Photo by Silver Screen Collection/Hulton Archive/Getty Images
ΣΙΝΕΜΑ

Το The Godfather στα 50: Η ανυπολόγιστη κληρονομιά ενός έπους

Το The Godfather κλείνει τα 50 αλλά η αποτίμηση της επιρροής του στο σινεμά και την κουλτούρα είναι υπόθεση ανεξάντλητη.
Ένα από τα σπουδαιότερα classics, το βραβευμένο με τρία Όσκαρ Godfather έκλεισε τα 50. Μία τολμηρή αφήγηση, η ταινία επανεφηύρε το γκανγκστερικό έπος θέτοντας ακραία ψηλά τον πήχη για όλες τις ταινίες της μαφίας που θα ακολουθούσαν, αλλά αυτή θα ήταν μονάχα μία από τις επιδράσεις του.

Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε κάποιες από τις υπόλοιπες, αν και για το Godfather η ανάλυση δε μπορεί να τελειώσει ποτέ.

Η προσφορά που οι αίθουσες δε μπορούσαν να αρνηθούν


Photo by Silver Screen Collection/Getty Images

Την Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου, η Paramount Pictures επανακυκλοφόρησε το The Godfather: 50 Years σε 156 αίθουσες Dolby της AMC ως επετειακό φόρο τιμής στη βραβευμένη με Όσκαρ ταινία του σκηνοθέτη Francis Ford Coppola. Το The Godfather έχει επανακυκλοφορήσει πολλές φορές τις τελευταίες δεκαετίες, πρώτα το 1997 για την 25η επέτειο της ταινίας, και στη συνέχεια αρκετές φορές από τότε, τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η τελευταία φορά ήταν το 2017. Ειδικά εν μέσω ενός πολύ ανταγωνιστικού Oscar season, η ανταπόκριση σε μία τέτοια επανακυκλοφορία έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Το The Godfather: 50 Years έφτασε πολύ κοντά στο να μπει στο Top 10 στο box office του περασμένου Σαββατοκύριακου, με εισπράξεις άνω των 965.000 δολαρίων. Στο 50% δηλαδή των αιθουσών που φιλοξένησαν τώρα την ταινία, το Godfather βρέθηκε είτε στο Νο.1, είτε στο Νο.2 των εισπράξεων. Μιλάμε δηλαδή για τρεις φορές μεγαλύτερα έσοδα από αυτά που έχει φέρει η ταινία κατά το πρώτο της Σαββατοκύριακο στο box office του Μαρτίου του ‘72, αλλά τότε σε μόλις έξι αίθουσες.

Το τμήμα διανομής στην Paramount εκείνης της εποχής δεν ήταν ενθουσιασμένο με το γεγονός ότι θα έπρεπε να σπρώξουν μία ταινία μαφίας. Η συγκεκριμένη θεματολογία είχε χρόνια να πάει καλά στα ταμεία, αλλά εδώ είχαν τουλάχιστον την ελπίδα πως η ταινία βασιζόταν σε best-seller του Mario Puzo και άρα είχε ήδη χτισμένο το hype της. Το στούντιο λοιπόν αποφάσισε να μην ακολουθήσει την πεπατημένη για τη διανομή.

Εκείνες τις ημέρες, οι ταινίες κύρους έκαναν πρεμιέρα σε λογική roadshow σε μεγάλες πόλεις. Πριν, δηλαδή, προβληθούν σε δημοφιλείς τιμές σε αίθουσες της γειτονιάς, είχαν ήδη κάνει στάσεις επί μήνες σε κεντρικές αίθουσες μητροπόλεων (Νέα Υόρκη και Λος Άντζελες κυρίως) όπου έκλεινες τη θέση σου και απολάμβανες αποκλειστικές προβολές. Η Paramount αποφάσισε να το πάει αλλιώς, ζητώντας από τους ιδιοκτήτες ταινιών να υποβάλουν αίτηση για να παίξουν το Godfather μετά την πρεμιέρα του, με αντάλλαγμα μία προκαταβολική, μη επιστρέψιμη χρηματική εγγύηση έναντι του 90% των εισιτηρίων. Οι αιθουσάρχες θα κρατούσαν μόνο 10 σεντς από κάθε δολάριο, αλλά θα ήταν πολλά τα εισιτήρια. Ακριβώς επειδή η ταινία βασιζόταν σε best-seller, ο ανταγωνισμός μεταξύ των αιθουσαρχών ήταν τεράστιος.

