EUROKINISSI/ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Η μεγαλύτερη παθογένεια της λογοτεχνίας και της αγοράς του βιβλίου στην Ελλάδα σήμερα

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου απαντούν οι ιθύνοντες δύο αξιόλογων εκδοτικών οίκων και ενός ρηξικέλευθου περιοδικού.

Η Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 23 Απριλίου, ειδικά φέτος όμως στην Ελλάδα αποκτά επιπλέον βαρύτητα δεδομένης της πρόσφατης επίσημης παρουσίασης του Ελληνικού Ιδρύματος Βιβλίου και Πολιτισμού (ΕΛΙΒΙΠ), του νέου φορέα που ιδρύθηκε πέρυσι με κύριους στόχους την προαγωγή των ελληνικών γραμμάτων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, την ανάδειξη του βιβλίου ως μορφωτικού, πολιτιστικού και ψυχαγωγικού μέσου και την προβολή του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας διεθνώς.

Το ΕΛΙΒΙΠ είναι ο φορέας διοργάνωσης και υλοποίησης της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης (ΔΕΒΘ) μεταξύ άλλων δράσεων ενώ εύλογα τα φώτα συγκεντρώνει πάνω του και το πρόγραμμα GreekLit που χρηματοδοτεί μεταφράσεις βιβλίων με στόχο τη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στο εξωτερικό.

Με την ελπίδα να καλυφθεί επιτέλους το κενό που άφησε πίσω του το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ), και με αφορμή την ετήσια γιορτή του βιβλίου, απευθύνθηκα πρόσφατα στις εκδόσεις Στερέωμα και Νήσος, δύο από τους πλέον αξιόλογους εκδοτικούς οίκους της Ελλάδας, καθώς και στη Βλάβη, το ρηξικέλευθο περιοδικό για το βιβλίο που κυκλοφορεί σε συνεργασία με τους Αντίποδες.

Ζήτησα την άποψή τους όσον αφορά τις παθογένειες, τόσο της ελληνικής λογοτεχνίας, όσο και γενικότερα της εγχώριας αγοράς του βιβλίου.

Βλάβη: «Δεν κυκλοφορούν πολλά λογοτεχνικά έργα που αφορούν το τώρα»

Αυτό που παρατηρούμε και που, στον βαθμό που μας αναλογεί, προσπαθούμε να σπάσουμε με τα διηγήματα που δημοσιεύουμε στη Βλάβη είναι ότι δεν κυκλοφορούν πολλά λογοτεχνικά έργα που αφορούν το τώρα. Φοβόμαστε ότι ο ιστορικός του μέλλοντος θα έρθει αντιμέτωπος με ένα τεράστιο κενό.

Δηλαδή ακόμη και το Γκιακ του Παπαμάρκου, για να αναφέρουμε ένα γνωστό και συγκλονιστικό βιβλίο, αναφέρεται στη μικρασιατική καταστροφή και τις συνέπειές της και είναι γραμμένο σε ιδιόλεκτο. Φυσικά, είναι πολύ σημαντικό το ότι υπάρχει και ότι μετά από 50 χρόνια θα το διαβάζουν πολλοί άνθρωποι. Αλλά μετά από 50 χρόνια θα θέλαμε οι άνθρωποι να διαβάζουν και για το πώς ήταν η ζωή στην Ελλάδα μετά την κρίση ή την πανδημία.


Δεν πρέπει οι νέοι συγγραφείς να φοβούνται να αναμετρηθούν με το σήμερα. Δεν είναι μονόδρομος οι αφηγήσεις για το παρελθόν. Ώστε να έχει ο ιστορικός του μέλλοντος και λογοτεχνικές αναφορές για τη ζωή στην Αθήνα ή την επαρχία το 2025.

Ίσως να λείπει ένας συγγραφέας με σχέδιο. Όχι δηλαδή να γράφει λογοτεχνία μόνο για να εκφράσει κομμάτια της ψυχής του. Αλλά να γράφει με τρόπο συστηματικό. Όπως το κάνει ο Εντουάρ Λουί, για παράδειγμα, που σου λέει: Ξέρω ότι επαναλαμβάνομαι αλλά το κάνω επίτηδες γιατί πρέπει τα θέματα της οικογένειάς μου να σας αναγκάσω να τα δείτε και να τα συζητήσετε. Όλο αυτό είναι πολιτικό πρότζεκτ. Όχι γιατί ο Λουί είναι αριστερός – που όντως είναι. Αλλά γιατί πιστεύει ότι τα συγκεκριμένα θέματα είναι σημαντικά και θέλει να φτιάξει ένα αναγνωστικό κοινό που θα τα αναγνωρίσει ως τέτοια τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη ζωή του. Αυτό προϋποθέτει σχέδιο. Δεν συμβαίνει τυχαία.

Δεν ανήκουν αυτά σε μια ρομαντική άποψη περί δαιμονίων του συγγραφέα που είναι χαρισματικός, ταλαντούχος και έχει φοβερή ικανότητα να εκφράσει πράγματα που δεν λένε οι άλλοι. Όχι, είναι πράγματα που ζουν οι άλλοι και κάποιος έχει το λογοτεχνικό σχέδιο να τα καταγράψει με ένα τρόπο που απαγορεύει στους αναγνώστες να τα αγνοούν όταν συζητάνε. Να μην μπορεί να πει κανείς ή καμία ότι δεν ξέρει τι συμβαίνει.

