μία βαρετή κουβέντα με την οποία εμείς, οι θεατές, θα εξοικειωθούμε αμήχανα. Ο Coppola μας καλεί να αναλογιστούμε – πώς θα ήταν αν μπορούσαμε να εξετάσουμε με τέτοια λεπτομέρεια ένα ξεχασμένο δεκάλεπτο της ζωής μας; Θα μπορούσαμε να αποστάξουμε κάποιο νόημα από αυτό; Θα μπορούσε ποτέ να εμπεριέχει λίγο ηρωισμό και αξιοπρέπεια;

Ο Caul εξομαλύνει εμμονικά τις ηχητικές δυσλειτουργίες των αρχείων, πειραματιζόμενος με τις συχνότητες, την ένταση και τον τόνο, δημιουργώντας ένα οριστικό κείμενο με την επικάλυψη μίας σειράς ξεχωριστών ηχογραφήσεων από ομάδα διαφορετικών πρακτόρων, με μικρόφωνα τοποθετημένα ψηλά σε διάφορα κτίρια, καθώς και από απλούς τύπους που ακολουθούν το ζευγάρι σε επίπεδο εδάφους. Μελαγχολεί όμως όταν το ζευγάρι σχολιάζει με θλίψη έναν άστεγο μεθυσμένο. Μήπως φοβάται ότι αυτή θα είναι και η δική του μοίρα;

Ο Hackman, μάλλον ο σπουδαιότερος Αμερικανός ηθοποιός της εποχής του, δίνει την προσωπική του αγαπημένη ερμηνεία ως ένας άνθρωπος χωρίς διακριτά χαρίσματα, που του κάνει φάρσες ένας ανταγωνιστής του, που τον έκλεψε μια πόρνη, που η υποτιθέμενη αδιαμφισβήτητη ασφάλεια του διαμερίσματός του παραβιάζεται ξανά και ξανά. Ακόμα και όταν ο φιλάει τη σύντροφό του το κάνει με άκαμπτα χείλη.

Οι λιγοστοί διάλογοι του Coppola αναδεικνύουν τη σωματικότητα του Hackman, σε μία ερμηνεία που επικοινωνείται σχεδόν μέσω παντομίμας. Σπάνια εμφανίζεται χωρίς το ημιδιαφανές αδιάβροχό του – είναι ένα επιπλέον στρώμα ασφαλείας που τον διαχωρίζει από οτιδήποτε ανεπιθύμητο, είτε πρόκειται για κακοκαιρία, είτε για άλλους ανθρώπους. Δεν υπάρχει τίποτα σέξι ή κομψό στην κατασκοπεία του. Όταν μιλάει, μιλάει με μισές προτάσεις, αδέξια, μακρόσυρτα, με τρομαγμένο βλέμμα.

Πώς μπορεί να είναι ο ίδιος άνθρωπος που βρίσκουμε κουλουριασμένο στο πάτωμα του μπάνιου ενός ξενοδοχείου; Η περιστασιακή ικανοποίηση της δουλειάς του κάνει ελάχιστα για να αποτρέψει το παλιρροϊκό κύμα ενοχής που τον κατακλύζει. Γιατί διαπράττει μία επαγγελματική αμαρτία: να νοιάζεται για τους ανθρώπους που παρακολουθεί, και να αγωνιά επειδή δούλευε κάποτε στη Νέα Υόρκη αλλά έφυγε μυστηριωδώς, προσπαθώντας να καταπιέσει αναμνήσεις από γεγονότα που συνέβησαν εκεί. Βλέπουμε τον Hackman πρακτικά να συρρικνώνεται στις στιγμές που αναλογίζεται τι έχει κάνει. «Άνθρωποι πληγώθηκαν εξαιτίας της δουλειάς μου», κλαψουρίζει.

O Gene Hackman με το Όσκαρ του το 1993 O Gene Hackman με το Όσκαρ του το 1993 / AP Photo, File
O Gene Hackman με το Όσκαρ του το 1993

Η διχοτόμηση της ευχαρίστησης και της μεταμέλειας που ισορροπεί ο Hackman αντανακλά τους φόβους της δικής μας εργασιοκεντρικής κουλτούρας – αν φτάσουμε να ορίζουμε τους εαυτούς μας από την ποιότητα της εργασίας που κάνουμε, τότε ποιοι είμαστε έξω από αυτή;

Ο Coppola γύρισε το The Conversation ενδιάμεσα στους δύο πρώτους Νονούς, με την προϋπόθεση ότι ο δεύτερος θα γινόταν οπωσδήποτε. Δεν έχει τη μεγαλειώδη ματσίλα εκείνων των ταινιών, ούτε την επική μανία του Αποκάλυψη Τώρα για το οποίο θα κέρδιζε τον δεύτερο Χρυσό του Φοίνικα πέντε χρόνια αργότερα (το The Conversation ήταν ο πρώτος). Ο καμβάς του είναι μακροσκοπικός, το μοντάζ σφιχτό, το ένστικτό του είναι να σβήνει και όχι να επεκτείνει. Η λιτότητά του ως θρίλερ σημαίνει ότι είναι απολύτως μη πατριωτικό, αλλά ταυτόχρονα και ανθρώπινο. Είναι η κορυφή του σινεμά παράνοιας λόγω της προσοχής του στη λεπτομέρεια. Ο ίδιος ο Caul, παρά την πανταχού παρούσα ύπαρξή του, είναι αξιολύπητος.

Ο Hackman υποτάσσει εδώ τη φυσική του πληθωρικότητα, υπηρετώντας τον χαρακτήρα με σπαρακτική ειλικρίνεια. Ο Harry Caul, όπως τόσοι πολλοί ήρωες του νεο-νουάρ, δεν είναι ούτε κατά το ήμισυ τόσο έξυπνος όσο νομίζει ότι είναι, επισπεύδοντας την ίδια την τραγωδία που προσπαθεί τόσο σκληρά να αποτρέψει.

10 απαραίτητες ταινίες του Gene Hackman, σε χρονολογική σειρά:

Bonnie and Clyde (1967)

Σκηνοθεσία: Arthur Penn

The French Connection (1971)

Σκηνοθεσία: William Friedkin

Scarecrow (1973)

Σκηνοθεσία: Jerry Schatzberg

The Conversation (1974)

Σκηνοθεσία: Francis Ford Coppola

Night Moves (1975)

Σκηνοθεσία: Arthur Penn

Eureka (1983)

Σκηνοθεσία: Nicolas Roeg

Under Fire (1983)

Σκηνοθεσία: Roger Spottiswoode

Mississippi Burning (1988)

Σκηνοθεσία: Alan Parker

Unforgiven (1992)

Σκηνοθεσία: Clint Eastwood

The Royal Tenenbaums (2001)

Σκηνοθεσία: Wes Anderson