Η φωνή του Κώστα Μπατή ήταν το heavy metal του ελληνικού μπάσκετ
Μικρός φόρος τιμής στον πρόωρα χαμένο δημοσιογράφο Κώστα Μπατή. Η φωνή του ήταν ο εκκωφαντικός ήχος της πρώτης μας γνωριμίας με το μπάσκετ.
- 18 ΟΚΤ 2020
Πρωτοείδα μπάσκετ κάπου στα 1992. Ήταν αγώνες της Εθνικής Ελλάδος, δεν ήμουν ούτε οκτώ ετών, δεν είχα καν δώσει απαντήσεις στον εαυτό μου για το ερώτημα “τι ομάδα είσαι;”. Μια φωνή περιέγραφε την επίθεση της Εθνικής, εστίαζε στις κινήσεις του Παταβούκα από τη θέση του point guard, στις δυναμικές διεκδικήσεις του Φασούλα στη ρακέτα, στο πολύπλευρο ταλέντου του Φάνη Χριστοδούλου σε επίθεση και άμυνα, στο ανερχόμενο αστέρι ‘Νάσος Γαλακτερός’. Με είχε υπνωτίσει σε ελάχιστα λεπτά αυτή η φωνή. Με το πέρας του αγώνα (Τουρνουά Ακρόπολις), ακόμα δεν ήξερα τι όμαδα είμαι, ήμουν σίγουρος όμως ότι θα βλέπω εις αεί μπάσκετ, φανατικά.
Τα χρόνια του Sega Mega Drive
Τα χρώματα του μπάσκετ της δεκαετίας του ήταν πότε θολά, πότε εκτυφλωτικά έντονα, σαν μια παιχνιδομηχανή Sega που δούλευε όποτε θέλει εκείνη: ήταν η εποχή που το ελληνικό μπάσκετ βίωνε απανωτά ‘σοκ’ προόδου, από τα σκοτάδια και το κρύο των κλειστών γυμναστηρίων, στο θρίαμβο και την αποθέωση του Ευρωμπάσκετ του 1987, στην μετέπειτα μετατροπή των αθλητικών σωματείων σε εταιρείες. Ο Κώστας Μπατής βρέθηκε στην αθλητική δημοσιογραφία έχοντας ‘ματώσει’ στο παρκέ, με τα χρώματα του Παναθηναϊκού (1974-82) και ύστερα με την φανέλα του Έσπερου. Από τα τσιμεντένια γήπεδα, μέχρι εκείνα με τα παρκέ με τις διαφημίσεις και τα συνεργεία μεταδόσεων, όταν ο Κώστας Μπατής φόρεσε κουστούμι και γραβάτα, μετρούσε ήδη ένα τέταρτο του αιώνα στο μπάσκετ. Ήξερε ήδη όλες τις αποχρώσεις του. Και τις θολές και τις εξωφρενικά έντονες.
Περιγραφή μέσα από το παρκέ
Ο ημιτελικός του Κυπέλλου Ελλάδος της χρονιάς 198-1990, με αντιπάλους τους Άρη και Παπάγου, ήταν ένας από τους πρώτους αγώνες (κατά 99% ο πρώτος) που ακούστηκε η φωνή του σε τηλεοπτική μετάδοση και ήδη από τα πρώτα λεπτά σχολίαζε με τρόμο και σασπένς την απόφαση του προπονητή της ομάδας της Θεσσαλονίκης, να βάλει τον Νίκο Γκάλη να πάιξει point guard και όχι shooting guard, κάτι πρωτοφανές για την εποχή. Παρακολουθώντας τον παραπάνω αγώνα σήμερα, με τον Παπάγου να παίζει με ψυχή και παίκτες όπως ο – ανερχόμενος τότε- Γιώργος Σιγάλας και τον Άρη να κάνει μια χαλαρή, ‘επαγγελματική’ νίκη, είναι εύκολο να παρατηρήσεις κάτι: αυτός που ζει κάθε στιγμή έντονα, αυτός που δίνει ελπίδες στους μικρούς του Παπάγου και παράλληλα αποθεώνει τον Άρη, αυτός που περιγράφει σαν να πατάει στο παρκέ. είναι ο Κώστας Μπατής.
Ο Γκάλης τελείωνε τον αγώνα με το εντυπωσιακό αρνητικό ρεκόρ των 15 πόντων (είχε μέσο όρο 38,6 εκείνη τη σεζόν) και ο Μπάτης προφήτευε πως κάτι τέτοιο θα γινόταν ξανά, με παρόμοιες επιδόσεις. Ο Γκάλης έπαιξε και την σεζόν που ακολούθησε αρκετα ματς ως point guard, ρίχνοντας για πρώτη φορά τον μέσο όρο πόντων του, στους 34,6 και στη συνέχεια (σεζόν 1991-92), στους 22.5. Δεν άκουσαν ποτέ τον Κώστα Μπατή.
