Ήταν Σοφός και τον φώναζαν Duda
O Dusan Ivkovic άφησε αυτό τον κόσμο στα 78 του χρόνια. Πρώτα όμως βρέθηκε από το Βελιγράδι στο Φάληρο, δίδαξε τον Drazen και τον Kill Bill, αγάπησε τον Nikola Tesla και τον Δημήτρη Mητροπάνο.
- 16 ΣΕΠ 2021
Στα βαθιά χρόνια της ελληνικής κρίσης, τότε που δεν υπήρχαν ανοίγματα στις δουλειές ή αν υπήρχαν έκανες τούμπες από τη χαρά σου, είχα περάσει στο δεύτερο -καθοριστικό- ραντεβού με τον ιδιοκτήτη μίας εταιρείας. Η κουβέντα μας δεν είχε να κάνει τόσο με τη διαδικασία όσο με το να με γνωρίσει, να δει τι άνθρωπος είμαι, αν θα μπορούσα να κολλήσω στην ομάδα που έφτιαχνε, αν θα ταίριαζα, τέλος πάντων, σε αυτό που είχε στο μυαλό του.
Εκείνες οι στιγμές που έχεις απέναντι τον άνθρωπο που πρόκειται να αποφασίσει αν τον επόμενο μήνα θα έχεις εισόδημα, έχουν πολλές παύσεις που θυμίζουν περισσότερο αναμέτρηση – είναι λες και βρίσκεσαι πρωταγωνιστής σε κάποιο σπαγγέτι γουέστερν. Μία από τις ερωτήσεις που μου έκανε και τη θυμάμαι χαρακτηριστικά αφορούσε σε ποιους τρεις θα έκανα το τραπέζι αν δεν υπήρχαν ζητήματα όπως ο χρόνος, ο χώρος και η τύχη. Απάντησα ότι θα καλούσα τον David Bowie, τον Αl Pacino και τον Dusan Ivkovic, γιατί πάντα χρειάζεσαι έναν Σέρβο, οπουδήποτε.
***
Οι περιστάσεις της ζωής κατά καιρούς μπορούν να υπαγορεύσουν και να καθορίσουν την πορεία και το επάγγελμα ενός ατόμου.
Στην περίπτωση του Dusan Ivkovic, οι δύο πιο καθοριστικοί παράγοντες που έσπρωξαν στο μπάσκετ, αυτόν τον μέτριο μπασκετμπολίστα που εξελίχθηκε σε έναν από τους καλύτερους Ευρωπαίους παιδαγωγούς-προπονητές, ήταν αρχικά ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Piva (επίσης παίκτης και μετά προπονητής) και στη συνέχεια το γεγονός ότι μπροστά από το σπίτι που μεγάλωσε, στην πολύ ζόρικη γειτονιά Crveni Krst του Βελιγραδίου βρισκόταν το ανοιχτό γήπεδο μπάσκετ της Ραντνίσκι. Το μόνο που είχε να κάνει ο νεολαίος Dusan ήταν να διασχίσει τον δρόμο, να περάσει απέναντι και να δει από κοντά τις προπονήσεις των τμημάτων της Ραντνίσκι.
Αν το Κalemegdan ήταν το κέντρο του σερβικού μπάσκετ αφού εκεί βρίσκονταν τα γήπεδα του Ερυθρού Αστέρα και της Παρτίζαν, το Crveni Krst ήταν η εναλλακτική κοιτίδα, εκεί που έβγαιναν τα ταλέντα τόσο προπονητικά όσο και σε επίπεδο παικτών πριν πάρουν τον δρόμο τους για τις δύο κορυφαίες ομάδες της πόλης.
Ο Dusan Ivkovic γεννήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 1943, σπούδασε Γεωλογία αλλά από την παιδική του ηλικία, όπως ο αδερφός του, είχε δύο πάθη: Τα περιστέρια και το μπάσκετ. Τα δύο αδέρφια τη σεζόν 1972-73 κατέκτησαν 2 τίτλους με τη Ραντνίσκι. Ο Piva με τους μεγάλους, ο Dusan με τους μικρούς.
«Η δική μου ενασχόληση με την προπονητική ξεκίνησε στο τέλος του 1971. Τότε, ο πρώτος προπονητής που είχα, ο Μπόρα Τσένιτς, μου πρότεινε να αναλάβω τα νέα παιδιά, να δουλέψω με τα παιδικοεφηβικά. Πολύ σύντομα, το 1973 πήραμε το πρωτάθλημα στους εφήβους στη Γιουγκοσλαβία», είχε δηλώσει στον Αλέξανδρο Τρίγκα, τον περασμένο Μάιο στην τελευταία του συνέντευξη, στο SPORT24.
