Για τον Κωνσταντίνο Πιλάβιο, το Είμαι η Τζο λειτούργησε ψυχαναλυτικά
Ο σκηνοθέτης της σειράς που στριμάρει στο ελληνικό Netflix εδώ και κάτι λιγότερο από δύο μήνες, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία, μιλά στο OneMan για τη γλυκόπικρη ιστορία της Τζο, το male gaze, τον νεποτισμό, το λευκό του μητρώο στην Αγγλία.
- 24 ΜΑΡ 2025
Από το 2007 μέχρι σήμερα έχουν περάσει 18 χρόνια. Όσα δηλαδή έκανα για να ξαναμιλήσω με τον Κωνσταντίνο Πιλάβιο. Τότε ήμασταν στα 22-23 μας και μέναμε και οι δύο στην Αθήνα. Εγώ στην πρώτη δημοσιογραφική μου δουλειά. Εκείνος στα σπάργανα ως σκηνοθέτης. Τον είχα προσεγγίσει ως ανερχόμενο δημιουργό του κινηματογράφου, με αφορμή δύο πρότζεκτ του: τη μικρού μήκους ταινία Τι είναι αυτό; (2007), που τη σκηνοθέτησε ο ίδιος και τη συνέγραψε με τον πατέρα του, Νίκο και το The Series (2006-2007), μία σειρά από μικρού μήκους ταινιάκια βασισμένα σε ιστορίες από Έλληνες bloggers.
Σήμερα, είμαστε στα 40-41 μας. Εγώ συνεχίζω να μένω στην Αθήνα. Εκείνος ζει πλέον μόνιμα στο Λονδίνο – είχε τάσεις φυγής από πάντα. «Ακόμα newcomer νιώθω, το πιστεύεις;», μου λέει χαριτολογώντας από την άλλη μεριά του ακουστικού. «Δεν θα φύγει νομίζω αυτό πότε από πάνω μου».
Ο Κωνσταντίνος είδε το όνομά του να παίζει πολύ στα ελληνικά μίντια τον τελευταίο ενάμιση μήνα. Δικαίως. Είναι ο σκηνοθέτης της σειράς Είμαι η Τζο, που από τον Φεβρουάριο στριμάρει στο ελληνικό -και στο κυπριακό- Netflix, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Βρέθηκε για συνεχόμενες εβδομάδες στο Top10 των σειρών, αλλά και στην κορυφή της δεκάδας.
Το Είμαι η Τζο είναι η δεύτερη σειρά μυθοπλασίας που σκηνοθετεί – η πρώτη ήταν ο Παραμυθάς (2009), 26 επεισόδια που είναι διαθέσιμα τώρα στο ERTFLIX. «Είναι η ιστορία μίας σύγχρονης γυναίκας λίγο πριν τα 40, που αναζητά την ταυτότητα της και νόημα σε έναν κόσμο πεπερασμένων αρχών και πατριαρχικών προτύπων», αναφέρει σχετικά με την υπόθεση και συνεχίζει: «Στον κόσμο μας δηλαδή».
Τη γυναίκα αυτή ερμηνεύει η Ιωάννα Ασημακοπούλου, στην οποία ανήκει η αρχική ιδέα για τη δημιουργία της σειράς. «Την επικοινώνησε στην Άρτεμη Γρύμπλα, που είναι η συνδημιουργός, συνσεναριογράφος και ηθοποιός στη σειρά -παίζει την αδερφή της Τζο- και εκείνη της πρότεινε να έρθει σε επαφή μαζί μου. Βρεθήκαμε λοιπόν με την Ιωάννα το 2019 σε ένα bar-restaurant κοντά στο Μετρό Αμπελοκήπων. “Θέλω να κάνω μία σειρά για να μιλήσω για όλα όσα τραβάω εγώ και όλες οι γυναίκες στη σημερινή κοινωνία”, ήταν τα λόγια της».
Μαζί με τον έτερο σεναριογράφο και συνδημιουργό Παναγιώτη Χριστόπουλο, έφτιαξαν οι τέσσερις τους μία πρόταση μετά την δεύτερη καραντίνα και το καλοκαίρι του 2021 την κατέθεσαν στον ANT1 και αγόρασε τα δικαιώματα ο ANT1+. Πήραν το πράσινο φως το επόμενο καλοκαίρι και τον χειμώνα ξεκίνησαν γυρίσματα. Διήρκησαν συνολικά 38 μέρες και απλώθηκαν από τον Δεκέμβριο του 2022 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2023. Το Είμαι η Τζο βγήκε στον αέρα της πλατφόρμας του ANT1+ το καλοκαίρι του 2023.
