52 χρόνια από τη Σφαγή του Μονάχου και τα μοιραία λάθη των γερμανικών αρχών
Συμπληρώθηκαν ήδη 52 χρόνια από την τρομοκρατική επίθεση του Μαύρου Σεπτέμβρη στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972. Ήταν η πρώτη τρομοκρατική ενέργεια που καλύφθηκε live από την τηλεόραση και μία δραματική στιγμή η οποία άλλαξε το θέμα της ασφάλειας στις αθλητικές διοργανώσεις μία για πάντα. Αυτό είναι το χρονικό της.
- 5 ΣΕΠ 2024
Η τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μετά την απελευθέρωση από το ναζιστικό καθεστώς είχε πολλαπλούς συμβολισμούς. Το Μόναχο ήταν η πόλη του που ιδρύθηκε το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Nαζί και οι Γερμανοί προσπαθούσαν να δείξουν στην υφήλιο ότι έχουν γυρίσει σελίδα. Πάσχιζαν να ξεκολλήσουν από τη ρετσινιά των ναζί, του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας και έδωσαν σκληρή μάχη για να αναλάβουν τη διοργάνωση.
Ήθελαν να παρουσιάσουν ένα ζεστό και φιλόξενο προφίλ, να εξαφανίσουν τα ίχνη ενός αστυνομικού κράτους που ναι μεν φοβόταν την τρομοκρατική επίθεση, αλλά την περίμενε από τη Φράξια Κόκκινος Στρατός. Η ακροαριστερή ομάδα με επικεφαλής τον Αντρέας Μπάαντερ και την Ουλρίκε Μάινχοφ είχε καταγράψει στο ενεργητικό της πολλές βομβιστικές επιθέσεις στη Δυτική Γερμανία. Ανησυχία προκαλούσε και το ακροδεξιό Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας.
Το μότο της διοργάνωσης ήταν «Οι χαρούμενοι αγώνες». Δεν επιβεβαιώθηκε. Ο Μαύρος Σεπτέμβρης (παράρτημα της οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης) χτύπησε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972 σκορπώντας τρόμο και θάνατο 10 ημέρες μετά την έναρξη της διοργάνωσης. Οι Γερμανοί δεν αξιολόγησαν σωστά τις προειδοποιήσεις που υπήρχαν για πιθανή επίθεση από παλαιστινιακή οργάνωση και δεν την είχαν εντάξει στις πρώτες θέσεις στη λίστα των κινδύνων για την ασφάλεια των Αγώνων.
Στα 26 σενάρια για τρομοκρατική επίθεση, η πιθανότητα τρομοκρατικής ενέργειας από Παλαιστινίους βρισκόταν στη θέση “21” και η διοργανώτρια χώρα δεν έλαβε μέτρα γι’ αυτή την περίπτωση, παρά το γεγονός ότι είχε προβλεφθεί με απόλυτη ακρίβεια.
5 Σεπτεμβρίου 1972, 4.00 π.μ.
Οκτώ οπλισμένοι άνδρες της παλαιστινιακής οργάνωσης «Μαύρος Σεπτέμβρης» πήδηξαν τους φράκτες του Ολυμπιακού Χωριού του Μονάχου. Φορούσαν αθλητικά ρούχα. Είχαν μαζί τους καλάσνικοφ και χειροβομβίδες μέσα σε τσάντες. Κινήθηκαν αθόρυβα. Είχαν εντοπίσει το χώρο όπου στεγαζόταν η ομάδα του Ισραήλ και γνώριζαν το διαμέρισμα προς το οποίο έπρεπε να κινηθούν ώστε να κρατήσουν ομήρους Ισραηλινούς αθλητές προκειμένου να εκβιάσουν τις αρχές της Δυτικής Γερμανίας και του Ισραήλ και να ζητήσουν την απελευθέρωση 236 κρατουμένων. Οι 234 ήταν Παλαιστίνιοι που κρατούνταν στο Ισραήλ. Επιπλέον, ήθελαν να αφεθούν ελεύθεροι ο Αντρέας Μπάαντερ και η Ουλρίκε Μάινχοφ.
Πριν από την επίθεση, ο αρχηγός αποστολής της ομάδας του Ισραήλ, Σμουέλ Λάλκιν είχε εκφράσει την ανησυχία του για το γεγονός ότι δε θα υπήρχε ένοπλη φύλαξη στο Ολυμπιακό Χωριό. Επίσης, είχε τονίσει ότι ο χώρος στον οποίο στεγαζόταν η ομάδα του (κοντά στην πύλη) την καθιστούσε αρκετά ευάλωτη.
