AP Photo / File
ΙΣΤΟΡΙΑ

Η θεωρία ότι ο Σπύρος Λούης δεν κέρδισε ποτέ τον πρώτο μαραθώνιο της Αθήνας

Πώς ένας άσημος νερουλάς από το Μαρούσι κατάφερε να κερδίσει το μεγάλο φαβορί και γιατί υπάρχουν αρκετοί ερευνητές οι οποίοι θεωρούν «κάλπικη» τη νίκη του.
Ο Χαρίλαος Βασιλάκος μπαίνει στο κατάμεστο και πλήρως ανακαινισμένο Παναθηναϊκό Στάδιο κατάκοπος. Το πλήθος αρχίζει να τον επευφημεί. Τερματίζει, σηκώνει τα χέρια ψηλά και πέφτει στο πάτωμα από την κούραση. 

Μετά από μερικά λεπτά σηκώνεται και πανηγυρίζει, μιας και θεωρεί πως είναι ο μεγάλος νικητής του πρώτου μαραθωνίου της Αθήνας, στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, το 1896. Εκείνη τη στιγμή τον προσεγγίζει ένας άνθρωπος του αγώνα και τον ενημερώνει πως έχει βγει δεύτερος, καθώς πρώτος είναι ο Σπύρος Λούης.

Εκείνος σοκάρεται. «Δεύτερος; Μα δεν με προσπέρασε κανείς». Αφότου συνέρχεται, πηγαίνει στα αποδυτήρια, με σκοπό να βρει τον νικητή του αγώνα και χρυσό ολυμπιονίκη και να του ζητήσει τον λόγο.

«Όταν πήγα στα αποδυτήρια, πήγα αμέσως και βρήκα τον Λούη. Του είπα ότι αυτό που έκανε ήταν άτιμο. Επειδή, όμως, δεν θέλω να αμαυρώσω την ημέρα, ούτε να χαλάσω τους πανηγυρισμούς που γίνονται έξω, δεν θα κάνω ένσταση. Εσένα ας σε κρίνει ο Θεός».

Αυτά είναι τα λόγια του Χαρίλαου Βασιλάκου, έτσι όπως καταγράφηκαν στο βιβλίο του Donald George McPhail, με τίτλο «Ο Χαρίλαος Βασιλάκος και η αμφιλεγόμενη πρωτιά του Σπύρου Λούη», στο οποίο παρουσιάζεται ολόκληρο το χρονικό της υπόθεσης από την αρχή έως το τέλος του πρώτου μαραθωνίου.

Οι προκριματικοί αγώνες και ο Σπύρος Λούης που μπήκε από το παράθυρο


Eurokinissi / Γραφείο Τύπου Υπ. Πολιτισμού

Ο μαραθώνιος ήταν ένα από τα πρώτα αγωνίσματα του στίβου που προστέθηκε στον καλεντάρι των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, πιο πολύ για συμβολικούς λόγους, μιας και η ιστορία του Φειδιππίδη, του δρομέα ο οποίος πέθανε από την εξάντληση μετά την ανακοίνωση του «Νενικήκαμεν» στους Αθηναίους, είναι γνωστή σ’ όλο τον κόσμο.

Οι αθλητές που έλαβαν χώρα σ’ αυτόν ήταν ως επί το πλείστον Έλληνες, ενώ οι μόνοι ξένοι οι οποίοι έφτασαν ως την Ελλάδα για τον αγώνα, ήταν ερασιτέχνες δρομείς. Άνθρωποι, δηλαδή, που επεδίωκαν την περιπέτεια.

Για να οριστεί, όμως, ποιοι θα είναι οι Έλληνες δρομείς που θα κυνηγήσουν ένα μετάλλιο, έναν μήνα πριν από τον ιστορικό μαραθώνιο, διεξάγεται προκριματικός αγώνας. Πρώτος βγαίνει ο Χαρίλαος Βασιλάκος με χρόνο 3:17:00 και δέχεται συγχαρητήριες επιστολές από όλους τους πολιτικούς της εποχής.