Η Paramount κατέληξε να δεχτεί πάνω από 300 προσφορές, και όταν αυτοί οι τυχεροί αιθουσάρχες ξεπλήρωσαν τις προκαταρκτικές εγγυήσεις τους, οι παραγωγοί είχαν περισσότερα από 15 εκατομμύρια δολάρια στα χέρια τους ως το βράδυ πριν την πρεμιέρα. Περισσότερα από τα διπλάσια από αυτά που είχαν βάλει στην ταινία. Όταν το Godfather έκανε πρεμιέρα και εκτέθηκε στους κριτικούς, ο Coppola απέκτησε κι άλλους συμμάχους. Η υποδοχή του ήταν ενθουσιώδης και έτσι, όταν τελικά σε μία ριζοσπαστική κίνηση έφτασε μόλις από τη δεύτερη εβδομάδα του σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες, έδωσε νέα δύναμη στην κριτική.

Όπως αναφέρεται σωστά στο IndieWire, ως τότε τα στούντιο καλοδέχονταν μεν τις καλές κριτικές, δεν τις θεωρούσαν απαραίτητες όμως για τις πιο μαζικές κυκλοφορίες. Τις θεωρούσαν πιο χρήσιμες για roadshow κυκλοφορίες, ή για ταινίες μικρότερου μπάτζετ, όμως το Godfather απέδειξε πως όταν ο σχολιασμός πάνω στην τέχνη συνδυαζόταν με τις μάζες υπήρχε σοβαρή δυνατότητα εσόδων. Η επιτυχία του Godfather ενέπνευσε άλλες ταινίες να αναδιαμορφώσουν τις στρατηγικές κυκλοφορίας τους, με αποκορύφωμα το Jaws το 1975 και την εισαγωγή της αυθημερόν κυκλοφορίας σε όλο το κράτος, με τη βοήθεια της πρώτης κιόλας τηλεοπτική καμπάνια ταινίας.

Η έκπτωση του Αμερικανικού Ονείρου


Photo by Silver Screen Collection/Getty Images

Φάνηκε από την πρώτη κιόλας ατάκα της ταινίας. «Πιστεύω στην Αμερική», λέει ο Amerigo Bonasera, ένας φαλακρός νεκροθάφτης στη μεταπολεμική Αμερική που αφηγείται την κλασική ιστορία του μετανάστη που εργάζεται σκληρά, που προσπαθεί να μείνει μακριά από προβλήματα και να χτίσει μια ζωή για την οικογένειά του. Ο Bonasera όμως έμαθε με οδυνηρό τρόπο όλους τους λόγους για τους οποίους δεν έπρεπε να έχει πιστέψει στην Αμερική. Η κόρη του δέχτηκε επίθεση και το δικαστικό σύστημα της χώρας έχει δημιουργηθεί για να προστατεύσει τα αγόρια που της επιτέθηκαν.

Ο Bonasera προσπαθεί να διατηρήσει τη στάση του ως έντιμο μέλος της αμερικανικής κοινωνίας. Δεν πίνει καν το ουίσκι που του προσφέρουν οι μαφιόζοι. Θέλει όμως εκδίκηση. Διψάει για αίμα. Γι’ αυτό καταφεύγει σε έναν άνθρωπο του οποίου η δύναμη υπερβαίνει κάθε νόμιμη εξουσία. Η ιστορία του δεν έχει σχεδόν καμία επίδραση στη ευρύτερη αφήγηση του The Godfather, όμως με εκείνο το αριστοτεχνικό αργό ζουμ της εισαγωγής, το αδιάκοπο πλάνο ενός άνδρα που μιλάει καθώς η κάμερα απομακρύνεται αργά από το πρόσωπό του, ο Coppola εισάγει τα θέματά του και μας φέρνει στον κόσμο της ταινίας.

Μας δείχνει την Αμερική ως ένα μέρος σάπιο και τους ευάλωτους ανθρώπους που θα κάνουν σάπια πράγματα για να επιβιώσουν σε αυτή. Είναι μία ζοφερή εικόνα, ολότελα συναρπαστική. Ο Coppola ήθελε το Godfather να είναι ένα κατηγορητήριο για τον αμερικανικό καπιταλισμό, του τρόπου με τον οποίο μετατρέπει τις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις σε ψυχρούς υπολογισμούς.

