Τέμπη: Τα βήματα μιας ατελείωτης συγκάλυψης
Με αφορμή τη μαύρη επέτειο και τις μαζικές συγκεντρώσεις που ουρλιάζουν για απόδοση δικαιοσύνης, ανατρέχουμε στις αποκαλύψεις του τελευταίου χρόνου και σε όλα τα σημεία της ιστορίας που δείχνουν μεθοδεύσεις και συγκάλυψη.
- 28 ΦΕΒ 2025
Το τελευταίο έτος υπήρξε καταιγιστικό από άποψη αποκαλύψεων για τα Τέμπη, χάρη κυρίως στον ασίγαστο αγώνα των οικογενειών των θυμάτων.
Μέσα από τις πιέσεις που ασκούν, μέσα από τις αυτοψίες και τα πορίσματα κατόπιν ερευνών των δικών τους πραγματογνωμόνων, συνδυαστικά με ρεπορτάζ δημοσιογραφικών Μέσων, το παζλ των γεγονότων έχει πλέον συμπληρωθεί από ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Λεπτομέρειες οι οποίες ανατρέπουν επανειλημμένα το κυβερνητικό αφήγημα και αποτυπώνουν μια αδιανόητη, συνεχή και σίγουρα όχι τυχαία διάπραξη λαθών και παραλήψεων από τα αρμόδια όργανα. Διότι, ως γνωστόν, όταν ένα λάθος επαναλαμβάνεται κατ’ εξακολούθηση, παύει να αποτελεί λάθος και γίνεται στρατηγική επιλογή.
Το σθένος τους παραμένει αλύγιστο, παρά το προσωπικό τους πένθος. Όπως δήλωσε στο τέλος της ομιλίας του κατά τη διάρκεια εκδήλωσης του Ινστιτούτου Eteron που διοργανώθηκε πρόσφατα ο γιος θύματος από τη σιδηροδρομική τραγωδία των Τεμπών, Θοδωρής Ελευθεριάδης, παραθέτοντας φράση του Καζαντζάκη, «η δικαιοσύνη δεν θα έρθει μόνη της γιατί δεν έχει πόδια, εμείς θα τη σηκώσουμε στους ώμους μας και θα τη φέρουμε».
Την ίδια πεποίθηση ασπάζεται το κοινωνικό σύνολο αυτή τη στιγμή, πολύ παραπάνω από το αρχικό διάστημα ή τη συμπλήρωση του πρώτου έτους από τη σιδηροδρομική τραγωδία, έχοντας εμπεδώσει τουλάχιστον τα σημαντικότερα σημεία από τα κύματα συγκάλυψης τα οποία επιστρατεύτηκαν μετά τη σύγκρουση – από την προσπάθεια περιορισμού των ευθυνών στον σταθμάρχη και το «τραγικό ανθρώπινο λάθος», την αλλοίωση και το μπάζωμα του πεδίου ενάντια σε κάθε πρωτόκολλο διερεύνησης, μέχρι κάθε μεθοδευμένη προσπάθεια να εξαφανιστούν τα στοιχεία που συνδέονται με την εμπορική αμαξοστοιχία και τα αίτια της πυρκαγιάς, όπως τα βίντεο από τις κάμερες του ΟΣΕ και το βιολογικό υλικό των θυμάτων. Το 72% του κόσμου πλέον, όπως έδειξε πρόσφατη δημοσκόπηση, θεωρεί ότι επιχειρείται συγκάλυψη από την κυβέρνηση.
