Η Φανέλα με το Νούμερο που φορούσες όταν έπαιζες μπάσκετ
Μια στερεοτυπική ανάλυση των αριθμών 4-15 στις φανέλες, τα χρόνια που φανταζόσουν ότι το τσιμέντο που παίζεις ήταν παρκέ. Και ότι ο Κούκοτς είναι στην κερκίδα και σε βλέπει.
- 24 ΑΥΓ 2016
Το μοναδικό σημείο που το ποδόσφαιρο μοιάζει να βγάζει περισσότερο νόημα από το μπάσκετ είναι οι αριθμοί στις φανέλες. Τουλάχιστον παλιότερα δηλαδή, που η βασική ενδεκάδα φορούσε φανέλες από το 1 μέχρι το 11. Πλέον τίποτα δεν βγάζει πολύ νόημα στον κόσμο, πόσο μάλλον ένας ποδοσφαιριστής που φοράει το 26 στην πλάτη.
Τέλος πάντων, αυτό που ήθελα να πω είναι ότι:
α) το μπάσκετ έβγαζε ανέκαθεν περισσότερο νόημα από το ποδόσφαιρο
β) στο ποδόσφαιρο, δεν μπορούσες να δεις αμυντικό με το 9 στην πλάτη ή επιθετικό με το 4
γ) κάποιος πρέπει να μου βγάλει το E!Entertainment, έχω φτάσει να βλέπω το σόου ενός 20χρονου μέντιουμ
Αυτό που είχε πάντα γούστο με τις φανέλες του μπάσκετ, ειδικά για όλους εμάς που το ζήσαμε ηρωικά παίζοντας σε πρωταθλήματα παίδων, παμπαίδων, μικτές Αθηνών και Θεσσαλονίκης και δυτικής Ελλάδας και βορείου ημισφαιρίου, είναι το κόλλημα ότι ο αριθμός της φανέλας έπρεπε να μας εκφράζει. Να λέει κάτι για μας. Να μας χαρακτηρίζει. Να ‘σαν τα νιάτα δυο φορές.
Αφού λοιπόν δεν βρέθηκε κανείς να μας τραβήξει τις φαβορίτες μέχρι να βγει ο Ντράζεν από μέσα μας, οι αριθμοί που φορούσαμε απέκτησαν τη δική τους μυθολογία. Εδώ απλά θα προσπαθήσουμε να την κάνουμε όσο πιο στερεοτυπική γίνεται.
Το 4
Οι σκέτο χρήσιμοι. Με χοντρές γάμπες και φαρδύ σορτσάκι που σκουπίζει το παρκέ. Δηλαδή το τσιμέντο. Πάνε δεκαπέντε χρόνια από την τελευταία φορά που έκαναν βήματα, κι άλλα τόσα από τότε που χρειάστηκαν δύο αριθμοί για να γράψεις τους πόντους τους σε ένα ματς. Είπα ψέματα, δεν χρειάστηκαν ποτέ δύο αριθμοί για να γράψεις τους πόντους τους σε ένα ματς. Επίσης δεν σούταραν τρίποντα. Ποιος φυσιολογικός άνθρωπος παίζει μπάσκετ και δεν σουτάρει τρίποντα; Αν σούταραν για να μην τους μείνει η μπάλα στα χέρια, ζητούσαν συγγνώμη από τον προπονητή και έβγαιναν μόνοι τους αλλαγή. Μάλιστα, ήταν τα παιδιά του προπονητή. Οι πρώτοι που θα έπαιρνες μαζί σου στον πόλεμο. Οι τελευταίοι που θα σκεφτόσουν αν ο Λάλας ρώταγε κι εσένα “τι είναι ταλέντο;”.
