Η βερολινέζικη περίοδος του David Bowie: Heroes, Iggy Pop και απεξάρτηση
Με αφορμή τη συμπλήρωση 8 χρόνων από το θάνατο του ανθρώπου που έπεσε στη γη, θυμόμαστε τη βερολινέζικη περίοδό του, τότε που έγραψε τρία από τα πιο επιδραστικά albums όλων των εποχών.
- 10 ΙΑΝ 2024
Σε ένα βερολινέζικο καμπαρέ του 1977, ένας ισχνός, σχεδόν λιπόσαρκος τριαντάρης που έπινε το ποτό του, έφερνε και ξανάφερνε στο μυαλό του μερικούς στίχους του Frank Sinatra. Η μπάντα που θα συνόδευε τη βραδιά και το αλκοόλ του, δεν είχε ξεκινήσει ακόμη και έτσι σκέφτηκε να πει εκείνος μερικά τραγούδια. Προχώρησε μερικά μέτρα, ανέβηκε στη μικρή σκηνή και ζήτησε να δανειστεί για λίγο το μικρόφωνο.
Τα πράγματα δεν κύλησαν όμως όπως είχε συνηθίσει. Οι λιγοστοί θαμώνες τον γιούχαραν και του ζήτησαν να κατέβει μετά από μόλις λίγα τραγούδια. Τού φώναξαν ότι είχαν πληρώσει για να δουν άλλον καλλιτέχνη, και «όχι αυτόν». Υπάκουσε ευγενικά και επέστρεψε στη θέση του για να συνεχίσει ήρεμα το ποτό του.
Αυτή δεν ήταν μία άσχημη βραδιά στη ζωή του David Bowie, ήταν μία από τις πιο λυτρωτικές. Ήταν ακριβώς ό, τι ζητούσε όταν παράτησε το Los Angeles και μετακόμισε στο δυτικό κομμάτι του τότε διαιρεμένου Βερολίνου. Μία πόλη όπου θα μπορούσε να ζήσει ως -σχεδόν- κοινός θνητός, να βρει τον χώρο και το σταθερό περιβάλλον για να σώσει την τέχνη του. Αλλά κυρίως τη ζωή του.
Ένα χρόνο πριν, το 1976, ο Bowie βρισκόταν στα όρια της κατάρρευσης. Ο βαρύς εθισμός του στις ουσίες και κυρίως στην κοκαΐνη, καθώς και η αποξένωση από την τότε γυναίκα του -που μάλλον σωστά δεν τον άφηνε να βλέπει τον μικρό τους γιο, τον Zowie- φιγουράριζαν ανάμεσα στις κύριες αιτίες. Ήταν η ίδια περίοδος που μέσω της περσόνας του Λευκού Δούκα φλέρταρε δημόσια με τον ναζισμό.
Φτάνοντας στα όριά του
«Ήταν μια πολύ επικίνδυνη εποχή για μένα», θα θυμηθεί πολλά χρόνια αργότερα. «Ήμουν στα όρια μου, σωματικά και ψυχικά, και είχα αρχίσει να έχω αμφιβολίες για το κατά πόσο είχα ακόμη τα λογικά μου».
Έψαχνε οδούς διαφυγής από τον κύκλο του στο LA, τις διάσημες παρέες των πάρτι και των καταχρήσεων. Η «προσωπική του βοηθός παύλα αφοσιωμένος άγγελος», Coco Schwab, θα ήταν εκείνη που θα τον έσωζε, βρίσκοντάς του το κατάλληλο καταφύγιο. Θα του νοικιάσει ένα μικρό διαμέρισμα στον πρώτο όροφο ενός art nouveau κτιρίου στην underground κι αρκετά ελευθεριακή περιοχή του Schöneberg του Βερολίνου. Ο Bowie είχε από πολύ νέος πάθος με τη μεσοπολεμική Γερμανία, τους συγγραφείς της, τη ζωγραφική, το σινεμά και με όλο το κλίμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όπως αυτό είχε αποτυπωθεί στην τέχνη.
