Επί τη ευκαιρία, το cheerleading είναι ίσως το πιο παρεξηγημένο άθλημα στον πλανήτη
Από το χθες μέχρι το σήμερα, το cheerleading έχει εξελιχθεί σε ένα παρεξηγημένο άθλημα φοβερών αθλητών. Μπορεί η Ελλάδα να το ενσωματώσει εποικοδομητικά και με διαφάνεια;
- 3 ΣΕΠ 2020
Διαχρονικά, η αμερικανική ποπ κουλτούρα δεν έχει φερθεί με καλοσύνη στις μαζορέτες της. Ψωνισμένες, επιφανειακές, επικεντρωμένες κυρίως στις ερωτικές τους κατακτήσεις και στο κοινωνικό τους στάτους στο σχολείο, ακόμα και φόνισσες ενίοτε όπως στο ‘Heathers’, οι cheerleaders της μεγάλης και της μικρής οθόνης ξεκινούν στην αφήγηση παραδοσιακά ως ανταγωνιστές των καλών κοριτσιών. Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου το σενάριο τούς επιτρέπει την αποκάλυψη μιας ευάλωτης, γεμάτης ανασφάλειες προσωπικότητας, η αφετηρία τους είναι σχεδόν πάντοτε συγκεκριμένη – cheerleading ίσον bitch.
Ακόμα και έτσι όμως, στα παιδικά μου μάτια δεν έπαυε η εικόνα τους να φαίνεται ελκυστική. Η ιδέα μιας κοριτσοπαρέας που μαθαίνει να χορεύει συγχρονισμένα, που δένεται μέσα από κοινούς στόχους, που ενισχύει το ηθικό και το πρεστίζ ενός σχολείου, που έχει κώδικες αποκλειστικότητας, με γοήτευε. Παρότι δεν είχα αποκτήσει ακόμα το κατάλληλο λεξιλόγιο και τα εργαλεία για να μπορέσω να κατονομάσω τον σεξισμό που υπάρχει στο cheerleading ως τέτοιο, ήξερα ότι με ξένιζε η υποχρεωτικότητα του έντονου μακιγιάζ, των φουσκωμένων μαλλιών και της κοντής φούστας στις έφηβες της οθόνης. Ήξερα, επίσης, ότι με ενδιέφερε να παρακολουθήσω την ανάπτυξη του χαρακτήρα τους περισσότερο από σκηνές όπου τις έβλεπα να υποστηρίζουν το αγόρι τους από τα πλαϊνά ενός γηπέδου, αν και η ομοιομορφία στην εμφάνιση και την κινησιολογία τους, ο τρόπος που συνήθως παρουσιάζονται να επιβάλλονται στο κοινό τους, μπορούσε να είναι μαγνητική. Το ενδιαφέρον μου όμως εκτοξεύτηκε όταν είδα το ‘Bring It On’ με την Kirsten Dunst στις αρχές των ‘00s.
Θα διαπίστωνα αργότερα πως η αθλητική πλευρά του cheerleading ήταν πολύ σκληρότερη από αυτήν που απεικονίζει η κωμωδία του Peyton Reed (Ant-Man), όμως οι απαιτητικές χορογραφίες και τα ακροβατικά των ομάδων στην ταινία κυρίως, με είχαν αιφνιδιάσει. Οι Toros και οι Clovers, οι ομάδες που ηγούνται απολαυστικά η Dunst και η Gabrielle Union αντίστοιχα, δεν ήταν εκεί για να ζητωκραυγάζουν υπέρ κάποιας ομάδας αμερικανικού ποδοσφαίρου στο σχολείο τους. Ήταν αθλήτριες του cheerleading και στόχευαν στον κορυφαίο τίτλο ενός πρωταθλήματος του δικού τους αθλήματος. Και ενώ ως τότε δεν είχα παράπονο με τον χορό και τα ζωηρά pom-poms ως ζητούμενο του cheerleading – η σποραδική εμφάνιση μιας ‘πυραμίδας’ σε κάποια σειρά ή ταινία με ενθουσίαζε ωστόσο – ο συνδυασμός τους με ακροβατικά που έβλεπα συνήθως σε πρωταθλήματα γυμναστικής, ήταν άγνωστος κόσμος. Το ‘Bring It On’ ήταν το έναυσμα για να τον εξερευνήσω.