«Είναι μία σειρά φτιαγμένη για binge-watching, για να τη δεις μονοκόμματα. Τη γύρισα με αυτή τη λογική σαν μία 4ωρη ταινία κομμένη σε 8 επεισόδια. Συνεπώς, δεν είναι μία σειρά που μπορεί να σταθεί στην τηλεόραση και να ενταχθεί σε ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα, ώστε να προβάλλεται κάποιες μέρες την εβδομάδα».
Για εκείνον το ότι κατάφερε να ανέβει στο Netflix, έστω και στο ελληνικό, είναι κάτι «ουάου». Το μεγαλύτερο «ουάου» όμως είναι άλλο. «Το ότι επειδή ανέβηκε στην πλατφόρμα την είδε τόσος πολύς κόσμος και είχε τέτοια μεγάλη απήχηση. Αυτό που θέλαμε να πούμε, το είπαμε και ακούστηκε. Από την άλλη, για την καριέρα του καθενός μας σίγουρα το ότι έχουμε στο βιογραφικό μας μία σειρά που είναι διαθέσιμη στο Netflix είναι εξαιρετικά σημαντικό. Χαρίζει αναγνωρισιμότητα, η οποία θα μεγαλώσει ακόμα πιο πολύ αν μπορέσουμε να περάσουμε τα σύνορα και να μπούμε στο παγκόσμιο Netflix».
Η σκηνοθετική του προσέγγιση στην ιστορία της Τζο ήταν ξεκάθαρη στο μυαλό του εξαρχής. «Προσπάθησα να είμαι όσο πιο πιστός γίνεται στο κείμενο που έγραψαν τα παιδιά σε επιμέλεια της Ιωάννας· να είμαι όσο πιο αντικειμενικός στο σενάριο χωρίς να θέλω να βάλω ας πούμε τη δική μου οργή απέναντι στην πατριαρχία. Ήθελα να βγει η αλήθεια μέσα από το κείμενο και όχι μέσα από τα μάτια μου. Για παράδειγμα, τις στιγμές σε κάθε επεισόδιο που η Τζο ακούει το αγαπημένο της podcast, η κάμερα απλά ζουμάρει στο πρόσωπό της και την αφήνει να μιλήσει χωρίς να μιλάει στην ουσία. Λειτούργησα σαν παρατηρητής, όχι σαν σερβιτόρος».
Το Είμαι η Τζο είναι η ιστορία μίας γυναίκας. Ταυτόχρονα, δεν είναι. Δεν έχει φύλο. «Όπως προανέφερα είναι μία σειρά για μία γυναίκα που μεγάλωσε και μεγαλώνει σε μία πατριαρχική κοινωνία. Από αυτό και μόνο συνεπάγεται ότι αφορά και τα δύο μέρη, μας αφορά όλους. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες σήμερα, αλλά και διαχρονικά, είναι εκατό χιλιάδες φορές περισσότερα από εκείνα των αντρών. Επίσης, έχουν προκληθεί από τους άντρες. Επομένως, πώς γίνεται αυτά που τραβάει μία γυναίκα σήμερα να μην τους αφορούν;».
Τον ρωτά αν δέχτηκε σχόλια σχετικά με το male gaze· με το γεγονός ότι παρουσιάζεται η ιστορία μίας γυναίκας μέσα από τη ματιά ενός άντρα σκηνοθέτη. «Όχι, προς το παρόν, δεν έχει υποπέσει κάτι στην αντίληψή μου. Η ματιά που έχω εγώ στη σειρά δεν είναι η δική μου. Είναι η ματιά μας γυναίκας που ψάχνει να βρει τον εαυτό της σε μία κοινωνία, που της βάζει διαρκώς εμπόδια. Κι εγώ όμως έτσι νιώθω, σαν την Τζο. Κι γω και όλοι μας θεωρώ το ποιοι είμαστε ψάχνουμε να βρούμε, ποια είναι τα θέλω μας και πώς θα τα πραγματοποιήσουμε.
Θα σου αναφέρω όμως το εξής: ο σεξισμός που έλαβα εγώ ως άντρας σκηνοθέτης, η περίεργη αντιμετώπιση δηλαδή που είχα, όχι από άντρες συνεργάτες μου, αλλά από άλλους άντρες επειδή σκηνοθετώ μία σειρά με τη γυναίκα στο επίκεντρο, είναι ένα ελάχιστο κλάσμα του σεξισμού που βιώνουν οι γυναίκες καθημερινά. Αυτό ήταν αρκετά εκπαιδευτικό για μένα».
