Η ιστορία της Μαρίας Σάκκαρη άρχισε να ξετυλίγεται τη δεκαετία του ’40
Η Αγγελική Κανελλοπούλου αφηγείται τις επαναλαμβανόμενες συμπτώσεις που προηγήθηκαν μέχρι την εμφάνιση της Μαρίας Σάκκαρη μεταξύ των καλύτερων τενιστριών του πλανήτη, στο Roland Garros.
- 10 ΙΟΥΝ 2021
Μια σύμπτωση ήταν που ανέλαβε την εκκίνηση μια πολύ ενδιαφέρουσας ιστορίας για το ελληνικό τένις. Μια δεύτερη σύμπτωση εξασφάλισε την ακόμα πιο ενδιαφέρουσα συνέχεια. Αλλά όπως πιθανόν να γνωρίζετε, επαναλαμβανόμενη σύμπτωση, παύει να είναι σύμπτωση και έτσι φτάσαμε στη Μαρία Σάκκαρη: την Ελληνίδα τενίστρια που πανηγύρισε νίκη σε κυρίως ταμπλό grand slam -στο Australian Open, το Γενάρη του 2016 και που πια είναι μεταξύ των καλύτερων του Roland Garros, εκ των τεσσάρων κορυφαίων διοργανώσεων που υπάρχουν στο τένις. Ο συνδετικός κρίκος των τριών γενιών Κανελλοπούλου, η Αγγελική είχε αφηγηθεί την ιστορία σε συνέντευξη της στο SPORT24.
Η αρχή του διηγήματος μας εντοπίζεται στο 1948, οπότε ο Δημήτρης Κανελλόπουλος έπιασε δουλειά στον Όμιλο Αθηνών, ως ball boy.
«Ήταν μια εποχή που οι περισσότερες οικογένειες έβαζαν τα παιδιά τους να δουλεύουν, μετά το σχολείο. Ως παιδάκι λοιπόν, είχε πάει στον όμιλο να μαζεύει τις μπάλες και να καθαρίζει. Έτσι ξεκίνησε. Ήταν η τύχη του να βρεθεί στον Όμιλο, γιατί εκεί έμελλε να εξελιχθεί ως άνθρωπος και να γίνει αξιόλογος». Ο πατέρας της σύντομα αποφάσισε πως ήθελε να παίξει τένις. Έπαιρνε λοιπόν, τις σπασμένες ρακέτες των πλουσίων, τις επιδιόρθωνε και κρυφά ασχολείτο («γιατί δεν επιτρεπόταν να παίζουν οι εργαζόμενοι»). Κάποια στιγμή, εμφανίστηκε στον Όμιλο το τότε Νο2 του κόσμου, ο Ham Richardson, στο πλαίσιο της προετοιμασίας του για το Roland Garros. Tυχαίο; Δεν νομίζουμε.
Ουδείς εκ των διεθνών ήταν στην Ελλάδα (είχαν πάει για αγώνες στο εξωτερικό) και ο Richardson βρέθηκε χωρίς αντίπαλο. Μέχρι που εμφανίστηκε ο προπονητής Γιάννης Αργυρίου, να δώσει μια λύση. Όχι περισσότερες, διότι είχε και τις δικές του δουλειές. Πρότεινε ωστόσο, να κάνει τη δουλειά «εκείνος ο μικρός που παίζει καλά στην αποθήκη». Αυτό και έγινε, ο Αμερικανός ρώτησε τον Κανελλόπουλο σε ποιο τουρνουά πρόκειται να αγωνιστεί, εκείνος χαμογέλασε και την απάντηση ανέλαβαν οι υπεύθυνοι του ομίλου, που εν τέλει του έδωσαν καλή δουλειά και ώρες για προπόνηση. Ταξίδεψε παντού, αγωνίστηκε παντού και το 1964 παντρεύτηκε και αποφάσισε να γίνει προπονητής, με τον Όμιλο Αθηνών να παραμένει ως εργοδότης του. «Θυμάμαι τον πατέρα μου να φεύγει, στις 6 το πρωί και εγώ να κλαίω, γιατί ήξερα πως δεν θα τον δω όλη την ημέρα. Με στενοχωρούσε που έφευγε μέσα στο κρύο για να δουλέψει».
«Αν ξαναγεννιόμουν, τα ίδια θα έκανα»
Σε μια από τις επισκέψεις της οικογενείας στον Όμιλο, πέρασε η σκυτάλη στην Αγγελική. Το κλάμα της κόρης του ήταν ουσιαστικά, ο λόγος που εκείνη ασχολήθηκε με το τένις. Όταν ήταν 5 χρόνων, η μητέρα της, Μαρία είχε πάρει την μικρή στον όμιλο. Το παιδί σκόνταψε, χτύπησε και ξέσπασε σε κλάματα. Όπως ο πατέρας της προσπαθούσε να την ηρεμήσει, να την κάνει να ξεχαστεί, της έδωσε μια μπάλα του τένις. Την έπιασε και χαμογέλασε. Συνέχεια δεν δόθηκε. Τότε. Δόθηκε ένα χρόνο αργότερα, όταν ο Δημήτρης Κανελλόπουλος εργαζόταν ως προπονητής στον Όμιλο Αθηνών «και με έπαιρνε μαζί του σχεδόν κάθε μέρα. Ε, μια μέρα πάτησα στο παλτό μου και έπεσα. Άρχισα να κλαίω και για με αποπροσανατολίσει, με έβαλε μέσα στο γήπεδο».