Στην πορεία θα μάθαινα περισσότερα για τα ακροβατικά αυτά και για τις απαιτήσεις του σπορ. Για το tumbling, τα baskets, τα aerials, το deadman, τη στάση liberty όπου στηρίζεσαι με το ένα πόδι στα χέρια των συναθλητών σου όσο τα υπόλοιπα άκρα σου βρίσκονται στον αέρα, τα περίπλοκα scorpion και bow and arrow, για το θάρρος των flyers που βρίσκονται στον αέρα κάθε λίγα δευτερόλεπτα και την ευθύνη των bases που όχι μόνο συμβάλλουν σε πολλά από αυτά τα stunts στηρίζοντας τους flyers με τη σωματική δύναμη και την ισορροπία τους, αλλά είναι το βασικό τους εμπόδιο μεταξύ αέρα και μιας βουτιάς στο πάτωμα. Μέχρι και σήμερα τα αποκαλώ όλα αυτά ‘μελισσανίδικα’ σε όποιον τύχει να υπομείνει τον ενθουσιασμό μου για αυτή την πλευρά του cheerleading, γιατί έχω βρει πως έτσι μπαίνει πιο εύκολα στο νόημα. Μετά από λίγο δεν σου κάνει καμία εντύπωση που τα περισσότερα σώματα του ανταγωνιστικού cheerleading (competitive cheerleading), σε αντίθεση με το sideline cheerleading όπως έχει ονομαστεί η πιο χορευτική του εκδοχή που βλέπεις κυρίως σε σχολεία ή σε οργανώσεις όπως το NFL και το NBA, μοιάζουν περισσότερο με αθλητριών γυμναστικής σε ολυμπιακό επίπεδο παρά με χορευτριών.
Θα μάθαινα, επίσης, πως ο πρώτος άνθρωπος που έκανε cheerleading ήταν άντρας. Το 1898, κατά τη διάρκεια ενός αγώνα αμερικανικού ποδοσφαίρου στο Πανεπιστήμιο της Minnesota όπου ο καιρός δυσκόλευε τους αθλητές και ο αρχηγός της ομάδας είχε τραυματιστεί, ο φοιτητής Johnny Campbell έπιασε μια ντουντούκα και άρχισε να καθοδηγεί το κοινό σε επευφημίες. Τα λόγια του ‘Rah, rah, rah! Ski-u-mah, Hoo-rah! Hoo-rah! Varsity! Varsity! Varsity, Minn-e-so-tah!’ είναι μέρος του του fight song του πανεπιστημίου μέχρι και σήμερα ως φόρος τιμής, ενώ ο Campbell ανέλαβε το πόστο του cheerleader ως επίσημο ρόλο. Στη συνέχεια ο ρόλος αυτός μεταδόθηκε και σε άλλα κολέγια, με τους cheerleaders να είναι συχνά αθλητές άλλων αθλημάτων των κολεγίων που ήταν εκεί για να υποστηρίξουν τους συμφοιτητές τους. Τα πανεπιστήμια τότε αποδέχονταν κυρίως άντρες σπουδαστές, οπότε μιλάμε για ένα ‘men’s club’ όπως το χαρακτήρισε η καθηγήτρια κοινωνιολογίας Laura Grindstaff σε άρθρο του Atlantic, που έβρισκε ηγετική τη συμπεριφορά των φοιτητών που μπορούσαν να ορίσουν το κοινό ενός αγώνα. Για τις περιπτώσεις του Franklin D. Roosevelt, του Eisenhower και του Ronald Reagan που ήταν μαζορέτες για το Harvard, το West Point και το Eureka College αντίστοιχα, δεν είχαν πέσει έξω.
Στην πορεία των ετών που τα πανεπιστήμια άρχισαν να γίνονται μεικτά και οι ομάδες cheerleading συμπεριλάμβαναν πλέον και γυναίκες, η μίξη αυτή αντιμετώπισε αντιδράσεις. Οι άγριες ζητωκραυγές των μαζορετών θεωρούνταν συμπεριφορά αρρενωπότητας και ανάρμοστες για μια γυναίκα.
Όταν κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου οι άντρες απομακρύνθηκαν από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα για χάρη της στρατιωτικής τους θητείας και οι φοιτήτριες άρχισαν ασχολούνται περισσότερο με το cheerleading, η φύση του θεσμού άρχισε να μεταβάλλεται. Ενώ οι χορογραφίες τους ενσωμάτωναν ήδη jumps και κάποιες εύκολες πυραμίδες, η συζήτηση γύρω από τις μαζορέτες άρχισε να αφορά την εμφάνιση και την καλή τους συμπεριφορά, και όχι την αθλητικότητά τους. Τα καλά κορίτσια της Americana των 1950s έπρεπε να είναι θηλυκά αλλά αγνά, να έχουν καλούς τρόπους, και να εκφράζουν τον ενθουσιασμό τους με χαμόγελο και προθυμία και όχι με άτακτες, θορυβώδεις επευφημίες στα γήπεδα. «Η στερεοτυπική εικόνα του cheerleading έγινε αυτή των γυναικών στις άκρες των γηπέδων, να στηρίζουν τους άντρες τους», συμπλήρωσε η Grindstaff στο ίδιο άρθρο. «Ήταν χάρμα οφθαλμών, αλλά όχι το επίκεντρο της προσοχής».
