ΑΘΛΗΤΙΚΑ

Επιτέλους, μια υπόκλιση στον Μίλος της έριδος

Προβοκάτορας, αγύμναστος, αλλά και ιδιοφυής. Και παικταράς. Ο Γιάννης Φιλέρης γράφει για τον πιο ώριμο Μίλος Τεόντοσιτς όλων των εποχών.

“Ρε φίλε, μεγάλη παιχτούρα ο Μίλος!” – “Κάνε μας τη χάρη με το λεχρίτη, μωρέ…”

Πόσες φορές στις ατελείωτες μπασκετικές σας αναζητήσεις, φιλοσοφώντας άνευ ευτελείας, μαζί με τους φίλους σας, έχοντας παίξει το τρίτο σερί μονό στα 21 και πιάνοντας την κουβέντα για τον αγώνα της προηγούμενης μέρας, που είδατε στην τηλεόραση, είχατε τον παραπάνω διάλογο;

Συνήθως διαφωνούν ένας Ολυμπιακός, που λατρεύει το Μίλος από τότε που φορούσε τα ερυθρόλευκα και ο άλλος Παναθηναϊκός, που μισεί τον Σέρβο, λόγω της γνωστής πτυελομαχίας, μετά χτυπήματος εις τα αχαμνά, με τον Δημήτρη Διαμαντίδη.

Ο τρίτος της παρέας, θα πετάξει ένα άσχετο “καλός ο Μίλος παιδιά, αλλά ο Ντε Κολό είναι καλύτερος”. Ναι, σε πιστέψαμε Χάρη Σταύρου, ότι η ΤΣΣΚΑ έγινε πρωταθλήτρια Ευρώπης επειδή φόρεσε τη φανέλα της ο Νάντο, ο λεοντόκαρδος!

Αλλά ας επανέλθω. Είναι παιχτούρα ο Μίλος ή όχι;

Πρώτα απ΄όλα, όπως τον βλέπεις, είναι κλασική περίπτωση Σέρβου. Μπαίνει στο γήπεδο, λες και ξύπνησε πριν από πέντε λεπτά, ούτε το μαλλί του δεν στρώνει. Άφησε γένια γιατί σίγουρα βαριέται το ξύρισμα (έτσι δεν κάνουμε όλοι;) και η πρώτη εντύπωση που έχεις είναι ότι κατεβάζοντας την μπάλα είτε, στο πρώτο, είτε στο δεύτερο βήμα θα φάει σαβούρδα.

Ναι, Σέρβος. Με τους γνωστούς λαπομυώνες, αντί για μούσκουλα που έχουν οι και καλά γυμνασμένοι Αμερικανοί. Βλέπεις καμιά φορά τον Κύριε Ελέησον Ίρβινγκ και νομίζεις ότι σε κάποια στιγμή, θα ανακαλύψει πετρέλαιο από το πολύ ντάμπα-ντούμπα. Διότι, όπως έλεγε και ο αείμνηστος Ανδρέας Βαρίκας, ο άνθρωπος που κάποτε (μαζί με τον επίσης συγχωρεμένο Μάκη Δενδρινό και δυο συνοδοιπόρους του, τον Τάσο Γιάνναρο και τον Παύλο Κορκίδη) οραματίστηκε το χτίσιμο του μεγάλου Πανιωνίου, “ποιος Μάτζικ Τζόνσον;  Ο Καττής του … ΝΒΑ;”. Ήταν φανατικός Λαριμπερντικός, ο Ανδρέας.

Εδώ που τα λέμε ο Λάρι ήταν δικός μας άνθρωπος. Δεν πηδούσε εφημερίδα, είχε σχεδόν κυτταρίτιδα, αλλά παρ’ όλ’ αυτά το καλάθι το έβλεπε σαν κοφίνι. Μας έδινε και σε μας όλους, την ελπίδα ότι μπορούμε να παίξουμε μπάσκετ. Οπότε μπαίνοντας στο Παλαί Ντε Προφί (το ιστορικό γηπεδάκι του Προφήτη Ηλία) το παίζαμε … Λάρι Μπερντ  κι έτσι.

Ξεφύγαμε, όμως. Για τον Τεόντοσιτς μου είπαν, για τον Τεόντοσιτς θα σας γράψω. Το υπόσχομαι, όπως κάποτε ο Μανόλης Μαυρομμάτης έλεγε ,“Φερκάουτερεν, έτσι μας τον είπαν, οι Βέλγοι συνάδελφοι, έτσι σας τον λέμε κι εμείς, θαυμάσια από πολύ κοντά”.

