“Ο ‘Βραχνός Προφήτης’ ήταν η αναστάτωση που είχαμε απόλυτη ανάγκη”
- 28 ΙΟΥΛ 2020
Η είδηση όντως κυκλοφόρησε. Ο άγνωστος τελάλης του προηγούμενου αιώνα, με το αυστηρό βλέμμα, απαθανατισμένος από τον Λαρισαίο φωτογράφο Τάκη Τλούπα, ήταν γραφτό του να φέρει σπουδαία νέα, ακόμη και δεκαετίες μετά τον θάνατό του. Και αυτό το σπουδαίο νέο ήταν βέβαια ο ‘Βραχνός Προφήτης’, ο δίσκος ορόσημο που ήταν προορισμένος να ανανεώσει το κουρασμένο ελληνικό τραγούδι.
Αυτόν τον Ιούλιο κλείνουν 20 χρόνια από όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος του Θανάση Παπακωνσταντίνου και για την σπουδαιότητά του δεν θα μιλήσουμε εμείς. Καλέσαμε έναν βασικό συντελεστή του δίσκου και τέσσερις ακροατές του, κάπως πιο ειδικούς, να το κάνουν αυτοί για μας.
Γιάννης Αγγελάκας, Παύλος Παυλίδης, Φοίβος Δεληβοριάς, Δημήτρης Μυστακίδης, Γιάννης Πετρίδης και Οδυσσέας Ιωάννου, μοιράζονται μαζί μας τις αναμνήσεις τους και τα συναισθήματα τους για αυτό το ιστορικό album.
Γιάννης Αγγελάκας
“Το 1999 ήρθαν από το σπίτι μου στην Επανομή ο Θανάσης με τον Κωστή τον Θεοδώρου που ενορχήστρωνε τότε τους πρώτους δίσκους του Θανάση και μου έβαλαν να ακούσω ένα πρώτο demo του ‘Όταν Χαράζει’. Μου άρεσε πολύ το τραγούδι, ήταν τραγουδισμένο στην ψηλή οκτάβα από το Θανάση και αυτό μου ζητούσαν να κάνω κι εγώ, να το πω δηλαδή φωναχτά όπως τραγουδούσα στις Τρύπες τότε.
Ήταν όμως η εποχή που είχε αρχίσει να με γοητεύει η ιδέα ενός ταιριάσματος παραδοσιακών μοτίβων με ήρεμα εκστατικά τραγουδίσματα σε χαμηλές μπάσες νότες, επηρεασμένος και από τον μεγάλο δάσκαλο Ψαραντώνη. Εκείνη τη χρονιά είχαμε κυκλοφορήσει το soundtrack της ταινίας ‘Χώμα και Νερό’ και είχαμε ήδη πειραματιστεί με την ιδέα αυτή.
Όταν πήγαμε στο στούντιο του Κωστή να δοκιμάσουμε για πρώτη φορά πως θα το τραγουδήσω, χωρίς να τους πω τι σκεφτόμουνα πήρα το μικρόφωνο και το τραγούδησα κατευθείαν στις χαμηλές νότες, ξαφνιάζοντάς τους ευχάριστα τελικά. Χάρηκα που τους άρεσε και αμέσως μετά πρότεινα στον Θανάση αν είναι να τραγουδηθεί έτσι το τραγούδι να αναζητήσει άλλους δρόμους ενορχήστρωσης του τραγουδιού, πιο τελετουργικούς ψυχεδελικούς και ηλεκτρικούς και μήπως τελικά ο Μπάμπης ήταν ο άνθρωπός του για κάτι τέτοιο.
Ο Θανάσης σώπασε για μερικούς μήνες και επανήλθε με άλλα δύο τραγούδια για την ‘χαμηλή’ πλέον φωνή μου και έχοντας ήδη προτείνει στον Μπάμπη να αναλάβει τις ενορχηστρώσεις. Από κει και πέρα ξεκίνησε μια θαυμάσια ξέφρενη εποχή ηχογραφήσεων με τον Μπάμπη μαέστρο, τον Τίτο και τον Χαρμπίλα τεχνικούς στο στούντιο του Πεντζίκη σε τρελά κέφια όπου όλοι όσοι συμμετείχαμε γνωρίζαμε πως φτιάχνεται ένας δίσκος για τον οποίο θα συζητούν και θα κάνουν αφιερώματα μετά από 20 και 30 και ποιος ξέρει πόσα ακόμα χρόνια”.