«Για πολλά χρόνια το Βερολίνο ήταν για μένα ένα είδος ασύλου, καταφυγίου. Ήταν μια από τις λίγες πόλεις όπου μπορούσα να ζήσω κυριολεκτικά ως άσημος. Ήμουν επίσης στα όρια της οικονομικής κατάρρευσης και αυτή η πόλη ήταν φτηνή. Για κάποιο λόγο που δεν ξέρω, οι Βερολινέζοι απλά δεν έδιναν δεκάρα για έναν Βρετανό rock καλλιτέχνη».
Σύντομα, θα μετακομίσει στην πόλη και στο ίδιο κτίριο και ο Iggy Pop, σε μία επίσης αρκετά πολύ προβληματική περίοδο και για τον ίδιο. Είχαν περιοδεύσει μαζί την προηγούμενη χρονιά για την προώθηση του δίσκου Station to Station, ενός album που ο Bowie θα πει ότι δεν θυμόταν ούτε μια μέρα από την ηχογράφησή του εξαιτίας των κιλών κοκαΐνης που κατανάλωσε μέσα στο στούντιο. Και ο Iggy όμως κατέφυγε στο Βερολίνο ψάχνοντας τη λύτρωση, αλλά από μία ουσία που άφηνε πάντα αδιάφορο τον Bowie: την ηρωίνη.
Η αλλαγή δεν θα ερχόταν εύκολα. Τους πρώτους μήνες της νέας τους ζωής, απλά συνέχισαν τις ίδιες κραιπάλες σε άλλη ήπειρο. Κάθε βράδυ, πριν κάνουν την τελευταία τους στάση στα θρυλικά κλαμπ του Βερολίνου, Dschungel και Unlimited, έπαιρναν σβάρνα τα μπαρ, εξερευνώντας την πόλη, μεθυσμένοι και φτιαγμένοι. Το τραγούδι Nightclubbing του Iggy περιγράφει ακριβώς αυτές τις εμπειρίες.
Ένα βράδυ, ο Iggy βρέθηκε συνοδηγός του Bowie σε ένα αυτοκίνητο δανεισμένο απ’ τον dealer τους. Για πέντε σχεδόν λεπτά, ο Bowie έπαιρνε φόρα και χτυπούσε το αυτοκίνητο σε κάποιον τοίχο ξανά και ξανά, φωνάζοντας ότι θέλει επιτέλους «να τελειώσουν όλα». Έπειτα επέστρεψε στο υπόγειο πάρκινγκ του και τρέχοντας με 100 χλμ προσπάθησε να πέσει πάνω στον τοίχο του. Τελευταία στιγμή θα αλλάξει πορεία για να αποφύγει τη σύγκρουση, και θα συνεχίσει να οδηγεί μέσα στο πάρκινγκ, κάνοντας παρέα με τα δικά του ουρλιαχτά στα σπινιαρίσματα της ρόδας, μέχρι που η βενζίνη θα τελειώσει. Και οι δύο τους θα βγουν σώοι μέσα από το όχημα, αλλά σε κατάσταση υστερίας.
Όμως ο καλός του άγγελος, η Coco ήταν εκεί, μαζί του στο Βερολίνο και ήταν το στήριγμα που έψαχνε. Αυτή η γυναίκα που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του Bowie και οι πάντες αναρωτήθηκαν «ποια είναι αυτή;» μόνο μετά τον θάνατό του, όταν της άφησε δύο εκατομμύρια ευρώ στη διαθήκη του. Το 1987, της είχε αφιερώσει ένα τραγούδι αλλά και αυτό είχε περάσει σχεδόν απαρατήρητο, το “Never let me down”.
“When I needed soul revival I called your name
When I was falling to pieces I screamed in pain
Your soothing hand that turned me round
A love so real swept over me”.
