Γιατί η Μπάγερν δεν θα χάσει ποτέ στην έδρα της
- 13 ΜΑΙ 2019
Η φράση ‘γελοιωδώς ωραίο’ επινοήθηκε ένα ηλιόλουστο μεσημέρι Σαββάτου στον Englischer Garten του Μονάχου. Ο ‘Αγγλικός Κήπος’, το μεγαλύτερο αστικό πάρκο της Ευρώπης κι ένα από τα μεγαλύτερα του κόσμου, στην ανοιξιάτικη εκδοχή του είναι ένα μέρος τόσο παραμυθένιο και ειδυλλιακό που δεν γίνεται να το απολαύσεις χωρίς μια δόση φθόνου. Εκτός, φυσικά, αν είσαι κάτοικος του Μονάχου.
Αν είσαι όντως κάτοικος, τότε έχεις την αδιανόητη πολυτέλεια μέσα την καρδιά της -έτσι κι αλλιώς όμορφης- πόλης σου να υπάρχει ένας αχανής θύλακας πρασίνου που ανά πάσα στιγμή μπορεί να σου προσφέρει 75 χιλιόμετρα βόλτας ανάμεσα σε ποταμάκια, παραποταμάκια, λιμνούλες, γεφυράκια, περιποιημένους κήπους, όμορφα άλση κι ένα δροσερό, χορταστικό δάσος. Όλα αυτά είναι πάρα πολύ γοητευτικά και τον χειμώνα, όταν σκεπάζονται από το κατάλευκο και απαλό χιόνι της βαυαρικής πλευράς των Άλπεων, αλλά την άνοιξη πριμοδοτούνται με ένα γενναίο μπόνους φωτεινότητας και μιας ανεμελιάς σχεδόν παιδικής, που τα μετατρέπει σε καρέ βγαλμένο από τους τίτλους αρχής του Νιλς Χόλγκερσον.
Επιπλέον, την άνοιξη οι αμέτρητες πάπιες του πάρκου έχουν μόλις αναπαραχθεί, οπότε το μέρος είναι γεμάτο παπάκια και νεόκοπες οικογένειες που σουλατσάρουν αμέριμνες. Αν δεν είσαι μόνιμος κάτοικος Μονάχου αλλά ένας πρόσκαιρος επισκέπτης της πόλης, τα παπάκια θα σου δώσουν τη χαριστική βολή: αργά ή γρήγορα θα χρειαστεί να επιστρέψεις στη δική σου πόλη, που δεν έχει ρυάκια και λιμνούλες και παπάκια που κάνουν το πρώτο τους μπάνιο.
Ένα τέτοιο ανοιξιάτικο μεσημέρι, πέντε Έλληνες, ένας Γερμανός και μια Αργεντινή βρέθηκαν αναπαυτικά καθισμένοι σε ένα μεγάλο τραπέζι της υπαίθριας μπυραρίας της Paulaner, που βρίσκεται σοφά τοποθετημένη στις παρυφές της μεγάλης λίμνης του πάρκου. Οι Έλληνες βολεύτηκαν στη σκια, ο Μίχαελ και η Ινές τράβηξαν τις καρέκλες τους προς τον ήλιο. Ας τους γνωρίσουμε λίγο καλύτερα.
Οι Έλληνες: Τρεις δημοσιογράφοι, ένας επιχειρηματίας και ο Λουκάς, ο αρχηγός της ομάδας που προσκλήθηκε από την Paulaner για να παρακολουθήσει ένα ματς της Μπάγερν Μονάχου στην έδρα της, στο φοβερό Allianz Arena.
Ο Μίχαελ: Ο οδηγός της αποστολής, ο άνθρωπος που μας βοήθησε με τις μετακινήσεις μας στο Μόναχο. Γερμανός που έζησε τέσσερα χρόνια στην Ελλάδα (στην Πάτρα). Λιγομίλητος και διακριτικός, αλλά πολύ πνευματώδης και με κοφτερό χιούμορ. Πριν κλείσουμε δίωρο στο Μόναχο δήλωσε ότι ξέρει τις βασικές βρισιές σε τουλάχιστον τέσσερις γλώσσες. Δικός μας άνθρωπος.