Το 5
Ταλαντούχοι γκαρντ, ωραία παιδιά, πάντα αυτούς γούσταραν τα κορίτσια που έφερναν το discman και άκουγαν No Doubt στις κερκίδες. Ένα ωραίο κοινωνιολογικό στοιχείο είναι οι χριστοπαναγίες που έτρωγε το 5 απ’ τον προπονητή. Σταθερά καλός σε επίθεση και σταθερά σκυλί σε άμυνα, το 5 γινόταν τέτοια θυσία για την ομάδα, που ο κόουτς ξέσπαγε πιο εύκολα σ’ αυτόν. Ακόμα κι όταν καθόταν στον πάγκο. Δεν μπορείς να τα ‘χεις όλα φαντάζομαι. Και τα κορίτσια και τον ευγενικό προπονητή. Επειδή έχω μαρκάρει πολλά 5, μπορώ με ασφάλεια να πω ότι χρησιμοποιούσαν αισθητά λιγότερο το αποσμητικό από τα άλλα νούμερα. (Συγγνώμη).
Το 6
Το 6 το ‘χει φορέσει ο Γκάλης. Βέβαια, τέτοιοι αθώοι γκασμάδες που ήμασταν μικροί, δεν μας πολυπείραζε να φορέσουμε ένα τόσο βαρύ νούμερο. Μάλλον γιατί ξέραμε ότι το μοναδικό κλειστό που θα παίξουμε μπάσκετ ήταν του Κρόνου Αγίου Δημητρίου. Οπότε, καλά κάναμε και το φορούσαμε. Παιδιά ήμασταν. Αν μας έλεγε κανείς “πώς κουρεύτηκες έτσι;” θα βάζαμε τα κλάματα. Οπότε, το 6 απενεχοποιείται. Αυτοί που το φορούσαν ήταν συχνά γιοι του έφορου (γνωστού και ως ‘έφορα’) της ομάδας και ο κόουτς τους ξεκινούσε βασικούς. Έκαναν δύο λάθη σε ένα λεπτό και μετά τους έβγαζε. Και μετά ο έφορος έπαιρνε το τσιγαράκι του και πλησίαζε τον κόουτς και του ‘λεγε μαχμουρλίδικα, “έλα, έλα, Κωστάκη, δυο μαλακίες έκανε το παιδί, μην το απογοητεύεις, έλα, ξαναβάλ’ τον στην άλλη περίοδο, έ; Ναι, Κωστάκη;”. Και καπάκια, ο κόουτς σηκώνεται και ρίχνει μια παναγία στο 5.
Το 7
Υπάρχουν αυτοί που το διάλεξαν χάρη στον Τόνι Κούκοτς (ή στον ‘Ω-Μπάνε-Μπάνε’), που όσο να πεις, ήταν πολύ μεγάλη υπόθεση όταν μεγαλώναμε. Και δεν φόραγε το 23 ή το 33 όπως ο Jordan και ο Pippen, τα οποία δυστυχώς δεν βγαίναν στις φανέλες του Εθνικού Ελληνορώσων, άρα ήταν κάπως αναγκαστικά η μοναδική μας επιλογή. Εκτός αν παίρναμε το 13 λόγω Luc Longley, αλλά δεν ήμασταν σε ηλικία που εκτιμούσαμε τις μπύρες ή την Αυστραλία, ούτε γινόταν να δούμε στο μέλλον και να τον απολαύσουμε σαν ανέμελη φιγούρα στον πάγκο των καγκουρό σ’ αυτούς τους Ολυμπιακούς.
Υπάρχουν και αυτοί που δεν ήξεραν ποιος είναι ο Τόνι Κούκοτς και από αριστερόχειρες εκτιμούσαν μόνο τον Τέομαν Αλιμπέγκοβιτς. Φλυαρώ όμως τόση ώρα και δεν έχω μιλήσει καθόλου για τα 7. Τα 7 έτυχε να βάλουν δυο συνεχόμενα τρίποντα σε μια προπόνηση και παντρεύτηκαν τον τίτλο του σουτέρ. Αυτό είναι το μόνο που χρειάζεται να ξέρεις για τα 7. Και ότι η φανέλα τους ήταν πάντα δυο νούμερα μεγαλύτερη. Και ότι καμιά φορά φορούσαν και άσπρο φανελάκι από μέσα.