Ο Σπύρος Λούης τελειώνει τον αγώνα με χρόνο 3:18:17. Ο χρόνος αυτός δεν του εξασφαλίζει την πρόκριση στον μαραθώνιο των Ολυμπιακών Αγώνων, ωστόσο, ύστερα από παρέμβαση του ταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλου, ο Μαρουσιώτης δρομέας κατεβαίνει κανονικά στον αγώνα.

Όπως ανέφερε μεταξύ άλλων, η εφημερίδα Καθημερινή της 31ης Μαρτίου 1996: «Ορντινάντσα του ταγματάρχη Παπαδιαμαντοπούλου, γρήγορα έγινε διάσημος στο στρατόπεδο για την επίδοσή του στο περπάτημα», «αφέτης ο παλιός του γνώριμος Παπαδιαμαντόπουλος», «ενώ ούτε πριν, ούτε μετά απ’ αυτόν είχε ασχοληθεί με τον αθλητισμό».

Η ώρα του μεγάλου αγώνα


Γεωργία Παναγοπούλου / Eurokinissi

Φτάνουμε στην Παρασκευή 29 Μαρτίου 1896, την πέμπτη ημέρα των θερινών Ολυμπιακών, κατά την οποία πρόκειται να πραγματοποιηθεί ο ιστορικός μαραθώνιος. Όλοι οι αθλητές είναι συγκεντρωμένοι στο παλιό γεφυράκι στην περιοχή που λεγόταν Μπέη, στην είσοδο του χωριού Μαραθώνα.

Στο σημείο εκκίνησης, μάλιστα, υπήρχε μια πέτρινη βάση που ανέγραφε ΣΤ40, σημειώνοντας τα 40 χιλιόμετρα της μαραθώνιας διαδρομής. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα, ο αφέτης του αγώνα, Γεώργιος Παπαδιαμαντόπουλος, έβγαλε έναν μικρό αλλά πύρινο λόγο μόνο στους Έλληνες αθλητές.

«Παιδιά, συλλογιστείτε την πατρίδα σας, συλλογιστείτε ότι η ελληνική σημαία αναμένει έρπουσα προ του ιστού του Σταδίου. Τιμήσατέ την εντίμως και ως εμπρέπει εις Έλληνας συναγωνιζομένους. Από εμάς τους στρατιωτικούς, ζητεί το αίμα μας η πατρίς μας, από εσάς ζητεί η σημαία μας να την τιμήσετε».

Ο αγώνας ξεκινά και, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα των εφημερίδων, παρά τα βελτιωτικά έργα, ο δρόμος παραμένει ακατάλληλος για αγώνα. Ένας Γερμανός δημοσιογράφος έγραψε χαρακτηριστικά: «Ο δρόμος περνά από βουνά και κοιλάδες, έχει πέτρες και σκόνη, ανεβαίνει για χιλιόμετρα στα βουνά».

Η μεγάλη ανατροπή του Σπύρου Λούη


Κώστας Κατωμέρης / Eurokinissi

Ο κλασικός μαραθώνιος της Αθήνας παραμένει, πράγματι, ως σήμερα ένας από τους πιο δύσκολους αγώνες στον κόσμο, με αρκετά ανηφορικά σημεία. Αυτό δεν το αντιλήφθηκαν οι ξένοι δρομείς οι οποίοι ξεκινούν πολύ δυνατά τον αγώνα, αλλά μέχρι τα πρώτα 10 χιλιόμετρα τα έχουν παρατήσει σχεδόν όλοι.

Στις πρώτες θέσεις βρίσκεται σταθερά ο Χαρίλαος Βασιλάκος, ενώ ο Σπύρος Λούης βρίσκεται αρκετά πιο πίσω. Η εικόνα αυτή, όμως, αλλάζει στο 34ο χιλιόμετρο του αγώνα, όταν ο δρομέας από το Μαρούσι φτάνει πρώτος στους Αμπελόκηπους.

Πώς γίνεται, όμως, να καταφέρει μέσα σε δέκα μόλις χιλιόμετρα να καλύψει τόσα χιλιόμετρα και να βρεθεί πρώτος με διαφορά κιόλας; Κανείς δεν μπορεί να δώσει μια σαφή απάντηση, μιας και δεν υπήρχαν κριτές ή παρατηρητές και στα 40 χιλιόμετρα του αγώνα. Μην ξεχνά κανείς πως η Αθήνα και ιδιαίτερα τα προάστιά της εκείνη την περίοδο ήταν αγροτικές περιοχές, ➕ δεν θύμιζαν σε τίποτα τη σημερινή μεγαλούπολη.