Της άρεσε, οπότε στις επόμενες επισκέψεις άρχισε να ασχολείται δειλά, δειλά. «Ήμουν πάρα πολύ υπάκουη -ενώ η Μαρία θα έλεγα ότι είναι λίγο πιο ατίθαση. Ό,τι μου έλεγαν το έκανα. Ξεκίνησα λοιπόν, να παίζω τένις, κατόπιν της σχετικής παρότρυνσης του πατέρα μου. Πήγαινα στην Πλάκα σχολείο και μέναμε στο Μετς. Δηλαδή, όλη μου η ζωή ήταν γύρω από τον Όμιλο και το τένις. Ήταν όλα πολύ βολικά και στο μυαλό του όσα γίνονταν ήταν φυσιολογικά. Που ήμουν δηλαδή, στην ομάδα του ομίλου, που ήμουν στην Εθνική. Τα έβλεπα όλα ως συνέχεια».
Στα 14 πήρε το Πανελλήνιο πρωτάθλημα «ήμουν Νο1 στην Εθνική και έπαιζα τα πάντα. Δηλαδή, U16, U18, U21 και γυναίκες. Έπαιζα όλες τις κατηγορίες και αυτό μου έκανε πάρα πολύ καλό, γιατί έπαιζα σε πολλά τουρνουά. Ευτυχώς δε, τότε είχαμε πολύ καλή ομοσπονδία που μας στήριζε πάρα πολύ. Πολύ διαφορετικά από ό,τι είναι σήμερα με την κρίση». Τη διαφορά ωστόσο,… μάλλον την έκανε το πείσμα της. «Ναι, ήθελα να πετύχω, ήθελα να ξεχωρίσω» και τα κατάφερε εντός και εκτός συνόρων, όπου κυκλοφορούσε ως “the Greek tennis player”. Δεν υπήρχε άλλη.
«Η προσωπικότητα μου ήταν τέτοια που εμφανιζόμουν στα τουρνουά του εξωτερικού με μεγάλη αυτοπεποίθηση και αυτό το έβγαζα. Μου φέρονταν όλοι πάρα πολύ καλά. Τώρα, λόγω της κόρης μου με ξανασυζήτησαν. Έχει μεγάλη πλάκα, γιατί τότε δεν καταλάβαινα πραγματικά τι λένε για εμένα. Ήταν δύσκολη η ζωή και δεν καταλάβαινα. Όταν είσαι μέσα στο παιχνίδι, στον ανταγωνισμό, στην κούραση, πολλά σου ξεφεύγουν».
Πώς ήταν μια συνηθισμένη ημέρα της; «Σηκωνόμουν το πρωί, έκανα προπόνηση για μια ώρα έως τις 07.00 πριν το σχολείο, πήγαινα στα μαθήματα μου, μετά ή θα έπαιρνα φαγητό μαζί και θα πήγαινα στον Όμιλο ή θα επέστρεφα σπίτι και μετά για προπόνηση από τις 15.00 έως τις 18.00, από τις 19.00 έως τις 20.00 έκανα γυμναστική -έπαιρνα το τρόλεϊ και πήγαινα στον Πανελλήνιο-, γύριζα σπίτι, έτρωγα, μπορεί να είχα κάποιο ιδιαίτερο γαλλικά ή αγγλικά που έκανα τότε, διάβαζα τα μαθήματα μου έως τις 00.30-01.00, πήγαινα για ύπνο και… ξανά από την αρχή». Αυτή ήταν η πραγματικότητα από όταν ήταν 11 έως ότου έγινε 18. «Είχα ταλαιπωρία ως παιδί, αλλά ήθελα πάρα πολύ να πετύχω. Ήμουν φιλόδοξη. Ενδεχομένως να μην καταλάβαινα τότε, πόσο φιλόδοξη ήμουν».
Τώρα που υπάρχει μια χρονική απόσταση, πώς βλέπει εκείνο το πρόγραμμα; «Έβλεπα πως ήμουν καλή σε αυτό που έκανα και μου άρεσε. Ήθελα να πετύχω στη ζωή μου. Ήθελα να είμαι αυτόφωτη και ανεξάρτητη. Μου άρεσε η δημοσιότητα. Μου άρεσαν όλα. Μου έκανε πάρα πολύ καλό το τένις. Με βοήθησε να ξεχωρίσω. Είχα μια επιτυχημένη καριέρα. Από τον αθλητισμό δεν χάνεις ποτέ. Για να πω την αλήθεια, άρχισα να έχω πίεση, όταν άρχισα να έχω χορηγούς. Έβλεπα πως για να τους κρατήσω έπρεπε να είμαι η πρώτη, η καλύτερη. Όλα τα άλλα που έκανα, τα θεωρούσα ως το μόνο τρόπο που υπήρχε για να φτάσω εκεί όπου ήθελα να φτάσω».