Νήσος: «Τα προβλήματα στα περισσότερα χειρόγραφα έχουν να κάνουν με τη γλώσσα»

Τα προβλήματα που εντοπίζω στα περισσότερα χειρόγραφα που λαμβάνουμε έχουν να κάνουν με τη γλώσσα. Βασική προϋπόθεση της γραφής είναι η ανάγνωση και σε πολλές περιπτώσεις είναι εμφανές ότι οι περισσότεροι δεν έχουν έρθει σε επαφή αρχικά με τη δική μας πλούσια λογοτεχνική παράδοση. Και ενώ αρκετά θέματα είναι ελληνοκεντρικά, με την έννοια ότι μας αφορούν ως βίωμα, αδυνατούν να συγκινήσουν γιατί αποτυγχάνουν να φέρουν κάτι στο κείμενο ή διακρίνονται από μιμητισμό προς άλλες κυρίαρχες παραδόσεις και γλώσσες, κυρίως τα αγγλικά.


Ως προς τη θεματολογία από την άλλη, αυτοπεριοριζόμαστε στα «δικά μας». Παραμένουμε όμως για μικρή χώρα με γλώσσα που γράφουν και διαβάζουν λίγοι και επομένως με περιορισμένο δημόσιο χώρο που δεν τροφοδοτεί επαρκώς της συγγραφή. Θα ήθελα επίσης να βλέπω βιβλία που να απομακρύνονται από το ρεαλιστικό και να πειραματίζονται πιο πολύ με άλλα είδη. Πόλα Καπόλα, εκδότρια

Στερέωμα: «Ο ρόλος του σχολείου και των οργανωμένων σχολικών βιβλιοθηκών απουσιάζει δραματικά»

Θα ξεκινήσω θετικά. Στην Ελλάδα σήμερα έχουμε πολλούς και καλούς εκδοτικούς οίκους, με μεγάλη ετοιμότητα, και καμιά φορά, μεγαλύτερη από την ετοιμότητα αντίστοιχων οίκων του εξωτερικού σε χώρες με πολύ μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό. Η ξένη λογοτεχνία μεταφράζεται σχεδόν ακαριαία στην επικαιρότητα της.

Για να απαντήσω στο ερώτημα, πιστεύω πράγματι ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός τίτλων ανά έτος, περισσότεροι από αυτούς που μπορεί να απορροφήσει το αναγνωστικό κοινό, με αποτέλεσμα η νέα κυκλοφορία να μένει στον «πάγκο» πολύ μικρό χρονικό διάστημα και μετά να παίρνει στην καλύτερη των περιπτώσεων τον δρόμο του ραφιού. Και είναι χαρακτηριστική η παρατήρηση γνωστού εκδότη ότι τα βιβλία δεν είναι γιαούρτια με ημερομηνία λήξης.


Θα ήθελα επίσης να παρατηρήσω ότι η ανυπαρξία αμιγούς φορέα για το βιβλίο όπως το ΕΚΕΒΙ αποτελεί σοβαρό πρόβλημα με αρνητικές επιπτώσεις κυρίως στην έγκαιρη κατανόηση των νέων τάσεων. Η πρόσφατη δημιουργία του Ελληνικού Ιδρύματος Βιβλίου και Πολιτισμού (ΕΛΙΒΙΠ) δεν είναι αμιγής φορέας για το βιβλίο και το δεύτερο σκέλος του πολιτισμού πολύ μεγάλο και ποικίλο.

Παθογένεια αποτελεί και ο μεγάλος αριθμός των βιβλίων με το σύστημα της αυτοέκδοσης που εκδίδονται κάθε χρόνο, που κατακλύζει τους πάγκους με τίτλους που εκδόθηκαν χωρίς καμία κρίση, προκαλώντας σύγχυση στους αναγνώστες. Θα ήθελα επίσης να επισημάνω τη φτωχή σχέση πολλών βιβλιοπωλών με το βιβλίο, κατά κύριο λόγο στα βιβλιοπωλεία της περιφέρειας αλλά και της Αθήνας, που στην ουσία είναι χαρτοπωλεία και παιχνιδάδικα.

Το βιβλίο στην Ελλάδα είναι ακριβό κυρίως λόγω του μικρού τιράζ εξ αιτίας του περιορισμένου αριθμού αναγνωστών, αλλά και των μεγάλων εκπτώσεων που απαιτούν τα βιβλιοπωλεία από τους εκδότες που αγγίζει το 50%.

Αφήνω για το τέλος το μεγάλο πρόβλημα που νομίζω όλοι μας ότι θεωρούμε, πώς δηλαδή θα αυξηθεί ο αριθμός των αναγνωστών. Πιστεύω ότι μόνο οι θεσμικοί και κοινωνικοί φορείς μπορούν να προσφέρουν μόνιμα αποτελέσματα στη κατανόηση της ανάγνωσης ως βασικού στοιχείου πολιτισμού, ώστε να δημιουργηθούν νέοι καλοί αναγνώστες. Αυτός είναι ο ρόλος του σχολείου και των οργανωμένων σχολικών βιβλιοθηκών, που δυστυχώς απουσιάζει δραματικά. Λίζα Σιόλα, εκδότρια

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.