Σε εκείνη την εναρκτήρια σκηνή, το πρόσωπο του Vito αναδύεται αργά από το σκοτάδι, είναι μία εκδήλωση του Κακού. Ενισχύεται από τη φωτογραφία του Gordon Willis, διαβόητη τότε εντός της Paramount που ήθελε να την αλλάξει γιατί την έβρισκε θεοσκότεινη. Ο Willis είχε χρησιμοποιήσει εσκεμμένα μία εξαιρετικά επικίνδυνη τεχνική. Φλέρταρε με τη φωτογραφία χαμηλής έκθεσης σε σημεία του κάδρου, που σήμαινε πως εάν οι ηθοποιοί δε βρίσκονταν στο σημάδι τους, ή εκεί τελοσπάντων όπου ο Willis πίστευε ότι θα βρίσκονταν, τότε χάνονταν στο απόλυτο σκοτάδι. Μετά από συνεννόηση με τον Willis, τον σκηνογράφο Dean Tavoularis και την ενδυματολόγο Anna Hill Johnstone, αποφασίστηκε το γραφείο του Don να είναι πολύ σκοτεινό, σε ευθεία αντίθεση με την υπερβολικά φωτεινή φωτογραφία της γαμήλιας δεξίωσης που θα συνέβαινε στον κήπο.

Οι Corleone είναι οικογένεια, όμως καταλήγουν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον ή να προκαλούν ο ένας τον θάνατο του άλλου, στο όνομα μίας επιχείρησης. Η φθορά είναι διάχυτη, η απληστία και ο πόθος για εξουσία μετατρέπουν όλους τους χαρακτήρες σε τέρατα. Ο Michael ξεκινάει την ταινία λέγοντας «αυτή είναι η οικογένειά μου, όχι εγώ», τόσο ικανός, ψύχραιμος και ατσάλινος, που σχεδόν χάνεις τη στιγμή που μεταμορφώνεται σε δαίμονα. Μέσα σε τρεις ώρες το Godfather αφηγείται την ίδια ιστορία ηθικής αλλοίωσης που είπε το Breaking Bad σε ολόκληρη τη διάρκειά του.

Στη μεγαλειώδη, οπερατική του έκταση, το Godfather παρουσιάζει τους χαρακτήρες του ως αιώνια ανθρώπινα αρχέτυπα σε ένα μυθικό αμερικανικό έπος. Στο βιβλίο Easy Riders, Raging Bulls, ο Robert Towne, φίλος του Coppola που εργάστηκε σεναριακά πάνω στο Godfather, αποκαλεί την ταινία «μία διεστραμμένη έκφραση μιας επιθυμητής και χαμένης πολιτιστικής παράδοσης». Και μπορεί οι ταινίες που δημιουργήθηκαν μετά το Godfather να το είχαν ως πρότυπο του μοναδικού συνδυασμού διάρκειας και ποιότητας, όμως η απήχησή του είναι φοβερά έντονη στην πρεστίζ – ή και μη – τηλεόραση.

Το Breaking Bad αναφέρθηκε ήδη, αλλά το Sopranos είναι η πιο εύκολη σύγκριση. Όχι για το κοινό κόνσεπτ της μαφίας, αλλά για την έκπτωση του Αμερικανικού Ονείρου που αποτύπωσαν. Ίσως η πιο κατάλληλη σύγκριση μεταξύ των δύο είναι το πώς πρόσφεραν ανθρωπιά και συμπάθεια στους κακούς, ανοίγοντας το δρόμο για τις χρυσές εποχές του αντι-ήρωα επί της οθόνης. Ακόμη και ένα πρόσφατο παράδειγμα τηλεοπτικού ογκόλιθου χρωστάει στο Godfather. Ο Don Corleone είναι ένας άρρωστος πατριάρχης του οποίου τα παιδιά πιστεύουν ότι, αρνούμενος να μπει στο αναπτυσσόμενο εμπόριο ηρωίνης της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του 1940, έχει μείνει πίσω. Έτσι και οι Roys του Succession ενθαρρύνουν τον πατέρα τους να εκσυγχρονίσει την επιχείρηση των μέσων ενημέρωσης και να αγκαλιάσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το μεγάλο ναρκωτικό της εποχής μας.

Η αυθεντική ιταλικότητα του Godfather


Photo by Warner Brothers/Getty Images

«Θα φτιάξουμε μία ταινία σισιλιάνικη ως το μεδούλι. Θα μπορείς να μυρίσεις τα μακαρόνια».

Τάδε έφη ο Robert Evans, επικεφαλής παραγωγής στην Paramount Pictures το 1972, όταν εξηγούσε γιατί προσέλαβαν τον Ιταλοαμερικανό σκηνοθέτη Francis Ford Coppola για να σκηνοθετήσει το The Godfather, με εντολή να φέρει μία κουλτούρα αυθεντικής αίσθησης στην ταινία.

Σύμφωνα με τον Evans, οι γκανγκστερικές ταινίες είχαν εν μέρει αποτύχει στο παρελθόν επειδή τα στούντιο επέλεγαν ηθοποιούς όπως ο Kirk Douglas. Ηθοποιοί που δεν έμοιαζαν με τον ρόλο τους ή δε γνώριζαν την κουλτούρα που καλούνταν να αποδώσουν (ο Douglas μάλιστα είχε πρωταγωνιστήσει σε αποτυχημένη γκανγκστερική ταινία για την Paramount το 1968, το The Brotherhood, που είχε αναφερθεί ως ο λόγος για τον οποίο το στούντιο δεν είχε γυρίσει ταινία για τη μαφία επί χρόνια).