Ανεξίτηλα τρίποντα για το θριάμβο του καλύτερου
Ανάμεσα στους φιλάθλους του μπάσκετ στα 90s, αυτούς που κατέκλυζαν τα γήπεδα για να θαυμάσουν τον Φάνη Χριστοδούλου, το Νίκο Γκάλη, τον Παναγιώτη Γιαννάκη, τον Ζάρκο Πάσπαλι, τον Μίλαν Τόμιτς, τον Φραγκίσκο Αλβέρτη, τον Στόγιαν Βράνκοβιτς, τον Τζον Κόρφα, τον Μπάνε Πρέλεβιτς, ψιθυριζόταν η αγάπη του Μπατή προς μια συγκεκριμένη ομάδα, τον Παναθηναϊκό. Η αγάπη αυτή όμως ξεπερνιόταν κατά πολύ από μια αγάπη ακόμα πιο επιβλητική, αυτή που έτρεφε ο Μπατής για το ίδιο το μπάσκετ. Μπορεί να χάριζε την φωνή του σε έναν από τους τελευταίους τελικούς της εποχής της παντοδυναμίας Άρη – ΠΑΟΚ, μπορεί να σχόλιαζε αγώνες των New York Knicks στην πρωτοποριακή (για τα ελληνικά 90s) εκπομπή NBA Action της οποίας υπήρξε παρουσιαστής ή μπορεί και να βρισκόταν στον φιλικό αγώνα του Ολυμπιακού κόντρα στους Chicago Bulls, πάντως κάθε φορά ήταν έτοιμος να γιορτάσει, με ευγένεια και θαυμασμό και την trademark βαθιά και ‘τέρμα τα μπάσα’ φωνή, τη νίκη της καλύτερης ομάδας μέσα στο γήπεδο.
Ο Μπατής ποτέ δεν προσπαθούσε να αφηγηθεί τη ροή του αγώνα επινοώντας εξυπνάδες, ποτέ δεν μπήκε μέσα στο μυαλό του Γιάννη Ιωαννίδη ή του Μπόζινταρ Μάλκοβιτς για να μαντέψει το σύστημα που θα παίξουν στον αγωνιστικό χώρο, ποτέ δεν επινόησε δικά του συστήματα και δικές του ορολογίες, ποτέ δεν μετέτρεψε την περίγραφή ενός αγώνα μπάσκετ σε show stand up comedy, όπως κάνουν πολλοί νεότεροι του σήμερα. Η φωνή του Κώστα Μπατή ήταν η νίκη του πάθους για την πορτοκαλί μπάλα κόντρα στις φαντεζί φιοριτούρες όσων πίστευαν πως είναι καλύτεροι από το ίδιο το άθλημα. Η φωνή του Κώστα Μπατή αν ήταν rock μπάντα, τότε ο επαναλαμβανόμενος θόρυβος μιας μπάλας που σκάει στο παρκέ, ήταν η μελωδία σε κάθε τραγούδι και ένα κάρφωμα με back door assist, ένα ξαφνικό σόλο της ηλεκτρικής κιθάρας.
Νικήστε, μην απογοητεύσετε τον Κώστα Μπατή
Μερικά χρόνια μετά την παρακολούθηση του πρώτου μου αγώνα μπάσκετ, αποφάσισα πως θα υποστήριζα τον Ολυμπιακό. Ο Κώστας Μπατής δεν έπαιξε κανένα σημαντικό ρόλο σε αυτή την απόφαση. Με είχε ήδη πείσει πως το μπάσκετ ήταν το άθλημα που θα με πόρωνε γλυκά για την υπόλοιιπη ζωή μου. Ο Μπατής ήταν όμως πάντα η φωνή του σκληρού ρεαλισμού στο μπάσκετ, αυτή που πάντα μου θύμιζε πως αυτό είναι ένα άθλημα που κάθε λεπτό μπορεί να αλλάξει η τύχη σου, πως η πανωλεθρία από το θρίαμβο απέχει πολλές φορές, ελάχιστα δευτερόλεπτα ή/και κρίνεται σε ένα σουτ, ένα τρίποντο ή μια ελεύθερη βολή.
Χάρη στον Κώστα Μπατή, η πληγή μου από τον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος 1994, όταν ο Ολυμπιακός έχασε με έναν πόντο από την Μπανταλόνα, δεν έχει κλείσει ακόμα. Μπορεί εκείνον τον αγώνα να τον είχε περιγράψει ο εξίσου μυθικός στις τηλεοπτικές μεταδόσεις, Βασίλης Σκουντής. αλλά στο φινάλε του, μια από τις πρώτες μου σκέψεις ήταν (και παραμένει) το πόσο θλιμμένος θα ήταν ο Κώστας Μπατής αν είχε βρεθεί πίσω από το μικρόφωνο, πόσο αυτή η μοιραία ήττα θα είχε καταβαραθρώσει την μπάσα σαν αμόνι φωνή του, πώς θα της είχε κλέψει όλες τις οκτάβες, με τον πιο κυνικό τρόπο που μόνο το ίδιο το μπάσκετ ξέρει.
Η φωνή του χάθηκε από τις μεταδόσεις κάπου στις αρχές των `00s, ενώ προηγουμένως μας είχε χαρίσει το παραπάνω highlight: μια κουβέντα με τον συνάδελφό του στην ανάπαυλα του τελικού του McDonalds, ένα “ρε τι έκανε ο μπάσταρδος” αποθέωσης για τον Jordan, πάνω από (κατά λάθος) ανοικτά μικρόφωνα. Η φωνή του Κώστα Μπατή, ήταν μια ολόκληρη μπασκετική εποποιία: ήταν ο Γκάλης που ξαφνικά έπαιζε σε λάθος θέση, ήταν ο Τζον Κόρφας που αστοχούσε αμαρκάριστος και το ριμπάουντ του Σάβιτς που έδινε την μπάλα στον Πρέλεβιτς και με σουτ από τα 6.25 έπαιρνε το ματς, ήταν οι μάχες του Ρόι Τάρπλεϊ πάνω στο ‘βουνό’ Στόγιαν Βράνκοβιτς, ήταν αυτό το “χάνω τα λόγια μου” μπροστά στον Jordan. Η φωνή του Κώστα Μπατή ήταν το μπάσκετ σε μορφή σινεμά. Συγχωρέστε με που γίνομαι απόλυτος, αλλά ήταν το καλύτερο μπάσκετ που είδαμε ποτέ.