Τα αδέρφια έμοιαζαν σε πολλά, διέφεραν σε λιγότερα. Ο Piva ήταν πιο ήρεμος, πιο μεθοδικός και παραδοσιακός, ο Duda είχε περισσότερη ενέργεια, προέβλεπε τις τάσεις, του που πήγαινε δηλαδή το παιχνίδι και είχε πιο δυναμικό χαρακτήρα. Ζητούσε πολλά από τους παίκτες του, ήταν σκληρός, δεν είχε πρόβλημα να τσακωθεί με τις πριμαντόνες. Τα αποτελέσματα και αυτό που άφησε πίσω του, δικαιολογούν αυτή τη φήμη – δεν πρέπει να υπάρχει παίκτης του όλα αυτά τα χρόνια που να μιλά άσχημα γι’ αυτόν.
Ντούσαν Ίβκοβιτς, ο επόμενος μεγάλος προπονητής
Ο Duda ανήκει σε ένα πολύ κλειστό κλαμπ προπονητών που είχαν κατακτήσει την Ευρώπη τόσο με σύλλογο όσο και με την εθνική ομάδα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 του δόθηκε η ευθύνη των εθνικών ομάδων της Γιουγκοσλαβίας. Στο Παγκόσμιο του ‘86 ήταν βοηθός του Cosic, το ‘87 έγινε πρώτος προπονητής, το ‘88 πήρε το ασημένιο Ολυμπιακό μετάλλιο στη Σεούλ, το ‘89 το χρυσό στο Ευρωπαϊκό του Ζάγκρεμπ, το ‘90 το Παγκόσμιο στην Αργεντινή, το ‘91 ξανά το χρυσό στο Ευρωπαϊκό της Ρώμης. Σε όλο αυτό το ταξίδι κρατούσε τα κλειδιά μίας ομάδας που θα γινόταν η πληρέστερη που θα έβλεπε ο κόσμος ποτέ στο Ευρωπαϊκό μπάσκετ. Κukoc, Radja, Petrovic, Divac, Paspalj, Zdovc, Cutura.
Όλοι στον πλανήτη μπάσκετ περίμεναν τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης του ‘92 για την κόντρα απέναντι στην Dream Team – δεν εμφανίστηκε το showtime όμως, αλλά ο πόλεμος. Για τα επόμενα 3 χρόνια δεν υπήρχε ομάδα Γιουγκοσλαβία – επέστρεψε στην Αθήνα το ‘95 όπου ένα ολόκληρο γήπεδο φώναζε “Λιέτουβα-Λιέτουβα” επευφημώντας τους Λιθουανούς. Κατέκτησε κι εκεί το χρυσό. Το ‘96 στην Ατλάντα, ήταν στον πάγκο, τιμητικά ως σύμβουλος, ως ο αρχηγός της αγέλης, δίνοντας τα κλειδιά στον Zeljko Obradovic.
Γύρισε στον αγαπημένο του πάγκο το 2008 για να βγάλει την επόμενη μεγάλη των Σέρβων φουρνιά, όπου στο Ευρωπαϊκό της Πολωνίας κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο βγάζοντας παίκτες σαν τον Teodosic, τον Bjelica και τον Velickovic. H μεγαλύτερή του όμως επιτυχία δεν ήταν τα μετάλλια και οι διακρίσεις, αλλά ο σεβασμός που έτρεφαν όλοι όσοι δούλεψαν μαζί του.
Έκατσε στους πάγκους σε περισσότερα από 2000 παιχνίδια – 700 σε 5 πρωταθλήματα, 400 σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις, 247 στον πάγκο της εθνικής Γιουγκοσλαβίας και άπειρα φιλικά, διατηρώντας πάντα το πάθος του μέχρι το τέλος.
Ακόμα κι όταν ταξίδεψε στην Αμερική όταν ήταν ένας νέος, ανερχόμενος προπονητής για να δει τι συμβαίνει στο καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου, δεν ανέπτυξε ποτέ κάποια είδους εμμονή με το NBA. Τον εκνεύριζε που έβλεπε ομάδες με μέτριους παίκτες που έπαιρναν χρόνο συμμετοχής από τους νεαρούς, από την επόμενη γενιά που κάποιοι πεισματικά τους αρνούνταν χρόνο συμμετοχής. Αυτό δε σήμαινε, βέβαια, ότι ήθελε τα ταλέντα της Ευρώπης να μη δοκιμάζουν την τύχη τους, εκεί, στα δύσκολα.
