Η ιστορία πίσω από τα Εκατό Χρόνια Μοναξιάς
- 6 ΜΑΡ 2023
Θα έστελνε μία επιδημία αϋπνίας στους ανθρώπους αυτής της φανταστικής πόλης, θα έκανε έναν ιερέα να αιωρείται, θα τους έστελνε ακόμη ακόμη κι ένα σμήνος από κίτρινες πεταλούδες. Θα οδηγούσε τους ανθρώπους που φαντάστηκε και κατασκεύασε μέσα από την αποικιοκρατία, τον εμφύλιο πόλεμο και το καθεστώς της «Μπανανίας», εκείνης της ψευτοδημοκρατίας της Λατινικής Αμερικής που κάποτε ταλάνιζε τους ανθρώπους της.
Θα τους παρακολουθούσε μέσα στα δωμάτια τους, θα έβλεπε τις σεξουαλικές τους περιπέτειες, τις αιμομιξίες τους. «Στα όνειρά μου, εφευρίσκω λογοτεχνία», θα έλεγε αργότερα. Και μέσα από όλες αυτές τις ιστορίες, μήνα με τον μήνα, όλο και θα μεγάλωνε το δαχτυλογραφημένο του κείμενο, γεννώντας ένα από τα μεγαλύτερα μυθιστορήματα όλων των εποχών. Γεννώντας ακόμη και τη «μοναξιά της φήμης», όπως θα το έθετε ο ίδιος αργότερα.
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες άρχισε να γράφει τα Εκατό Χρόνια Μοναξιάς πριν από μισό αιώνα, και ολοκλήρωσε το βιβλίο του στα τέλη του 1966. Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε στο Μπουένος Άιρες στις 30 Μαΐου 1967, δύο ημέρες πριν από το Sgt. Το Pepper’s Lonely Hearts Club Band των Beatles. Η αποδοχή του ανάμεσα σε όσους διάβαζαν στην ισπανική γλώσσα θα θυμίζει Beatlemania: πλήθη, κάμερες να τον κυνηγούν και η αίσθηση μιας νέας εποχής.
Το 1970 το βιβλίο θα κυκλοφορούσε και στα αγγλικά, σε μια χαρτόδετη έκδοση με έναν καυτό ήλιο στο εξώφυλλο, το οποίο και θα γινόταν ένα απ’ τα τοτέμ της δεκαετίας. Όταν ο Μάρκες θα πάρει και το βραβείο Νόμπελ, το 1982, το μυθιστόρημα αυτό θα θεωρηθεί ως «Ο Δον Κιχώτης» του Νότου, απόδειξη των κρυμμένων δυνατοτήτων που είχε η λατινοαμερικανική λογοτεχνία. Και ο συγγραφέας πλέον θα είναι γνωστός ως «Γκάμπο», διάσημος σε όλη την ήπειρο μόνο με το μικρό του όνομα, όπως και ο Κουβανός φίλος του, ο Φιντέλ.
Και όσο θα περνούν τα χρόνια, τόσο και το ενδιαφέρον για τον Γκάμπο και το υπέροχο μυθιστόρημά του θα αυξάνεται. Το Πανεπιστήμιο του Τέξας, πλήρωσε 2,2 εκατομμύρια δολάρια για να αποκτήσει τα αρχεία του -συμπεριλαμβανομένου κι ενός ισπανικού δακτυλογραφημένου αντιτύπου του Εκατό Χρόνια Μοναξιά.
Ανεπίσημα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι το αγαπημένο έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας όλων, και το μυθιστόρημα που, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, ενέπνευσε τόσο πολύ τους σύγχρονους μυθιστοριογράφους -από την Τόνι Μόρρισον μέχρι τον Σάλμαν Ράσντι. Και όχι μόνο λογοτέχνες. Ο Μπιλ Κλίντον για παράδειγμα, κατά την πρώτη θητεία του ως Πρόεδρος, ζήτησε να συναντηθεί με τον Γκάμπο και όντως βρέθηκαν και συζήτησαν για τον Φώκνερ σε ένα νησάκι της Μασαχουσέτης -παρέα με τον μεγάλο συγγραφέα Κάρλος Φουέντες αλλά και τον διαβόητο Χάρβει Γουάινσταϊν.
Όταν ο Μάρκες πέθανε, τον Απρίλιο του 2014, ο Μπαράκ Ομπάμα τον αποκάλεσε ως «έναν από τους αγαπημένους μου από τότε που ήμουν νέος», κάνοντας λόγο και για ένα υπογεγραμμένο αντίτυπο των Εκατό Χρόνια Μοναξιάς που ο ίδιος περήφανα είχε στην κατοχή του.