Όταν το κίνημα του φεμινισμού βρέθηκε σε πλήρη δράση μέχρι τα 1970s, ο συντηρητισμός του θεσμού εμπόδισε την όποια επιρροή του, ενώ το 1972 πέρασε επίσης και ο Νόμος ΙΧ ως μέρος εκπαιδευτικών τροποποιήσεων με σκοπό να διαφυλάξει τις εκπαιδευτικές και αθλητικές δραστηριότητες μαθητών και φοιτητών από τις διακρίσεις βάσει φύλου. Για να οριστεί μία αθλητικού τύπου δραστηριότητα ως σπορ σύμφωνα με τον συγκεκριμένο νόμο, θα πρέπει να πρέπει να εμπεριέχει το στοιχείο του ανταγωνισμού. Καθώς το cheerleading ως τότε δεν είχε δικό του πρωτάθλημα και διαγωνισμούς, χρειάστηκε να προσαρμοστεί με τους καιρούς ώστε να επιβιώσει.
Για να αντιμετωπίσει την πτώση του σε δημοτικότητα στα ‘70s και ‘80s, ο θεσμός απέκτησε σιγά-σιγά τη διαγωνιστική του διάσταση, ενώ από τις αρχές των ‘90s άρχισαν να ιδρύονται οργανώσεις cheerleading που εκπαιδεύουν τα παιδιά χωρίς απολύτως καμία σύνδεση με κάποιο σχολείο ή κολέγιο και άρα χωρίς καμία υποχρέωση να στηρίξουν άλλες ομάδες στα γήπεδα. Οι All Star μαζορέτες όπως ονομάζονται οι αθλητές που συμμετέχουν σε αυτά τα προγράμματα είναι κορίτσια και αγόρια έως 18 ετών που ξοδεύουν τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας τους σε προπονήσεις, την ίδια στιγμή που οι οικογένειές τους δαπανούν δεκάδες χιλιάδες δολάρια σε εξειδικευμένα ιδιωτικά γυμναστήρια. Στόχος είναι, αν φτάσουν σε ένα πολύ καλό επίπεδο να φτάσουν να διαγωνίζονται στις διάφορες κατηγορίες του Cheerleading Worlds – το Super Bowl του cheerleading.
Παρότι όμως η ύπαρξη του All Star Cheer έχει συμβάλλει τρομερά στην αντίληψη του cheerleading ως άθλημα, τα νομικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν η σχολική και πανεπιστημιακή εκδοχή του ως προς τον ορισμό τους ως σπορ έχουν δυσκολέψει πολύ ως τώρα την καθολική υποδοχή του ως τέτοιο. «Το cheer δεν πληροί τα κριτήρια που πληρούν όλα τα άλλα σπορ βάσει του Νόμου ΙΧ ώστε να το συμπεριλάβει ο NCAA (Εθνικός Κολεγιακός Αθλητικός Σύνδεσμος)», εξηγεί η Deborah Slaner Larkin, επικεφαλής των Special Projects στο Women’s Sports Foundation. «Δεν υπάρχει δομή για διαγωνισμό, η οικονομική υποστήριξη είναι ελάχιστη, και οι κατηγορίες δεν είναι συνεπείς». Παρ’ όλα αυτά, το cheerleading εξετάζεται πλέον επισήμως από την Παγκόσμια Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως άθλημα που ενδεχομένως να δούμε σε επόμενους Ολυμπιακούς, με το «υψηλό ενδιαφέρον της νεολαίας» ως βασικό επιχείρημα. Η Παγκόσμια Ομοσπονδία Cheer κιόλας μετρούσε 4,5 εκατομμύρια καταγεγραμμένους αθλητές από όλο τον κόσμο μέχρι το 2017, οπότε έχουμε πάψει εδώ και χρόνια να μιλάμε για ένα αμερικανικό φαινόμενο (το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιαπωνία για παράδειγμα έχουν μεγάλες οργανώσεις).
