
Ήταν η κακιά η (Χ)ώρα: Μιλήσαμε με την ομάδα που ανεβάζει μία θεατρική μαρτυρία για τα Τέμπη
Η Ειρήνη Κανελλοπούλου, που έκανε τη σκηνοθεσία και συνυπογράφει τη σύνθεση του έργου και η ηθοποιός Θαλασσινή Βοσταντζόγλου μιλούν για τη βασισμένη σε μαρτυρίες συγγενών θυμάτων και επιζώντων θεατρική παράσταση.
- 19 ΜΑΡ 2025
Στις 28 Φεβρουαρίου του 2023, η επιβατική αμαξοστοιχία Intercity 62 συγκρούεται μετωπικά με την εμπορική αμαξοστοιχία 63503, αφήνοντας πίσω της 57 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Οι αρχές έκαναν λόγο για ανθρώπινο λάθος και η κυβέρνηση υποσχέθηκε άμεση και αμερόληπτη απονομή δικαιοσύνης.
Δύο χρόνια μετά και η ανάληψη ευθυνών παραμένει σε εκκρεμότητα, με τις οικογένειες των θυμάτων να συνεχίζουν να ζητούν επιτακτικά δικαιοσύνη για τους αγαπημένους τους, ενώνοντας τη φωνή τους με όλους εμάς στον αγώνα κατά της κρατικής συγκάλυψης – οι μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα και σε όλη τη χώρα ανήμερα της μαύρης επετείου θα μείνουν στην ιστορία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.
Μέσα σε αυτούς τους «όλους εμάς» είναι και μία ομάδα νέων ηθοποιών που αποφάσισε να παρουσιάσει μία θεατρική μαρτυρία για τα Τέμπη, «μία παράσταση για το κρατικό έγκλημα των Τεμπών», όπως αναγράφεται χαρακτηριστικά στην αφίσα της παράστασης, που μόλις ξεκίνησε -την Κυριακή 16/03- στη σκηνή του Θεάτρου 104 στο Γκάζι. Τίτλος της, μία πρόταση που έχουμε διαβάσει σε δεκάδες πανό και πλακάτ στις διαδηλώσεις: Ήταν η κακιά η (Χ)ώρα.
Το έργο προέκυψε μετά από πολύμηνη έρευνα και επικοινωνία με συγγενείς των θυμάτων και επιζώντες. Είναι μία παράσταση θεάτρου ντοκιμαντέρ, που επιχειρεί να επικοινωνήσει τις σκέψεις και τα συναισθήματα εκείνων που έμειναν πίσω, να εστιάσει στη διαχείριση της απώλειας και να εξετάσει τα αναπάντητα ερωτήματα που γεννήθηκαν εκείνο το μοιραίο βράδυ. Τελικά, τι έγινε εκείνη τη νύχτα; Ήταν όντως ανθρώπινο λάθος; Πώς συνεχίζεται η ζωή για αυτούς που έμειναν πίσω; Ποια ήταν η κατάσταση του ελληνικού σιδηροδρόμου; Γιατί δεν υπήρχε οξυγόνο; Είναι η δικαιοσύνη δίκαιη; Θα ξαναμπούμε στο τρένο χωρίς φόβο;
Μιλήσαμε με δύο από τους συντελεστές της παράστασης, την Ειρήνη Κανελλοπούλου, που έχει κάνει τη σκηνοθεσία και συνυπογράφει τη σύνθεση του κειμένου και με την ηθοποιό Θαλασσινή Βοσταντζόγλου, που δίνει φωνή επί σκηνής στο έργο μαζί με τρεις ακόμα ηθοποιούς. Η ιδέα για το ανέβασμα της παράστασης ανήκει στην πρώτη.
«Προέκυψε πριν από έναν χρόνο σε έναν καφέ που πίναμε με έναν γνωστό μου τότε και πλέον συνεργάτη και φίλο μου, τον Νίκο Τσιαμασιώτη. Συζητούσαμε για τα Τέμπη και πιο συγκεκριμένα για όλες αυτές τις προσβλητικές δηλώσεις όσων βρίσκονταν σε θέσεις ισχύος, αλλά και από μια απορία για το πώς να νιώθουν άραγε όσοι έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους, ακούγοντας αυτά τα αδιανόητα λόγια. Κάπου εκεί, του ανέφερα ότι θα είχε ενδιαφέρον, λόγω της ενασχόλησής μας με το θέατρο, να τους δώσουμε βήμα επί σκηνής», θυμάται η Ειρήνη.