Έντεκα μέλη της ομάδας του Ισραήλ έπεσαν στα χέρια του Μαύρου Σεπτέμβρη. Δύο αντιστάθηκαν και δολοφονήθηκαν άμεσα, ο προπονητής της πάλης Μόσε Βάινμπεργκ και ο αθλητής της άρσης βαρών Γιόσεφ Ρομάνο. Η οργάνωση έμεινε με 9 ομήρους.
Τα διεθνή δίκτυα όταν ενημερώθηκαν για όσα συνέβαιναν στο Ολυμπιακό Χωριό άρχισαν να ασχολούνται με το γεγονός. Η πρώτη τρομοκρατική επίθεση με παγκόσμια τηλεοπτική κάλυψη ήταν σε εξέλιξη και πιστεύεται ότι την παρακολούθησαν περίπου 900.000.000 τηλεθεατές. Οι γερμανικές αρχές επί επτά ώρες μετά την εισβολή δεν είχαν αντιδράσει. Είχαν αιφνιδιαστεί απόλυτα και οι αγώνες εκείνο το πρωί διεξήχθησαν κανονικά, μέχρι να σχεδιαστεί το σχέδιο δράσης.
Στο κέντρο Τύπου 11 οθόνες μετέδιδαν αθλητικά γεγονότα και τρεις την τρομοκρατική επίθεση, ταυτόχρονα. Έπειτα από 7 ώρες ομηρίας, οι αγώνες σταμάτησαν.
Τα μοιραία λάθη των γερμανικών αρχών
Οι αρχές της Δυτικής Γερμανίας προσπαθούσαν να κερδίσουν χρόνο δεδομένου ότι δεν υπήρχε καμία εξειδίκευση για κατάσταση ομηρίας, είχε αποκλειστεί η συμμετοχή του στρατού (το μεταπολεμικό σύνταγμα της Δυτικής Γερμανίας περιόριζε την εγχώρια χρήση του στρατού σε καιρό ειρήνης) και το κυριότερο: δεν σκόπευαν να ικανοποιήσουν το αίτημα του Μαύρου Σεπτέμβρη. Έτσι, αρχικά σκέφτηκαν να δελεάσουν τους τρομοκράτες με χρήματα. Το Ισραήλ επίσης απάντησε αρνητικά στο αίτημα του Μαύρου Σεπτέμβρη και τόνισε ότι η Δυτική Γερμανία είναι υπεύθυνη για την ασφάλεια της ομάδας.
Οι αρχές της Δυτικής Γερμανίας αποφάσισαν ότι το ιδανικό σχέδιο θα ήταν να επιτρέψουν στους τρομοκράτες να φύγουν με τους ομήρους τους αεροπορικώς για το Κάιρο και να επάνδρωναν το αεροπλάνο με μεταμφιεσμένους αστυνομικούς, οι οποίοι θα παρίσταναν το πλήρωμα και θα εξουδετέρωναν τα μέλη του Μαύρου Σεπτέμβρη.
Το ίδιο βράδυ ο Μαύρος Σεπτέμβρης και οι 9 όμηροι μεταφέρθηκαν με ελικόπτερα στην αεροπορική βάση Fürstenfeldbruck, προκειμένου να φύγουν για το Κάιρο. Οι μεταμφιεσμένοι αστυνομικοί αρνήθηκαν να ανέβουν στο αεροπλάνο. Είπαν ότι το εν λόγω σχέδιο ήταν επικίνδυνο και είχε μεγάλο ρίσκο.
Το plan B προέβλεπε ότι ελεύθεροι σκοπευτές θα σκότωναν τους τρομοκράτες, καθώς αυτοί θα έβγαιναν από τα ελικόπτερα. Ωστόσο, οι αστυνομικές αρχές δεν διέθεταν ελεύθερους σκοπευτές, δεν είχαν τον κατάλληλο εξοπλισμό και δεν ήξεραν τον ακριβή αριθμό των τρομοκρατών.
Μόνο από τύχη η επιχείρηση των Δυτικογερμανών ανειδίκευτων σκοπευτών δε θα κατέληγε σε φιάσκο. Και η τύχη δεν ήταν σύμμαχος κανενός εκείνο το βράδυ.
Η κορύφωση του δράματος
Οι αστυνομικοί πυροβόλησαν 5 τρομοκράτες, αλλά όχι πριν ο Μαύρος Σεπτέμβρης σκοτώσει και τους 9 ομήρους. Μετά τα πρώτα πυρά τα μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης έστρεψαν τα όπλα τους μέσα στα ελικόπτερα και σκότωσαν τα μέλη της ομάδας του Ισραήλ. Στην ανταλλαγή των πυροβολισμών έχασε τη ζωή του και ένας αστυνομικός. Συνολικά, σκοτώθηκαν 17 άτομα.