Θα του αγοράσει καμβάδες και λαδομπογιές για να ζωγραφίζει, θα του διαβάζει Νίτσε όσο ξαπλώνει στα χαμένα, και αντί για στέκια με αλκοόλ και ναρκωτικά θα τον γυρίζει στα καφέ και τις gallery της πόλης. Ο Bowie θα αρχίσει να ντύνεται απλά, καθημερινά, θα πετάξει από τη συμπεριφορά του το σταριλίκι αφού κανείς στον δρόμο δεν δείχνει να ασχολείται μαζί του. Σιγά σιγά θα απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την κοκαΐνη.
Η επίσκεψή του στο Μουσείο Brücke, για να δει τα έργα των Kirchner, Kollwitz και Heckel από κοντά, θα τον ταράξει. Οι τραχιές και τολμηρές πινελιές τους, η μελαγχολική διάθεση των εξπρεσιονιστών και η αίσθηση του εφήμερου, θα κατακτήσουν τη φαντασία του.
Θα συνειδητοποιήσει ότι πλέον το ερώτημα δεν ήταν αν μπορούσε να βρει έναν νέο τρόπο δημιουργίας, αλλά αν μπορούσε να επαναεφεύρει τον εαυτό του. Και θα το έκανε, επιστρέφοντας στο πραγματικό εγώ του, πετώντας μια για πάντα τις περσόνες πίσω απ’ τις οποίες κρυβόταν τόσα χρόνια πάνω στη σκηνή.
Η επική Berlin Trilogy
Την ίδια περίοδο θα γνωρίσει και μερικά απ’ τα σημαντικότερη μέλη της μουσικής σκηνής της Γερμανίας. Θαύμαζε ήδη τον ηλεκτρονικό ήχο των Kraftwerk και των Tangerine Dream, και με τον ιδιοφυή Edgar Froese των τελευταίων θα γίνουν στενοί φίλοι. Και αυτός ο νέος ήχος μαζί με τις μινιμαλιές του Brian Eno, θα τον αιχμαλωτίσουν.
Ο David Bowie θα βγάλει τρεις πολύ μεγάλους δίσκους μέχρι το ‘79 που θα ζήσει στο Βερολίνο. Το Low, το Heroes και το Lodger – αν και το τρίτο album θα το ηχογραφήσει στην Ελβετία και τη Νέα Υόρκη. Θα μείνουν γνωστά στον κόσμο της μουσικής με τον συνοπτικό τίτλο “The Berlin Trilogy” και θα χαρακτηριστούν πρόδρομοι πολλών μουσικών ρευμάτων που θα ακολουθούσαν, από το post punk μέχρι το post rock, στην instrumental κυρίως εκδοχή του.
Την αρχή όμως θα την κάνει με τον δίσκο του καλού του «γείτονά», του Iggy Pop. Το μέγεθος της συμβολής του στο ενδοσκοπικό industrial ηχητικό περιβάλλον The Idiot παραμένει μέχρι σήμερα αγαπημένο θέμα debate. Έκανε την παραγωγή, έδωσε τη μουσική κατεύθυνση που ονειρευόταν να ακολουθήσει και ο ίδιος στο μέλλον, αυτόν τον «διαφορετικό ήχο», αλλά κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα που ξεκινάει και που τελειώνει η συμμετοχή τους και στις συνθέσεις.
«Ο καημένος ο Iggy, κατά κάποιον τρόπο, έγινε ένα πειραματόζωο για αυτό που ήθελα να κάνω με τον ήχο», θα θυμηθεί αργότερα σε συνέντευξή του. «Δεν είχα το υλικό εκείνη τη στιγμή και δεν μου έβγαινε καθόλου να γράψω μουσική. Ένιωσα πολύ περισσότερο την ανάγκη να χωθώ πίσω από τη δουλειά κάποιου άλλου, και έτσι αυτό το άλμπουμ, καλλιτεχνικά, ήταν ότι ακριβώς έψαχνα». Την ίδια περίοδο, στα «χρόνια του Βερολίνου» θα κάνει την παραγωγή και στο δεύτερο και τελευταίο «βερολινέζικο» album του Iggy, στο Lust For Life.