Σύντομα, ξεκίνησε η διαδικασία της έρευνας. «Διήρκησε δύο μήνες και φυσικά όσο υπήρχαν εξελίξεις στην υπόθεση ή χρειαζόμασταν κάποια διευκρίνιση ή ανατροφοδότηση ερχόμασταν ξανά σε επικοινωνία με τους συγγενείς και τους επιζώντες», εξηγεί η ίδια και συνεχίζει: «Μιλήσαμε με 9 άτομα, τα οποία προσπαθήσαμε να είναι όσο πιο “πολύπλευρα” γίνεται. Δηλαδή να υπάρχουν γονείς που έχασαν τα παιδιά τους, παιδιά που έχασαν τους γονείς τους, αδέρφια που έχασαν τα αδέρφια τους, σύντροφοι που έχασαν τους αγαπημένους τους και επιζώντες.
Η πρώτη επικοινωνία έγινε μέσω social media όπου τους είπαμε τι θέλουμε να κάνουμε και είχαμε την τύχη όσοι και όσες προσεγγίσαμε να είναι πολύ δεκτικοί/ες στο project.Ήταν μια πολύ δημιουργική αλλά και απαιτητική διαδικασία καθώς απαιτούσε πολύ χρόνο, πολλή συγκέντρωση και αφοσίωση – εκείνους τους μήνες δεν κάναμε σχεδόν τίποτα άλλο, δουλεύαμε αποκλειστικά για αυτό. Οφείλω να πω ότι οι άνθρωποι υπήρξαν συγκινητικά γενναιόδωροι μαζί μας και σε σχέση με το πόσα μοιράστηκαν μαζί μας και με το πόσο προσωπικά ήταν αυτά».
Τη ρωτώ πόσο εύκολο ήταν να διαχειριστεί τη συναισθηματική φόρτιση, την οργή, συνθέτοντας το κείμενο του έργου μαζί με την Κέλλυ Παπαδοπούλου. «Όσο απομακρυνόμουν από την περίοδο της έρευνας, κατάφερνα να είμαι πιο ψύχραιμη με αυτά που άκουγα, αλλά όσον αφορά στην επιλογή του τι τελικά θα ενταχθεί στο κείμενο και τι όχι, υπήρχε αναπόφευκτα η προσωπική μας οπτική απέναντι στις μαρτυρίες και το συμβάν», απαντά και προσθέτει: «Με την Κέλλυ συμφωνήσαμε εξαρχής να μην λογοκρίνουμε με κανένα τρόπο όσα μοιράστηκαν μαζί μας τα 9 αυτά άτομα, αλλά από εκεί και πέρα συνειδητά ή ασυνείδητα ενσωματώνεις στο κείμενο αυτά που σε συγκινούν, αφορούν και σοκάρουν περισσότερο και τα παρουσιάζεις αντίστοιχα. Κάτι το οποίο δεν πιστεύω ότι είναι λάθος γιατί το θέατρο δεν είναι ρεπορτάζ, εμπεριέχει την προσωπική σου θέση. Το στοίχημα είναι αυτή η θέση/συναίσθημα να μην καλύψει το βίωμα των οικογενειών και των επιζώντων, αλλά να λειτουργήσει συμπληρωματικά και συνδυαστικά σε αυτό. Κι αυτό ήταν η βασική μας προτεραιότητα και νιώθω ότι το πετύχαμε.
Τώρα, μετά από πολύ χρόνο, προσπάθεια, αναποδιές, ταλαιπωρίες, συγκινήσεις, γέλιο, αγκαλιές και αλληλοϋποστήριξη η παράστασή μας είναι έτοιμη».