Τρία μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης αρχικά διέφυγαν, αλλά συνελήφθησαν. Έπειτα, από ένα μήνα απελευθερώθηκαν όταν Άραβες έκαναν αεροπειρατεία σε γερμανικό αεροσκάφος. Οι τρεις άνδρες φυγαδεύθηκαν από τον Μουαμάρ Καντάφι και αργότερα δολοφονήθηκαν από τη Μοσάντ, στο πλαίσιο της επιχείρησης «Οργή Θεού» που διήρκησε περίπου 20 χρόνια.
Οι γερμανικές αρχές αρχικά τόνισαν ότι η επιχείρηση στην αεροπορική βάση Fürstenfeldbruck στέφθηκε με επιτυχία. Τα ξημερώματα στις 6 του Σεπτέμβρη του 1972 ενημέρωσαν ότι όλοι οι όμηροι ήταν νεκροί.
Στις 3.24 π.μ. ο αθλητικός συντάκτης του ABC, Στιβ ΜακΚέι που κάλυπτε συνεχώς τις εξελίξεις της τρομοκρατικής επίθεσης είπε στο τηλεοπτικό κοινό: «Έφυγαν όλοι».
Υπήρξε η σκέψη της διακοπής των Αγώνων, οι οποίοι τελικά συνεχίστηκαν με τη ΔΟΕ -διά στόματος του προέδρου της, Έιβερι Μπραντζέ- να δηλώνει: “The Games must go on”.
Η διακοπή των Αγώνων διήρκεσε συνολικά 34 ώρες και η διοργάνωση συνεχίστηκε μετά το μνημόσυνο που τελέστηκε στο Ολυμπιακό Στάδιο στις 6 Σεπτεμβρίου. Τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας του Ισραήλ επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Ο δρομέας, Σαούλ Λαντάνι που δραπέτευσε και γλίτωσε τόνισε ότι θα προτιμούσε να μείνει και να αγωνιστεί στο Μόναχο.
Έκτοτε οι οικογένειες των θυμάτων της ομάδας του Ισραήλ βρίσκονταν σε διαρκή διαμάχη αρχικά με τη Δυτική Γερμανία και ακολούθως με τη Γερμανία. Ανέφεραν ότι υπήρξε ολιγωρία και επεσήμαναν ένα προς ένα τα λάθη της επιχείρησης ζητώντας να αποζημιωθούν για την τραγωδία.
H Άνκι Σπίτζερ, σύζυγος του προπονητή ξιφασκίας του Ισραήλ, που έχασε τη ζωή του στη «Σφαγή του Μονάχου» ηγήθηκε αυτού του αγώνα. Η κ. Σπίτζερ που τότε ήταν 26 ετών και μόλις ένα χρόνο παντρεμένη με τον Άντρε, αρνήθηκε να παραστεί στη φετινή τελετή μνήμης των Γερμανών στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Αγώνων του Μονάχου τονίζοντας ότι η αποζημίωση που έδινε το γερμανικό κράτος ήταν ντροπιαστική. Τελικά, οι οικογένειες των θυμάτων και η Γερμανία συμφώνησαν στο ποσό των 28 εκατομμυρίων ευρώ, φέτος το καλοκαίρι.
Το θέμα των Παλαιστινίων προσφύγων από το Ισραήλ και το μεταξύ τους πολυετές συγκρουσιακό καθεστώς εντάχθηκε στη διεθνή ατζέντα, μετά την επίθεση. Ωστόσο, Αμερικανοί και Σοβιετικοί ασχολούνταν με το δικό τους Ψυχρό Πόλεμο.
«Η Σφαγή του Μονάχου» άλλαξε κατακόρυφα και για πάντα το φάκελο «ασφάλεια» των Ολυμπιακών Αγώνων. Στην επόμενη διοργάνωση, το 1976 στο Μόντρεαλ τα μέτρα ήταν δρακόντεια. Ο προϋπολογισμός για την ασφάλεια των Αγώνων ήταν 50 φορές μεγαλύτερος από αυτός των Γερμανών και οι αθλητές έμπαιναν στο Ολυμπιακό Χωριό έπειτα από πολλαπλούς ελέγχους και συχνά τούς ζητούσαν να βγάλουν τα ρούχα τους.