Η ηχογράφηση του Low θα ξεκινήσει το 1976, όταν ακόμα ο Bowie δεν είχε ξεμπερδέψει με τους προσωπικούς του δαίμονες. Χρόνια αργότερα θα εξηγήσει ότι παρά το γεγονός ότι βρισκόταν σε μια φάση αποτοξίνωσης. «Το Low ήταν ένα album που δεν ήταν επηρεασμένο από τα ναρκωτικά. Και το κατάλαβα αμέσως ότι ήταν σημαντική η μουσική που έφτιαξα. Ήταν ένα από τα καλύτερα πράγματα που είχα γράψει ποτέ. Και ήταν επίσης και το χρονικό σημείο όπου άρχισα να βλέπω τη ζωή με μια άλλη ματιά».
Τα spacey εφέ του album δημιουργήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τον Brian Eno, και το φορητό του συνθεσάιζερ EMS Synthi A. Ο παραγωγός του Bowie, Tony Visconti χρησιμοποίησε ένα Eventide Harmonizer για να αλλάξει τον ήχο των drums, ισχυριζόμενος αργότερα ότι ο ήχος που διαμορφώθηκε «γαμ… την αίσθηση που έχουν οι άνθρωποι για τον χρόνο».
«Δεν ήταν ένα δύσκολο album. Ήμασταν ελεύθεροι, βάζαμε τους δικούς μας κανόνες», θα πει ο Visconti. «Αλλά ο David περνούσε μια δύσκολη περίοδο, επαγγελματικά και προσωπικά. Προς τιμήν του, δεν φόρεσε ποτέ τη μάσκα του γενναίου. Πέρα από μερικές πραγματικά πολύ δύσκολες ημέρες, διασκεδάσαμε αρκετά κάνοντας το Low, ειδικά όταν όλες οι ριζοσπαστικές ιδέες μας άρχισαν να βγάζουν νόημα και όλα τα πράγματα άρχισαν να κολλάνε μεταξύ τους.
Θυμάμαι μετά από μερικές εβδομάδες ηχογράφησης, έκανα ένα πρωτόλειο mix ολόκληρου του άλμπουμ, ό,τι είχαμε ηχογραφήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, και με τη μορφή κασέτας, το έδωσα στον David. Έφυγε από το control room κουνώντας την κασέτα πάνω από το κεφάλι του και χαμογελώντας εκστατικά, φώναξε: «Έχουμε ένα album, έχουμε ένα album!».
Το Low σηματοδότησε μία στροφή στην καριέρα του Bowie, έδειξε το μεγάλο του ενδιαφέρον να εξερευνήσει την ηλεκτρονική και την ατμοσφαιρική μουσική. Η πρώτη πλευρά του δίσκου περιείχε σύντομα ολιγόλεπτα avant-pop κομμάτια, αρκετά φουτουριστικά, με τη φωνή του Bowie να ακούγεται απόμακρη έως και ελαφρώς γερασμένη, ενώ η δεύτερη πλευρά περιλάμβανε πιο μεγάλα κομμάτια, κυρίως ορχηστρικά.
Ο Brian Eno, μπορεί να μην ήταν ο παραγωγός του album όπως πολύ συχνά λανθασμένα αναφέρεται, αλλά ήταν εκείνος που πιστώνεται την κατεύθυνση της δεύτερης πλευράς του δίσκου. Ήταν κι εκείνος που έγραψε το theme του “Warszawa”, κάνοντας ταυτόχρονα και την ενορχήστρωση, καθώς εκείνες τις ημέρες ο Bowie έλειπε στο Παρίσι, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον πρώην μάνατζερ του στο δικαστήριο.
Τον Νοέμβριο του 1976 ο δίσκος ήταν έτοιμος, θα χρειαζόταν όμως άλλους τρεις μήνες για να βγει στην αγορά. Αν και οι πωλήσεις ήταν αρκετά καλές, η RCA Records θα θεωρήσει την αποδοχή του album απογοητευτική, κυρίως γιατί δεν κατάφερε να βγάλει κανένα single που να τα πάει εξαιρετικά καλά στις ΗΠΑ.