Και πράγματι, όταν ο Coppola, ο Puzo και ο παραγωγός Al Ruddy εργάζονταν για το κάστινγκ της ταινίας, μη Ιταλοί ηθοποιοί όπως ο Laurence Olivier, ο Ryan O’Neal και ο Robert Redford είχαν προκύψει ως πιθανότητες για το καστ, απομεινάρι σκέψεων μιας άλλης εποχής.

«Η ταινία άλλαξε το Χόλιγουντ γιατί άλλαξε τελικά τον τρόπο που απεικονίζονταν οι Ιταλοί στην ταινία», έχει αναφέρει στο Smithsonian Magazine ο Tom Santopietro, συγγραφέας του βιβλίου The Godfather Effect. «Έκανε τους Ιταλούς να φαίνονται άνθρωποι και όχι στερεότυπα. Ήταν μια ταινία που έγινε από Ιταλούς για Ιταλούς. Προηγουμένως δεν ήταν Ιταλοί που έκαναν τις μαφιόζικες ταινίες με Ιταλούς γκάνγκστερ. Πιστεύω ότι βοήθησε στην ιταλικοποίηση της αμερικανικής κουλτούρας. Ξαφνικά, όλοι μιλούσαν για τον Don Corleone και έκαναν αστεία, “θα σου κάνω μια προσφορά που δεν μπορείς να αρνηθείς”. Νομίζω ότι βοήθησε τους ανθρώπους να δουν ότι σε αυτή την απεικόνιση των Ιταλοαμερικανών ήταν μια αντανάκλαση της δικής τους εμπειρίας μεταναστών, είτε ήταν Ιρλανδοί είτε Εβραίοι από την Ανατολική Ευρώπη. Βρήκαν αυτό το κοινό έδαφος».

Υπάρχει μια δυναμική που συμβαίνει στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο από τότε, όπου πιο συγκεκριμένες πολιτιστικά, αυθεντικές ιστορίες μπορούν να επηρεάσουν το κοινό. Γνωρίζεις μια κουλτούρα που μπορεί να μην ξέρεις καλά, παρακολουθώντας τύπους ανθρώπων που μπορεί και να μη συναντήσεις ποτέ στην πραγματική ζωή να αποκαλύπτονται με τρόπους που πιθανότατα δεν θα έκαναν ποτέ άμεσα. Εάν πάλι ξέρεις την κουλτούρα έλκεσαι από την ταύτιση με την ιστορία, διερευνώντας εάν οι αφηγητές κατανοούν σωστά τις λεπτομέρειες.

Και υπάρχει πάντα μία ανθρώπινη διάσταση που προέρχεται από αυτήν την πολιτισμική ιδιαιτερότητα με την οποία ο καθένας μπορεί να συνδεθεί. Το Moonlight για παράδειγμα αφηγείται μία ιστορία ενός νεαρού μαύρου γκέι άνδρα που σκληραγωγείται και καταπιέζει τη σεξουαλικότητά του για να υπάρξει σε μία κοινότητα που απαιτεί ένα συγκεκριμένο, μάτσο προφίλ. Είναι όμως επίσης και μία ιστορία ενηλικίωσης για τους νέους ανθρώπους που επιλέγουν τους δρόμους στη ζωή τους και αντιμετωπίζουν τις συνέπειες των επιλογών τους, μία ιστορία για την ανάγκη της κοινωνίας να μας βάζει σε κουτάκια, και φυσικά μία ιστορία αγάπης.

Ο Coppola έκανε το Godfather σε μια εποχή όπου η αυθεντικότητα και η ειλικρίνεια, μια αντιστοιχία μεταξύ έκφρασης και περιεχομένου, ήταν ξαφνικά πρωταρχικές νέες αξίες. Η κατάρρευση των συμβάσεων του Χόλιγουντ της κλασικής εποχής αντανακλούσε μια φιλόδοξη στιγμή απελευθέρωσης. Αυτές όμως οι νέες ελευθερίες άφησαν πίσω τους πολλούς θεατές και ξαφνικά είχε μπει στη μόδα η νοσταλγία. Αυτός δεν είναι κύκλος που έχει κλείσει, ίσως να μην κλείσει και ποτέ, αλλά το Godfather θα είναι πάντα μεταξύ των φιλμ που βρίσκονται στο κέντρο του.

Exit mobile version