Ένας από τους χορηγούς ήταν το Rexona: έκανε μια σχετική διαφήμιση, όταν ήταν 18 και τιμωρήθηκε από την Ολυμπιακή Επιτροπή με αποκλεισμό εφ όρου ζωής. Εξυπακούεται πως δεν διέκοψε την ενασχόληση της με το άθλημα της και έπειτα από παρεμβάσεις του πατέρα της, της Ομοσπονδίας, του Ομίλου Αθηνών, αλλά και των ΜΜΕ η τιμωρία εξαφανίστηκε. «Την είδαν τα παιδιά μια μέρα και με κορόιδευαν. Έχει ο πατέρας μου ένα σχετικό αυτοκόλλητο στο μπάνιο του, το είδαν και μετά έψαξαν οι κόρες μου στο το σποτ στο Internet και με πείραζαν». Μετά, δίκην αστείου η Μαρία τη ρώτησε «εγώ γιατί δεν έχω; (γελάει). Γελούν τα παιδιά μου, με καμαρώνουν πάρα πολύ».
Η Αγγελική δεν ήθελε να περάσουν τα παιδιά της ό,τι εκείνη
Οι γονείς της δεν της είπαν ποτέ «παιδί μου ξεκουράσου» ή «μην πας στην προπόνηση σήμερα και πήγαινε να δεις τις φίλες σου», γιατί «έβλεπαν πόσο πολύ το θέλω, πόσο πολύ μου αρέσει. Επιπροσθέτως, είχαν μπει και εκείνοι στο λούκι. Η μητέρα μου με πήγαινε στην προπόνηση, με έπαιρνε από την προπόνηση. Αργότερα, ερχόταν μαζί μου, στο Wimbledon, το Roland Garros, στο US Open, σε πολλά τουρνουά. Είχε μάθει παίκτριες και καταστάσεις. Ακόμα ξέρει, λόγω της Μαρίας. Θα τολμήσω να πω ότι βλέπει πιο πολύ τένις από ό,τι ο πατέρας μου. Έχει τρέλα. Δεν βλέπει τίποτα άλλο».
Πράγμα που θα το λέγατε και φυσική συνέπεια, από τη στιγμή που την είχαν περικυκλώσει ο σύζυγος της και η κόρη της -για να προστεθεί τώρα η εγγονή της. Αλλά πού ακριβώς ήταν η ένσταση της Αγγελικής ως προς το να παίξουν τένις τα παιδιά της; «Η επαγγελματική ζωή ήταν δύσκολη. Το σκληρό πρόγραμμα, τα πολλά ταξίδια. Αυτά δεν ήθελα να περάσουν τα παιδιά μου». Μόνο που αυτόν τον αγώνα, τον έχασε.
Της ζητήσαμε να μας πει τις τρεις πιο έντονες στιγμές της καριέρας της, που είχε ως αποκορύφωμα την παρουσία της στο Νο42 της παγκόσμιας κατάταξης, με νίκες επί της Steffi Graf και συναντήσεις με τις Chris Evert, Sabatini, Maleeva, Navratilova -μεταξύ πολλών άλλων. Ξεχώρισε τη βράβευση της ως αθλήτρια της χρονιάς από τον ΠΣΑΤ, το 1980, όταν ήταν 14 («ήταν μεγάλη τιμή τότε, να είσαι αθλήτρια της χρονιάς στην Ελλάδα. Ήταν πολύ μεγάλη επιβράβευση»), την πρόκριση της στους 8 στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984, στο Los Angeles («ήταν οι αγώνες επίδειξης και με είχαν καλέσει μέσα στις 32 καλύτερες τενίστριες του κόσμου -έχασα την οκτάδα από αυτήν που το πήρε, την Graf») και οι δυο φορές που έφτασε στον τρίτο γύρο του Roland Garros («τη μια, έχασα από την Chris Evert»).
Πώς το επεξεργάζεται όλο αυτό στο μυαλό της; «Τότε που ήμουν Νο42, ήθελα να είμαι Νο10. Είναι μια διαδικασία που δεν έχει τέλος. Απλά, είδα πως δεν μπορούσα να ανταγωνιστώ κάποιες από τις αθλήτριες που ήταν στο ΤΟΡ10, για λόγους που αφορούσαν τον τρόπο που δούλευαν εκείνες -σε επίπεδο παροχών, υποδομών. Αυτό που κάνω εγώ τώρα στη Μαρία, εκείνες το είχαν από τότε. Τότε όμως, δεν ξέραμε. Τώρα μου κάνουν πλάκα οι προπονητές της Μαρίας. Μου λένε “αν μας είχες τότε, θα είχες μπει στο ΤΟΡ10”. Αλλά αν ξαναγεννιόμουν, πάλι το ίδιο θα έκανα».