Παύλος Παυλίδης
“Την πρώτη φορά που παρακολουθώντας την ξένη μουσική αισθάνθηκα ότι η μουσική αλλάζει ήταν όταν άκουσα το ‘Remain in Light’ των Talking Heads. Ένα παρόμοιο συναίσθημα μου προκάλεσε ο ‘Βραχνός Προφήτης’ όταν τον άκουσα για πρώτη φορά και αυτό νομίζω οφείλεται και στο καταπληκτικό υλικό και στην εξαιρετική παραγωγή που έκανε τότε ο Μπάμπης Παπαδόπουλος. Νομίζω ότι πρώτη φορά συναντήθηκαν δύο διαφορετικές μουσικές πλευρές της Ελλάδας. Συναντιέται ο σύγχρονος δυτικός ήχος με έναν μοντέρνο τρόπο με τον οποίο αντιλήφθηκε ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου την ελληνική παράδοση.
Στιχουργικά νομίζω ότι ο Θανάσης εξ αρχής είχε δείξει ότι είναι σπουδαίος ποιητής. Σ’ αυτόν τον δίσκο όμως ο τρόπος που συνοδεύτηκαν οι στίχοι του από τη μουσική βοήθησαν ώστε να αναδειχτεί ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά το βάθος της ποίησής του.
Όχι, δεν μπήκα στον πειρασμό να πειραματιστώ με τέτοιους ήχους, γιατί θεωρώ τον εαυτό μου κομμάτι περισσότερο της μιας πλευράς, νομίζω πως έχω ξεκάθαρα πιο δυτικό ήχο και δεν χρησιμοποίησα ποτέ τις υπέροχες παραδοσιακές κλίμακες με τις οποίες ο Θανάσης ασχολείται κυρίως. Το έχω κάνει πάρα πολύ σποραδικά, και τα περισσότερα απ’ τα κομμάτια που έχω κάνει κιόλας προς αυτήν την κατεύθυνση δεν έχουν καν κυκλοφορήσει”.
Φοίβος Δεληβοριάς
“Όταν άκουσα για πρώτη φορά τον δίσκο, ήμουν φαντάρος στην Αγχίαλο στον Βόλο και είχα αναλάβει και τη ‘διασκέδαση του στρατού’, ας την πούμε έτσι, έκανα δηλαδή μουσικά προγράμματα στη Λέσχη Αξιωματικών. Υπήρχε μια κλασική σαπίλα στρατού σε όλο αυτό, τα προγράμματα που φτιάχναμε ήταν σαν παλιά προγράμματα της ΥΕΝΕΔ, σαν παρωδία του ‘Της Ελλάδος τα Παιδιά’. Είχα φτάσει να ανυπομονώ να πάω σκοπιά για να ακούσω αληθινή μουσική, να φύγω λίγο από αυτήν την επινοημένη πραγματικότητα.
Είχα ένα discman και κάποια στιγμή που γύρισα με άδεια στην Αθήνα, η τότε κοπέλα μου είχε μόλις αγοράσει τον ‘Βραχνό Προφήτη’. Της τον βούτηξα και τον πήρα μαζί μου στο στρατόπεδο. Η πρώτη φορά που τον άκουσα ήταν σε ιδανική γι’ αυτόν συνθήκη, δηλαδή σε ένα πάρα πολύ απομονωμένο μέρος όπου ήμουν ολομόναχος, γύρω γύρω φύση και σκυλιά που γάβγιζαν. Ήταν κανονικά σαν ένα τραγούδι του δίσκου. Και μαγεύτηκα.
Θυμάμαι τα πρώτα πράγματα που μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση -πρώτα από όλα τα έγχορδα εκεί που λέει το “πιο γλυκό βιολί το παίζει ο θάνατος”. Οι κιθάρες του Μπάμπη Παπαδόπουλου. Μια αρμονική αλλαγή που έρχεται μαζί με τη δεύτερη φορά που ακούγεται το θέμα του ντουντούκ στο ‘Α.Μάνθος’, ο τρόπος που πηγαίνουν από κάτω τα ακόρντα. Το συγκεκριμένο το άκουσα χίλιες φορές εκείνη τη νύχτα.