Πάνω που λες ότι πέφτει, ο Μίλος κάνει ντρίμπλα. Και πάνω που έχει την μπάλα στα χέρια του, ξαφνικά την βλέπεις στα χέρια του συμπαίκτη του, που είναι κάτω από το καλάθι, έτοιμος να σκοράρει.

Αυτός, ο σχεδόν αγύμναστος, παίκτης είναι μια ιδιοφυΐα του παρκέ. Παίρνει την μπάλα και την κάνει ό,τι θέλει. Στα 33 χρόνια, που βλέπω και γράφω μπάσκετ, μόνο ένας παίκτης μου έχει κάνει μεγαλύτερη εντύπωση στον χειρισμό της μπάλας: Ο Ντράζεν Πέτροβιτς.

Νομίζω ότι ο Μίλος αγγίζει το μεγαλείο του Μότσαρτ, τουλάχιστον στο τι κάνει με την μπάλα στα χέρια. Την εξαφανίζει. Καμιά φορά σκέφτομαι, αν στον ύπνο του ο σχεδόν 30άρης Σέρβος (πάει κι αυτός μεγάλωσε, έκλεισε τα 29 τον περασμένο Μάρτιο) ονειρεύεται ασίστ και την άλλη μέρα τις κάνει πραγματικότητα στον ξύπνιο του. Η πάσα στον Μπογκντάνοβιτς, στο φετινό ολυμπιακό τουρνουά στο πρώτο ματς με τους Αμερικανούς απλά δεν υπάρχει. Δεν θα περάσει ποτέ στην ιστορία σαν ασίστ, αλλά όπως εύστοχα έγραψε ο Στέφανος Τριαντάφυλλος (τουίτ):

 

Από τους Αμερικανούς, ακούς πάντα αλήθειες. Πριν από το περίφημο παιχνίδι ΗΠΑ-Ελλάδας το 2006, όπου οι ΝΒΑers  έχασαν για τελευταία φορά σε διεθνή διοργάνωση, οι Έλληνες δημοσιογράφοι είχαν επισκεφθεί την προπόνηση της team USA και ο Μάικ Ντ’ Αντόνι, βοηθός του Σιζέφσκι τότε, στην ανάλυση του αγώνα σχολίαζε: “Πρέπει να έχουμε το μυαλό μας στην εξουδετέρωση του καλύτερου σουτέρ της Ελλάδας, Δημήτρη Διαμαντίδη”.

Όταν αργότερα κάποιος είπε τη φράση στο Μήτσο, αυτός χαμογέλασε και με το γνωστό αφοπλιστικό του ύφος σχολίασε: “Ρε σεις, μη με μπέρδεψε με κάποιον άλλον;”

Όχι, δεν είχε κάνει λάθος ο Ντ’ Αντόνι. Ο Διαμαντίδης με ποσοστό 44% ήταν πράγματι ο κορυφαίος σουτέρ τριών πόντων εκείνης της Εθνικής. Ούτε και ο Σιζέφσκι έκανε λάθος, φέτος όταν πριν από τον τελικό του Ρίο απεφάνθη: “Οι αντίπαλοί μας έχουν τον κορυφαίο γκαρντ της Ευρώπης στο δυναμικό τους”.

Γι’ αυτό και την επόμενη μέρα, όλη η αμυντική προσήλωση των Αμερικανών ήταν πώς θα αποκόψουν τον Μίλος από την υπόλοιπη ομάδα. Του έβγαλαν τα συκώτια…

Ο Τεόντοσιτς έρχεται από το παλιό καλό σερβικό σχολείο των τεράστιων γκαρντ του παρελθόντος. Από τη μεγάλη των πλάβι σχολή, που ανέδειξε τεράστιους παίκτες ανάμεσά τους και τον Σάσα Τζόρτζεβιτς, προπονητή του τα τελευταία χρόνια στην Εθνική Σερβίας.

Αυτή η πάστα παίκτη, δεν βγαίνει κάθε τόσο και λιγάκι. Για να λέμε την αλήθεια οι Σέρβοι έκαναν αμάν να βγάλουν ένα τόσο μεγάλο γκαρντ, την ώρα που οι Έλληνες είχαν Διαμαντίδη, Παπαλουκά, στην αρχή, Σπανούλη, Ζήση στη συνέχεια.