Το 1991 και σε ηλικία 25 χρόνων, αποφάσισε να σταματήσει «γιατί τότε παίζαμε από πολύ μικρή ηλικία. Τώρα, πριν τα 18 δεν σου επιτρέπουν να μετέχεις σε μεγάλο αριθμό επαγγελματικών τουρνουά και έτσι δεν έχεις μεγάλο ranking. Για αυτό ξεπετάγονται όλες μετά τα 20 και οι περισσότερες στο ΤΟΡ100 είναι πάνω από 27. τότε, στα 25 ήμασταν βετεράνοι. Αισθάνθηκα πως το τένις μου τελείωνε. Με είχαν αφήσει οι δυνάμεις μου, δεν ήμουν όπως έπρεπε να ήμουν μέσα στο γήπεδο. Για αυτό και σταμάτησα. Ήταν δύσκολο, αλλά όταν κάτι αρχίζεις να μη το διασκεδάζεις, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις. Ήμουν σε τουρνουά, είχα κερδίσει στον πρώτο γύρο και πήρα τηλέφωνο να ενημερώσω τους δικούς μου πως σταματώ».
Ακολούθως παντρεύτηκε, απέκτησε παιδιά (η γέννηση του γιου της είναι η στιγμή που απήλαυσε περισσότερο από κάθε άλλη, μετά την καριέρα της «ήμουν και μικρή τότε και το έζησα με μεγάλο ενθουσιασμό») και από το 1994 ασχολήθηκε με τα κοινά «λόγω της οικογενειακής φιλίας με τον Δημήτρη Αβραμόπουλο, τότε που ήταν Δήμαρχος Αθηναίων. Δεν είχα διάθεση, ήθελα να βγω, να πάω διακοπές, ήθελα να ζήσω και καταλάβαινα πως αν μπω στην πολιτική, σε ανδροκρατούμενο χώρο τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα. Τελικά, με έπεισε». Δεν εξελέγη τα δυο πρώτα χρόνια, τα κατάφερε την τρίτη και διετέλεσε έως και Αντιδήμαρχος, ενώ είχε υπό την εποπτεία της -από το πόστο του προέδρου- τον Οργανισμό Νεολαίας και Άθλησης. Δούλεψε και πάλι σκληρά, γιατί «όταν αναλαμβάνω κάτι, θέλω να το κάνω καλά» και αποχώρησε, όταν ο γιος ήταν είχε μπει στην εφηβεία. Έκρινε ότι δεν ήθελε να χάσει τα παιδιά της, ήθελε να είναι δίπλα τους να ξέρουν ότι έχουν ένα «μάτι».
Η ζωή της οικογένειας περιστρεφόταν γύρω από τη Μαρία
Ό,τι επιδίωξε ο πατέρας της για εκείνην, η Αγγελική το απέφευγε. Τελικά, διαπίστωσε τι σημαίνει ακριβώς το «ο Θεός γελάει, όταν κάνουμε σχέδια». Η Μαρία έμαθε ποια ήταν η μητέρα της, όταν ήταν 11 χρόνων. Έως τότε, θυμάται να παίζει με κάτι κύπελλα που είχε στο σπίτι της, η γιαγιά Μαρία, με τα αδέλφια της, αλλά δεν είχε αναζητήσει περισσότερες λεπτομέρειες. Και η Αγγελικά δεν προσφέρθηκε να τις δώσει a priori. «Έπαιρναν τα παιδιά τα κύπελλα, έβαζαν τα στρατιωτάκια, τα αυτοκινητάκια και τις κούκλες δίπλα και έπαιζαν. Ήταν ένα κομμάτι της ζωής μου που ήταν η καριέρα μου, η οποία είχε τελειώσει. Έκτοτε είχα παντρευτεί, είχα τα παιδιά μου και ήθελα να τα βοηθήσω να κάνουν ό,τι ονειρεύονται. Δεν ήθελα να τα πιέσω να κάνουν αυτό που έκανα εγώ». Από το πιέζω έως το αφηγούμαι η απόσταση είναι χαώδης. «(γελάει) Δεν ξέρω. Το είχα βγάλει από τη ζωή μου το τένις. Ξαναμπήκα, λόγω της Μαρίας. Είχα πει πως δεν θέλω να ασχοληθώ ξανά, εκτός και αν έμπαινε στο σπορ ένα από τα παιδιά μου. Και την πάτησα (γελάει)».
Έχει πει πολλάκις πως δεν ήθελε τα παιδιά της να ασχοληθούν με το άθλημα της. «Είναι αλήθεια. Ο δρόμος είναι πάρα πολύ δύσκολος, πρόκειται για επίπονη διαδικασία, ιδιαίτερα όταν υπάρχει οικογένεια στη μέση και άλλα παιδιά. Έπρεπε να φεύγω με τη μικρή σε ταξίδια, να μένουν οι άλλοι πίσω. Γενικά, όλη η οικογένεια έχει κάνει θυσίες για τη Μαρία. Περιστρεφόταν η ζωή της οικογένειας πολύ γύρω από τη Μαρία». Ακόμα και σήμερα, πέραν του ότι τη συνοδεύει σε κάποια events, τελεί και χρέη «ταξιδιωτικού πράκτορα, γραμματέα, μάνατζερ, μητέρας, φίλης (γελάει)».