Μέσα, λοιπόν, στο επόμενο εικοσαήμερο, αγάπησα πολύ τον δίσκο, τον μελέτησα σε όλες του τις λεπτομέρειες. Καθόμουν κι αναρωτιόμουν συστηματικά για το κάθε τραγούδι, για το αίνιγμά του. Γιατί μπορεί ο τρόπος που δούλεψαν ο Θανάσης με τον Μπάμπη και τους υπόλοιπους μουσικούς, να έχει κάτι τολμηρό και κάτι το πρωτοφανέρωτο για εκείνη τη στιγμή στον ελληνικό ήχο, αλλά αυτά είναι πράγματα που εξηγούνται από το ταλέντο και τη σκληρή δουλειά των δύο τους. Εγώ θέλω να σταθώ σε αυτά που δεν εξηγούνται. Αυτός ο αινιγματικός τρόπος που είναι συντεθειμένο το κάθε τραγούδι, τα ετερόκλητα στοιχεία που ενώνει, η ελευθερία που κρύβεται πίσω από κάθε έμπνευση του Θανάση. Δεν μπορεί να εξηγήσει κανείς μονοδιάστατα την κάθε του έμπνευση, στιχουργικά και μουσικά.
Μπάμπης
Είναι η αινιγματική φυσιογνωμία του φωτογράφου στο ‘Α. Μάνθος’, είναι ο αινιγματικός τρόπος με τον οποίο ξεκινάει και με τον οποίο τελειώνει ο δίσκος, είναι οι αινιγματικές στροφές των τραγουδιών ανάμεσά τους. Τίποτα δε σου δίνει ένα νόημα στο πιάτο, τίποτα δε γεννιέται από μια εύκολη στράτευση απέναντι σε κάτι. Είναι βγαλμένα από το ανεξήγητο της ίδιας της ζωής μας και επειδή έχει πολύ απ’ τους ήχους της περιοχής του, της οικογένειάς του, απ’ τον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσε, ακριβώς επειδή σκύβει στην εντελώς προσωπική του περίπτωση, στον εντελώς δικό του τρόπο να εκφράζεται και να κάνει μουσική, έγινε αυτό το πάρα πολύ ωραίο πράγμα που μας αφορά όλους.
Πράγματα που όλοι ακούγαμε τότε, τη δεκαετία του ‘90 και στις αρχές του 2000, αιτήματα τα οποία υπήρχαν στον αέρα παντού, και τα οποία εξερευνούσε ας πούμε η ροκ σκηνή εκείνης της περιόδου στην Ελλάδα, αλλά και ζητήματα που τα εξερευνούσε και η έντεχνη νεοπαραδοσιακή σκηνή, ο Θανάσης έκανε κάτι που τα ένωσε με έναν πολύ απλό φαινομενικά τρόπο. Στην πραγματικότητα είναι περίπλοκο, αλλά στο αυτί ακούγεται απλό.
Πράγματα τα οποία εγώ τα άκουγα μόνο σε ξένους δίσκους, τα έβλεπα ως απόπειρες και με ενδιέφεραν, στη βρετανική σκηνή της εποχής ή πχ. στον Nick Cave, τα είδα απολύτως ταιριασμένα εδώ μαζί και με αυτό που μου άρεσε και στον Ορφέα Περίδη, στον Μάλαμα, στον Ξυδάκη και τον Ρασούλη. Είδα δηλαδή αυτούς τους δύο κόσμους να ενώνονται με έναν πάρα πολύ άμεσο τρόπο.
Μπήκα στον πειρασμό να πειραματιστώ με τέτοιους ήχους αλλά το αίτημα μου δεν έχει να κάνει με το αν θα συναντηθεί η δυτική με την ανατολική μουσική, αλλά αν όλα τα ακούσματα μας, όλοι οι κόσμοι μέσα στους οποίους βρισκόμαστε κατακερματισμένοι θα γίνουν ένα, πράγμα που και στους δίσκους μου, απ’ τον ‘Αόρατο Άνθρωπο’ και μετά είναι βασικό μέλημα.