Πραγματικά όμως, ποιος θα πει στους All Star cheerleaders του παρακάτω βίντεο ότι δεν είναι αθλητές;
Ή στους φοιτητές του Navarro College που έγιναν σταρ μέσα από το ντοκιμαντέρ ‘Cheer’ του Netflix και έχουν κερδίσει 14 πρωταθλήματα στην κατηγορία τους;
«Είναι οι πιο σκληραγωγημένοι αθλητές που έχω σκηνοθετήσει ποτέ», έχει δηλώσει ο Greg Whiteley, σκηνοθέτης του ‘Cheer’ στο TIME. «Οι υπόλοιποι δεν πλησιάζουν καν. Και το λέω για να υποτιμήσω τους αθλητές του αμερικανικού ποδοσφαίρου».
Ο Whiteley έχει δημιουργήσει επίσης το αγαπημένο αθλητικό ντοκιμαντέρ των κριτικών ‘Last Chance U’ στο Netflix που μόλις τελείωσε και ακολουθούσε αθλητές κολεγίων με δύσκολη ανατροφή που ευελπιστούσαν σε μία θέση στο NFL. Η αφήγηση των underdogs και του ομαδικού αθλήματος ως υποκατάστατο της οικογένειας διατρέχει και το ‘Cheer’ που αυτή τη στιγμή είναι υποψήφιο για 6 βραβεία στα φετινά Emmys, και ίσως έχει κάνει καλύτερη δουλειά ως προς την αθλητικότητα του cheerleading στη συνείδηση των θεατών από οποιοδήποτε πρωτάθλημά τους. Είναι μία ψυχαγωγική, συγκινητική, πολυεπίπεδη ιστορία ενηλικίωσης που κυλάει σαν νερό και απεικονίζει με σεβασμό το άθλημα και τους φοιτητές που συμμετέχουν σε αυτό. Ο συντηρητισμός του αμερικανικού Νότου, η ομοφοβία εναντίον των gay αθλητών, η οικονομική ανισότητα, η σεξουαλική κακοποίηση και το revenge porn, η οικογενειακή εγκατάλειψη, η ανάγκη πολλών από τα παιδιά για κανόνες, φροντίδα και αγάπη, το αβέβαιο μέλλον τους, βρίσκουν όλα χώρο στο ‘Cheer’ μαζί με τις απαιτήσεις χορογραφιών που σπρώχνουν τα σώματα των αθλητών πέρα από τα άκρα.
Η σειρά που έγινε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του αμερικανικού Netflix για τη χρονιά ως τώρα, κατέγραψε όλα τα δάκρυα, τις ανησυχίες, τον ανταγωνισμό, τα όνειρα, τους τραυματισμούς και το ρίσκο που παίρνουν όλα τα μέλη της ομάδας του Navarro για να πετύχουν τον στόχο κάθε επόμενου πρωταθλήματος. Το cheerleading είναι άλλωστε υπεύθυνο για τον «καταστροφικό τραυματισμό» του 65% των γυναικών αθλητριών στην Αμερική για την περίοδο 1982-2009. Είναι αποδειχθεί δηλαδή πιο επικίνδυνο για τα γυναικεία σώματα από τα 23 εκ των 24 αθλημάτων που έχει αναγνωρίσει επισήμως η NCAA, με εξαίρεση το αμερικανικό ποδόσφαιρο. Οι αριθμοί αυτοί, βέβαια, έχουν απολύτως να κάνουν και με το ίδιο το γεγονός ότι το cheerleading δεν έχει αναγνωριστεί ως σπορ και έτσι δεν υπόκειται στον αυστηρό έλεγχο που υπόκεινται άλλα αθλήματα, είναι ενδεικτικοί όμως και για τις τρομακτικές δυσκολίες που έχει μία χορογραφία στο ανταγωνιστικό cheerleading.
Σε μία σκηνή του ντοκιμαντέρ, η Monica Aldama, η προπονήτρια που λατρεύουν μέχρι θανάτου οι μαζορέτες του Navarro, τιμωρεί έναν από τους αθλητές της γιατί έφτασε στην προπόνηση τραυματισμένος από τη συμμετοχή του σε έναν All Star διαγωνισμό το προηγούμενο βράδυ. Η Aldama τού είχε ζητήσει να μη συμμετάσχει στον διαγωνισμό και να δώσει προτεραιότητα στις υποχρεώσεις του στην ομάδα του κολλεγίου, οπότε αφού την παράκουσε τον ανάγκασε να κάνει κανονικά το routine τους μέχρι που η πλάτη του τον εγκατέλειψε. Σε μία άλλη σκηνή, η Morgan, μία από τις πιο δημοφιλείς αθλήτριες της σειράς που βλέπει στην Aldama τη μητρική φιγούρα που δεν είχε ποτέ, τραυματίζει τα πλευρά της και πηγαίνει στα επείγοντα περιστατικά. Εκεί την προειδοποιούν πως περισσότερη πίεση στα πλευρά της θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναπηρία ή ακόμη και στον θάνατο, εκείνη όμως επιστρέφει στην προπόνηση και μάλιστα στην πορεία αναλαμβάνει ακόμα πιο καίρια θέση στην πυραμίδα της χορογραφίας. Είναι η ίδια κοπέλα που είναι περήφανη για το χαμηλό της βάρος σε νωρίτερα επεισόδια, γιατί έτσι θα χωρέσει σίγουρα στις πιο κοντές φούστες που προτιμάει η Aldama.