Το 8
Μετά από δυο τρία χρόνια στα παιδικά πρωταθλήματα, ο κόουτς Γκ. μας φώναξε στο κέντρο στο πρώτο μάζεμα της καινούργιας σεζόν και είπε “σήμερα, θα κάνουμε κάτι διαφορετικό”. Πάνω που άρχισαν δυο τρεις χαβαλέδες να χαίρονται και να κάνουν χαβαλέ (λογικό, ως χαβαλέδες), ο κόουτς Γκ. σοβάρεψε και συνέχισε, “δεν είπα ότι θα κάνετε κάτι που θα σας αρέσει”. Είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου να μάθουμε να βουτάμε για επιθετικό φάουλ, να κάνουμε αντρικά σκριν και να γυρνάμε για το πικ εν ρολ. Ο καλύτερος στο τέλος της προπόνησης θα έπαιρνε τη φανέλα με το 8. (Επ, ποιος μέγιστος πικενρολάς φορούσε το 8 και έπαιξε μια ζωή ολόκληρη στην Πανάθα; Είδες το 8;)
Το 9
Όπως πολύ σωστά σημείωσε ο φίλτατος καντ όταν ‘διέρρευσα’ χτες τι γράφω, το 9, με τη ρετσινιά του στάνταρ ποδοσφαιρικού νούμερου φανέλας (και τον ιδρώτα του Στράτου Τζώρτζογλου έρχομαι να συμπληρώσω), δεν ήταν απ’ τις πρώτες μας επιλογές. Κάτι τριάρια το φορούσαν ως επί το πλείστον, κάτι αφηρημένοι τύποι που για να παίξουν σωστά ζώνη έπρεπε να παίζουμε άμυνα στην πλευρά που είναι ο πάγκος για να τους λέει συνέχεια ο προπονητής πού πρέπει να στέκονται. Ψηλά παιδιά, άτεχνα, που τους άρεσε πολύ η πίτσα. Οι περισσότεροι ήταν Ολυμπιακοί. Συνήθως άφηναν το μπάσκετ για ν’ ασχοληθούν με τις νανοεπιστήμες ή με το συνεργείο του θείου τους στην Αταλάντη. Δεν υπήρχε ενδιάμεση φάση για τα παιδιά με το 9.
Το 10
Σατανάδες. Κωλοπαίδια. Μπασκετόφατσες. Δρομίσιοι. Της αλάνας. Γιώργοι Διαμαντόπουλοι. Μπουκαδόροι. Μπορούσαν να βάλουν την μπάλα στο καλάθι με ένα εκατομμύριο τρόπους. Οι αγαπημένοι διάολοι του προπονητή. Καταφερτζήδες σαν τον Θανάση Τσαλταμπάση, μπορεί να στην έσπαγαν καμιά φορά, αλλά δε γινόταν να τους αντιπαθήσεις. Αλητάμπουρες (όχι σαν τον Θανάση Τσαλταμπάση). Ήξερες ότι θα προκόψουν στη ζωή. Έπιαναν τα χέρια τους. Κυρίως αυτό: έπιαναν τα χέρια τους. Δεν πρέπει να ξέρεις πώς γράφεται το ασκαρδαμυκτί για να παίξεις μπάσκετ, πρέπει; Ούτε να ξέρεις τι σημαίνει. Το μεγάλο τους ντεφό είναι που καμιά φορά έβαζαν το καλάθι, έπαιρναν το φάουλ και έχαναν τη βολή. Μόνο εκεί τρελαινόταν ο κόουτς, που κατά τ’ άλλα τους λάτρευε, στο ‘πα, και του γλίστραγε κάνα καντήλι στο 5 που καθόταν στον πάγκο με πολιτικά.