Με αφορμή τη δεύτερη μαύρη επέτειο από το συμβάν που αλλάζει άρδην το πολιτικό τοπίο αποκαλύπτοντας τις βαθύτερες ρηγματώσεις σε πολιτική και δικαστική εξουσία, εστιάζουμε στα πιο κρίσιμα σημεία τα οποία καταδεικνύουν συγκάλυψη. Νομικές ολισθήσεις, παρακλήσεις από τα πρωτόκολλα, αδικαιολόγητες παραβλέψεις, πειστήρια που αφέθηκαν να χαθούν. Αναρωτιόμαστε εύκολα, όταν τελικά τα αποδεικτικά στοιχεία έχουν αποδεκατιστεί, πώς είναι εφικτό να επικαλούμαστε καν την προοπτική απόδοσης δικαιοσύνης;
Το μονταρισμένο ηχητικό που έδειχνε ανθρώπινο λάθος
Τις πρώτες ώρες μετά τη σύγκρουση, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες διαρρέει υλικό συνομιλιών από το σύστημα καταγραφής του ΟΣΕ και αναπαράγεται κατά κόρον σε τηλεοπτικά ρεπορτάζ, ως ντοκουμέντο των τελευταίων λεπτών, όπου ακούγεται εντολή αναχώρησης από τον σταθμάρχη δήθεν για το μοιραίο δρομολόγιο («Βασίλη, φεύγω; Φεύγεις, φεύγεις»).
Το ηχητικό αυτό, ωστόσο, όπως αποκαλύφθηκε έναν χρόνο αργότερα από έγγραφα των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων της ΕΛ.ΑΣ. που ήρθαν στο φως, αποτελούσε αποτέλεσμα συρραφής δύο ανεξάρτητων συνομιλιών του σταθμάρχη με διαφορετικούς μηχανοδηγούς, έχοντας χαλκευτεί με τέτοιο τρόπο ώστε να αφήνει στη γενική συνείδηση την αίσθηση του «μοιραίου ανθρώπινου λάθους», όπου άλλωστε εστίαζε τη ρητορική της από την πρώτη στιγμή η κυβέρνηση.
Παρά τις επικοινωνιακές μεθοδεύσεις, αργότερα θα μαθαίναμε ότι την ημέρα του δυστυχήματος δεν λειτουργούσαν στις ράγες ούτε φωτεινή σηματοδότηση, ούτε τηλεδιοίκηση, ούτε το GSMR, ούτε και το σύστημα αυτόματης πέδησης συρμών ETCS, ενώ έστω και ένα από τα παραπάνω θα αρκούσε για να αποτρέψει τη σύγκρουση.
Η εσπευσμένη εξυγίανση και το μπάζωμα στον τόπο του εγκλήματος
Έχει διαπιστωθεί πλέον από διαφορετικές πηγές (πόρισμα Βασίλη Κοκοτσάκη, πόρισμα ΕΟΔΑΣΑΑΜ, μαρτυρίες) ότι το πεδίο της σύγκρουσης αλλοιώθηκε με ταχύτατες διαδικασίες. Μέσα σε τέσσερις μέρες, χωρίς να εφαρμοστεί περίμετρος ασφαλείας για τη συλλογή στοιχείων από τα συντρίμμια, μέλη μιας διευρυμένης ομάδας (ανάμεσα στα οποία και άτομα που δεν φέρουν γιλέκα με διακριτικά διάσωσης) επιχειρούν με εκσκαφείς και γερανούς, σκάβοντας και αφαιρώντας περίπου 300 τόνους(!) υλικού από τον τόπο της τραγωδίας για να τους μεταφέρουν προς άγνωστο προορισμό – ένα ιδιωτικό οικόπεδο, όπως ανακάλυψαν αργότερα οι οικογένειες.
Τουλάχιστον 20 φορτηγά συνδράμουν στην όλη διαδικασία με τη συμβολή ιδιωτικής εταιρείας, που μάλιστα είχε οφειλές στο Δημόσιο. Μέσα στους όγκους από συντρίμμια που μεταφέρονται εσπευσμένα, κρύβονται προσωπικά αντικείμενα, ακόμη και οστά θυμάτων, όπως βέβαια και κρίσιμα πειστήρια για τις συνθήκες της έκρηξης τα οποία τελικά αφέθηκαν εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες.
