ΑΘΛΗΤΙΚΑ

Ό,τι έμαθα για τον αθλητισμό, το έμαθα από το πέναλτι του Μπάτζιο

Ένας συντάκτης θυμάται τη στιγμή που μια αποτυχία τον έκανε Ιταλία για μια ζωή, και τον Μπάτζιο αγαπημένο του ποδοσφαιριστή όλων.
Ήμουν με τη Βραζιλία.

Τότε, το 1994 δηλαδή. Πρώτη φορά που από όσο θυμάμαι έβλεπα ποδόσφαιρο καταλαβαίνοντας τι είναι αυτό που βλέπω. Ίσως είχα πιάσει κάτι στιγμές του ‘90 δίχως context, σίγουρα δεν έχω την παραμικρή ανάμνηση από το ‘92, αλλά το ‘94 το θυμάμαι.

Θυμάμαι τον Μαραντόνα να κάνει γκριμάτσες στην κάμερα. Θυμάμαι το μακρινό γκολ του Χάτζι. Θυμάμαι την κεφαλιά του Λέτσκοφ. Θυμάμαι τη Βραζιλία να αποκλείει τις ΗΠΑ. Θυμάμαι το 4-4-2 της Ελλάδας. Θυμάμαι τον πανηγυρισμό του Μπεμπέτο. Θυμάμαι τον Ρομάριο.

Δεν θυμάμαι τίποτα από την Εθνική Ιταλίας. Σχεδόν: Θυμάμαι να παραδίδει το ένα χασμουρητό μετά το άλλο, και το μόνο πράγμα που ξεχωρίζει να είναι εκείνος ο τύπος με το κοτσιδάκι που είχε το ίδιο όνομα με έναν συμπαίκτη του κι εμένα, μικρός θυμίζω ακόμα, να έχω την απορία αν είναι αδέρφια. “Κι αν είναι αδέρφια, γιατί αυτός είναι τόσο καλός;” Μια τέτοια λογική.

Δε θυμάμαι όμως τίποτα από την Ιταλία. Γιατί ήμουν, φυσικά, με τη Βραζιλία. Όλοι οι άνθρωποι που ήξερα τότε με τη Βραζιλία ήταν. Που “δεν έπαιζε όπως παλιά” αλλά “είναι το ποδόσφαιρο”. Για το “Μουντιάλ του ‘70”. Για τον Σόκρατες και τον Ζίκο. Για τον Πελέ. Για τον Ρομάριο, κι ας μην είναι καλή η ομάδα πίσω του. Ε, εντάξει, για να το λέτε όλοι, εντάξει. Είμαι με τη Βραζιλία λοιπόν.

Ήμουν, δηλαδή. Μέχρι τη στιγμή που κέρδισαν.

***

Ότι αυτά που αγαπάς όταν τα βλέπεις 10 χρονών μένουν μέσα σου για πάντα το ξέρουμε. Και τα αγαπάς, και σε σχηματίζουν, και θα παραμένουν για πάντα η βάση γύρω από την οποία θα κρίνεις οτιδήποτε άλλο δεις ή ακούσεις ή διαβάσεις ποτέ. Όμως ο αθλητισμός είναι μια δική του, ξεχωριστή υποκατηγορία σε αυτή την εμπειρία.

Από τη φύση τους, τα σπορ επιβιώνουν περισσότερο αποσπασματικά από κάθε τι άλλο μπορείς να αφομοιώσεις ως ανάμνηση ή αφήγηση. Την ταινία θα την ξαναδείς, η σειρά θα παιχτεί σε επαναλήψεις, το βιβλίο, το κόμικ, είναι εκεί στη βιβλιοθήκη από την αρχή ως το τέλος, το τραγούδι θα το πετύχεις στο ράδιο ή πιθανότερα από κάποιο αναμνησιασικού χαρακτήρα συγκινησιακής φόρτισης share στο facebook.