Το 11
Το 11, ποδοσφαιρικό κι αυτό, είχε μια ενδιαφέρουσα συμμετρία σα νούμερο, με αποτέλεσμα να το διαλέγουν παιδιά με οξυμένη την αίσθηση του στιλ. Του όποιου στιλ. Δώσ’ του λοιπόν περικάρπια, δώσ’ του, τα άλλα τα περίεργα που τα έβαζες στους αγκώνες, δώσ’ τους κορδέλες στο κεφάλι. Τι να κάνουν κι οι προπονητές, σου λέγαν “τόσα λεφτά τρώνε απ’ τους γονείς τους για να ψωνίζουν αυτές τις μαλακίες, ας τα βάλω μέσα να παίξουν”. Και τα βάζανε, και από τη φόρα τα 11άρια των δύο ομάδων κοπανούσαν τα κεφάλια τους στη διεκδίκηση μιας λους μπολ. Κατά κανόνα αδύνατοι, τρομακτικά αδύνατοι, μακρυκάνηδες και μακρυχέρηδες. Και μεγάλα αρρωστάκια με το μπάσκετ. Ήταν ένας που φορούσε το 11 στο παιδικό του Πανιωνίου και ήξερε όλη τη 12άδα των Sixers επί Clarence Weatherspoon.
To 12
Αν από τους χίλιους πιτσιρικάδες που έπαιξαν ποτέ μπάσκετ σε ομάδα, συνέχισαν και έκαναν καριέρα οι δέκα, οι εννιά από αυτούς φόραγαν το 12. Σοβαρά παιδιά, μετρημένα, με καλό ύψος και πάντα κουρεμένοι στρατιωτικά, σαν τον Άριαν Κόμαζετς στον Ολυμπιακό. (Στον Παναθηναϊκό γιόλαρε λίγο με το μαλλί του). Τα 12 ήξεραν απ’ την πρώτη γυμνασίου τι ήθελαν από τη ζωή τους. Για τέτοια συγκρότηση μιλάμε. Κάποια ήξεραν τι ήθελες κι εσύ από τη ζωή σου. Έπαιζαν πίβοτ, είχαν το σουτάκι από τα τέσσερα μέτρα και θαύμαζαν -λογικό- τον Ντράγκαν Τάρλατς. Επίσης, έσφιγγαν τα κορδόνια τους περισσότερο από οποιονδήποτε. Τα έπαιρναν πολύ σοβαρά κάτι τέτοια. Σου λέω ένιωθες χαζός όταν τους έβλεπες να δένουν τα κορδόνια τους. Ήθελες να τους ζητήσεις να δέσουν και τα δικά σου. Φαινόταν ότι θα πάνε μπροστά τα 12.
Το 13
Μες στην ανεπανάληπτη εφηβική μας βλακεία, το 13 δέσποζε ως ένας γρουσούζικος αριθμός, που τρέμαμε όλοι να φορέσουμε. Ήμασταν τέτοια φυντάνια που νομίζαμε το μόνο που θα εμπόδιζε τον κόουτς Γιαννάκη να μας καλέσει στην Ανδρών απ’ τα δεκαπέντε, ήτανε το 13. Κι έτσι έβγαινε μπροστά ο πιο κουλ της ομάδας -ή ο πιο ντροπαλός που δεν έφερνε αντιρρήσεις- και έπαιρνε το 13 και έβγαζε όλη τη χρονιά στον πάγκο. Αστειεύομαι. Στην κερκίδα. Αστειεύομαι. Έξω από το γήπεδο. Έλα, το κόβω. Αυτός που έπαιρνε το 13 έστελνε τη μαμά του μετά από έναν μήνα και ενημέρωνε ότι ο γιος της θα σταματήσει γιατί έχει πολλά διαβάσματα. Στις υπόλοιπες των περιπτώσεων, το 13 ήταν ο σέντερ.