Η Ινές: Η υπεύθυνη της Paulaner για την ελληνική αγορά. Μας ξεναγήσε στο πάρκο, στο γήπεδο και στην πόλη γενικώς και μας βοήθησε να κατανοήσουμε λίγο την κουλτούρα της περιοχής. Όλα αυτά τα έκανε σε άψογα ελληνικά. Η Ινές γεννήθηκε στο Ροζάριο της Αργεντινής, σε κάποια φάση της ζωής της παντρεύτηκε έναν Έλληνα και, όπως μας εξήγησε με υπέροχο αυτοσαρκασμό, “Ο Έλληνας έφυγε, τα ελληνικά έμειναν”.
H φοβερή και τρομερή Ινές ανέλαβε και την παραγγελία μας στην υπαίθρια μπυραρία της Paulaner. Με τη δική της παρότρυνση δοκιμάσαμε -εκτός από την κλασική draft Weiss- την πολύ ενδιαφέρουσα και σικάτη Paulaner Swickl, που εμφιαλώνεται και διατίθεται αποκλειστικά στο Μόναχο. Χάρη στην Ινές, επίσης, στο τραπέζι βρέθηκαν εκτός από πρέτζελ και σαλάτες, ένα καταπληκτικό ταρτάρ και δύο κολοσσιαίες αγκινάρες. Αφού τις περιεργαστήκαμε για μερικά λεπτά με ενδιαφέρον και κάποια αμηχανία, μας εξήγησε ότι στη Βαυαρία, οι αγκινάρες τρώγονται σαν τσιπς. Βγάζεις ένα φυλλαράκι, βουτάς την πλατιά άκρη του σε λίγη μαγιονέζα και το δαγκώνεις. Το ένα τέταρτο του φύλλου είναι βρώσιμο (και αρκετά νόστιμο) – το υπόλοιπο το πετάς. Γενικά, για τα γερμανικά δεδομένα, η Βαυαρική κουζίνα θεωρείται εξευγενισμένη και κάπως πιο σοφιστικέ επειδή έχει δεχτεί τα ερεθίσματα της γειτονικής Ιταλικής κουλτούρας, αλλά ας μην κρυβόμαστε πίσω από το τουρσί ξινολάχανό μας: στη Γερμανία δεν πας για να δοκιμάσεις premium πιάτα.
Στην μπύρα, αντίθετα, το επίπεδο είναι πάρα πολύ υψηλό. Σε εκείνο το τραπέζι, η Ινές εκτός από μπύρες και μεζέδες, έριξε και μερικές πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Η πιο βασική: στη Βαυαρία, η μπύρα σερβίρεται δροσερή. Όχι ζεστή, προφανώς, αλλά ούτε κρύα, ούτε παγωμένη. Τη δοκίμασα κι επιβεβαιώνω ότι πίνεται μια χαρά. Σ’ αυτήν την πολύ προνομιακή γωνιά της Γερμανίας, η μπύρα, όπως και πάρα πολλές άλλες καθημερινές συνήθειες, αποτελεί οργανικό κομμάτι της οικογενειακής παράδοσης. Αν ο πατέρας προτιμά μια συγκεκριμένη μπύρα, τα παιδιά του πολύ δύσκολα θα επιλέξουν κάποια άλλη μπράντα. Στο πέρασμα του χρόνου και των γενεών, η ανθρωπογεωγραφία της περιοχής έχει διαμορφώσει και τον χάρτη της ζυθοποιίας. Το ίδιο, φυσικά, ισχύει και για την ομάδα που υποστηρίζεις. Συνοπτικά, στο Μόναχο γεννιέσαι Μπάγερν, αγαπάς την Paulaner, και αντίθετα με τους περισσότερους Γερμανούς, είσαι καθολικός και δεν πολυγουστάρεις τα λουκάνικα.