Ίσα-ίσα, πίστευε στο timing, στη σωστή προετοιμασία σε σωματικό και πνευματικό επίπεδο, στην ωριμότητα και στην εμπειρία. Γι’ αυτόν όλα ήταν μέρος μια διαδικασίας. Και η διαδικασία βρισκόταν ανάμεσα σε αυτόν και στον εκάστοτε παίκτη του. Ήταν προπονητής, παιδαγωγός, ψυχολόγος που έμπαινε στο μυαλό και στην ψυχή των παικτών του. Τους μιλούσε συχνά, τόσο στον καθένα ξεχωριστά όσο και στην ομάδα, απαιτούσε τα πάντα από αυτούς. Ήταν σκληρός, απαιτητικός και δίκαιος.
Ελλάδα, η δεύτερη πατρίδα του Ντούσαν Ίβκοβιτς
Η σχέση του με την Ελλάδα ξεκίνησε το 1980 όταν διαδέχτηκε στον πάγκο του Άρη τον Γιάννη Ιωαννίδη. Εδραίωσε τον Άρη στις καλύτερες ομάδες της χώρας, δεν κέρδισε κάτι, και μάλλον έχασε από την κόντρα του με τον Γκάλη, για τον οποίο είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Με τον Νίκο Γκάλη λοιπόν, πιστεύω ότι είχα την καλύτερη σχέση. Τον δεύτερο χρόνο, που εμείς κερδίσαμε όλες τις ομάδες, μια στιγμή μουτρωμένος κάτι είπε. Του λέω “τι έγινε ρε φίλε; Τι πρόβλημα έχεις; Μετά έμαθα ότι μου έκαναν ένα φοβερό πόλεμο από έξω. Ένας από τους κορυφαίους σε αυτό τον πόλεμο ήταν ο Πάρης Καλημερίδης. Εδώ να σου πω ότι μετά από χρόνια, σε μια εκδήλωση στον Μαντουλίδη, είχε ζητήσει δημόσια συγγνώμη από μένα, για όλα όσα έκανε εναντίον μου. Λίγοι άνθρωποι είχαν δεχτεί τέτοιο πόλεμο απ’ έξω».
Έπρεπε να περάσουν 9 χρόνια κι ένας πόλεμος εν εξελίξει για να έρθει και πάλι στα μέρη μας. Πάλι Θεσσαλονίκη, αυτή τη φορά για τον Κυπελλούχο Ευρώπης ΠΑΟΚ. Την πρώτη του χρονιά πήρε το πρωτάθλημα, το πρώτο για τον ΠΑΟΚ από το 1959, και έχασε στον τελικό του Κυπελλούχων από τη Ρεάλ Μαδρίτης. Την επόμενη χρονιά φτάνει στο Final 4 της Ευρωλίγκα αλλά χάνει από την Μπενετόν Τρεβίζο στον ημιτελικό. Ότι έγινε και με τον Άρη, συνέβη και με τον ΠΑΟΚ. Όταν έκανε τον κύκλο του στα δύο χρόνια, έφυγε. Πρόλαβε όμως να γίνει φίλος με τον Δημήτρη Μητροπάνο, να γνωρίσει τα μπουζούκια, να πιει ουίσκι και να ανάψει πούρο στις επιτυχίες της ομάδας.
Επόμενη στάση, το 1994, ο Πανιώνιος εκεί που έφτιαξε ένα από τα πολλά αριστουργήματα της καριέρας του. Η ομάδα του για 6 πόντους δεν έπαιξε στον τελικό του πρωταθλήματος – ωστόσο πήρε εισιτήριο για συμμετοχή στην Ευρωλίγκα.