Ο ίδιος δεν θα χάσει καθόλου χρόνο. Το καλοκαίρι του ‘77 θα ξεκινήσει η ηχογράφηση του Heroes, και πάλι στα θρυλικά Hansa Studios, πιο γνωστά ως “Hansa by the Wall” λόγω της εγγύτητάς τους με το Τείχος του Βερολίνου – απείχαν μόλις 460 μέτρα. Ο Brian Eno θα φέρει μαζί του και τον κιθαρίστα των King Crimson, Robert Fripp, όπου θα προσδώσει έναν ελαφρώς σκληρότερο ήχο στο album. Αλλά το ambient στοιχείο και πάλι θα κυριαρχήσει.
O David Bowie θα πει ότι εμπνεύστηκε το ομώνυμο μυθικό τραγούδι από ένα ζευγάρι που είδε δίπλα στο Τείχος ένα βράδυ, μέσα απ’ το παράθυρο του studio. Αυτή ήταν η μισή αλήθεια. Την άλλη μισή θα την πει το 2003 σε συνέντευξή του:
«Στην πραγματικότητα, αυτό το ζευγάρι ήταν ο Tony Visconti και η κοπέλα του. Ο Tony παντρεύτηκε εκείνη την εποχή, και έτσι δεν μπορούσα τότε να πω ποιος ήταν. Αλλά τώρα μπορώ να αποκαλύψω ότι οι πραγματικοί εραστές ήταν εκείνος και μια Γερμανίδα που είχε γνωρίσει όσο ήμασταν στο Βερολίνο».
Για το τραγούδι θα χρησιμοποιήσουν ένα πρωτότυπο τρόπο ηχογράφησης με τρία μικρόφωνα: Το πρώτο θα το στήσουν 20 εκατοστά από τον Bowie, το δεύτερο 6 μέτρα μακριά, και το τρίτο 15 μέτρα μακριά από την σκοτεινή αίθουσα της ηχογράφησης. Δεν θα γράφουν και τα τρία ταυτόχρονα, θα χρησιμοποιήσουν μία μέθοδο όπου κάθε μικρόφωνο θα άνοιγε αναλόγως με τον τόνο της φωνής του Bowie. Έτσι θα καταφέρουν να προσδώσουν αυτό το απόκοσμο βάθος στον ήχο του κομματιού, και φυσικά αυτό το συναίσθημα που θα το καθιερώσει ως ένα από τα κορυφαία τραγούδια του 20ου αιώνα.
O Brian Eno περιγράφει τη νηφάλια ζωή του Bowie
Ενδιαφέρον έχει και μία inside ματιά που προσέφερε ο Brian Eno για τις συνήθειες του Bowie εκείνη την περίοδο, ίσως την πιο νηφάλια και δημιουργική της ζωής του.
«Μπαίνει σε μια πολύ περίεργη κατάσταση όταν εργάζεται. Δεν τρώει. Μου φαινόταν πολύ παράξενο το γεγονός ότι μπορεί να έμπαινε στις 6 το πρωί σπίτι του τρεκλίζοντας, να κατάπινε ένα ωμό αυγό και αυτό να ήταν το μόνο φαγητό του για εκείνη την ημέρα».
Το θρυλικό εξώφυλλο του δίσκου αποκάλυπτε και τη βαθιά αγάπη του Bowie για τη γερμανική ζωγραφική και τη φωτογραφία του μεσοπολέμου. Δεν είναι τυχαίο ότι το σχήμα που σχηματίζουν οι παλάμες του είναι ίδιο με εκείνο που σχηματίζουν και οι παλάμες του Iggy Pop στο εξώφυλλο του The Idiot. Και οι δύο πόζες, είναι επηρεασμένες από τον εξπρεσιονιστή ζωγράφο, Erich Heckel, και τον συνάδελφό του, Egon Schiele, έναν καλλιτέχνη που πέθανε πολύ νωρίς, μόλις στα 28 του χρόνια από την ισπανική γρίπη. Μια ματιά σε έναν πίνακα του πρώτου…
…και σε μια φωτογραφία του δεύτερου δεν αφήνουν καμία αμφιβολία:
Το album θα έφτανε ως την 3η θέση των βρετανικών charts, η αποδοχή του θα ήταν τεράστια. Θα ακολουθούσε μια περιοδεία σε 12 χώρες και 70 συναυλίες, προτού ξανακλειστεί στο στούντιο για την ηχογράφηση του τελευταίου μέρους της τριλογίας του.
