Ο θάνατος του Wes Anderson
Οι εμμονικά κατασκευασμένοι κόσμοι του Wes Anderson αντικατοπτρίζουν την ανάγκη μας να ελέγξουμε την αβεβαιότητα της ύπαρξής μας.
- 22 ΙΟΥΝ 2023
Ο θάνατος είναι ίσως το μοναδικό πράγμα που οι άνθρωποι δεν έχουμε καταφέρει να ελέγξουμε. Μονάχα να εμποδίσουμε για λίγο. Ο Wes Anderson, ο πιο meme-ποιημένος σκηνοθέτης στην ιστορία του κινηματογράφου, παραχώνει αυτή τη διαπίστωση αυτή και τον τρόμο που προκαλεί σχεδόν σε κάθε του ταινία.
Για το French Dispatch γράφαμε πως ήταν η πιο Wes Anderson ταινία του Wes Anderson, όμως αυτό μπορεί να το πει κανείς πια για κάθε νέα του ταινία πια.
Στο Asteroid City, ο Anderson μαζεύει το πιο απαστράπτον καστ (δύσκολο να το πιστέψει κανείς με βάση αυτά στις τελευταίες του ταινίες, αλλά εδώ πραγματικά ξεπερνάει τον εαυτό του) ένα σαββατοκύριακο του 1955 κάπου στην έρημο, στην πόλη που δίνει στην ταινία τον τίτλο της. Η Asteroid έχει γίνει γνωστή για έναν γιγάντιο κρατήρα μετεωρίτη και ένα παρατηρητήριο ουράνιων σωμάτων, και τώρα ετοιμάζεται να υποδεχθεί πέντε νεαρούς βραβευμένους εφευρέτες. Η επίσημη γιορτή προς τιμήν τους όμως θα μετατραπεί απρόσμενα σε μία υποδοχή εξωγήινου και η Asteroid θα βρεθεί σε καραντίνα μέχρι να βρεθεί άκρη.
Μεταξύ των προσωρινών κατοίκων είναι ο φωτογράφος χαρακτήρας που υποδύεται ο Jason Schwartzman στην καλύτερη και πιο υφασμένη στην πλοκή ερμηνεία της ταινίας, ο οποίος αποφασίζει ότι έχει έρθει η ώρα να πει στα τέσσερα παιδιά του πως η μητέρα τους πέθανε τέσσερις εβδομάδες πριν. Από την ώρα εκείνη οι τρεις μικρές του κόρες παίζουν τις μάγισσες προσπαθώντας να φέρουν πίσω την ψυχή της μαμάς τους, θέλοντας να θάψουν τις στάχτες της στο χώμα για την τελετή τους. Ο Tom Hanks που υποδύεται τον παππού τους δίνοντας σε έναν ρόλο που αρχικά θα έπαιζε ο Bill Murray μία ταιριαστή ζεστασιά, πηγαίνει με τα νερά τους κατανοώντας την ανάγκη τους, αν και δεν θέλει να βλέπει την κόρη του θαμμένη σε μία παρατημένη πόλη της ερήμου.
Στο μεταξύ ο πατέρας τους, ο Augie, συνάπτει μία ανθρώπινη σύνδεση με τον χαρακτήρα της Scarlett Johansson, μία αλά Marilyn Monroe σταρ του σινεμά που έχει γίνει γνωστή για ρόλους κακοποιημένης αλκοολικής. Είναι ρόλοι που αντικατοπτρίζουν τη δική της ζωή. Η Midge στοιχηματίζει πως κάποια στιγμή θα βρεθεί νεκρή στη μπανιέρα της από υπερβολική δόση (η Johansson σκάβει υπέροχα όλες τις τραγικές και κωμικές επιπτώσεις μίας τέτοιας ψυχοσύνθεσης).
Με τον Schwartzman σφυρηλατούν μία σχέση που μοιάζει αληθινή, ενώ στην πιο σύντομη αλλά καλύτερη σεκάνς της ταινίας η Margot Robbie εμφανίζεται στον ρόλο της ηθοποιού που θα υποδυόταν τη νεκρή του γυναίκα στη θεατρική μεταφορά της υπόθεσης της Asteroid City, και ανακαλεί τον διάλογό που θα είχε με τον παρτενέρ της αν η σκηνή της δεν είχε κοπεί από την παράσταση.