Τι σήμαινε πρακτικά στην αρχή, να στήνεται το οικογενειακό πρόγραμμα πάνω στη Μαρία, δεδομένου ότι υπήρχαν ο πρωτότοκος Γιάννης και η βενιαμίν της οικογενείας, Αμάντα; «Ο Γιάννης τελείωσε το κολέγιο, σπουδάζει στη Βοστώνη μαθηματικά και computer science και επέλεξε να ακολουθήσει αυτήν την οδό: των επιστημών. Έπαιξε για λίγο τένις, αλλά για πλάκα. Ήταν στην ομάδα ποδοσφαίρου του σχολείου, αλλά μέχρι εκεί». Έτσι, γλίτωσε η οικογένεια το πρώτο σοκ, σε ό,τι αφορά την ενασχόληση με την αντισφαίριση. «Το δεύτερο (βλ. Μαρία) δεν το γλιτώσαμε, αλλά γλιτώσαμε το τρίτο. Η Αμάντα έχει μια πολύ φυσιολογική ζωή. Πηγαίνει στο σχολείο, πρώτα ο Θεός θα πάει και εκείνη για σπουδές στην Αμερική. Έχει μια ζωή πιο στρωτή, πιο βατή». Συμπερασματικά, το 1/3 ήταν μια χαρά ποσοστό.
Επί της ουσίας δεν γεννιέται κανείς πρωταθλητής. Γίνεται. Η Μαρία ξεκίνησε πολύ μικρή και της άρεσε. Μάλλον ήταν πάρα πολύ καλή και της άρεσε πάρα πολύ και δεν αποφεύχθηκε το μοιραίο. Αν και εκείνη το προσπάθησε. «Ήταν ένα νορμάλ παιδί που από το νηπιαγωγείο θέλαμε να ξεκινήσει να κάνει κάποιες δραστηριότητες. Τι κάνουν τα παιδιά σε μικρή ηλικία; Πάνε στο κολυμβητήριο, μετά τα κοριτσάκια πάνε στο μπαλέτο, εκείνη ήθελε να κάνει τάε κβο ντο γιατί έκανε ο αδελφός της. Την πήγαμε εκεί, κόντεψαν να την πετάξουν έξω γιατί γελούσε. Πήγαμε παντού».
Αυτό όμως, που της κέρδισε την προσοχή (που δεν χασκογελούσε -και που δεν προκαλούσε γέλια, κάτι που έγινε με το μπαλέτο) ήταν το τένις. Πώς; «Μένουμε πολύ κοντά στον όμιλο τένις του Ψυχικού και υπάρχουν δημοτικά γήπεδα. Την πήγα λοιπόν, αρχικά σε γκρουπ, όταν εκείνη μου το ζήτησε. Της άρεσε. Έπαιξε δυο φορές και μου είπε πως θα ήθελε να παίζει τέσσερις φορές την εβδομάδα. Είχα ρωτήσει τον προπονητή πώς θα γίνει να μπει σε δυο γκρουπ και άρα να κάνει τέσσερα μαθήματα την εβδομάδα, μου είχε πει ότι δεν γίνεται, αλλά η επιμονή της ήταν τέτοια που εν τέλει, έκανε τέσσερις φορές. Μετά, μου είπε “μαμά θέλω να πηγαίνω να παίζω το σαββατοκύριακο με τον παππού”, στον όμιλο Αθηνών. Την πήγαμε και εκεί και της μπήκε το μικρόβιο. Την ανέλαβε ο παππούς για δυο χρόνια και έπαιζαν κάθε μέρα, μέχρι που έφτασε 11 χρόνων. Τότε πήγε στο πρώτο της τουρνουά (U12) και έφτασε στον τελικό. Αυτό ήταν. Είχαμε τελειώσει».
Στα πρώτα τουρνουά («στη Γαλλία, στο Βελιγράδι, όταν ήταν 12]), τη συνόδευαν ο παππούς, Δημήτρης και η γιαγιά, Μαρία -οι γονείς της Αγγελικής, που δεν μπορούσε να ακολουθήσει λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων. Όταν είδε την αποφασιστικότητα που είχε η κόρη του, ο πατέρας της Μαρίας, Κώστας Σάκκαρης πρότεινε να κάνουν ό,τι χρειαζόταν, ώστε να ασχοληθεί σοβαρά με το άθλημα. Η ιδέα που είχε ήταν να έλθει ένας προπονητής από το εξωτερικό να ασχοληθεί με το παιδί «γιατί μια τρέχαμε από εδώ, μια από εκεί και δεν κάναμε δουλειά. Εμένα μου φάνηκε βουνό, γιατί σκεφτόμουν πώς θα έλθει ένας ξένο προπονητής; Πού θα κοιμάται; Πώς θα γίνει; Δεν είχαμε να κάνουμε με ομάδα μπάσκετ ή ποδοσφαίρου, να φέρουμε έναν κόουτς. Τελικά, πήρα την απόφαση και πήρα έναν φίλο μου από τα παλιά, που ήταν το Νο7 στον κόσμο και έχει μια μεγάλη ακαδημία».