Το Ήταν η κακιά η (Χ)ώρα δεν είναι μία τυπική θεατρική παράσταση. Δεν υπάρχει υπόθεση με την κλασική έννοια του όρου: τόπος, χρόνος και συγκεκριμένα πρόσωπα. «Η παράσταση ανήκει στην κατηγορία του αφηγηματικού θεάτρου, οπότε ο δραματουργικός άξονας είναι οι μαρτυρίες, τις οποίες συνδέουν εμβόλιμα σκηνές που λειτουργούν ως σχόλιο και πιο συγκεκριμένα, ως η δική μας θέση σε σχέση με το συμβάν. Οι ηθοποιοί λειτουργούν ως αφηγητές και ανάλογα τη σκηνή εναλλάσσονται είτε ξεχωριστά είτε συνολικά σε γονείς, επιζώντες, πολιτικούς, πολίτες και τα λοιπά μέσα από μονολόγους», υπογραμμίζει η Ειρήνη και δίνει τον λόγο στη Θαλασσινή:
«Ο δικός μου μονόλογος είναι του πολίτικου ως σύμβολο. Τι εννοώ; Οι άλλοι τρεις ηθοποιοί έχουν μονολόγους συγγενών των θυμάτων και μίας επιζήσασας. Εγώ έχω μία συρραφή από διάφορους λόγους πολιτικών προσώπων της χώρας. Ξεκινάω δηλαδή με το “Είναι ντροπή και ντρέπομαι που θέτετε θέματα ασφαλείας”, που είχε πει ο Κώστας Καραμανλής δέκα μέρες πριν γίνει το δυστύχημα και συνεχίζω. Ο μονόλογος μου είναι σαν την προσωποποίηση της διαφθοράς – βασικά χωρίς το “σαν”».
Κατά τη διάρκεια των προβών, όπως αναφέρει η Θαλασσινή, διάφορες αρνητικές εξελίξεις ερχόντουσαν στο φως της δημοσιότητας, που αναπόφευκτα τους επηρέαζαν σε προσωπικό επίπεδο και με τη σειρά του αυτό επηρέαζε τη θεατρική διαδικασία.
«Χρειάστηκε μεγάλη ψυχραιμία και φοβερή αλληλεγγύη και σύμπνοια μεταξύ των ηθοποιών και όλων των συντελεστών ώστε να θυμόμαστε κάθε στιγμή ότι αυτό που κάνουμε είναι θεατρική παράσταση πρώτα απ’ όλα και πρέπει να κρατηθεί μία ισορροπία στο συναίσθημά μας, προκειμένου να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα».
Τα λόγια του κειμένου που συγκλόνισαν και τις δύο ήταν κυρίως εκείνα που δείχνουν πολύ ωμά, απλά και άμεσα τον αντίκτυπο της άδικης αυτής απώλειας σε αυτούς που έμειναν πίσω. Εκείνη η ατάκα που τις ζόρισε λίγο περισσότερο από τις άλλες είναι η ακόλουθη: «Είναι από τον μονόλογο της Αιμιλίας Κεφαλά, που υποδύεται την Αναστασία, την αδελφή των διδύμων Πλακιά και μεταφέρει μία φράση του μπαμπά της, που της λέει στο τηλέφωνο: “Τι αδερφές θα σου φέρω εγώ τώρα; 1.75 κορίτσια και έμεινε μόνο στάχτη”. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι υπάρχουν άνθρωποι, που δεν σέβονται αυτόν τον πόνο», σημειώνει η Θαλασσινή. «Με εξοργίζει η ασέβεια στους γονείς και στους συγγενείς. Η μη ντροπή ορισμένων από την πολιτική σκηνή της χώρας».
Η Ειρήνη αναφέρει με τη σειρά της: «Η απροκάλυπτη αδιαφορία και χυδαιότητα με την οποία η πολιτεία αντιμετωπίζει το έγκλημα των Τεμπών. Από τις πρώτες μέρες επιλέχθηκε πολύ συνειδητά ως τρόπος διαχείρισης η συγκάλυψη, εξαφανίζοντας κάθε στοιχείο και συνδυασμένη με μια επικοινωνιακή γραμμή άρνησης ανάληψης κάθε ευθύνης, αναμασώντας τη θεωρία του ανθρώπινου λάθους. Για κακή τους τύχη όμως, δεν είχαν υπολογίσει (αφελώς) τη δύναμη των συγγενών και των επιζώντων στους οποίους οφείλουμε αποκλειστικά τη γνώση όσων γνωρίζουμε για την υπόθεση.
Όταν λοιπόν το αφήγημα της κυβέρνησης άρχισε να καταρρίπτεται, αντί να ζητήσουν συγγνώμη στις οικογένειες αλλά και σε όλους τους πολίτες για τα ψέματα, τις παραλείψεις χρόνων, το ότι μέχρι σήμερα ο σιδηρόδρομος δεν είναι ασφαλής ή πιο σωστά είναι όσο επικίνδυνος ήταν πριν, άρχισαν να τους προσβάλλουν, να ισχυρίζονται κάνουν ό,τι κάνουν για να πολιτευτούν και να κάνουν αντιπολίτευση, ότι εμείς που πάμε στις διαδηλώσεις θέλουμε να προκαλέσουμε φασαρίες και όλα αυτά τα αδιανόητα, που κατά καιρούς ακούμε και διαβάζουμε».