Το 14
Είμαστε ψηλοί, είμαστε σωματώδεις, μας αρέσουν πολύ τα κεμπάπ του Θανάση στο Μοναστηράκι και πρήζουμε τους γονείς μας να πηγαίνουμε κάθε Κυριακή αν γίνεται, και παίζουμε μπάσκετ γιατί έχει πλάκα να τραβάμε και να μας τραβάνε τη μπλούζα και να κερδίζουμε βολές που πάντα στέλνουμε στο σίδερο και να κάνουμε φάουλ για να μην ξαναμπεί αυτός ο αλήτης με το 10 στη ρακέτα και μας ξεφτιλίσει. Είχα έναν συμμαθητή και καλό φίλο που είχε το 14 στην ομάδα και τον έλεγαν Πολυνίκη. Π-Ο-Λ-Υ-Ν-Ι-Κ-Η! Αυτόν σκέφτομαι κάθε φορά που βλέπω το 14, συγγνώμη. Κι εσείς αυτόν θα σκεφτόσασταν.
Το 15
Κάτσε να πω λίγο ακόμα για το 14. Αν δεν ήταν παίκτες με τσιμεντωμένα τα πόδια που χρησίμευαν για το ξύλο, τα 14 ήταν συνήθως καλοί παίκτες. Ντελικανήδες που τα έβαζαν από τις γωνίες. Πάμε στο 15 τώρα. Το 15 ήταν τα πάντα. Το 15 το φορούσε ο Φάνης Χριστοδούλου, οπότε αν δεν είχες καλό σκοπό για το μπάσκετ ή αν δεν ήσουν ο βιονικά γαμάτος, γιόλο και υπερταλαντούχος παίκτης που ήταν ο κύριος Φάνης, δεν υπήρχε λόγος να μπλέξεις. Ούτε με το 15, ούτε με το μπάσκετ. Πολλοί σέντερ που παίδεψαν τις μπασκέτες στα παίδων και παμπαίδων φόρεσαν το 15 και δεν άφησαν το σημάδι τους στο άθλημα. Το φόρεσαν και κάτι ψηλά πλέι-μέικερ.
Αν με ρωτάς -γιατί βλέπω ότι έχεις σηκώσει το χέρι-, το 15 είναι ο πιο μπασκετικός αριθμός που θα μπορούσες να έχεις στην πλάτη. Παίρνει τους υπόλοιπους έντεκα αγκαλιά. Αν θες δηλαδή να λες ιστορίες στα εγγόνια σου από τα ανοιχτά, πες ότι φορούσες το 15. Μην αφήσεις την αλήθεια να σου χαλάσει μια ωραία ιστορία.
Μπόνους τρακ: το 16
Δεν το έβρισκες σε όλα τα ρόστερ. Μόνο σε αυτά που έδιναν ψεύτικα δελτία στη γραμματεία πριν ξεκινήσει το ματς. Το 16 ήταν συνήθως ο underaged αλλά πάραπολύψηλός βαφτισιμιός της θείας σου που δεν ήξερε αν πρέπει να δαγκώσει ή να σουτάρει την μπάλα, αλλά χρησίμευε στο να φοβίζει τους αντιπάλους. Έπαιρνε μερικά λεπτά στο τέλος κάθε περιόδου και ξέχναγε συνέχεια ότι τον φωνάζουν με διαφορετικό όνομα γιατί το δελτίο με το οποίο έπαιζε ήταν κάποιου άλλου. Για παράδειγμα, τον έλεγαν Γιάννη, αλλά ο κόουτς έπρεπε να τον φωνάζει Σπύρο. Και ο κόουτς των φώναζε Σπύρο, αυτός δεν γυρνούσε και μάντεψε ποιος έπαιρνε μπινελίκια για το σπίτι.
Έλα, ξέρεις.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
> Τα ανοιχτά γήπεδα που μας έμαθαν μπάσκετ