Ο Θανάσης άνοιξε τον δρόμο στους νεότερούς του με έναν τρόπο που τον είχαν ανοίξει παλιότερα ο Θεοδωράκης με το ‘Άξιον Εστί’, ο Σαββόπουλος με τον ‘Μπάλο’ και το ‘Βρώμικο Ψωμί’, ο Μαρκόπουλος με την ‘Ιθαγένεια’ και τη ‘Θητεία’, ο Χατζιδάκις με τα ‘Reflections’ κλπ. Το θέμα όμως είναι ότι ο Θανάσης το έκανε σε μια εποχή που οι μεγάλες καλλιτεχνικές χειρονομίες αυτού του τύπου ήταν κάτι το σχεδόν ξεχασμένο -οι περισσότεροι κινούνταν και ηχογραφούσαν με συμβατικούς τρόπους- και μάς έδωσε όλους μια σπρωξιά.
Πιστεύω ότι από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, οδηγήθηκα κι εγώ πότε με πιο αποφασιστικά πότε με πιο αναποφάσιστα βήματα, σε κάτι που ήταν μέσα μου από παιδί: να μπορέσω να αιχμαλωτίσω ένα ήχο που να με αντιπροσωπεύει απόλυτα και να μην ολοκληρώνομαι μόνο μέσα απ’ τον εξομολογητικό και τολμηρό στίχο. Θυμάμαι τότε πήγα τρέχοντας στις πρώτες συναυλίες στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, όπου παρουσίαζε τον ‘Προφήτη’. Πήγα και στα παρασκήνια να του μιλήσω.
Έκτοτε είχα την πολύ μεγάλη χαρά να γνωριστούμε καλά με πολλές αφορμές, όπως ήταν κάποιες συναυλίες ή ο αγώνας που δώσαμε από κοινού για την ΕΔΕΜ. Έτυχε όμως κάποια στιγμή και μια υπέροχη σύμπτωση: βρεθήκαμε να έχουμε διπλανό εισιτήριο στο τρένο από Αθήνα-Θεσσαλονίκη -εκείνος πήγαινε στη Λάρισα. Μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό του κάναμε μια μεγάλη και πολύ απολαυστική συζήτηση, πέρασε όλος ο κόσμος του, όλη η κοιλάδα των Τεμπών του γρήγορα δίπλα απ’ τα παράθυρα του τρένου. Τα αινίγματα του δίσκου λύθηκαν για κάποιο διάστημα. Ευτυχώς όμως, όπως με όλους τους σπουδαίους δίσκους, γίνονται ξανά αινίγματα όταν τους ξανακούς”.
Δημήτρης Μυστακίδης
“Έμαθα για τον δίσκο πριν καν γίνει, επειδή την ενορχήστρωση την έκανε ο φίλος μου ο Μπάμπης ο Παπαδόπουλος, με το οποίο τότε κάναμε παρέα. Είχα δει πώς αντιμετώπισε όλο το υλικό και είχα καταλάβει εκ των προτέρων ότι αυτή η δουλειά που πρόκειται να βγει θα είναι καταπληκτική. Ο Μπάμπης είχε συγκεντρώσει ένα καταπληκτικό team μουσικών, που λειτούργησε περισσότερο ως παρέα.
Το album το άκουσα πρώτη φορά όχι σε δίσκο, αλλά σε live στον Μύλο στη Θεσσαλονίκη, σε μια χειμερινή συναυλία. Αυτό που είχα ακούσει απ’ τις ηχογραφήσεις και αυτό που φαινότανε ότι έχει στο μυαλό του ο Μπάμπης έβγαινε με τον καλύτερο τρόπο ζωντανά, ήταν συγκλονιστικό. Και μάλιστα ήταν απ’ τις ελάχιστες φορές που είχα ζηλέψει στη ζωή μου, δηλαδή είπα “είναι πολύ ωραία αυτή η ορχήστρα”. Δεν ήξερα βέβαια ότι μετά από λίγο καιρό θα έμπαινα και εγώ σε αυτήν.