Η συνειδητοποίηση ότι οι άνθρωποι που εκλέγονται από εμάς για να μεριμνούν για την ασφάλεια και την ευημερία μας (όσο φυσικά είναι στο δικό τους χέρι) δεν δίνουν δεκάρα για τις ζωές μας, μας θεωρούν απλώς αριθμούς και δεν διστάζουν ακόμα και να μας σκοτώσουν αν εξυπηρετεί τα συμφέροντα τους, είναι αυτό που με εξοργίζει περισσότερο».
Λόγω όλων των προαναφερθέντων, όπως μου εξηγούν, η παράσταση που έφτιαξαν προφανώς αφορά το έγκλημα των Τεμπών, αλλά δεν εξαντλείται σε αυτό. «Η ευκολία του κράτους να καταπατά τα ανθρώπινα δικαιώματα και το βασικότερο όλων, αυτό της ζωής και μετά να μάς φωνάζει να πάμε παρακάτω, εννοώντας να ξεχάσουμε, είναι κάτι που μας αφορά έντονα σαν ομάδα και μεμονωμένα σαν άτομα», διευκρινίζει η Ειρήνη.
«Κατανοώ ότι αυτή δεν είναι μια εύκολη συνειδητοποίηση γιατί απαιτεί να κοιτάξουμε κατάματα μια αλήθεια που λέει ότι το κράτος -χωρίς να κομματικοποιώ τη λέξη- λειτουργεί αποκλειστικά με γνώμονα το κέρδος του. Δεν γίνεται να “τρως” επί σειράς ετών εκατομμύρια προορισμένα για εξοπλισμούς και παροχές που θα καθιστούσαν τις μεταφορές ασφαλείς και οι πολίτες που εκτελούν αυτές τις μεταφορές να μη γνωρίζουν τίποτα για να “κόβεις” εσύ εισιτήρια. Πόσο μάλλον, αφού έχει συμβεί μια πολύνεκρη σύγκρουση που θα είχε αποφευχθεί αν δεν είχες “φάει” αυτά τα εκατομμύρια και τους είχες ενημερώσει ότι δεν υπάρχει κανένα σύστημα ασφαλείας. Από την άλλη, τους λες “άμα σας ενημερώναμε, δεν θα μπαίνατε στα τρένα και εμείς θα χάναμε λεφτά”.
Τα θύματα δεν ήταν ένα νούμερο.Ήταν άνθρωποι με όνομα, οικογένειες, όνειρα, ζωή. Και για όσους έχασαν τους δικούς τους, η δική τους ζωή συνεχίζεται με πολύ πόνο, δυσκολία και ένα κενό που ούτε διάλεξαν ούτε αναπληρώνεται. Κανένα εισιτήριο τρένου δεν αξίζει όσο μια ανθρώπινη ζωή. Και όσο οι εκάστοτε κυβερνώντες επιλέγουν να μην τους νοιάζει, θα είμαστε εδώ να φωνάζουμε ότι εμείς δεν πήγαμε παρακάτω και δεν ξεχάσαμε», καταλήγει.
Για την Ειρήνη, είναι η πρώτη φορά που ασχολείται επαγγελματικά με το θέατρο ντοκουμέντο, το είδος στο οποίο ανήκει η παράστασή τους. «Η ευκαιρία του να δεις και να ακούσεις ιστορίες πραγματικών ανθρώπων όπως τις μετέφεραν, μου δημιουργεί μια γείωση και μια εγγύτητα που το θέατρο ρόλων και χαρακτήρων δεν προσφέρει. Αφήνοντας τη θέση του θεατή και περνώντας σε αυτή του δημιουργού, αποκόμισα και την εμπειρία της έρευνας. Οι συζητήσεις με τους ανθρώπους από τους οποίους συλλέγεις το υλικό, η προετοιμασία μέχρι τη συνάντηση, το να στύβεις το κεφάλι σου για να σκεφτείς τι σε ενδιαφέρει πραγματικά να μάθεις, το συναίσθημα μετά και φυσικά το πώς θα μετατρέψεις τις μαρτυρίες σε κείμενο και το κείμενο σε παράσταση είναι μνήμες που έχω πολύ έντονα στο μυαλό μου.
Ξέρεις, σκέφτομαι ότι το θέατρο είναι από τη φύση του πολιτικό, καθώς ανοίγει ένα διάλογο μεταξύ δημιουργών και κοινού. Το ζήτημα είναι να είναι επίκαιρο και να παίρνει θέση κι αυτό κατά τη γνώμη μου είναι επιτακτική ανάγκη.