Ήταν ο Emilio Sánchez, o οποίος μαζί με το ταίρι του στο διπλό, Sergio Casal (είχαν πάρει το US Open το 1988, το French Open το 1990, ήταν φιναλίστ στο Wimbledon το 1987 και έγιναν ασημένιοι Ολυμπιονίκες το 1988, στη Seoul), δημιούργησαν στη Βαρκελώνη την Sánchez-Casal Academy, όπου μεταξύ άλλων έχουν φοιτήσει και άρα εξελιχθεί οι Kuznetsova, Murray, Dimitrov και Hantuchova. Στα 18 η Μαρία πήγε τελικά στην ακαδημία. Τι έγινε όμως, μέχρι να φτάσει σε αυτό το ταξίδι;
«Του είπα ότι δεν ήθελα να στείλω στη Βαρκελώνη τη Μαρία και να είναι μακριά και πως αυτό που χρειαζόμασταν ήταν να έλθει ένας προπονητής στην Ελλάδα. Σε τρεις ημέρες, μου τηλεφώνησε για να με ενημερώσει ότι θα μου έστελνε έναν πολύ καλό προπονητή». Ήταν ο Ricardo Rossolin, ο οποίος έχει και το όνομα της Ana Ivanovic στο πελατολόγιο του. «Κάποια στιγμή ήλθε το τέλος αυτής της συνεργασίας. Δεν μπορούσε να της δώσει κάτι παραπάνω. Εξειδικευόταν σε συγκεκριμένες ηλικίες και στα 16 είχε ολοκληρωθεί ο κύκλος. Το σημαντικό ωστόσο, ήταν πως όλον αυτόν τον καιρό τη χτίζαμε και ως αθλήτρια.
Ήταν πάρα πολύ αθλητικό και γυμνασμένο παιδί. Πώς τη βλέπετε τώρα; Έτσι ήταν από μικρή. Στα 14 της λοιπόν, αποφασίσαμε να κάνει στίβο, όχι για να ασχοληθεί με αυτό, αλλά για να τη βοηθήσει και τότε ήταν που ξεκίνησε ιδιαίτερα με τον Γιώργο Παναγιωτόπουλο. Ήταν ο γυμναστής της για τέσσερα χρόνια. Αυτός την έχτισε αθλητικά και έβαλε πολύ καλές βάσεις, παράλληλα με το τένις. Όταν μεγαλώνει το παιδί, έχει τραυματισμούς στη μέση, στα γόνατα, οπότε πρέπει να του κάνεις ενδυνάμωση συγχρόνως. Ήταν πολύ σημαντική διαδικασία, για την εξέλιξη της ως αθλήτριας, εξ ου και τώρα μπορεί να φορτώσει πολύ δουλειά».
Παράλληλα, είχε και ένα σχολείο να ασχοληθεί μαζί του. Είχε μαθήματα να διαβάσει, τάξεις να περάσει. «Μέχρι την τρίτη τάξη του Γυμνασίου, ήταν στο Κολέγιο Ψυχικού. Δεν ήταν κακή μαθήτρια, δεν είχε ποτέ θέμα με τους βαθμούς, αλλά έχανε ύλη όταν είχε αγώνες και είχε πολλά κενά. Το ελληνικό σύστημα δεν μπορεί να υποστηρίξει ένα παιδί που δεν πάει στο σχολείο, παρά μόνον όταν είναι άρρωστο ή έχει κάποιους σοβαρούς λόγους για να απουσιάζει. Δεν υπάρχει κάτι οργανωμένο, που να αφορά αθλητές και τις ανάγκες που προκύπτουν από το πρόγραμμα των αγώνων τους. Πήγαμε έτσι, στο Ιnternational School of Athens, το οποίο δεν σας κρύβω πως είναι πάρα πολύ δύσκολο -όλα τα μαθήματα είναι στα αγγλικά-, αλλά μπορούσε να λείπει και να κάνει τα μαθήματα μέσω Internet, όπως και να μαζεύει μαθήματα και να τα δίνει μαζί. Είναι πιο ευέλικτο, όχι μαθησιακά, αλλά σε ό,τι αφορά την παρουσία της στην τάξη. Και πάλι ήταν μια δύσκολη διαδικασία, γιατί είχε συγκεκριμένο χρόνο να καλύψει τα κενά, πράγμα που σήμαινε πως όταν επέστρεφε από τους αγώνες διάβαζε ολημερίς για να είναι συνεπής στις εξετάσεις της».