Ακολούθως, η επιχείρηση της εξυγίανσης περνάει στο επόμενο στάδιο, όταν το πεδίο σε έκταση περίπου 2 στρεμ. καλύπτεται, και πάλι αυθαίρετα, με πολιτική απόφαση και χωρίς παρέμβαση του ανακριτή, από χαλίκια, μπετόν και τριμμένη πίσσα, με το λεγόμενο «μπάζωμα», αφαιρώντας έτσι τη δυνατότητα λήψης υλικού σε δεύτερο χρόνο.
Μέχρι σήμερα αναζητείται ο πρωταρχικός εντολέας για το μπάζωμα. Αστυνομικοί ανέφεραν ότι έλαβαν την εντολή από πολιτικούς παράγοντες («όλα θα πρέπει να είναι λαμπίκο στο χώρο της τραγωδίας»), δημοσιευμένο έγγραφο δείχνει εντολή από τον πρώην περιφερειάρχη Θεσσαλίας Κώστα Αγοραστό, ενώ στέλεχος της Hellenic Train, σύμφωνα με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης της εταιρείας που αποκαλύφθηκε, δείχνει ακόμη υψηλότερα, τον τότε γενικό γραμματέα του Υπουργείου Υποδομών, Γιάννη Ξιφαρά.
Η επιμονή στα έλαια σιλικόνης από τους πραγματογνώμονες του κράτους
Το βράδυ του δυστυχήματος διορίζονται δύο πραγματογνώμονες της Τροχαίας με ειδικότητα μηχανολόγου μηχανικού (ενώ υπήρχαν απανθρακωμένα πτώματα) και παρότι εντοπίζουν παντού, όπως έχει αποκαλυφθεί μέσω της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, το δυνητικό «εκρηκτικό» ξυλόλιο, όπως και τολουόλη, αγνοούν τα στοιχεία αυτά επιδεικτικά και στηρίζουν τη θεωρία με τα έλαια σιλικόνης για την πυρόσφαιρα, ενώ στην πραγματικότητα είχαν εντοπιστεί άκαυτα στο πεδίο και είναι φυσικώς αδύνατο να αιτιολογήσουν έκρηξη.
Εντούτοις, το σενάριο αυτό μεταφέρεται με πάσα βεβαιότητα και διά στόματος πρωθυπουργού (συνέντευξη στον Σταύρο Θεοδωράκη), ώσπου είκοσι ένα μήνες μετά τη σύγκρουση και με τη συνεχή προσπάθεια αποκατάστασης της αλήθειας από τους ειδικούς πραγματογνώμονες των οικογενειών, η θεωρία καταρρίπτεται με κρότο από το πόρισμα του ΕΜΠ. Το αίτημα για διαλεύκανση των αιτιών της πυρκαγιάς φουντώνει μετά τη δημοσίευση της συμπληρωματικής έκθεσης από τον τεχνικό σύμβουλο Βασίλη Κοκοτσάκη, όπου διαπιστώνεται ότι περί τα 30 από τα 57 θύματα κατέληξαν λόγω της πυρκαγιάς και όχι λόγω της σύγκρουσης – η φράση «δεν έχω οξυγόνο» που δηλώνει δυνατή καύση, γίνεται σύνθημα για δικαιοσύνη και η κυβέρνηση αναγκάζεται να αλλάξει στάση, σχετικοποιώντας την πιθανότητα ύπαρξης εύφλεκτου υλικού (συνέντευξη στον Αντώνη Σρόιτερ).
Λίγο πριν τη συμπλήρωση δύο χρόνων από την τραγική νύχτα της σύγκρουσης, εκδίδεται το πολυαμενόμενο πόρισμα της Επιτροπής Διερεύνησης Ανεξάρτητων Πραγματογνωμόνων Οικογενειών (ΕΔΑΠΟ), επιβεβαιώνοντας ότι είναι «πιθανή η παρουσία ενός άγνωστου μέχρι στιγμής καυσίμου», αλλά χωρίς να καταλήξει σε οριστικό συμπέρασμα για τα αίτια της φονικής πυρόσφαιρας που καταγράφεται στο βίντεο του δυστυχήματος. Πάντως, στη σελίδα 102 του πορίσματος, γίνεται αναφορά σε ξυλόλιο.