Έτσι κι αλλιώς, αυτό που ηχογραφήθηκε δεν ήταν ένα εργαστηριακό, ένα στουντιακό πράγμα, ήταν σε πραγματικές συνθήκες. Οπότε μπορούσε να βγει και live πολύ ωραία.
Η αντικειμενική καλλιτεχνική αξία του δίσκου για μένα είναι τεράστια, είναι κομβικό σημείο στην ελληνική δισκογραφία. Επηρεάστηκε πάρα πολύς κόσμος απ’ αυτή τη δουλειά και πολλοί νέοι άνθρωποι. Προσέλκυσε ανθρώπους που ακούγανε ενδεχομένως και άλλες μουσικές, που είχαν το ‘έντεχνο’ εκτός. Και αυτό φάνηκε και από το πώς διευρύνθηκε το κοινό στις συναυλίες, είχαν τεράστια επιτυχία από εκεί και μετά.
Το άλλο τώρα είναι πώς λειτούργησε σε μένα προσωπικά. Με επηρέασε πολύ, άλλαξε τη στάση μου απέναντι στη μουσική. Από τη στιγμή που μπήκα στη μπάντα και μετά, πήρα την απόφαση ότι πρέπει να σταματήσω να δουλεύω σεζόν σε μαγαζιά. Και σταμάτησα. Είδα τη μουσική αλλιώς.
Τόλμησα να πάρω το ρίσκο να αφήσω το σίγουρο μεροκάματο, και να ασχοληθώ πιο ουσιαστικά με τη μουσική -να προτείνω δικά μου πράγματα, να είμαι σε αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους, να μην αποκλείω τίποτα κλπ. Δεν θα ξεχώριζα κάποιο τραγούδι ως αγαπημένο γιατί τα έχουμε παίξει όλα τόσες φορές αυτά τα χρόνια και όλα είναι καταπληκτικά. Δεν πρέπει να ακούσεις μόνο ένα τραγούδι, τον δίσκο αυτόν πρέπει να τον ακούσεις ολόκληρο για να καταλάβεις πόσο μεγάλος είναι.
Αυτό που τον έκανε τόσο σπουδαίο ήταν καταρχάς ο συνδυασμός των ήχων, αλλά και ο συνδυασμός των ανθρώπων που παίξανε. Ήταν άνθρωποι με πολύ διαφορετικά μουσικά υπόβαθρα και ο Μπάμπης προφανώς το ήξερε αυτό, δεν τους διάλεξε τυχαία. Είχε ένα πρωτογενές υλικό απ’ τον Θανάση Παπακωνσταντίνου -που όλοι ξέρουμε τις καταβολές του, ότι γουστάρει την παράδοση, το ρεμπέτικο και όλα αυτά- και το εμπότισε με μουσικές από πάρα πολλά διαφορετικά είδη, με πολύ ωραίο τρόπο, πολύ δημιουργικό. Και βέβαια και ο ίδιος προερχόταν και αυτός από μια άλλη κουλτούρα, απ’ την ροκ κουλτούρα. Αυτό ήταν για μένα η επιτυχία του. Και φυσικά και ο καταπληκτικός στίχος που έχουν πάντα τα κομμάτια του Θανάση”.
Γιάννης Πετρίδης
“Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου ανήκει στην γενιά των δημιουργών που εμφανίστηκαν στις αρχές του ’80, με το καταστάλαγμα της έντασης που προκάλεσε στην ελληνική μουσική η υπερβολική προβολή του τραγουδιού που ήταν υπό περιορισμό στα χρόνια της χούντας.
Μετά από μία σειρά εξαιρετικών δίσκων που στον περασμένο αιώνα είχαν όπως συνήθιζε και άλλους ερμηνευτές, το 2000 με τον ‘Βραχνό Προφήτη’ παίρνει πιο ενεργό ρόλο σαν ερμηνευτής, χάρις στον ‘Πεχλιβάνη’ που ξεχώρισε, παρ’ όλο που κι εδώ δεν λείπουν οι συμμετοχές, Γιάννης Αγγελάκας, Λιζέτα Καλημέρη.