Μια ομάδα, έναν αθλητή, έναν αγώνα; Όχι. Είναι οι φάσεις που μένουν. Οι τίτλοι, οι φάσεις, οι διηγήσεις. Οι στιγμές. Περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κομμάτι της ποπ κουλτούρας, τα σπορ ζουν και πεθαίνουν (και δημιουργούν villains και ήρωες και θρύλους και τραγωδίες) πάνω στη στιγμή και στην ξεθωριασμένη ανάμνηση. Όταν σε 50 χρόνια από σήμερα εμείς, γραφικά γερόντια, θα λέμε στα εγγόνια μας για το θρυλικό Μουντιάλ του ‘14 (όπως οι παλιότεροι μας έλεγαν για του ‘70), δε θα είναι επειδή θα κάτσουμε ποτέ να το ξαναδούμε όλο. Θα είναι επειδή θα θυμόμαστε το 7-1, την κεφαλιά του φαν Πέρσι, το 7-1, την αποκαθήλωση της Ισπανίας, το 7-1, τον μονάχο Μέσι, το 7-1, την αλλαγή του φαν Χάαλ, το 7-1, το δάγκωμα του Σουάρεζ, το 7-1.

Οι αθλητικές ιστορίες είναι κολάζ στιγμών μέσα από μια ομίχλη ανάμνησης και χρόνου και προσωπικών ευαισθησιών, και γι’αυτό μια τέτοια φευγαλέα στιγμή μπορεί όχι μόνο να στιγματίσει ένα ολόκληρο γεγονός ή μια ολόκληρη καριέρα, αλλά και να σημαδέψει τον θεατή με τρόπο εντονότερο κι από ένα κινηματογραφικό σοκ ή ανατροπή. Όλη σου η ανάμνηση να αρχίσει να περιστρέφεται γύρω από αυτή τη μία στιγμή, και γύρω από αυτή τη στιγμή να αρχίσουν να πλάθονται όλες σου οι μετέπειτα χαρές και λύπες.

Αυτή η στιγμή για μένα ήρθε όταν σταμάτησα να υποστηρίζω Βραζιλία και, μια για πάντα, έγινα Ιταλία. Ούτε στη Ρώμη γεννήθηκα (όπως και πριν ουδεμία σχέση με το Ρίο είχα), ούτε με την Ιταλική κουλτούρα σχέση είχα, όμως αυτά δεν έχουν σημασία, γιατί τα βιώματα δεν χρειάζονται διαβατήριο, ειδικά στην εποχή της παγκόσμιας στιγμιαίας πληροφορίας.

***

Έτσι θυμάμαι τη δική μου καθοριστική στιγμή.

Παίζεται ο τελικός, και από ό,τι μαθαίνω, ο τελικός αυτής της διοργάνωσης είναι το σημαντικότερο αθλητικό γεγονός του κόσμου. Για κάποιο λόγο παίζουν αντίπαλες δυο ομάδες που δεν αρέσουν σε κανέναν, σε μια πρώτη συνειδητοποίηση του πώς η υποκειμενική αισθητική και ο αντικειμενικός στόχος είναι δύο παντελώς διαφορετικά πράγματα.

(Μάθημα 1ο. Δεν είχα ποτέ τον παραμικρό ενδοιασμό να υποστηρίζω ομάδες και αθλητές που σε διαγωνισμό αθλητικής ομορφιάς θα τους πέταγαν με κλωτσιές από τη σκηνή.)