Η εξόφθαλμα πρόχειρη αυτοψία από την Πυροσβεστική
Την κρίσιμη ώρα της συλλογής στοιχείων από το σημείο της σύγκρουσης, το κλιμάκιο της καθ’ ύλην αρμόδιας Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Εγκλημάτων Εμπρησμού (ΔΑΕΕ) από την Πυροσβεστική που καταφθάνει, δέχεται άνωθεν εντολές να μην προβεί σε «καμία ανακριτική πράξη», κατά παράβαση του πρωτοκόλλου. Παραδίδει εσπευσμένα μια έκθεση «απλής αυτοψίας», έκτασης δύο μόλις σελίδων, όπου χωρίς αναφορά σε βασικά στοιχεία κατέληγε πρόχειρα ότι «τα αίτια της φωτιάς οφείλονται στην πρόσκρουση των δύο αμαξοστοιχιών», και ακολούθως αποχωρεί.
Κατόπιν αιτήματος του εισαγγελέα, ένα δεύτερο κλιμάκιο της υπηρεσίας θα μεταβεί στο σημείο τον Μάρτιο για συμπληρωματική αυτοψία, όταν πλέον έχει ολοκληρωθεί η εξυγίανση και το μπάζωμα, παραδίδοντας τρεις μήνες αργότερα (Ιούλιος) μια έκθεση που και πάλι αποφεύγει να εστιάσει σε ευρήματα όπως το ξυλόλιο.
Τα εξωφρενικά κενά στην Εξεταστική Επιτροπή της ΝΔ
Από την πρώτη στιγμή οι πολίτες απαιτούν δικαιοσύνη, με απόδοση πολιτικών ευθυνών. Θέλοντας θεωρητικά να ικανοποιήσει το φλέγον κοινωνικό αίτημα, η κυβέρνηση αποδέχεται τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για τα Τέμπη μερικούς μήνες μετά το δυστύχημα, αλλά υπό συνθήκες που η ίδια κατέχει de facto το πάνω χέρι: κατέχει το προεδρείο, κατέχει την αριθμητική υπεροχή της πλειοψηφίας και έτσι ελέγχει τη ροή της διαδικασίας, αδιαφορώντας για πασιφανείς ελλείψεις παρά τα αιτήματα σύσσωμης της αντιπολίτευσης, όπως την εξαίρεση κομβικών για την υπόθεση μαρτύρων προς κατάθεση, αλλά και την εσπευσμένη ολοκλήρωση της διαδικασίας, τη στιγμή που βρισκόταν καθ’ οδόν η δικογραφία από τον εισαγγελέα εφετών Λάρισας.
Το πόρισμα της κυβερνητικής πλειοψηφίας που ακολούθησε επιβεβαίωνε το μέχρι τότε αφήγημα της Νέας Δημοκρατίας: ότι το δυστύχημα ήταν αποτέλεσμα των άμεσα εμπλεκόμενων προσώπων χωρίς να διαπιστώνονται παραλείψεις από πολιτικά πρόσωπα, ότι δεν υπήρξε προσπάθεια συγκάλυψης με παρεμβάσεις στον χώρο της μοιραίας σύγκρουσης, ενώ η έκρηξη και η πυρκαγιά παρέμειναν εσκεμμένα εκτός κάδρου.
Σήμερα, πλέον, όλα αυτά τα συμπεράσματα έχουν καταρριφθεί από μεταγενέστερα πορίσματα.
Τα «χαμένα» βίντεο της εμπορικής αμαξοστοιχίας
Με επανειλημμένα γραπτά αιτήματα, οι οικογένειες των θυμάτων αναζητούν επί μήνες το βιντεοληπτικό υλικό του ΟΣΕ με τη διέλευση της εμπορικής αμαξοστοιχίας, προκειμένου να διαπιστωθεί αν τελικά μετέφερε παράνομο φορτίο. Λαμβάνουν την απάντηση ότι δεν υπάρχει υλικό, αλλά επιμένουν. Διαπιστώνουν πάνω από 40 κάμερες στη διαδρομή.