Ο ‘Βραχνός Προφήτης’ έχει τραγούδια που ακούγονται ακόμα και σήμερα στις συναυλίες του ,που συγκεντρώνουν μεγάλο αριθμό φίλων της ελληνικής μουσικής που αγνοούν πεισματικά οι περισσότερες από τις μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες, ενώ είναι η μουσική με τους πιο φανατικούς φίλους και παράλληλα έχει σταθερές πωλήσεις στο πέρασμα του χρόνου.
Η ιδιόρρυθμη φωνή του Θανάση είναι η δύναμη του, όπως συμβαίνει και με ξένους τραγουδοποιούς της εμβέλειας των Dylan, Tom Waits και του Leonard Cohen.
Απολαμβάνουμε εδώ και δεκαετίες τα τραγούδια του που αποτελούν ιδανική γέφυρα μεταξύ της ελληνικής μουσικής και του ροκ, σ’ αυτό το άλμπουμ τα ‘Όταν Χαράζει’ και ο ‘Πεχλιβάνης ‘προσθέτουν όλο και νεότερους σε ηλικία φίλους.
Έχω την εντύπωση ότι άλμπουμ αυτής της εποχής , δηλαδή που κυκλοφόρησαν γύρω στο 2000-5, είναι τα τελευταία της εξαιρετικής περιόδου για το Ελληνικό τραγούδι, μια περίοδος που αρχίζει από τα μέσα του ’50 με Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Σαββόπουλο και τους υπόλοιπους”.
*Ο Γιάννης Πετρίδης διατηρεί καθημερινή εκπομπή στο πρώτο πρόγραμμα της Ελληνικής ραδιοφωνίας από τις 16:00 στις 17:00 και στο website apotis4stis5.com
Οδυσσέας Ιωάννου
“Οι καλοί συνθέτες γράφουν καλά τραγούδια. Αυτονόητο. Εκείνο που τους διαφοροποιεί από τους σημαντικούς είναι οι τομές και οι ρήξεις που κατάφεραν με τα τραγούδια τους. Αυτό δεν είναι απαραίτητα αποτέλεσμα μεγαλύτερου ταλέντου, αλλά περισσότερο της τόλμης, του στοχασμού αλλά και μιας συγκυρίας που έχει ανάγκη τις τομές και δημιουργεί το περιβάλλον για να υπάρξουν. Υπάρχουν εποχές μαλακές σαν χιόνι που μπορείς να αφήσεις το ευδιάκριτο χνάρι σου και εποχές σκέτη πέτρα που όσο γερά και να πατήσεις δεν θα καταφέρεις πολλά πράγματα.
Ο ‘Βραχνός προφήτης’ είναι ένας δίσκος ορόσημο. Συναντήθηκαν άνθρωποι στις κορυφαίες στιγμές τους και έφτιαξαν ένα αριστούργημα. Ο ήχος του, οι μελωδίες, τα λόγια, οι ερμηνείες έρχονταν από έναν αχαρτογράφητο κόσμο. Ήταν ολοκαίνουργιο χρησιμοποιώντας όλα τα ‘παλιά’ και δοκιμασμένα υλικά. Αλλά κανείς μέχρι τότε δεν είχε βάλει αυτά τα υλικά σε αυτήν την διάταξη.
Τα εύσημα βέβαια για αυτό ανήκουν και στον Μπάμπη Παπαδόπουλο, έναν μουσικό που γέννησε ήχο και τόπο.
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου ίσως δεν είναι ο πιο ταλαντούχος συνθέτης της γενιάς του, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει μπροστά σε αυτό που κατάφερε με αυτόν τον δίσκο. Ο ‘Βραχνός Προφήτης’ ήταν μια αναστάτωση που την είχαμε απόλυτη ανάγκη.
Και για φινάλε μια μικρή προσωπική μου κατάθεση. Στα είκοσι πέντε χρόνια που κάνω ραδιόφωνο μόνο μία φορά έπαιξα στην εκπομπή μου δύο φορές το ίδιο τραγούδι. Μία στην έναρξη και μία λίγο πριν το τέλος. Ήταν τόσο μεγάλος ο ενθουσιασμός μου όταν πρωτοάκουσα το ‘Όταν χαράζει’ που ήθελα να τον μοιραστώ πολλές φορές”.