Αντίπαλοι είναι η Ιταλία (που όλοι γύρω μου αντιπαθούσαν επειδή δεν έπαιζε ωραίο ποδόσφαιρο) και η Βραζιλία (που όλοι γύρω μου συμπαθούσαν παρότι δεν έπαιζε ωραίο ποδόσφαιρο). Ο τελικός δεν οδηγεί πουθενά, και πολλοί ξεφυσούν για αυτό που βλέπουμε, και για το πόσο μεγάλο θέμα είναι που πρώτη φορά τελικός πάει στα πέναλτι. Δεν καταλαβαίνω γιατί κάνουν έτσι- τα πέναλτι μοιάζουν σαν ένα πάρα πολύ συναρπαστικό concept και μια μάλλον δίκαιη λύση. Όταν ένα ερώτημα δε βρίσκει απάντηση ύστερα από 120’, μοιάζει απολύτως φυσιολογικό να το γυρίσουμε στα αριθμάκια, όχι;

(Μάθημα 2ο. Ποτέ δε με ένοιαξαν τα φαντεζί σκορ. Ένας ‘ανιαρός’ αγώνας μπορεί να κρύβει όση σημασία και βαρύτητα και εσωτερική ένταση δε θα μπορεί ποτέ του να ονειρευτεί ένα χαοτικό 5-4.)

Στα πέναλτι φτάνει η ώρα να εκτελέσει αυτός με το κοτσιδάκι, που είχε το ίδιο όνομα με τον άλλον αλλά που όμως ήταν καλύτερος, ήταν ο μόνος που με θυμάμαι να θυμάμαι από την ομάδα με τα μπλε από όλη τη διοργάνωση.

Αλλά ήμασταν με τους άλλους. ΟΚ. Θέλαμε να αστοχήσει. Για κάποιο λόγο.

(Μάθημα 3ο. Άσε την ιστορία στα βιβλία και βρες κάτι δικό σου να αγαπάς. Αν τα εγγόνια μου υποστηρίζουν την Ιταλία επειδή εγώ κάποτε έμαθα να βλέπω μπάλα με το πέναλτι του Μπάτζιο, τότε κάπου στην πορεία θα έχω αποτύχει.)

Ο Μπάτζιο φυσικά αστόχησε, δεκαετίες πριν διαπιστώσω πως τα μαθηματικά ούτως ή άλλως έλεγαν πως θα αστοχούσε. Και οι Βραζιλιάνοι πανηγύριζαν. Και οι γύρω μου πανηγύριζαν. Και εγώ πανηγύριζα.

Απλά, ξέρεις, όχι στην πραγματικότητα.

Γιατί στην πραγματικότητα κοίταζα τον Μπάτζιο που μόλις είχε αστοχήσει, σε ένα από αυτά τα ‘να εδώ το κοντράστ των συναισθημάτων’ πλάνα με τα χέρια στη μέση να κοιτάει το έδαφος. Συνειδητοποιώντας πως ό,τι με ένοιαζε εκείνη τη στιγμή ήταν αυτό. Αυτός ο τύπος, που έξαφνα κατάπιε κάθε άλλη μικρο-ανάμνηση εκείνου του κακού Μουντιάλ σαν pacman που έχει φάει φρουτάκι και αντιστρέφει τη λογική τρώγοντας τα φαντάσματα που τόση ώρα το κυνηγούσαν. Αυτός ο τύπος, που ήταν ό,τι πιο ξεχωριστό είχα δει σε εκείνο το Μουντιάλ, που είχε μόλις χάσει (και είχε χάσει ο ίδιος, όχι κάποιος άλλος γι’αυτόν) και κάποιοι άλλοι πανηγύριζαν, κάποιοι άλλοι είχαν κερδίσει. Αν το είχε βάλει– “τα αν δεν χτίζουν πραγματικότητες”. Ναι, εντάξει. Δεν είχε σημασία στην τελική. Η ιδέα πως ήταν ο καλύτερος αλλά ευθυνόταν κάπως για την αποτυχία; Με ξεπερνούσε.

Μετά από μια μαραθώνια διοργάνωση που παρακολουθούσα επειδή ένιωθα πως οφείλω, αλλά της οποίας την ομορφιά πάσχιζα να αντιληφθώ, εκείνη ακριβώς την απολύτως ύστατη στιγμή, στην ήττα, στη αστοχία, σε εκείνο το ανθρώπινο άγαλμα της θλίψης, βρήκα την πρώτη στιγμή αληθινής ομορφιάς.