Ως φάντασμα στον ρόλο της (μάλλον, «δεν είναι σαφές» μας λέει το σενάριο) θα προέτρεπε τον άντρα της να προσπαθήσει να την αντικαταστήσει. Εκείνος φαίνεται απρόθυμος, όμως εκείνη «πολύ φοβάται ότι θα χρειαστεί». Δύο άνθρωποι επικοινωνούν μέσα από την ακαταστασία της ζωής επειδή θυμούνται μία σκηνή που δεν υπάρχει, από ένα έργο που δεν έγινε ποτέ, αναζητώντας ανθρώπινη επαφή μπροστά στο ακαταστάλακτο πένθος.
Η ταινία είναι γεμάτη από αυτό και την αβεβαιότητα που προκαλεί το ίδιο ή η ιδέα του, όπως είναι και ολόκληρη η φιλμογραφία του Wes Anderson.
Όταν ο Richie Tenenbaum επιχειρεί να αυτοκτονήσει, η απόφασή του αποτυπώνεται κοφτά και ωμά.
Ο αδερφός του, ο Chas που υποδύεται ο Ben Stiller, είναι ένα υποχόνδριο καρτούν όμως στον πυρήνα του είναι ένας άνθρωπος παραλυμένος από τον θάνατο της γυναίκας του και το βάρος που ενέχει το μεγάλωμα των παιδιών του. Ο θάνατος του γιου του Steve Zissou στο Life Aquatic ή το θανατηφόρο ατύχημα στο ποτάμι στο Darjeeling Limited είναι γροθιές στο στομάχι – οι τραγικές συνέπειες που συμβαίνουν στους παστέλ κόσμους του Anderson.
«Είμαι συνήθως τόσο κουρασμένος τώρα στο τέλος των ημερών, που δεν έχω χρόνο να σκεφτώ ευκαιρίες που έχασα ή για τον χαμένο χρόνο», λέει ο Anthony Anderson στο Bottle Rocket, ενώ ο θάνατος είναι παντού στο πολεμικό background του Budapest Hotel και το French Dispatch ξεκινάει ως επικήδειος ενός πολυαγαπημένου εκδότη εφημερίδας – πέθανε ο ίδιος, πεθαίνει και το είδος δημοσιογραφίας που θέλησε να τιμήσει ο Anderson.
Οι πρωταγωνιστές του δημιουργού θάβουν το τραύμα τους κάτω από καρικατουρίστικα προσωπεία και το ταξίδι τους στην αφήγηση καθορίζεται από το πώς αντιμετωπίζουν το πένθος τους, ακόμα κι αν δεν είναι διατεθειμένοι να το παραδεχτούν. Η ιδιορρυθμία τους είναι βαθιά ριζωμένες εμπειρίες τραγωδίας που δεν μπόρεσαν να ελέγξουν.
Τα εμμονικά κατασκευασμένα διοράματα του σκηνοθέτη διερευνούν την ανάγκη μας να οργανώνουμε, να ποσοτικοποιούμε, να ελέγχουμε τις ζωές μας μπροστά στην αβεβαιότητά τους. Η αποδοχή του απροσδόκητου είναι πάντα σκληρό μάθημα για τους πρωταγωνιστές του Anderson, όμως το κοινό νήμα στο έργο του είναι η πίστη στη θεραπευτική δύναμη της ανθρώπινης σύνδεσης. Δεν υπάρχει κυνισμός στις ταινίες του. Δεν υπάρχουν καν καλά-καλά Κακοί, με ελάχιστες εξαιρέσεις.
Απλώς η επίπονη αποδοχή πως «τα μονοπάτια της δόξας οδηγούν στον τάφο», όπως έγραφε η ταφόπλακα της μητέρας του Max Fischer στο Rushmore. Οπότε ας έχουμε ο ένας τον άλλον για όσο είμαστε εδώ.