To Lodger ήταν ένα concept album, που περιέγραφε την ιστορία ενός άστεγου ταξιδιώτη. Δεν ηχογραφήθηκε στα Hansa Studios, και παρότι διατήρησε τον νέο ήχο των δύο προηγούμενων δίσκων του, ενσωμάτωσε και στοιχεία από το new wave αλλά και από τον παλαιότερο rock ήχο του Bowie, αυτόν που είχε αφήσει πίσω με το που πάτησε το πόδι του στη Γερμανία. Και πάλι πειραματισμοί, και πάλι art rock ιδέες, τεχνικές περίεργες όπως το να παίζει το “All the Young Dudes” ανάποδα για να δει τι μπορεί να του βγει, ή να προτρέπει τους μουσικούς να αλλάζουν θέσεις και όργανα μεταξύ τους κάθε τόσο.
Αυτή τη φορά η δουλειά του έλαβε ανάμεικτες κριτικές, θεωρήθηκε ότι δεν στάθηκε στο ύψος των δύο προηγούμενων καλλιτεχνικά. Παρότι έβγαλε singles, παρότι έκανε πωλήσεις, φάνηκε σαν κάτι σημαντικό να διακόπηκε απότομα, σαν ένας οργασμός ιδεών και πρωτοτυπίας να έμεινε στη μέση. Ο Bowie, χρόνια αργότερα θα υπερασπιστεί το υλικό του, θα πει ότι υπήρχαν πολλές καλές ιδέες εκεί μέσα, αλλά μάλλον κάποια προσωπικά γεγονότα δεν του επέτρεψαν να ασχοληθεί όσο θα έπρεπε με την παραγωγή του.
Το διαζύγιο με τη γυναίκα του θα βγει στις αρχές των 80s και την ίδια περίοδο θα επιστρέψει στη Νέα Υόρκη. Η σχέση αγάπης με το Βερολίνο θα συνεχιστεί, θα το επισκεφτεί πολλές φορές και πάντα οι πρώην συμπολίτες του θα του δείχνουν μεγάλη αγάπη, θα του φέρονται σαν να είναι δικό τους παιδί. Μπορεί στα 80s να άλλαξε ξανά ύφος, να αφοσιώθηκε περισσότερο στην πιο pop και dance μουσική, ποτέ όμως δεν έβγαλε απ’ την καρδιά του τα χρόνια της βερολινεζικής δημιουργίας.
«Για οποιονδήποτε λόγο, για οποιαδήποτε συγκυρία, ο Tony, ο Brian και εγώ δημιουργήσαμε μια ισχυρή, βασανιστική, και μερικές φορές, έως και ευφορική γλώσσα ήχων», θα πει κάποια στιγμή.
«Κατά κάποιον τρόπο αυτοί οι ήχοι πραγματικά αιχμαλώτισαν – σε αντίθεση με οτιδήποτε άλλο έβγαινε εκείνη την εποχή- μια αίσθηση λαχτάρας για ένα μέλλον που όλοι γνωρίζαμε ότι δυστυχώς δεν θα ερχόταν ποτέ. Είναι μία από τις καλύτερες δουλειές που έχουμε κάνει και οι τρεις μας. Τίποτα άλλο δεν ακούγεται σαν αυτά τα albums. Τίποτα άλλο δεν τα πλησίασε. Αν δεν έκανα ποτέ άλλον δίσκο, πραγματικά δεν θα είχε καμία σημασία. Εκεί μέσα βρίσκεται ολόκληρη η ύπαρξή μου. Είναι το DNA μου».
Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στις 9 Ιανουαρίου του 2021.