10 σπουδαίες μεταγραφές ελληνικών ομάδων που στην αρχή χλευάστηκαν
Δύο της ΑΕΚ, του Ολυμπιακού, του Παναθηναϊκού και του ΠΑΟΚ και από μια των Πανιωνίου και Άρη. Γιατί καμιά φορά ίσως είναι καλύτερα να περιμένεις πριν μιλήσεις.
- 7 ΙΟΥΛ 2020
Σίγουρα στο μυαλό σας έρχονται, μέρες που είναι, διάφοροι εφιάλτες. Μεταγραφές που ήρθαν με μεγάλες αξιώσεις και δεν έπιασαν ούτε λίγο (βλ. Felix Borja ή Rodrigo Souza). Σίγουρα θα έχετε στο μυαλό σας και άλλες μεταγραφές μεγάλων ονομάτων που τελικά έκαναν αυτό για το οποίο ήρθαν δικαιώνοντας τις ελπίδες των οπαδών (Rivaldo, Gilberto Silva, Cisse, Carlos Gamarra). Υπάρχουν και εκείνες που βγήκαν γιατί, παρότι δεν ήταν μεγάλα ονόματα, έγιναν σε μια λογική value for money. Τέλος, υπάρχουν και κάποιες μεταγραφές που ήρθαν στην Ελλάδα και απέδωσαν. Παρότι χλευάστηκαν. Με αυτή την κατηγορία θα ασχοληθούμε εδώ.
Για να το εξειδικεύσουμε όμως και λίγο. Παρακάτω θα βρείτε μια λίστα με μεταγραφές που βγήκαν, όχι επειδή αφορούσαν κάποιο καλό όνομα ούτε επειδή έγινε καλό scouting που έφερε κάποιον παίκτη με διαρκώς ανοδική πορεία. Εδώ μας αφορά το αντίθετο από αυτό. Μεταγραφές ποδοσφαιριστών που κόντρα στην ποδοσφαιρική λογική, ήρθαν στην Ελλάδα και έκαναν παπάδες. Και αυτό ήταν παράξενο για δύο λόγους. Είτε γιατί είχαν κάνει ένα μπαμ αλλά έκτοτε η καριέρα τους βρισκόταν σε μια μόνιμα καθοδική πορεία είτε γιατί είχαν φτάσει σε μια ποδοσφαιρική ηλικία και δεν είχαν καμία εξέλιξη. Βρίσκονταν δηλαδή σε μια στασιμότητα. Αν με ρωτάτε, λοιπόν, αυτό είναι το πραγματικό τζακ-ποτ. Όχι ταλαντούχοι παίκτες 20 ετών που κάνουν τα πρώτα τους βήματα. Και ίσως στην εποχή μας, που το ξόδεμα λεφτών δεν είναι και ό,τι ευκολότερο, ο συνδυασμός τέτοιων μεταγραφών μαζί με τις ακαδημίες ίσως προσφέρει πολλές ανάσες.
Markus Münch
Όταν ήρθε στην Ελλάδα ο Markus Munch είχε ακούσει πολλά. Παρότι είχε παίξει σε μεγάλες ομάδες στη Γερμανία, η πορεία της καριέρας του και κυρίως η ηλικία του δεν εντυπωσίαζε κανέναν. Βασικά τους έκανε όλους καχύποπτους. Στα 31 του και σε μια από τις πιο απαιτητικές θέσεις που απαιτούν καλά πνευμόνια και εκρηκτικότητα, ο Munch χλευάστηκε ως Γερμανός τουρίστας που ήρθε στην Ελλάδα για τα τελευταία ένσημα. Η πτωτική πορεία από την Bayer στη Borussia Mönchengladbach ήταν ένα καμπάνακι Η αλήθεια βέβαια είναι ότι μιλάμε για έναν από τους καλύτερους αριστερούς μπακ που πέρασαν την τελευταία εικοσαετία από τον Παναθηναϊκό. Ιδίως η εμφάνισή του στον τελικό κυπέλλου στη Νέα Σμύρνη, το 2003-2004, αρκεί για να δώσει όλες τις απαντήσεις του κόσμου σε όσους τον δούλευαν για φωτογραφίες όπως αυτή:
David Fuster
Ορισμός των περιπτώσεων value for money. Ποιος θα περίμενε ποτέ ότι ένας παίκτης που μέχρι τα 28 του βολόδερνε σε μικρομεσαίες ομάδες της Ισπανίας, θα ερχόταν στον Ολυμπιακό και θα γινόταν ένας από τους καλύτερους ξένους που φόρεσαν τη φανέλα της ομάδας. Η αλήθεια είναι ότι και εγώ αν έκρινα από την καριέρα του μέχρι τότε, θα πόνταρα στο εξής: Να παίξει μια σεζόν στην ομάδα, να κάνει 7 εμφανίσεις και να βάλει 1 γκολ στο κύπελλο. Ξέρετε, τέτοιου τύπου μεταγραφή. Τελικά, είχε 111 εμφανίσεις και 19 γκολ. Μερικά από τα οποία πολύ κρίσιμα. Αλλά δεν η συνεισφορά του δεν αφορούσε τόσο τα γκολ όσο το πόσο ακούραστος εργάτης ήταν.