Για να μιλήσει μέσα από την εικόνα για τους εκάστοτε ήρωες, ο Κωνσταντίνος αναζητά πάντα κοινό τόπο. «Όλοι οι χαρακτήρες από τη σειρά έχουν κάτι από μένα». Όσον αφορά συγκεκριμένα την Τζο όμως; «Η Τζο είναι πάρα πολύ εγώ, αλλά δεν θα ήθελα να το αναλύσω. Το κρατώ για μένα. Το ανακάλυψα την τελευταία ημέρα των γυρισμάτων ή καλύτερα, τότε το αποδέχτηκα. Το απέφευγα. Ήθελα να είμαι ο παρατηρητής που σου έλεγα. Κρατούσα απόσταση από εκείνη, η οποία τελικά μηδενίστηκε και τότε, συνέβη κάτι πολύ όμορφο και συγκινητικό. Στο φινάλε βλέπουμε την Τζο να οδηγεί το αυτοκίνητο μόνη της στους δρόμους της Αθήνας. Εκεί συνειδητοποίησα πού βρίσκομαι εγώ μέσα σε αυτή την ιστορία της γυναίκας, που ψάχνει να βρει την ταυτότητα και το νόημα στη ζωή της.
Επειδή είχα αυτή τη συζήτηση με την Ιωάννα, όταν τελειώσαμε τα γυρίσματα, το Είμαι η Τζο λειτούργησε για μένα, αλλά και για εκείνη, αυτοψυχαναλυτικά· σαν ένα coming of age σημείο, όπου μετά από αυτό ενηλικιωθήκαμε· σαν να είδα τον εαυτό μου μπροστά μου και να τον αποδέχτηκα. Είδα αυτό που εγώ θέλω να είμαι και πού θέλω εγώ να πάω. Θα κουβαλάω τη σειρά σαν τον πρώτο μου έρωτα, μία γλυκιά ανάμνηση».
Το αγαπημένο του επεισόδιο είναι το 6ο, που τιτλοφορείται Σκόνη και Θρύψαλα να γίνομαι μαζί σου. Όπως μου εξηγεί για κάποιο λόγο στο Netflix δεν είναι περασμένοι οι τίτλοι των επεισοδίων, που κάποιοι είναι εμπνευσμένοι από ελληνικά τραγούδια – μπορείς να τους βρεις εδώ. Και η αγαπημένη του σκηνή; «Στο τέλος του 7ου επεισοδίου, όταν η Τζο επιστρέφει στο σπίτι της, βάζει να ακούσει το podcast που μιλάει για τη σημασία της οικογένειας, το κλείνει και ανεβαίνει στο σπίτι της μητέρας της. Εκεί, όπου βρίσκει τη μητέρα και την αδερφή της στον καναπέ να βλέπουν ταινία και χώνεται στην αγκαλιά τους».
Από τα πιο ιδιαίτερα στοιχεία της σειράς είναι και εκείνο της μουσικής που ντύνει την ιστορία και φέρει την υπογραφή της Ειρήνης Σκυλακάκη. «Μου την πρότειναν από τον ANT1 Studios, αλλά την Ειρήνη τη γνώριζα από την εποχή που έκανα ραδιόφωνο στο OFFRadio και ενθουσιάστηκα. Η συνεργασία μας ήταν φανταστική παρά το γεγονός ότι είχαμε αλλεπάλληλα ZOOM, γιατί κατά τη διαδικασία του μοντάζ εγώ ζούσα πλέον στο Λονδίνο. Στο σάουντρακ που έχει κυκλοφορήσει περιλαμβάνονται 14 tracks που ακούγονται στη σειρά. Το αγαπημένο μου είναι το “Crossroads”, που παίζει στο φινάλε και διαρκεί περίπου 7 λεπτά. Είναι όλη η πορεία της Τζο σε ένα κομμάτι».
Και μετά το Είμαι η Τζο; «Το καλοκαίρι θα γυρίσω τον πιλότο για μία σειρά εδώ στην Αγγλία και έχω στα σκαριά δύο μεγάλου μήκους: μία που γράφει μαζί με την Άρτεμη Γρύμπλα και μέρος της θα γυριστεί στην Ελλάδα και την άλλη, που ας γυριστεί οπουδήποτε και είμαι σε αναζήτηση σεναριογράφου. Όποια από τις δύο “κάτσει” πρώτη θα σηματοδοτήσει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μου».