Το καλοκαίρι του 1996 τον βρήκε να αναλαμβάνει τον πάγκο που είχε αρνηθεί δύο χρόνια νωρίτερα (μιας και είχε δώσει τον λόγο του στον Ισίδωρο Κούβελο του Πανιωνίου). Ο Σωκράτης Κόκκαλης απέλυσε τον Γιάννη Ιωαννίδη φέρνοντας τον Duda για πρώτη φορά στον πάγκο του Ολυμπιακού. Στην πρώτη του χρονιά, παρόλο που ξεκίνησε μέτρια και με μουρμούρες κατάφερε να κερδίσει το πρώτο Ευρωπαϊκό στην ιστορία του Ολυμπιακού στη Ρώμη και να κάνει το νταμπλ στην Ελλάδα. Έμεινε 3 χρόνια στον Ολυμπιακό και μετά από ένα βελούδινο διαζύγιο με τον Σωκράτη Κόκκαλη ανέλαβε την ΑΕΚ.
Η καλύτερη του. Μία ομάδα με μία τρομερή φουρνιά νέων παικτών (Κακιούζης, Ζήσης, Ντικούδης, Χατζής, Μπουρούσης) που την έκανε να κατακτήσει 2 κύπελλα Ελλάδας και ένα Κύπελλο Σαπόρτα. Όταν έφυγε μάλιστα από την ΑΕΚ την είχε ήδη προετοιμάσει για την επόμενη χρονιά, με αποτέλεσμα να πάρει το πρωτάθλημα, αυτή τη φορά με τον Dragan Sakota στον πάγκο.
Μετά από 8 χρόνια στη Ρωσία [Με ΤΣΣΚΑ: 3 πρωταθλήματα (2003, 2004, 2005), ένα κύπελλο (2005) 3 συμμετοχές σε Final 4 – Mε Ντινάμο 1 Uleb Cup (2006)] είχε έρθει η ώρα της επιστροφής για ακόμα μία φορά στην Ελλάδα.
Το καλοκαίρι του 2010 ανέλαβε ξανά τον Ολυμπιακό. Επέστρεψε, δίδαξε και έφυγε. Κατέκτησε ένα κύπελλο, ένα πρωτάθλημα και ήταν ο βασικός υπεύθυνος για την κατάκτηση του δεύτερου ευρωπαϊκού πρωταθλήματος του Ολυμπιακού, το 2012 στην Κωνσταντινούπολη, όταν πάλι με τα τρομερά μωρά του έκανε το απίθανο, πιθανό. Ήταν σαν να προσπαθείς να ανέβεις έναν βράχο φορώντας σαγιονάρες. «Για μένα ο τίτλος στην Κωνσταντινούπολη ήταν κάτι πολύ μεγάλο. Φτιάξαμε μια ισχυρή βάση από γηγενείς παίκτες, με πρώτο και καλύτερο τον Βασίλη Σπανούλη. Ο “Μπιλ” ήταν η ψυχή της ομάδας. Είχαμε σπουδαίο κορμό, με τον Γιώργο Πρίντεζη, τον Κώστα Παπανικολάου, τον Κώστα Σλούκα και τον Βαγγέλη Μάντζαρη. Νομίζω κιόλας ότι αυτός ο τελικός είναι ο μοναδικός στην ιστορία, όπου οι τρεις Αμερικανοί έμειναν άποντοι» είχε πει χαρακτηριστικά στο SPORT24.
Ο απόγονος του Nikola Tesla (η γιαγιά του και ο Tesla ήταν πρώτα ξαδέρφια) μπήκε στον κόσμο του μπάσκετ στα μέσα της δεκαετίας του ‘50 όταν το άθλημα αντιμετωπιζόταν ως ανέκδοτο. Το μπάσκετ τον κέρδισε επειδή του άρεσε που σε ένα τέτοιο άθλημα δεν έπρεπε να έχεις απλά εξαιρετικές ικανότητες αλλά σπουδαίο μυαλό και πνευματική ικανότητα για να τα καταφέρεις. Κατέκτησε τίτλους, έγινε Hall of Famer της FIBA και Euroleague Legend, κέρδισε τον σεβασμό όπου κι αν εργάστηκε. Δίδαξε. Ήταν σκληρός, ιδιοφυής, ηγέτης, ένας δάσκαλος που επηρέασε το άθλημα όσο λίγοι.Έκανε το μπάσκετ σοφότερο και οι ιδέες του θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στις τέσσερις γραμμές των γηπέδων. Έφυγε στα 78 του στις 16/9/21 ύστερα από νοσηλεία του στην εντατική νοσοκομείου του Βελιγραδίου, έχοντας πρόβλημα στους πνεύμονές του.
***
H απάντηση μου τον ενθουσίασε. Δεν ξέρω αν γι’ αυτό έπαιξε ρόλο ο Bowie, ο Pacino ή ο Ivkovic, τη δουλειά πάντως την πήρα.