Ismael Blanco
Με μια ματιά δεν σου γέμιζε το μάτι σε καμία περίπτωση. Με μια δεύτερη στο αδειάζει τελείως. Αργός, χωρίς εκτόπισμα και χωρίς καμία εκρηκτικότητα. Σαν επιθετικός του ’70 που ήρθε να παίξει στην ΑΕΚ του 2007. Η καριέρα του επίσης δεν εντυπωσίαζε. Μπορεί να ήταν πρώτος σκόρερ στη λίγκα του την αμέσως προηγούμενη χρονιά αλλά η λίγκα του ήταν η Β’Εθνικη Αργεντινής. Μάλιστα ως δανεικός. Ιδίως τη στιγμή που ήρθε, όταν στην Ελλάδα έπεφταν ακόμα πολλά λεφτά, δεν τον έλεγες και τίποτα εντυπωσιακό. Κυρίως για επιθετικός. Παρά τις γκρίνιες στα πρώτα φιλικά, ο Ismael Blanco είχε μια απίστευτη πορεία με 50 γκολ σε 109 συμμετοχές, δηλαδή κοντά στο 1 γκολ ανά δύο αγώνες. Καθόλου μα καθόλου άσχημα για ‘παίκτη Β’ Εθνικής’.
Aleksandar Prijović
Πολύ καλός σωματικά για τη θέση. Πολύ καλές κινήσεις με την μπάλα και χωρίς αυτή. Η καριέρα του όμως δεν έδινε και πολλά περιθώρια για αισιοδοξία. Ήταν βασικά ό,τι χειρότερο. Συνεχείς αλλαγές ομάδων και χωρών και από ένα σημείο και μετά κατάφερνε να κάνει καλές χρονιές και αμέσως μετά να πηγαίνει σε χειρότερες ομάδες. Ο ΠΑΟΚ τον πήρε μετά από μια τέτοια καλή χρονιά στη Legia και βρήκε πραγματικά ένα ποδοσφαιριστή που ζήλευαν όλες οι άλλες ελληνικές ομάδες. Στα 27 του έβαλε σε 55 συμμετοχές 35 γκολ και αυτό είναι ένα στατιστικό που δεν θα περίμενε ποτέ ο ίδιος, όταν 2 χρόνια πριν έπαιζε σε μικρομεσαία ομάδα της Β’ Εθνικής στην Τουρκία.
Javito
Υπάρχει μια μεγάλη κατηγορία ποδοσφαιριστών που ξεκινούν μεν από τις ακαδημίες τεράστιων club αλλά τελικά δεν καταφέρνουν τίποτα. Συνήθως φεύγουν από αυτές τις ακαδημίες χωρίς συμμετοχή στην ομάδα των μεγάλων, πάνε σε μια μικρότερη επαγγελματική ομάδα, αποτυγχάνουν και χάνονται σε διάφορες ημι-επαγγελματικές κατηγορίες. Αυτή δεν ήταν η ιστορία του Javito. Mετά από 6 χρόνια στις μικρές ομάδες της Barcelona ο Javito ήρθε στον Άρη. Ίσως είναι αντιδημοφιλής άποψη αλλά κατά τη γνώμη μου ήταν ο πιο ταλαντούχος παίκτης της ομάδας για κοντά μια πενταετία. Και ας μην έκανε τον θόρυβο που έκανε ο Koke. Έπαιξε σε 125 αγώνες και έβαλε 15 γκολ. Δεν είχε την καριέρα που θα περίμενε κανείς, κυρίως λόγω του κακού περάσματός του από τον Ολυμπιακό. Ο Άρης όμως κέρδισε πολλά από την παρουσία του.
Zeca
Σίγουρα κάπου το περιμένατε. Ίσως το πιο δίκαιο θα ήταν να καρπωθεί την επιτυχία αυτής της μεταγραφής η Setubal που άρπαξε τον Zeca κατευθείαν από την Δ’ Εθνική Πορτογαλίας και του έδωσε θέση βασικού. Με μόλις 400.000 ο Παναθηναϊκός τον αγόρασε και του έδωσε θέση όχι απλά βασικού αλλά πυλώνα του κέντρου. Ναι, σε έναν ποδοσφαιριστή που δύο χρόνια πριν έπαιζε στις αλάνες της Πορτογαλίας. Αυτό ήταν και το στίγμα του για πολύ καιρό. Το κράξιμο δεν είναι ότι έφυγε κατευθείαν. Στην πραγματικότητα, οι οπαδοί του Παναθηναϊκού κατάλαβαν τη συνεισφορά του μόνον αφού αυτός είχε ήδη φύγει για Δανία. Με 165 συμμετοχές όμως, ο Ζeca ήταν πραγματικά από τα πιο πολύτιμα εργαλεία στις πιο δύσκολες στιγμές της ιστορίας του συλλόγου. Πλέον τον βλέπουμε με τη φανέλα της Εθνικής. Κάτι είναι και αυτό.