Ο Σπύρος Λούης φτάνει ξεκούραστος στον τερματισμό και το κοινό ξεσηκώνεται. Ένας άσημος νερουλάς από το Μαρούσι είχε μόλις γίνει χρυσός ολυμπιονίκης. Τελειώνει τον αγώνα με χρόνο 2:58:50, ενάμιση χιλιόμετρο μακριά από τον Βασιλάκο.

Αυτός ο χρόνος είναι πρωτόγνωρος για τον ίδιο, καθώς σε κανέναν άλλον αγώνα δεν είχε καταφέρει να κάνει καλύτερο χρόνο από τον Βασιλάκο.

Η ζωή του Σπύρου Λούη μετά τον μαραθώνιο

Ο Σπύρος Λούης, μέσα σε μερικά λεπτά, γίνεται εθνικός ήρωας και κανείς δεν ερευνά το θέμα περαιτέρω. Ποιος, άραγε, θα μπορούσε να χαλάσει τη γιορτή που είχε μόλις στηθεί;

Αυτός ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος αγώνας στον οποίο λαμβάνει μέρος ο ίδιος. Μετά τη νίκη του κάνει ήρεμη ζωή και εργάζεται ως αγρότης και αργότερα ως τοπικός αστυνομικός.

Πεθαίνει στις 26 Μαρτίου 1940, λίγους μήνες πριν από τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, σε ηλικία 67 ετών.

Μία από τις τελευταίες δημόσιες εμφανίσεις του γίνεται το 1936, όταν προσκλήθηκε ως επίτιμος φιλοξενούμενος από τους διοργανωτές των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 1936, που διοργανώθηκαν στο Βερολίνο.

Σ’ ένα από τα φωτογραφικά στιγμιότυπα που διασωθεί ως σήμερα φαίνεται να δίνει ένα κλαδί ελιάς στον Αδόλφο Χίτλερ. Φυσικά, αυτό δε σημαίνει τίποτα, καθώς όλοι οι αθλητές που βρέθηκαν εκεί ήταν υποχρεωμένοι να χαιρετίσουν τον Φύρερ – ο τελευταίος, μάλιστα, βρέθηκε σε δύσκολη θέση όταν χρειάστηκε να συγχαρεί τον Αφροαμερικανό Jesse Owens για τις νίκες του.

Όσο για την έκφραση «έγινε Λούης»; Χρησιμοποιείται ακόμη ως σήμερα και λέγεται για κάποιον που εξαφανίζεται τρέχοντας γρήγορα.

 

Update 13/1/22

O Σύλλογος Αθμονέων, με αφορμή το παρόν δημοσίευμα μας απέστειλε μία επιστολή – διαμαρτυρία την οποία και δημοσιεύουμε αυτούσια.

Με μεγάλη μας έκπληξη διαβάσαμε ένα ακόμα δημοσίευμα, στον ιστότοπο «oneman» αυτή την φορά, που αναφέρεται στον Χαρίλαο Βασιλάκο, στον Σπύρο Λούη και στα γεγονότα των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 1896 και αναπαράγει μια ανυπόστατη και ψευδή θεωρία ότι δήθεν ο Σπύρος Λούης δεν κέρδισε ποτέ τον πρώτο μαραθώνιο της Αθήνας. Μια θεωρία που προσβάλει το Ολυμπιακό Ιδεώδες, τον Ελληνικό αθλητισμό, τον Ελληνικό πολιτισμό, την πόλη του Αμαρουσίου και τους κατοίκους της.

Μεταξύ άλλων, το εν λόγω δημοσίευμα, χωρίς να εξακριβώνει το αληθές του περιεχομένου της «θεωρίας» παρουσιάζει, παντελώς άστοχα και άκομψα, ως αληθή συγκεκριμένα
παντελώς ψευδή και συκοφαντικά γεγονότα του χρονικού της υπόθεσης εκείνης της περιόδου. Είναι αδύνατο να εξακριβωθεί η εν λόγω θεωρία καθώς όλα τα στοιχεία βασίζονται σε εικασίες και υποθέσεις εργασίας. Τα γεγονότα πρέπει να ξετυλίγονται χωρίς φόβο και πάθος αλλά πάντα να βασίζονται σε αδιάσειστα στοιχεία και αυταπόδεικτες αποδείξεις.

Προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης λοιπόν, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε ότι από τ’ αρχεία των εφημερίδων των ημερών εκείνων, ιδιαίτερα της 30ης Μαρτίου, δηλαδή της επομένης
του Μαραθωνίου, όπου όλες σχεδόν έχουν την περιγραφή του, δεν προκύπτει ο ισχυρισμός ότι ο Λούης «έκλεψε τη νίκη». Σ’ όλη τη διαδρομή υπήρχαν έφιπποι επόπτες για κάθε
δρομέα και άμαξες που συνόδευαν του δρομείς. «Τους δρομείς παρηκολούθουν ποδηλατισταί, αξιωματικοί και στρατιώται έφιπποι επιτηρούντες την πορείαν των, κατ΄ αποστάσεις δε άμαξαι μετά ιατρών και των αναγκαίων προχείρων φαρμάκων προς περίθαλψιν των εξαντλουμένων».
Εκτός των άλλων, υπήρχαν και σημεία που χρησίμευαν ως μικροί σταθμοί ανά πέντε χιλιόμετρα καθώς και ο πρώτος σταθμός για ανάπαυλα στο Πικέρμι, στο «χάνι» και το πέρασμα από το Χαρβάτι. Επίσης, οι ξένοι δρομείς είχαν τους δικούς τους υποστηρικτές (συνοδούς). Ο Γάλλος Lermusiaux είχε τον ποδηλάτη Alphonse Grishel και τον Flaman. Ο Αυστραλός Flack είχε σκιά του τον Brougthon εκπρόσωπο της πρεσβείας και τον ποδηλάτη Keeping. Δίπλα στον Blake ποδηλατούσε ο γιός του πρέσβη. Σ’ όλη τη διαδρομή κινείτο ο Γερμανός Anton Goedrich κατασκευαστής και έμπορος ποδηλάτων.

Αναλυτική περιγραφή των όσων διαδραματίστηκαν μας δίνει και ο δημοσιογράφος Σπύρος Δάσιος, που με ποδήλατο κάλυψε όλη τη διαδρομή και ως πραγματικός αθλητικός συντάκτης κατέγραψε το γεγονός, αποτυπώνοντάς το στο φύλλο της «Ακροπόλεως». Στην εξαιρετική αυτή περιγραφή ο Δάσιος μας δίνει και τους ενδιάμεσους χρόνους των δρομέων, όταν αυτοί έφθασαν στο Χαρβάτι, σημερινή Παλλήνη. Από τους χρόνους φαίνεται ότι ο Βασιλάκος έφθασε στις 4 παρά 19΄ και ο Λούης στις 4 παρά 18 1/2΄. Στο πέρασμά τους από το Χαρβάτι η όποια διαφορά των δύο δρομέων είχε σχεδόν εκμηδενιστεί.

Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολλά και εύλογα: Γιατί ο Λούης δεν έγινε αντιληπτός από τους άλλους αφού σύμφωνα με την θεωρία «έκλεψε» ; Που στηρίζεται η θεωρία ότι κάποιος ή κάποιοι πήραν τον Λούη και τον «προώθησαν» προσπερνώντας τον Βασιλάκο; Πως γίνεται , ενώ ζουν ο Λούης και ο Βασιλάκος, κανείς να μην αγγίζει και ανακινεί το θέμα
εξαπάτησης και κλοπής; Σύμφωνα με το βιβλίο του Donald George McPhail, με τίτλο «Ο Χαρίλαος Βασιλάκος και η αμφιλεγόμενη πρωτιά του Σπύρου Λούη», ο Χαρίλαος Βασιλάκος, ο επίσημα δεύτερος νικητής, φέρεται να εξεπλάγη με τη νίκη του Σπύρου Λούη, καθώς δεν τον είδε να τον προσπερνάει ωστόσο ουδέποτε εξέφρασε τις αντιρρήσεις του δημόσια.