Ευθύς εξ αρχής, η μητέρα της, της είχε ξεκαθαρίσει πως «οπωσδήποτε θα τελειώσεις το σχολείο και θα πάρεις πτυχίο, γιατί δεν ξέρεις τι γίνεται μεθαύριο. Μπορεί να σου τη δώσει και να πεις “δεν μου αρέσει το τένις” και να θες να σπουδάσεις. Οφείλεις να έχεις και αυτήν την προοπτική». Μέσω του τένις, είχε δεχθεί το ενδιαφέρον κάποιων εκ των καλύτερων πανεπιστημίων των ΗΠΑ. Για παράδειγμα, το UCLA, το North Western. Αν διέσχιζε όμως, τον Ατλαντικό δεν θα μπορούσε να είναι επαγγελματίας παίκτρια -γιατί τα προγράμματα των κολεγίων βασίζονται στην ερασιτεχνική απασχόληση, αυτή που δεν περιλαμβάνει αμοιβές, χορηγούς κλπ. «Δεν μπορείς να παίξεις και κολεγιακά και επαγγελματικά. Ή το ένα θα κάνεις ή το άλλο».
Η Μαρία διάλεξε το άλλο, αφού πρώτα αιφνιδίασε την Αγγελική. «Έκρυβε από εμένα τις προτάσεις που έρχονταν από τα κολέγια. Μου είχε πει “μη μου ξαναπείς να πάω σε αμερικάνικο πανεπιστήμιο, γιατί σημαίνει ότι δεν με πιστεύεις, δεν με έχεις ικανή να φτάσω στο ΤΟΡ100”. Μου είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν θα πάει για σπουδές, γιατί θα έπαιζε επαγγελματικό τένις. Δεν της ξαναείπα τίποτα. Έτσι όπως είναι τώρα τα πράγματα, μπορεί να ακολουθήσει όποια σχολή θέλει στον πλανήτη και on-line. Δεν ήταν το πρόβλημα μου αυτό, δηλαδή το θέμα της μόρφωσης. Ήταν ότι θα είχε την ευκαιρία να ζήσει σαν ένα παιδί όπως όλα τα άλλα. Κάτι που δεν μπορεί να κάνει τώρα. Η ζωή ενός παίκτη τένις, είναι πάρα πολύ δύσκολη. Ιδιαίτερα για μια γυναίκα. Δεν μπορείς να ‘χεις προσωπική ζωή, ταξιδεύεις κάθε εβδομάδα. Βέβαια, έχεις άλλα. Αλλά η ζωή είναι δύσκολη». Το παιδί όμως, είχε πάρει τις αποφάσεις του.
Μήπως η προσωπικότητα της Μαρίας… θύμιζε κάτι στην Αγγελική; «Είναι πάρα πολύ καλό παιδί, προς τους γονείς, προς τα αδέλφια της. Έχει μια ένταση, λόγω των θέλω της και της δουλειάς που κάνει για να τα καταφέρει, αλλά έξω από τα γήπεδα είναι κοριτσάκι. Δεν πιστεύεις ότι είναι η ίδια κοπέλα με εκείνη που μέσα στα courts τρελαίνεται, παθιάζεται και δείχνει το σθένος που δείχνει. Είναι ένα τελείως διαφορετικό παιδί, μακριά από το γήπεδο».
Σε μια από τις συζητήσεις τους, η Μαρία είχε πει στη μητέρα της πως «ξέρω ότι για να υλοποιήσω τους στόχους μου πρέπει να παλέψω σκληρά, να κλάψω για τα λάθη μου, να νευριάσω με τον εαυτό μου, αλλά είμαι αποφασισμένη να κάνω ό,τι χρειάζεται, να χάσω ακόμα και τη ξεγνοιασιά της ηλικίας μου].
Η βετεράνος της απάντησε «μα αυτό δεν ήθελα: να κάνει όλες αυτές τις θυσίες, να στερηθεί πράγματα της ηλικίας της». Όπως είχε κάνει η Αγγελική. «Όταν το πέρασα εγώ, ήμουν μόνη μου. Δεν είχαμε όσα υπάρχουν σήμερα. Όχι από οικονομικής απόψεως, αλλά για παράδειγμα δεν μπορούσα να έχω παντού τον προπονητή μου. Πήγαινα ή με τη μητέρα μου ή μόνη μου και η μοναξιά ήταν τεράστια. Ευτυχώς, η Μαρία έχει τον προπονητή της, με τον οποίον μοιραζόμαστε τα τουρνουά της. Έχει πάντα κάποιον κοντά της και τα πράγματα είναι καλύτερα».
Έχει και κάτι ακόμα: τη διάθεση να κάνει ό,τι χρειάζεται για να επιτύχει. Όπως συνηθίζει να λέει η Αγγελική Κανελλοπούλου «το τένις είναι άθλημα που παίζεται μέσα στο γήπεδο. Έχει κανόνες και κανείς δεν σου χαρίζει κάτι. Είναι αξιοκρατικό και όποιος είναι πολύ καλός προχωράει. Αν δεν μπορείς, το σύστημα σε αποβάλει από μόνο του. Δεν θα σου δοθεί τίποτα γιατί είσαι ωραία ή επειδή έχεις ωραίο σώμα. Πρέπει να μπεις μέσα, να παίξεις και να αποδείξεις. Μπορούν να λένε όλοι ότι είσαι η καλύτερη παίκτρια, αλλά πρέπει να το αποδεικνύεις διαρκώς. Είναι κάτι που δεν σταματά. Είναι αξιοκρατικό». Θυμάται κάτι που είχε συμβεί με την Μαρία, όταν ήταν μικρή.