Η εμφάνιση των μαζορετών άλλωστε, ακόμα και εκείνων που δεν ανακατεύονται με την πιο χορευτική πλευρά του cheerleading που θα δεις σε ένα παιχνίδι του NFL – η οποία παρεμπιπτόντως έχει μακρά ιστορία ντροπιαστικών μισθών και σεξιστικής συμπεριφοράς από τους υπεύθυνους – έχει αρκετά αυστηρά κριτήρια και είναι αναπόσπαστο μέρος του παιχνιδιού. Είναι μία από τις πιο προβληματικές πτυχές του αθλήματος, ειδικά λαμβάνοντας υπόψιν το παρελθόν του cheerleading, δεν είναι όμως το μοναδικό σπορ που έχει μια τέτοια περιοριστικότητα. Αντίθετα, στο cheerleading τουλάχιστον υπάρχουν θέσεις και αρμοδιότητες σε μια χορογραφία που εκτελούνται από σωματότυπους που σε άλλα αθλήματα δεν θα είχαν καμία ελπίδα συμπερίληψης.
Γνωρίζοντας όλα τα παραπάνω, μου είναι πολύ δύσκολο να καταλήξω σε ένα πολύ συγκεκριμένο συμπέρασμα σχετικά με την είσοδο του cheerleading στα ελληνικά σχολεία, κυρίως γιατί η διαδικασία και το όραμα μιας τέτοιας κίνησης είναι ως τώρα ασαφής. Θα αντιμετωπιστεί με την καθαρά αθλητική του μορφή; Αν ναι, θα ακολουθηθούν δομικοί κανόνες ασφαλείας; Θα συνυπάρξουν η ανταγωνιστική με τη sideline εκδοχή του; Ως προς τη δεύτερη, χρειαζόμαστε άραγε την εικόνα κοριτσιών να επευφημούν τις αποδόσεις των αγοριών στο γήπεδο όταν μπορούν να είναι πρωταγωνίστριες σε δικούς τους αγώνες cheerleading; Πώς θα καταπολεμηθεί το στίγμα του ‘μη αθλήματος’ και της ιδέας ότι είναι ‘μόνο για γυναίκες’;
Ως άθλημα που μετράει περισσότερες γυναίκες – το 50% ωστόσο των μαζορετών στις Ηνωμένες Πολιτείες σε κολεγιακό επίπεδο είναι άντρες – το cheerleading μπορεί να γίνει εύκολο θύμα για αστεία στο ελληνικό ίντερνετ από χρήστες που δεν έχουν γνώση της δύναμης και του ταλέντου που απαιτεί έξω από τις αμερικανικές ταινίες. Δεν είναι η πρώτη, δεν θα είναι η τελευταία από τις δραστηριότητες που θεωρούνται κυρίως γυναικείου ενδιαφέροντος που θα υποτιμηθεί. Παράλληλα όμως δεν μου κάνει εντύπωση που εν καιρώ μιας πανδημίας, αμφιλεγόμενων αποφάσεων ως προς το εκπαιδευτικό πρόγραμμα και μιας οικονομικής κρίσης που αφήνει βασικές λειτουργικές ανάγκες των σχολικών εγκαταστάσεων ακάλυπτες, η εισαγωγή του στα σχολεία έχει για πολλούς έναν αέρα ‘αυτό μας έλειπε’. Και αν προσωπικά ένα τέτοιο σπορ όντως θα με έλκυε στα χρόνια που ήμουν μαθήτρια – το cheerleading στο Ηνωμένο Βασίλειο για παράδειγμα έχει ενισχύσει την ενασχόληση των κοριτσιών με τον αθλητισμό – έχω, ακόμα και από τη θέση μίας φαν ξένων ομάδων, εύλογες αμφιβολίες για το αν η χώρα μπορεί αυτή τη στιγμή να το ενσωματώσει με εποικοδομητικό, διαφανή τρόπο.
Σε αυτή τη φάση, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να αναμένω με πραγματικό ενδιαφέρον τις εξελίξεις (και να δω το ‘Cheer’ για τρίτη φορά).