Μήπως ο Ιούδας ήταν ο μοναδικός αληθινός φίλος του Ιησού;
- 18 ΑΠΡ 2020
Ο Ιούδας έσκυψε το κεφάλι, και σε λίγο:
-Αν ήταν εσύ να πρόδινες τον δάσκαλό σου, θα το ‘κανες;
Πολλήν ώρα έμεινε ο Ιησούς συλλογισμένος· τέλος:
-Όχι, είπε, φοβούμαι πώς δε θα μπορούσα· γι’ αυτό και ο Θεός με λυπήθηκε και μου ‘δωκε το χρέος το πιο εύκολο: να σταυρωθώ.”
Διαβάζοντας τον ‘Τελευταίο Πειρασμό’ και πολύ πριν φτάσεις στον διάλογο που μόλις προηγήθηκε, στην κορύφωση της “φιλίας” τους, έχεις ήδη υποπτευθεί ότι ο Ιούδας του βιβλίου απέχει πολύ από τον Ιούδα των Ευαγγελίων. Απ’ την αρχή, απ’ τις πρώτες σελίδες αντιλαμβάνεσαι ότι πρόκειται για έναν κομβικό αντιήρωα και όχι για τον προδότη, τον οποίο ο Δάντης τοποθετούσε στο χειρότερο σημείο της Κόλασής του.
Δεν είναι “κλέπτης” όπως αποκαλείται στα Ευαγγέλια. Είναι σιδεράς και ζηλωτής, μάχεται κρυφά για την ανεξαρτησία του λαού του, βάζοντας τη ζωή του Ιησού, τη δική του, όλων, σε δεύτερη μοίρα. Και σίγουρα ο Καζαντζάκης του επιφύλαξε πολύ καλύτερη θέση στο βιβλίο του απ’ ότι στον ίδιο τον Ιησού, τον οποίο τον προόρισε για “σταυρωτή”. Δεν ήταν απλώς ένας μαραγκός, ήταν ο μαραγκός που έφτιαχνε τους σταυρούς για τους Ρωμαίους προκειμένου να θανατώνουν τους συμπατριώτες του. Εδώ η ειρωνεία και η εναλλαγή “σταυρωτή”-”εσταυρωμένου”, είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες εμπνεύσεις που είχε ποτέ ο Έλληνας συγγραφέας.
Ο Ιούδας δεν είναι εχθρός του Ιησού, είναι εκείνος που διακρίνει πρώτος ότι μπροστά του δεν έχει έναν απλό άνθρωπο, αλλά ίσως τον Μεσσία. Και αυτό το “ίσως” προσπαθούν μέχρι το τέλος να ξεδιαλύνουν μαζί. Ο Ιούδας να μάθει αν Εκείνος θα σώσει το Ισραήλ και ο Ιησούς αν πράγματι ο ίδιος είναι ο εκλεκτός του Θεού -κάτι που αμφισβητεί συνεχώς, προτάσσοντας μονίμως την ανθρώπινη φύση του, τις αδυναμίες και τον φόβο του.
Ο Ιούδας στέκεται στο πλευρό του, γίνεται συνοδοιπόρος και στο τέλος ο καλύτερος του φίλος. Είναι εκείνος που του δίνει θάρρος, που τον προστατεύει με το μεγάλο του ανάστημα, την επιβλητική του όψη, τα τρομερά “κόκκινα γένια του”. Είναι αυτός που του υπενθυμίζει συνεχώς τον σκοπό της ζωής του, που του λέει “αν παρατήσεις το τσεκούρι, σε παράτησα κι εγώ”. Γιατί πιστεύει ότι ο Ιησούς είναι ένας επαναστάτης και τον ακολουθεί, συγκρουόμενος μαζί του, κάθε φορά που ο δεύτερος ισχυρίζεται ότι δεν τον ενδιαφέρει αυτός ο κόσμος, αλλά ο άλλος, ο πέρα απ’ τα σύννεφα. Τον Ιούδα δεν τον ενδιαφέρει ο άλλος κόσμος, ούτε καν ολόκληρος ο κόσμος αυτός που ξέρει, ο γήινος. Τον ενδιαφέρει το Ισραήλ και τίποτα άλλο.
Ιησούς και Ιούδας εμφανίζονται σχεδόν σαν ένα πρόσωπο. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλον. Ο Ιούδας ενδιαφέρεται για τον υλικό κόσμο, ο Ιησούς όμως είναι ένας ιδεαλιστής. Αυτή η δυαδικότητα ήταν κάτι που έτσι κι αλλιώς απασχολούσε τον Καζαντζάκη απ’ τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Ο δυισμός, η συνύπαρξη σώματος και ψυχής, ήταν ένα μεγάλο μυστήριο για τον Έλληνα συγγραφέα. Έτσι εδώ, εκφράζεται με δύο διαφορετικά πρόσωπα για να γίνει πιο παραστατικός.