Omar
Ο Οmar ήρθε στον Ολυμπιακό από την Eintracht Braunschweig, ομάδα που δεν έχεις κανέναν άλλο λόγο να ξέρεις πέρα από το στοίχημα. Είχαν προηγηθεί γεμάτες χρονιές σε μικρές ομάδες και άδειες χρονιές σε μεγάλες ομάδες (City, Feyenoord). Στον Ολυμπιακό όμως έσπασε τον κανόνα του και τα πάει περίφημα. Μάλιστα είναι κάθε χρόνο και καλύτερος. Ξεκίνησε από ένας αξιοπρεπής παίκτης. Μετά έγινε ένας σημαντικός παίκτης. Και τώρα είναι ένας παίκτης απαραίτητος. Στα 28 του έχει ακόμα χρόνια καλής μπάλας και λογικά θα είναι ένας από εκείνους που θα τα εκμεταλλευτούν.
Vieirinha
Nαι, μετά από τόσα χρόνια, φαίνεται αδιανόητο ότι είναι σε αυτή τη λίστα. Ο Vieirinha όμως έφτασε στον ΠΑΟΚ ως ένας παίκτης που απέτυχε παταγωδώς στην Porto. Μέσα σε μια τριετία έπαιξε μόνο 8 ματς ενώ δινόταν δανεικός από εδώ και από ‘κει. Σε πολύ χαμηλότερου βεληνεκούς ομάδες προφανώς. Στον ΠΑΟΚ αποδείχθηκε η πραγματική του κλάση. Εντυπωσίασε με τις εμφανίσεις του στην πρώτη του θητεία στην ομάδα. Πήγε στη Γερμανία, τα πήγε καλά και επέστρεψε ως αρχηγός στην ομάδα που αγάπησε και που του έσωσε την καριέρα. Όταν σταματήσει το ποδόσφαιρο, θα είναι σίγουρα ανάμεσα στους πρώτους που θα μας έρχονται στο μυαλό, όταν σκεφτόμαστε τον ΠΑΟΚ. Δεν έχουμε και πολλούς Vieirinha στο ελληνικό πρωτάθλημα.
Dmytro Chygrynskiy
Η καριέρα του Chygrynskiy έχει κάτι από σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου. Μετά από μια καλούτσικη καριέρα στη Shakhtar, η τρελή πορεία της ομάδας στο UEFA το 2009 τραβάει το ενδιαφέρον της Barcelona. Το ίδιο καλοκαίρι τον αγοράζει για 25 εκατομμύρια ευρώ, σε μια από τις πιο αποτυχημένες επιλογές της την τελευταία εικοσαετία. Την αμέσως επόμενη χρονιά επιστρέφει στη Shakhtar για 15 εκατομμύρια, ταλαιπωρείται από τραυματισμούς και κάνει μέτριες χρονιές. Πάει στην Dnipro το 2015. Επίσης δεν εντυπωσιάζει. Όταν φτάνει στην Ελλάδα, όλοι θεωρούν πώς η ομάδα ποντάρει σε κουτσό άλογο. Καμιά φορά όμως ακόμα και αυτό το ποντάρισμα σου βγαίνει. Τα πάει εξαιρετικά, κυρίως γιατί η ομάδα των διαχειρίζεται και εξαιρετικά. Παίζει μάλιστα βασικό ρόλο στο πρωτάθλημα του 2018. Η ΑΕΚ κέρδισε από αυτόν ακριβώς γιατί κατάλαβε πώς πρέπει να διαχειρίζεσαι ένα μεγάλο όνομα που έρχεται στην ομάδα σου.
Fabián Estoyanoff
Μεγάλη κλάση; Προφανώς. Ο Fabián Estoyanoff όμως ήρθε στον Πανιώνιο στα 26 του κυρίωςως ένα μεγάλο κρίμα. Όλοι αναγνώριζαν το ταλέντο του. Όλοι όμως αναγνώριζαν ότι δεν έφτανε ούτε στο 50% των δυνατοτήτων μου. Και όταν φτάνεις στα 26 σου, ε, οι ελπίδες σιγά-σιγά πεθαίνουν. Ο Estoyanoff όμως ήταν πολύ καλός για το ελληνικό πρωτάθλημα. Ειδικά στην πρώτη του χρονιά στον Πανιώνιο, θυμάμαι να βλέπω ματς της ομάδας μόνο και μόνο γι’αυτόν. Εντάξει και τον Recoba από τον οποίο βέβαια έπαιξε πολύ καλύτερα. Είχε σύνολο 37 συμμετοχών και 9 γκολ και πραγματικά ήταν το κάτι άλλο.