Ζούμε σε πια εποχή που οι δυνάμεις καταστολής είναι τρομακτικά κυρίαρχες και κάθε φωνή υπεράσπισης της ελευθερίας σιωπάται ακαριαία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να φοβούνται, να υιοθετούν τη νοοτροπία του “έτσι ήταν και έτσι είναι, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι” και ο κρατικός μηχανισμός να συνεχίζει να καταπιέζει, να τραυματίζει και να δολοφονεί γιατί γνωρίζει ότι έχει πετύχει τον σκοπό του και ο κόσμος δεν θα εναντιωθεί στις πράξεις του. Συνεπώς, είναι πολύ σημαντικό να έχουμε “εστίες” έκφρασης κάθε μορφής που να υποστηρίζουν ότι τα πράγματα αλλάζουν, ότι η ελευθερία μας -όταν δεν περιορίζει την ελευθερία του συνανθρώπου μας- είναι πρωτεύουσας σημασίας, ότι μετράει η γνώμη μας, ότι δεν ανεχόμαστε την αδικία και κυρίως ότι δεν είμαστε μον@. Μαζί καταπιεζόμαστε, στη θέση του ενός είναι βέβαιο πως μελλοντικά θα βρεθούμε κι εμείς. Μαζί φοβόμαστε και μαζί μπορούμε και οφείλουμε να εναντιωθούμε σε κάθε είδους βία».
Η αλλαγή άραγε στην κοινωνία μπορεί να έρθει και μέσα από τη θεατρική σκηνή; «Αν απαντήσω με τη λογική μου θα σου πω ότι μπορεί να έρθει και από τη θεατρική σκηνή, αλλά όχι αποκλειστικά από αυτή. Εννοώ ότι μια παράσταση μπορεί να φέρει στην επιφάνεια πράγματα που υπάρχουν ήδη μέσα μας είτε εν γνώσει μας, είτε όχι. Το θέατρο είναι ικανό να σου ταρακουνήσει καθοριστικά τον πυρήνα και προσπαθώ να είμαι σε επαφή με αυτή τη σκέψη όσο περισσότερο γίνεται. Μου δίνει κουράγιο ότι σε όλο αυτό το σκληρό περιβάλλον που ζούμε, η Τέχνη αποτελεί βήμα να θέσεις ερωτήματα και σε σένα και στο κοινό και αυτά τα ερωτήματα να λειτουργήσουν καταλυτικά με θετικό πρόσημο σε όλη αυτή τη δυστοπία», απαντά η Ειρήνη με τη Θαλασσινή να συμπληρώνει:
«Νομίζω ότι έχει περάσει προ πολλού ο καιρός που πιστεύαμε ότι μπορεί η Τέχνη να αλλάξει την πραγματικότητα. Μπορεί όμως να την ομορφύνει, να την κάνει πιο ανοιχτή στην αλλαγή. Είναι ευθύνη όλων μας ως πολίτες το να αλλάξει η πραγματικότητα, ο κόσμος στον οποίο ζούμε».
***
Ήταν η κακιά η (X)ώρα
Σύνθεση κειμένου: Ειρήνη Κανελλοπούλου, Κέλλυ Παπαδοπούλου
Σκηνοθεσία: Ειρήνη Κανελλοπούλου
Σύμβουλος Δραματουργίας: Κέλλυ Παπαδοπούλου
Υπεύθυνος διεξαγωγής έρευνας: Νίκος Τσιαμασιώτης
Επιμέλεια κίνησης: Πάνος Τοψίδης
Σκηνικά: Έλλη Σπένδου
Σύμβουλος σκηνογραφίας : Βασίλης Αποστολάτος
Σχεδιασμός φωτισμών: Τάσος Παλαιορούτας
Μουσική: Billie Kark
Επί σκηνής οι ηθοποιοί: Θαλασσινή Βοσταντζόγλου, Αιμιλία Κεφαλά, Περικλής Σιούντας, Ειρήνη Χαιρετάκη
Ακούγονται οι φωνές των : Θανάση Ζερίτη και Θεοδώρας Τζήμου
Παραγωγή: Nuvole Α.Μ.Κ.Ε
Βασισμένο σε μαρτυρίες συγγενών θυμάτων και επιζώντων.
Info: κάθε Κυριακή στις 21.15 μέχρι τις 13/04. Θέατρο 104. Προπώληση εδώ.