Πώς το έγραψε όμως αυτό το αριστούργημα, το βιβλίο που θα άλλαζε την παγκόσμια λογοτεχνία; Ο ίδιος το περιέγραψε σαν να είχε μια παράξενη επιφοίτηση.
Μια μέρα του 1965 ο συγγραφέας ξεκίνησε μαζί με την οικογένειά του για το Ακαπούλκο, το μέρος όπου σκόπευαν να περάσουν τις διακοπές τους. Ήταν μια μέρα απόσταση με το αυτοκίνητο -ένα λευκό Opel του 1962 με κόκκινη εσωτερική επένδυση. Κάποια στιγμή, λοιπόν, σταμάτησε ξαφνικά και αποφάσισε να γυρίσει πίσω.
Το επόμενο μυθιστόρημά του τού είχε κατέβει όλο με τη μία στο κεφάλι του. Για δύο δεκαετίες πάλευε μέσα του με την ιστορία μιας μεγάλης οικογένειας σε ένα μικρό χωριό. Τώρα ξαφνικά όμως μπορούσε να φανταστεί όλο το στόρι με τη διαύγεια που έχει κάποιος μπροστά από το εκτελεστικό απόσπασμα, όταν βλέπει όλη του τη ζωή σε μια στιγμή.
«Ήταν τόσο έτοιμο μέσα μου», θα αναφέρει αργότερα, «που θα μπορούσα να υπαγορεύσω το πρώτο κεφάλαιο, λέξη προς λέξη, σε έναν δακτυλογράφο».
«Εγκαταστάθηκε» πάνω απ’ τη γραφομηχανή του. «Δεν σηκώθηκα για δεκαοκτώ μήνες», θα θυμηθεί αργότερα. Όπως και ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία -ο οποίος κρύβεται στο εργαστήριό του στο Μακόντο, κατασκευάζοντας μικροσκοπικά χρυσά ψάρια με μάτια από πολύτιμους λίθους- έτσι κι ο συγγραφέας δούλεψε με πάθος και εμμονή.
Όσο εκείνος έγραφε και καλούσε φίλους στο σπίτι για να διαβάζουν δυνατά τις δακτυλογραφημένες σελίδες, η γυναίκα του ήταν εκείνη που φρόντιζε την οικογένεια. Γέμιζε το ντουλάπι με ουίσκι και κανόνιζε τις οφειλές τους σε πιστωτές. Έβαλε ενέχυρο για μερικά μετρητά ένα σωρό οικιακές συσκευές, από το τηλέφωνο μέχρι το ραδιόφωνο και το ψυγείο. Εν τέλει, πούλησαν και το Opel που παραλίγο το καλοκαίρι να τους πήγαινε στο Ακαπούλκο.
Σχεδόν τριάντα χιλιάδες τσιγάρα μετά, όταν το μυθιστόρημα τελείωσε, και ο Γκάμπο με τη Μερσέντες πήγαν στο ταχυδρομείο για να το στείλουν στον εκδότη του στο Μπουένος Άιρες, δεν είχαν πάνω τους τα 82 πέσος για τα ταχυδρομικά τέλη της αποστολής. Έστειλαν τις μισές σελίδες και μετά από μια γρήγορη επίσκεψη σε ενεχυροδανειστήριο, πήραν χρήματα και έστειλαν και τις άλλες μισές.
Η Μερσέντες τον ρώτησε: «Και τι γίνεται τώρα, αν μετά από όλα αυτά, είναι κακό το μυθιστόρημα;».
Οκτώ χιλιάδες αντίτυπα πουλήθηκαν την πρώτη εβδομάδα μόνο στην Αργεντινή, ένα γεγονός χωρίς προηγούμενο για λογοτεχνικό βιβλίο σε όλη τη Νότια Αμερική. Το διάβασαν από τους εργάτες και τις υπηρέτριες μέχρι τους καθηγητές και τις πόρνες -ο μυθιστοριογράφος Φρανσίσκο Γκόλντμαν θυμάται να βλέπει το μυθιστόρημα στο κομοδίνο σε ένα παραθαλάσσιο οίκο ανοχής.
Ο Μάρκες ταξίδεψε για λογαριασμό του βιβλίου στην Αργεντινή, στο Περού, στη Βενεζουέλα και μετά σε όλον τον κόσμο, οπότε όχι, το ζευγάρι δε χρειάστηκε να δει ποτέ στην πράξη τι θα γινόταν αν το βιβλίο ήταν κακό. Ήταν ένα αριστούργημα. Και θα τον ευχαριστούμε αιώνια γι’ αυτό.