«Δεν την άφηνα να παίζει σε ελληνικές διοργανώσεις. Επειδή το επίπεδο στην Ελλάδα ήταν πολύ χαμηλό, δεν ήθελα να νομίζει πως επειδή κερδίζει εδώ είναι όλα υπέροχα και να επαναπαυθεί. Πήγαμε αμέσως στο εξωτερικό, γνωρίζοντας πως στην Ελλάδα η νοοτροπία δεν αφορά τον ανταγωνισμό και το ποιος είναι καλύτερος στο παιχνίδι. Δεν έχουμε αθλητική παιδεία και δεν την άφηνα πολλές φορές να παίξει. Αυτό που έλεγαν ήταν ότι φοβόμουν. Τόσο μικρό είναι το μυαλό των ανθρώπων, όταν δεν ξέρουν από τένις. Αυτά τα περάσαμε, αλλά δεν δώσαμε σημασία.
Δεν άκουγα τίποτα, κανένα σχόλιο. Είχαμε και αρκετό πόλεμο, από γονείς που έλεγαν γιατί βοηθάτε εκείνη και όχι ένα άλλο παιδί. Τα γνωστά, τα ελληνίστικα. Ευτυχώς, με τον σύζυγό μου είχαμε αποφασίσει τι οφείλουμε να κάνουμε ως γονείς και αυτό κάναμε. Είχαμε αποφασίσει πως δεν θέλαμε να νιώσουμε ποτέ τύψεις ότι δεν της δώσαμε κάτι που χρειαζόταν, για να τη βοηθήσουμε να φτάσει εκεί που θέλει. Πολλές φορές, ως γονιός λες «αχ να έκανα αυτό ή εκείνο». Όπως ισχύει και στον αθλητισμό, νικητής είναι αυτός που κάνει τα λιγότερα λάθη. Λάθη θα κάνεις, αλλά πρέπει να φροντίζεις να είναι τα λιγότερα».
Για να επιτύχεις, χρειάζεται και κάτι ακόμα: «Να είσαι άριστη παίκτρια, αλλά και να έχεις μια άρτια προσωπικότητα που να μπορεί να αντιμετωπίζει πάσης φύσεως απρόοπτο. Να πιστεύεις στον εαυτό σου και να είσαι υπερήφανη», ποιότητες που είχε η Αγγελική και από ό,τι αποδεικνύεται έχει και η Μαρία, η οποία μάλιστα δήλωσε «είμαι από την Σπάρτη -ο πατέρας μου γεννήθηκε εκεί- οπότε έχω μια Σπαρτιάτισσα μέσα μου και ενδεχομένως για αυτό δίνω τη ψυχή μου, έως τον τελευταίο πόντο. Ξέρω να μάχομαι και τρέχω για κάθε πόντο. Εκτός των γηπέδων, χαμογελάω διαρκώς. Αυτή είναι η ουσία: είμαι ένας χαρούμενος άνθρωπος που είναι πάντα αισιόδοξος» και η μητέρα της έχει παίξει μεγάλο ρόλο ως προς αυτό «γιατί ποτέ δεν με ρώτησε “γιατί έχασες;” όπως ρωτούν πολλοί άλλοι γονείς τα παιδιά τους. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, είναι υπερήφανη για εμένα, όταν κάνω αυτό που πρέπει. Είναι πάντα δίπλα μου και πάντα μου λέει να το διασκεδάζεις. Αυτό σου αρέσει να κάνεις, οπότε διασκέδασε το».
Η Αγγελική, που γνωρίζει καλά πως η Μαρία θα πρέπει να πάει κόντρα στα προγνωστικά, καταλήγει στο ότι «αυτή τη στιγμή, το τένις είναι το επάγγελμα της Μαρίας. Είναι πολύ τυχερή, γιατί έκανε το πάθος της επάγγελμα. Ελπίζω για δέκα χρόνια να μπορέσει να παίζει και να διασκεδάζει. Τώρα είναι πολύ χαρούμενη και έχει ως επόμενο στόχο το όριο των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά και να μπει στο main draw του Roland Garros. Έχει δουλειά μπροστά της. Για την ακρίβεια, τώρα αρχίζει η δουλειά». Κάπως έτσι είχε ολοκληρωθεί εκείνη η συζήτηση, προ πενταετίας. Μπορείς να πεις ότι η Αγγελική Κανελλοπούλου ήξερε από τότε όσα μάθαμε όλοι οι άλλοι τα τελευταία χρόνια και δη τις τελευταίες ημέρες.