Μέχρι σήμερα, από το 2002 που εργάζεται επαγγελματικά ως σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος έχει γυρίσει πολλές μικρού μήκους ταινίες, αλλά και διαφημιστικά για παγκόσμια brands (Toyota, Nivea, Vodafone, Microsoft), καθώς και ντοκιμαντέρ, συμπεριλαμβανομένου εκείνου για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση σε παραγωγή της ΕΡΤ, που προβλήθηκε στη δημόσια τηλεόραση ανήμερα της 25ης Μαρτίου του 2021. Εκείνη τη χρονιά ήταν που πήρε την απόφαση να μετακομίσει στο Λονδίνο. «Η πρώτη μου απόπειρα ήταν το 2015, αλλά έπεσα πάνω στα capital controls. Όταν έγινε το Brexit, είπα “ή τώρα ή ποτέ”».
Το «γιατί» στην Αγγλία απαντάται εύκολα όταν γυρίζει τον χρόνο πίσω στην εφηβική του ηλικία. «Είμαι Γάλλος υπήκοος γεννημένος στην Ελλάδα από μητέρα που ζούσε στο Παρίσι και πατέρα στα Εξάρχεια. Ο πατέρας μου στην ανήσυχη δεκαετία του 1970 διάβαζε πολύ έναν Ινδό φιλόσοφο, τον Jiddu Krishnamurti που πίστευε στο ασυμβίβαστο μυαλό και είχε φτιάξει σχολεία που θα βοηθούν τα παιδιά να καταλάβουν τι θέλουν να κάνουν στη ζωή τους. Τα σχολεία αυτά είναι σε Ινδία, Αγγλία και Αμερική. Έτσι, βρέθηκα για τέσσερα χρόνια στο Brockwood Park School στο Χάμσαϊρ στην Αγγλία και στα 18 μου, επέστρεψα στην Αθήνα για να σπουδάσω κινηματογράφο στο New York College».
Το «γιατί» σκηνοθέτης απαντάται επίσης εύκολα. Ο Κωνσταντίνος μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον γεμάτο καλλιτεχνικές αναφορές και επιρροές. Ο πατέρας του είναι ο Νίκος Πιλάβιος, σκηνοθέτης, παραγωγός, ηθοποιός και σεναριογράφος που έχει ασχοληθεί ως επί το πλείστον με την τηλεόραση και το παιδικό πρόγραμμα. «Είμαι παιδί νεποτισμού», λέει και συνεχίζει: «Ήμουν 9 χρονών όταν έπαιξα σε μία σειρά στο Mega, το Σπίτι για 5, που ήταν παραγωγή του πατέρα μου και ήταν από τις πρώτες σειρές της ελληνικής ιδιωτικής τηλεόρασης. Τότε, κατάλαβα ότι μου αρέσει να είμαι πίσω από την κάμερα. Ο δρόμος που διάλεξα είναι τελείως διαφορετικός από του πατέρα μου. Εκείνος έκανε κυρίως τηλεοπτικό παιδικό πρόγραμμα, εγώ θέλω να κάνω σινεμά.
Το πρόβλημα που αντιμετώπισα ως γιος του πατέρα μου ήταν ότι ήταν πάρα πολύ δύσκολο για μένα να αποδείξω στους άλλους την αξία μου. Όταν έκανα την πρώτη μου ταινία μικρού μήκους στην Ελλάδα κανείς δεν πίστεψε ότι την έκανα εγώ. Νόμιζαν ότι την έκανε ο πατέρας μου. Μία άλλη ταινία μου δεν βραβεύτηκε, γιατί όπως έμαθα κάποιος στην κριτική επιτροπή είπε “γιατί να του δώσεις αυτουνού βραβείο; Είσαι φίλος του πατέρα του;”. Πολλοί συνεχίζουν να με συστήνουν ως τον γιο του πατέρα μου. Δεν με πειράζει, αλλά δεν μου αρέσει. Όχι, γιατί δεν αγαπώ τον πατέρα μου, αλλά γιατί θέλω να διαχωριστώ από το έργο του».
Στην Αγγλία βέβαια τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. «Εδώ έχω λευκό μητρώο κι αυτό έχει τη γοητεία του».
Υπάρχει κάτι άλλο πέρα από τον κινηματογράφο για εκείνον; «Δύο πράγματα ήθελα να κάνω από πάντα: να γυρίζω ταινίες και να μαγειρεύω. Ο Werner Herzog έχει πει ότι αν κάτι μπορεί να συγκριθεί με τον κινηματογράφο είναι η μαγειρική. Μέχρι στιγμής, δεν τα έχω μπλέξει. Να φτιάξω δηλαδή κάποιο ταινιάκι με τη γαστρονομία στο επίκεντρο. Αν μου προσφέρουν βέβαια τη σκηνοθεσία ενός επεισοδίου του The Bear, δεν θα πω “όχι” (γελάει)».