Ο ίδιος ο Βασιλάκος σε σχετική ερώτηση για την περίφημη εκείνη κούρσα απάντησε λακωνικά: «Όλα κύλησαν φυσιολογικά στον αγώνα». Ο Χαρίλαος Βασιλάκος ποτέ δεν κατηγόρησε κανέναν ούτε καν κάποιος από τους συγγενείς του αργότερα. Ως εκ τούτου, το εν λόγω άρθρο συνιστά προσβολή της ιστορίας του αθλητισμού, των Ολυμπιακών αγώνων, της πόλης του Αμαρουσίου και των κατοίκων της. Ο Έλληνας Σπύρος Λούης στέφθηκε ως ο πρώτος Ολυμπιονίκης μαραθωνοδρόμος και τιμήθηκε ως εθνικός ήρωας, μένοντας έτσι για πάντα στην εθνική και παγκόσμια ιστορία. Στο Μόναχο, ονόμασαν προς τιμήν του τη λεωφόρο που περνά μπροστά από το Ολυμπιακό Πάρκο (Spiridon-Louis-Ring) ενώ στον δήμο Κάσεϊ της Μελβούρνης ανεγέρθη άγαλμά του στο προάστιο Μπέργουικ.

Ο Σπύρος Λούης υπήρξε ο πρώτος χρυσός Ολυμπιονίκης στοn Μαραθώνιο δρόμο στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες οι οποίοι διεξήχθησαν στην Αθήνα το Μάρτιο
του 1896. Γεννήθηκε στο Μαρούσι στις 12 Ιανουαρίου 1872, από φτωχή αγροτική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν νερουλάς και ο Σπύρος τον βοηθούσε κουβαλώντας το νερό στην άνυδρη τότε Αθήνα.. Δεν είχε καμία σχέση με τον αθλητισμό, αλλά κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας ξεχώριζε για την αντοχή και την ταχύτητά του. Η αδιαμφισβήτητη αλήθεια είναι απλή: O Μαρουσιώτης δρομέας ήταν ένας απλός και σεμνός άνθρωπος που έβαλε έναν μεγάλο στόχο και τα κατάφερε, κάνοντας υπερήφανη ολόκληρη τη χώρα του, χωρίς ποτέ να ζητήσει κανένα αντάλλαγμα.

Η Ελλάδα έχει κληρονομήσει ένα βαρύ πολιτιστικό φορτίο και ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός αποτελεί κληροδότη βαθιών ιστορικών, πολιτισμικών και αθλητικών αξιών. Κληροδότησε το ολυμπιακό πνεύμα και το αθλητικό ιδεώδες, αναμφίβολα από τα πιο πολύτιμα κειμήλια της χώρας μας. Η πνευματική διάσταση των Ολυμπιακών Αγώνων εμπεριέχει την αθλητική, κοινωνική και ηθική αγωγή των νέων σε όλο τον κόσμο. Η γενικότερη φιλοσοφία του Ολυμπισμού στηρίζεται στις αρχές της ανοχής, της ειρήνης, του ευ αγωνίζεσθαι και της ευγενούς άμιλλας με σκοπό τη δημιουργία μιας ειρηνικής κοινωνίας με λιγότερη βία και ανταγωνισμό. Ο αθλητισμός ως ιδεώδες κοινωνικοποιεί και συνδέει με δεσμούς φιλίας τους συναγωνιζόμενους, τους συνηθίζει στην αναγνώριση της αξίας των αντιπάλων και στην ανάπτυξη του σεβασμού. Ας σεβαστούμε λοιπόν τη μνήμη τόσο του Σπύρου Λούη όσο και του Χαρίλαου Βασιλάκου, δύο κορυφαίων μορφών Ελλήνων αθλητών των Ολυμπιακών Αγώνων. 126 χρόνια μετά, η προσπάθεια σπίλωσης και αμφισβήτησης της νίκης του πρώτου δεν δικαιώνει τον δεύτερο και αμαυρώνει τη χώρα που γέννησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και διαμόρφωσε το Ολυμπιακό κίνημα.

Exit mobile version