Προφανώς, ο Μίλος γεννημένος το 1987 που ήρθε μικρό παιδί στον Ολυμπιακό (μόλις 20 ετών) βρίσκεται τώρα, είκοσι εννιά χρόνια μετά, στα καλύτερα χρόνια της καριέρας του. Τώρα έχει τιθασεύσει τον εγωισμό του, τώρα θα κρατήσει τα νεύρα του (όχι όλες τις φορές, αλλά τις περισσότερες, εκτός αν του τη δώσει κανένας διαιτητής), τώρα θα γίνει ο αρχηγός

 

Από το 2009, όταν ο Ντούσαν Ίβκοβιτς στην προσπάθεια του να αναγεννήσει την Εθνική Σερβίας, τον έχρισε ηγέτη των ‘όρλοβι’, ο Μίλος άρχισε να γίνεται σιγά-σιγά ο παίκτης που τώρα θαυμάζουν όλοι. Μπορεί με τον Ολυμπιακό να μην πήρε κάτι, πρόλαβε ωστόσο το 2010 να αναδειχθεί MVP της Ευρωλίγκας. Αν τον ρωτήσετε τώρα, θα σας εκπλήξει γιατί υποστηρίζει ότι με τον κόουτς Γιαννάκη έπαιξε το καλύτερο μπάσκετ της καριέρας του. Μπορεί και να μην έχει άδικο, άσχετα αν στο τέλος εκείνης της σεζόν οι σχέσεις του με τον ‘δράκο’ δεν ήταν οι καλύτερες δυνατές. Ο Γιαννάκης ήταν σταθμός στην καριέρα του,

Έναν καλό παίκτη, όμως, τον κάνουν σούπερ-σταρ οι τίτλοι. Η μεταγραφή του στην ΤΣΣΚΑ τον ωρίμασε ακόμη περισσότερο. Ο Ιτούδης βρήκε τα κουμπιά του και στην Ευρωλίγκα που πέρασε είδαμε τον πιο ώριμο Μίλος, όλων των εποχών. Έκανε πράγματα και θαύματα και πανηγύρισε την Ευρωλίγκα, που είχε απωθημένο και η απώλειά της του είχε χρεωθεί… ετσιθελικά.

Έχανε το 2012 τις βολές ο Σισκάουσκας, έφταιγε ο Τεόντοσιτς που δεν έβαλε κανένα από τα τρίποντα τα οποία είχε επιχειρήσει νωρίτερα

Άφαντη όλη η ομάδα στον ημιτελικό του 2013, έφταιγε μόνο αυτός, που η ΤΣΣΚΑ δεν βρήκε καμιά διέξοδο απέναντι στο καταπληκτικό παιχνίδι του Ολυμπιακού. Έκανε βλακεία ο Κριάπα στα τελευταία δευτερόλεπτα του ημιτελικού με την Μακάμπι, πάλι αυτός τα άκουγε, όπως και ένα χρόνο αργότερα στη Μαδρίτη στη νέα ήττα από τον Ολυμπιακό.

Είχε στοιχειώσει το φάιναλ-φορ μέσα του. Ξέρεις καμιά φορά δεν θέλει και πολύ, να το… συνηθίσεις. Στο Βερολίνο εκεί που το 2009 με τον Ολυμπιακό είχε γνωρίσει την πρώτη κρυάδα (ακολούθησε και ο χαμένος τελικός του 2010) πήρε, εν τέλει, τη μεγάλη ρεβάνς. Το ριμπάουντ του Κριάπα έσωσε τους πάντες στην κανονική διάρκεια, αλλά εδώ που τα λέμε αν δεν υπήρχε ο Μίλος με 19 πόντους, 7 ασίστ, 5 ριμπάουντ και 2 κλεψίματα, η ΤΣΣΚΑ θα ξαναμύριζε τον κρίνο και ο Ομπράντοβιτς θα ξανάπαιρνε το τρόπαιο που τόσο πολύ θέλει μετά το 2011 και το τελευταίο που κέρδισε σαν προπονητής του Παναθηναϊκού.

Τώρα που ξόρκισε τα φαντάσματα, ο Μίλος θα κάνει (και) το κέφι του. Θα πασάρει πίσω από την πλάτη του, θα προβοκάρει, θα σκοράρει και φυσικά θα πάρει κι άλλα τρόπαια. Ας τον απολαύσουμε, γιατί θα αποχωρήσει και θα λέμε “θυμάσαι εκείνη την παιχτούρα τον Τεόντοσιτς”;