***

Δεν θα υποστήριζα στη ζωή μου ποτέ τίποτα και κανέναν πάνω από τον τύπο με την κοτσίδα και, κατ’επέκταση, πάνω από τους τύπους με τις μπλε φανέλες.

Τα αουτσάιντερ φυσικά οι πάντες τα γουστάρουν, είναι λογικό. Δεν είναι επειδή μας αρέσει η μιζέρια, είναι επειδή το αουτσάιντερ σου δίνει τη δυνατότητα να ενθουσιαστείς με έναν αθλητή ή μια ομάδα που ξεπερνά τα εμπόδια για να φτάσει στην κορυφή. Θέλουμε να βλέπουμε κάποιον να κερδίζει επειδή είναι ‘καλύτερος’, αλλά θέλουμε περισσότερο να βλέπουμε κάποιον να κερδίζει επειδή έκανε κάτι εκπληκτικό, κάτι αδιανόητο.

Αυτό που έλεγα παραπάνω για ξεθωριασμένες στιγμές που σε σημαδεύουν για πάντα, ισχύει κι εδώ: Δε σταμάτησα ποτέ στη ζωή μου να υποστηρίζω παραλλαγές τέτοιων ομάδων με μοναχικούς ήρωες. Και να βρίσκω ανεξήγητη, απερίγραπτη ομορφιά σε τέτοιες, ‘άσχημες’ προσπάθειες. Και να διαπιστώνω με χαρά πως ο θρίαμβος αυτών των ομάδων, από την Ιταλία στο Μουντιάλ του ‘06 μέχρι την Ίντερ στο Τσάμπιονς Λιγκ του ‘09 και κάθε τι άλλο μικρότερο ενδιάμεσα, ήταν όντως κάτι που ήμουν ικανός να απολαύσω. (Στο πατρικό μου υπήρχαν για καιρό στραβωμένα ντουλάπια από τα πανηγύρια μου το ‘06.)

Στην Ιταλία έγινα -και παραμένω- Μπολόνια επειδή ακολούθησα εκεί τον Μπάτζιο. Στις διεθνείς διοργανώσεις ήμουν -και παραμένω- Ιταλία. (Όταν αποκλείστηκε η ομάδα φέτος από την Ουρουγουάη -που επίσης λατρεύω-, μπορώ μόνο να φανταστώ πώς έμοιαζα. Για όλο το υπόλοιπο απόγευμα, από το όλο γύρω γραφείο δεν μου απηύθυνε το λόγο άνθρωπος. Μπορεί και να φοβήθηκαν.) Πρώτα επειδή, το ‘98, ήθελα τόσο πολύ να βάλει το πέναλτι με τη Χιλή. Ύστερα, επειδή ήθελα να πάρει ένα Μουντιάλ.

Δεν το πήρε ποτέ.

Μάθημα 4ο. Ο καλύτερος είναι αυτός που στο τέλος κερδίζει. Το ωραιότερο, ό,τι κι αν σου πει ποτέ ο οποιοσδήποτε, είναι αυτό που ξέρεις εσύ μέσα σου πως είναι το ωραιότερο.

Το ωραιότερο με παθιάζει περισσότερο από το καλύτερο. Υπάρχουν εκείνες οι μαγικές στιγμές που τα δύο μπορεί να ταυτίζονται, αλλά ευτυχώς δεν είναι απαραίτητες για να αγαπήσεις ένα σπορ ή έναν αθλητή ή μια ομάδα.

Γιατί η Βραζιλία το ‘94 ήταν η καλύτερη ομάδα. Αλλά το άστοχο πέναλτι του Μπάτζιο ήταν η ομορφότερη στιγμή.

Exit mobile version