Μετά από αυτό το σύντομο μάθημα Βαυαρικής πατριδογνωσίας και αφού συμφωνήσαμε άπαντες ότι η draft μπύρα πάντα είναι πιο νόστιμη όταν την απολαμβάνεις στο μέρος που παράγεται (χωρίς να μεσολαβήσουν μετακινήσεις, αλλαγές θερμοκρασίας, χρόνος παραμονής σε κάλυκα κλπ), ήμασταν έτοιμοι να υποδεχτούμε τη Βέρντερ Βρέμης στην έδρα μας, το πολυθρύλητο Allianz Arena για την 30στη αγωνιστική της Μπουντεσλίγκα.
Στο γήπεδο
Από μακριά, το Allianz Arena μοιάζει όντως με διαστημόπλοιο. Ο τεράστιος ανάγλυφος μεταλλικός όγκος του επιβάλλεται δεσποτικά στο τοπίο γύρω του και μοιάζει παράδοξα φουτουριστικός σε σχέση με την ήπια δόμηση και την πολύ ανθρωποκεντρική χάραξη της πόλης του Μονάχου. Όσο πλησιάζαμε (πεζοί πλέον, αφού ο Μίχαελ μας άφησε σε ένα από τα άφθονα πάρκινγκ γύρω από τις αθλητικές εγκαταστάσεις), το γήπεδο θύμιζε περισσότερο την Κιβωτό μετά τον κατακλυσμό, όταν πλέον τα δύσκολα είχαν περάσει και αυτοί που σώθηκαν επέστρεφαν για να γιορτάσουν τη σωτηρία τους. Τα διάσημα μεταλλικά λέπια του άστραφταν από τις αντανακλάσεις του Απριλιάτικου ήλιου και ο κόσμος που κατέφθανε απ’ όλες τις κατευθύνσεις χαρούμενος και ενθουσιώδης, δημιουργούσε μια φεστιβαλική ατμόσφαιρα.
Κάπου εδώ θα κάνω κι εγώ το λάθος να σημειώσω ότι οι οπαδοί της Βέρντερ περνούσαν ανενόχλητοι με τα κασκόλ, τις σημαίες και τα παιδάκια τους δίπλα στους οπαδούς της Μπάγερν. Το κάνω μόνο και μόνο επειδή το σκέφτηκα κι επειδή αμέσως το μετάνιωσα. Κατά βάθος ξέρω ότι είναι αφύσικο αυτό το αντανακλαστικό. Το να σε εντυπωσιάζει το αυτονόητο μόνο και μόνο επειδή δεν υπάρχει στη δική σου καθημερινότητα. Το σημειώνω, πάντως. Οι οπαδοί της Βέρντερ ήταν καταπράσινοι και καταχαρούμενοι στο πάρκο νωρίτερα, στο δρόμο για το γήπεδο τώρα και λίγο αργότερα μέσα στη φιλόξενη κοιλιά του. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι σαν να γράφω ότι οι άνθρωποι εκεί είχαν δύο πόδια, ανέπνεαν από τη μύτη και το στόμα και όταν μια μύγα καθόταν στο μπράτσο τους ξύνονταν.
Η εμπειρία του Allianz Arena ξεκινά πριν φτάσεις στη θέση σου στην κερκίδα. Οι χώροι αναμονής, εστίασης και διασκέδασης μπορούν από μόνοι τους να αποτελέσουν κίνητρο για να περάσεις εκεί κάποιες ώρες. Το φαγητό είναι πολύ και σε πολύ καλό επίπεδο (βρίσκεις τα πάντα, από σνακ μέχρι εστιατόρια με γεύματα τριών και πέντε πιάτων), οι μπουτίκ λιμπιστερές (και με καλές εκπτώσεις τη μέρα που πήγαμε), ενώ παντού η διακόσμηση σου υπενθυμίζει με επιβλητικό αλλά καλαίσθητο τρόπο ότι αυτό το πολύ φιλόξενο μέρος είναι το κάστρο της σπουδαιότερης ομάδας της Γερμανίας και η καρδιά ενός από τους πιο σημαίνοντες ποδοσφαιρικούς οργανισμούς του πλανήτη. Εκεί τα πάντα είναι Μπάγερν.