Ο Ιούδας είναι ο ελεύθερος άνθρωπος, γεμάτος ορμή, το αντίθετο του αναποφάσιστου και δειλού Ιησού.
“-(…) Με θες να ‘ρχουμαι μαζί σου, δε με θες; θέλω να ξέρω.
-Σε θέλω, Ιούδα αδερφέ μου.
-Και να με αφήνεις να λέω τη γνώμη μου λεύτερα, ν’ αντιστέκουμαι, να λέω όχι, όταν του λόγου σου λες ναι;; Γιατί, σου το λέω για να ξέρεις, όλοι μπορούν να σε ακούν και να χάσκουν, εγώ δεν μπορώ· δεν είμαι δούλος, πάρ’ το απόφαση, είμαι άνθρωπος λεύτερος.”
Και σε κάποια στιγμή, πριν παραδοθεί τελείως στο θέλημα του Ιησού, θα σκεφτεί:
“Μονολογούσε ο Ιούδας και πήγαινε· άξαφνα στάθηκε, ανάστατος: “Ποιος να ‘ναι ο Μεσσίας;” μουρμούρισε· “ποιος; για μπας και είναι αλάκερος ο λαός;(…) μα τότε τι ανάγκη τους έχουμε όλους ετούτους τους προφήτες και τους ψευτοπροφήτες και τους πασπατεύουμε με αγωνία να δούμε -είναι δεν είναι ο Μεσσίας; Μωρέ, Μεσσίας είναι ο λαός, εγώ, εσύ, όλοι μας, φτάνει να πιάσουμε τ’ άρματα!”
Ο Ιούδας “σώζει” τον Ιησού και όχι το αντίθετο. Είναι μαζί του μέχρι την τελευταία στιγμή για να τον συγκρατήσει να μην κάνει πίσω, για να σιγουρέψει τη σταύρωση και τη θυσία του. Έχει το ιστορικό προνόμιο να είναι ο πρώτος που μαθαίνει το “μυστικό” του Ιησού, ότι πρέπει να πεθάνει προκειμένου να αναστηθεί ο κόσμος.
“-Είσαι πιο δυνατός απ’ όλους τους συντρόφους, μονάχα εσύ μπορείς, θαρρώ, να το βαστάξεις·στους άλλους δεν είπα τίποτα, μήτε θα πω· δεν αντέχουν.”
Πολλές σελίδες πριν, ο Ιησούς είχε κλείσει το μάτι του Ιούδα για το τι τον προετοίμαζε -αν και μάλλον, δεν το ήξερε ούτε ο ίδιος τότε. Στην πραγματικότητα ήταν περισσότερο ένα κλείσιμο του ματιού του Καζαντζάκη προς τους ήρωές του.
Αναφέρομαι στη στιγμή που συνάντησαν ένα φίδι στον δρόμο τους και όταν ο Ιουδας σήκωσε την “πουρναρίσια μαγκούρα” του για να το χτυπήσει, ο Ιησούς του είπε:
“Μην το πειράξεις, Ιούδα αδερφέ μου, είπε· κάνει κι αυτό το χρέος του δαγκάνοντας.”
Ο Ιούδας θα κάνει και ο ίδιος το χρέος του “δαγκάνοντας”, προδίδοντας δηλαδή τον Ιησού μετά από τη μεγάλη επιμονή του δεύτερου. Είναι ο πιο αφοσιωμένος του μαθητής. Και εδώ έχουμε το παράδοξο, τη γέννηση της μόνης θρησκείας εξαιτίας μίας προδοσίας, όπως θα πει και ο Ζίζεκ στο βιβλίο του ‘Η Μαριονέτα και οι Νάνοι’.
“Δεν είναι ο Ιούδας ο απόλυτος ήρωας της Καινής Διαθήκης, αυτός που ήταν έτοιμος να χάσει την ψυχή του, και να αποδεχτεί να είναι αιώνια καταραμένος, ώστε το Θείο Σχέδιο να επιτευχθεί;”, αναρωτιέται ο Ζίζεκ. “Η προδοσία του Ιούδα είναι η ύψιστη θυσία, η απόλυτη ένδειξη αφοσίωσης.
Ο Ιησούς το γνωρίζει, γι’ αυτό ο Καζαντζάκης τον σπρώχνει να ζητήσει συγγνώμη:
“-Συγχώρεσέ με, Ιούδα αδερφέ μου, έλεγε ο Ιησούς μα πρέπει.