Περίπου επτά μήνες μετά το δυστύχημα και με επίμονες πιέσεις προς τον εφέτη ανακριτή που δεν είχε προχωρήσει σε ενέργεια κατάσχεσης εγκαίρως, τους αποστέλλονται τέσσερις δίσκοι οι οποίοι όλο αυτό το διάστημα επαναγράφονταν συνεχώς. Ένας εξ αυτών των δίσκων είναι χτυπημένος με δύναμη. Κάθε προσπάθεια ανάκτησης δεδομένων αποβαίνει άκαρπη.
Η διοίκηση του ΟΣΕ υποστηρίζει ότι η επανεγγραφή συνέβη αυτόματα, αλλά αυτό δεν επιβεβαιώνεται από τις πληροφορίες των οικογενειών.
Και την ίδια στιγμή που το αρχειακό υλικό με την εμπορική αμαξοστοιχία φαίνεται χαμένο, μερικές μέρες μετά τη συνέντευξη του πρωθυπουργού στον Alpha όπου ευχόταν να υπάρχει το σχετικό υλικό, ως διά μαγείας, μέσα από μία αρκετά θολή διαδικασία, έρχονται στο φως τρία βίντεο χαμηλής ανάλυσης με την αμαξοστοιχία Intercity 62, όπου αποτυπώνεται χωρίς ύποπτο φορτίο. Προτού ακόμη διαπιστωθεί η γνησιότητά τους (η οποία παραμένει ως σήμερα υπό εξέταση), και ενώ οι οικογένειες καταγγέλλουν ότι ο ανακριτής έχει προηγουμένως αρνηθεί να συμπεριλάβει στη δικογραφία ψηφιακά αρχεία περί των 392 GB, σπεύδει τα εντάξει τα συγκεκριμένα αμφιλεγόμενα βίντεο.
Το τοπίο περιπλέκεται ακόμη περισσότερο μετά την αποκάλυψη ότι οι Αρχές είχαν εξ αρχής στη διάθεσή τους τα βίντεο της εμπορικής αμαξοστοιχίας, όπως φαίνεται από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης που ήρθε πρόσφατα στο φως.
Η καταστροφή του βιολογικού υλικού των θυμάτων
Την επομένη της σύγκρουσης, την ευθύνη της ιατροδικαστικής διαχείρισης των Τεμπών αναλαμβάνει η Υπηρεσία Λάρισας με τη συνδρομή απεσταλμένων ιατροδικαστών από Αθήνα και Θεσσαλονίκη, όμως υποπίπτουν σε μια σοβαρή παράλειψη που δεν μοιάζει τυχαία: σε αντίθεση με τα διεθνή πρωτόκολλα αντιμετώπισης μαζικών καταστροφών, οι ιατροδικαστές προχωρούν στην έκδοση πορισμάτων χωρίς να προβούν σε τοξικολογικές και ιστολογικές εξετάσεις στις σορούς των θυμάτων, από τις οποίες θα προσδιοριζόταν η αιτία για τα χημικά εγκαύματα αλλά και η ακριβής αιτία θανάτου που βαπτίστηκε λανθασμένα, όπως θα επιβεβαίωναν τα ηχητικά μετά τη σύγκρουση, ως «ακαριαίος».
Μάλιστα, σαράντα μόλις μέρες μετά τη σύγκρουση, ο ανακριτής ζητά εγγράφως την καταστροφή των δειγμάτων αίματος και επιχρισμάτων από όλα τα θύματα της τραγωδίας (όταν σε άλλες περιπτώσεις διατηρούνται επί μήνες), εξαφανίζοντας την όποια δυνατότητα ελέγχου του βιολογικού υλικού. Το αίτημα γονέα θύματος για εκταφή του παιδιού του, προκειμένου να γίνουν βιοχημικές εξετάσεις, απορρίπτεται από τον ανακριτή.