Εγώ δεν είμαι Μπάγερν. Αυτό αναγκαστικά σημαίνει ότι είμαι λίγο αντιΜπάγερν. Δεν συμβαίνει μόνο σε μένα, νομίζω ότι η Μπάγερν Μονάχου έχει μόνο οπαδούς και αντιφρονούντες -τίποτα χλιαρό ή ενδιάμεσο- κι αυτό στη ουσία του είναι πολύ τιμητικό. Είναι κάτι που ισχύει μόνο με τις πολύ μεγάλες και τις πολύ κυριαρχικές ομάδες. Λίγο πριν τη σέντρα, στο πολύ κομψό πριβέ lounge της Paulaner διαπίστωσα ότι στην αποστολή μας υπήρχε τουλάχιστον ένας φανατικός οπαδός της Μπάγερν. Την τελευταία weiss την ήπιαμε μαζί, για να γιορτάσουμε τη νομοτέλεια του ποδοσφαιρικού σύμπαντος που έχει ορίσει με τόσο μανιχαϊστικό αλλά δίκαιο τρόπο τους δορυφόρους του πλανήτη της Μπάγερν του Μονάχου.
Το ματς
Το Allianz Arena, παρά το εντυπωσιακό μέγεθος και την ασυναγώνιστη λειτουργικότητά του, είναι όντως αρένα. Οι κερκίδες του είναι κάθετες και επιβλητικές, σχεδιασμένες όχι μόνο για να προσφέρουν ανεμπόδιστη θέα στον αγωνιστικό χώρο, αλλά και να δημιουργούν ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα και να εκπέμπουν σοκ και δέος στους παίκτες που υποδέχονται τον όγκο των φωνών 75.000 ανθρώπων που τραγουδούν και φωνάζουν συνθήματα συντονισμένοι στην εντέλεια.
Οι δικές μας θέσεις ήταν στην κερκίδα των χορηγών, εξαιρετικές δηλαδή, αλλά παραδέχομαι ότι ζήλεψα την κερκίδα των Ultras της Μπάγερν (ακριβώς πίσω από την εστία του Ούλραϊχ), αλλά και τη φωλίτσα των φιλοξενούμενων, που δεν σταμάτησαν να τραγουδούν ούτε για τριάντα δευτερόλεπτα από τη δική τους ‘ορεινή’ εξέδρα.
Η Μπάγερν μπήκε στο ματς έχοντας ήδη περάσει στην κορυφή της Μπουντεσλίγκα και ήθελε τη νίκη για να διατηρήσει την οριακή της απόσταση από τη δεύτερη Ντόρτμουντ. Η Βέρντερ έπαιζε ακόμα για μία από τις ευρωπαϊκές θέσεις και μέχρι εκείνο το μεσημέρι είχε σκοράρει σε όλα τα ματς της σεζόν, μέσα – έξω (κάπου εδώ να πω ότι είναι πολύ ωραία η αίσθηση του να βλέπεις ματς μεσημέρι. Σου παίρνει λίγο να το συνηθίσεις, αλλά τελικά είναι ωραία).
Το πρώτο ημίχρονο κύλησε κάπως νωχελικά, με τη Βέρντερ να κάνει μια καλή ευκαιρία και την Μπάγερν να παίρνει μια τυπική πρωτοβουλία που κάθε φορά που πήγαινε να εξελιχθεί σε φάση στην εστία σταματούσε πάνω στον πολύ φορμαρισμένο Πάβλενκα. Ο κόσμος την Μπάγερν, πάντως, ήταν πολύ κεφάτος και πάρα πολύ έτοιμος να χειροκροτήσει κάθε προβλέψιμο κόψιμο του Μίλερ προς τα μέσα, κάθε μπαλιά που δεν προλάβαινε ο Μπόατενγκ και κάθε βαριεστημένο κοντρόλ του Λεβαντόφσκι. Επίσης, οι οπαδοί που είχαν γεμίσει ασφυκτικά το Allianz Arena (γίνεται sold out για όλη τη σεζόν πριν ξεκινήσει η σεζόν) πανηγύρισαν εγκάρδια και τα τρία γκολ που πέτυχε η γειτονική Άουγκσμπουργκ στο πρώτο ημίχρονο κόντρα στη Στουτγάρδη (συνολικά έβαλε έξι).