-Κι άλλη φορά σε ρώτησα ραβή, δεν υπάρχει άλλος δρόμος;
-Όχι, Ιούδα αδερφέ μου· κι εγώ θα το ‘θελα, ως τα τώρα το ‘λπιζα κι εγώ και περίμενα· του κάκου· όχι, δρόμος άλλος δεν υπάρχει· έφτασε η συντέλεια του αιώνα· θα γκρεμιστεί ο κόσμος ετoύτoς, η βασιλεία του Πονηρού· θα ‘ρθει η βασιλεία των ουρανών· εγώ θα τη φέρω· πώς; πεθαίνοντας· δρόμος άλλος δεν υπάρχει. Μην τινάζεσαι, Ιούδα αδερφέ μου· σε τρεις μέρες θ’ αναστηθώ.
– Μου το λες για να με παρηγορήσεις, για να με κάμεις να σε προδώσω, δίχως να σπαραχτεί η καρδιά μου· λες πως αντέχω, για να μου δώσεις κουράγιο· όχι, όσο ζυγώνουμε στη φοβερή στιγμή, όχι, δεν αντέχω, ραβή μου!”
Όταν ο Ιούδας θα τον προδώσει και ο Ιησούς θα ακούσει τη “βραχνιασμένη, απελπισμένη φωνή του”, να λέει “Χαίρε ραβή”, η αποστολή του δεν θα τελειώσει εκεί. Γίνεται η συνείδησή του και θα τον κυνηγήσει και πάνω στον σταυρό τη στιγμή που στο φροϋδικό όραμά του, εκεί που ο Ιησούς είδε να πραγματώνονται όλες οι επιθυμίες που απώθησε ξύπνιος, εμφανίζεται ως δικαστής.
“Προδότη! Μούγκρισε πάλι· λιποτάχτη! Το πόστο σου ήταν απάνω στο σταyρό· εκεί σ’ έβαλε ο Θεός του Ισραήλ να πολεμήσεις· μα σ’ έκοψε κρύος ιδρώτας, και τη στιγμή που ασκώθηκε μπροστά σου ο θάνατος, που φύγει φύγει! Έτρεξες και χώθηκες στα φουστάνια της Μάρθας και της Μαρίας, κιοτή!
(…) τι μας έλεγε; τι μάς έταζε; που ‘ναι ο στρατός οι αγγέλοι, που θα κατέβαιναν να σώσουν τον Ισραήλ; πού ‘ναι ο σταυρός, απ’ όπου θα παίρναμε φόρα ν’ ανέβουμε στον ουρανό; (..) άλλοι ας ξεχερσώνουν τη γης και τις γυναίκες, εσένα το χρέος σου, απάνω στο σταυρό· αυτό λέω εγώ! Καυκιέσαι πώς νίκησες το θάνατο (σ.σ. επειδή του λέει ότι έγινε πατέρας) · αλιμονό σου! έτσι νικούν τον θάνατο; έκαμες παιδιά, μπουκιές για τον χάρο! Μπουκιές για τον Χάρο! Τι θα πει παιδί; μπουκιά για το Χάρο! Γίνηκες ο χασάπης του και του κουβαλάς κρέατα να φάει, προδότη, λιποτάχτη, άναντρε! (…) Μου ‘καψες την καρδιά μου γιε του Μαραγκού, πώς θες να σου μιλώ με σπλάχνος; (…) Ανάθεμα τη μέρα που γεννήθηκες, που γεννήθηκα, που σε αντάμωσα και γέμισες την καρδιά μου ελπίδες! Όταν πήγαινες μπροστάρης και μας συντραβούσες πίσω σου και μας μιλούσες για τη γης και για τον ουρανό, τι χαρά ήταν εκείνη, τι λευτεριά, τι πλούτος! (…) Με κρατούσες αγκαλιά, θυμάσαι, και με παρακαλούσες: “Πρόδωσέ με, πρόδωσέ με, να σταυρωθώ, ν’ αναστηθώ, να σώσουμε τον κόσμο”.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο προδότης στον ‘Τελευταίο Πειρασμό’ είναι ο Ιησούς και όχι ο Ιούδας. Ο Ιησούς σχεδόν προδίδει το Θείο Πάθος, τη στιγμή που ο Ιούδας έχει ήδη θυσιαστεί, τον έχει ήδη παραδώσει στους Ρωμαίους, έχοντας παίξει τον δικό του ρόλο στο ακέραιο, σύμφωνα με τη μυστική συμφωνία τους. Και πάνω στον σταυρό τη στιγμή που ο Ιησούς φαίνεται να χάνει απ’ την ανθρώπινη υπόστασή του, εμφανίζεται ξανά για να του υπενθυμίσει το χρέος του. Να σώσει τον κόσμο.