(AP Photo / Matthias Schrader)
Στον δεύτερο μέρος μπήκε στο γήπεδο η κανονική Μπάγερν, που στραγγάλισε τη Βέρντερ με τον ίδιο τρόπο που η Μπάγερν μπορεί να στραγγαλίσει όποιον θέλει σ’ αυτό το γήπεδο. Το γκολ ήταν μόνο ένα, και μπήκε με κόντρα στο 75′ μετά από ένα σουτ του Σίλε, αλλά ήδη μέχρι τότε το κοντέρ είχε γράψει 22 τελικές στην εστία για την Μπάγερν (στο τέλος του ματς είχαν γίνει 28). Οι πέντε Έλληνες ζήσαμε την εμπειρία του πανηγυρισμού ενός Torrrrr! (το ίδιο έντονη όσο κι ενός διεθνούς γκολλλλ!), το ζεστό χειροκρότημα στον Κλαούντιο Πιζάρο όταν μπήκε αλλαγή για τη Βέρντερ (το γήπεδο σείστηκε για τον 40χρονο Περουβιανό, τον γηραιότερο σκόρερ στην ιστορία της Μπουντεσλίγκα) και αποχωρήσαμε χαρούμενοι, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους χαρούμενους ανθρώπους που αισθάνονται αυτό το γήπεδο σαν το σπίτι τους – το προσέχουν, καλοδέχονται τους φιλοξενούμενούς τους και το βελτιώνουν κάθε μέρα.
Οι οπαδοί της Μπάγερν ξέρουν ότι το Σάββατο, στις 18 Μαΐου, η ομάδα τους θα έχει την ευκαιρία να πανηγυρίσει σ’ αυτό το γήπεδο το 7ο συνεχόμενο πρωτάθλημά, που στο φινάλε του προέκυψε θρίλερ. Ο τίτλος δεν έχει κριθεί ακόμα, οπότε για να κόψει το νήμα η Μπάγερν, πρέπει την τελευταία αγωνιστική να νικήσει τη φιλόδοξη ‘Ευρωπαία’ Άιντραχτ Φρανκφούρτης. Αν τα καταφέρει, για κάποιους από τους παίκτες της αυτή θα είναι η τελευταία φορά που θα λουστούν με Paulaner και θα τραγουδήσουν αγκαλιασμένοι με τον κόσμο που γεννιέται έχοντας στο DNA του τα χρωμοσώματα αυτού του συλλόγου. Η επόμενη σεζόν θα είναι απ’ αυτές που τις χαρακτηρίζουμε ‘μεταβατικές’. Είναι η ώρα της αλλαγής φρουράς και κάθε τέτοια ώρα είναι δύσκολη με τον τρόπο της.
Του χρόνου, λοιπόν, όλοι όσοι δεν είναι Μπάγερν θα περιμένουν την νεόκοπη, φρεσκαρισμένη Μπάγερν στη γωνία. Ανάμεσά τους κι εγώ. Με πολύ σεβασμό και ξέροντας πως ό,τι κι αν γίνει στο βάθος μιας ή δύο σεζόν, η Μπάγερν δεν χάνει. Αυτός ο σύλλογος δεν βγαίνει ποτέ χαμένος στο τέλος. Μέχρι πρόσφατα μου άρεσε να την βλέπω σαν μια μηχανή που δεν σταματάει γιατί τρέχει με ένα λογισμικό που εξελίσσεται και εξολοθρεύει κάθε malware. Τώρα τελευταία έχω πειστεί πώς είναι κάτι πιο οργανικό. Μια καρδιά. Απλώς δεν γίνεται να σταματήσει.
(Κεντρικη φωτογραφία: Sven Hoppe/ dpa via AP)