Eurokinissi
ΑΘΛΗΤΙΚΑ

Η τρίτη ευκαιρία του Rúben Semedo

Μεγάλωσε σε μια από τις πιο δύσκολες γειτονιές της Πορτογαλίας, συνελήφθη τρεις φορές στην Ισπανία, ομολόγησε την ενοχή του για σειρά αδικημάτων σε μια ζωή που μοιάζει με διαρκή περιπέτεια.

Ο καλύτερος στόπερ του Ολυμπιακού, ο παίκτης που όρισε τις εξελίξεις στην πορεία των «ερυθρολεύκων» έως τους 16 του UEFA Europa League και έως το +14 από το δεύτερο της βαθμολογίας της SuperLeague, δυο αγωνιστικές πριν την ολοκλήρωση της κανονικής περιόδου για τη σεζόν 2020-21 υποχρεούται να παρακολουθήσει την πιο κομβική φάση της σεζόν από τον πάγκο.

Οι ενοχλήσεις που ένιωσε ο Rúben Semedo, κατά τη συμμετοχή του στον αγώνα με το Βόλο (Δευτέρα 1/3), πριν γίνει αναγκαστική αλλαγή στο 39ο λεπτό, τον οδήγησαν στο μαγνητογράφο, με τους γιατρούς να ενημερώνουν πως υπέστη ρήξη έσω πλαγίου συνδέσμου, στο αριστερό γόνατο και ότι δεν θα μπορεί να εργαστεί για τουλάχιστον έξι εβδομάδες. Δεν θα υποβληθεί σε αρθροσκόπηση. Θα επικεντρώσει σε θεραπείες και ενδυνάμωση.

Τι χάνει (ουσιαστικά) ο Ολυμπιακός με την απουσία του Σεμέδο

Όπως εξηγεί ο Γιώργος Περπερίδης, συντάκτης του Contra και γνώστης του σπορ που λέγεται ποδόσφαιρο «ο Ολυμπιακός χάνει τον καλύτερο του στόπερ πριν τη δεύτερη αγωνιστική για τα προημιτελικά του Κυπέλλου Ελλάδος με τον Άρη (Πέμπτη 4/3), τα δυο τελευταία παιχνίδια της κανονικής διάρκειας της SuperLeague, με Λαμία (7/3) και ΑΕΛ (14/3) και τα δύο ματς με την Άρσεναλ (11 και 18 Μαρτίου) για τους 16 του UEFA Europa League. Συν το γεγονός πως μετά την παραχώρηση του Cissé στην Σεντ Ετιέν τον περασμένο Γενάρη, ουσιαστικά μένει με δύο στόπερ: τους Παπασταθόπουλο και Ba. Αυτό ισχύει δεδομένου ότι ο Αβραάμ επιστρέφει από τραυματισμό σε μια εβδομάδα, αλλά ούτως ή άλλως λογίζεται ως λύση ανάγκης. Λογικά αν ο Martins χρειαστεί έξτρα λύση στους στόπερ, θα πάρει μετάθεση εκεί ο Holebas, ο οποίος είναι αριστερός μπακ, αλλά χρησιμοποιήθηκε ως στόπερ σε κάποια από τα ματς που είχε παίξει με τη Watford.

Αυτό δεν είναι το πρώτο πρόβλημα που αντιμετωπίζει στη ζωή του ο 26χρονος Πορτογάλος. Και αν κρίνεις από το πώς έχει διαχειριστεί τα προηγούμενα, το επιτυχές της επιστροφής μπορεί να θεωρείται δεδομένο.

O Rúben Afonso Borges Semedo γεννήθηκε στις 4 Απριλίου του 1994, στην Αμαδόρα (10 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από το κέντρο της Λισσαβόνας), πόλη στην οποία ζουν οι περισσότεροι από κάθε άλλο δήμο της χώρας (180.000 άνθρωποι). Εκεί είναι και διάφορα αρχηγεία διεθνών επιχειρήσεων, όπως αυτά των ΙΚΕΑ και Siemens. Πίσω στον Semedo, η καταγωγή του είναι από το Πράσινο Ακρωτήρι. Το Bleacher Report φιλοξένησε τον Αύγουστο του 2018 έναν δημοσιογράφο που γνώριζε τον Semedo. Ο Sergio Pereira τον είχε συστήσει ως «άνθρωπο που δεν είχε απλή ζωή. Για αρχή, η γειτονιά στην οποία μεγάλωσε (Casal de Mira) δεν είναι για όλους. Θεωρείται πολύ δύσκολη». Ήταν χωματερή έως το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90, όταν άρχισαν να φτιάχνουν εκεί καταλύματα («παράνομα σπίτια») φτωχές οικογένειες που δεν είχαν τη δυνατότητα να ζήσουν σε άλλη περιοχή. Ήταν κυρίως οικογένειες που είχαν μεταναστεύσει από την Αφρική και πιο συγκεκριμένα, το Πράσινο Ακρωτήρι, τη Γουινέα, τη Μοζαμβίκη και την Αγκόλα. Ήταν και το μέρος που έκανε επιδρομές κάθε μέρα η αστυνομία.

Ο Pereira είχε εξηγήσει ότι «ο πατέρας του Rúben ήταν στη φυλακή. Μεγάλωσε με τη μητέρα του και την αδελφή του. Η μητέρα του ξυπνούσε κάθε μέρα στις 4 τα ξημερώματα, για να φύγει για τη δουλειά. Άρα τις περισσότερες ώρες της ημέρας, εκείνος ήταν μόνος. Την έβγαζε στους δρόμους, με τους φίλους του, παίζοντας ποδόσφαιρο. Όσοι τον ξέρουν από μικρό λένε πως ήταν ένα καλό παιδί που άλλαζε άρδην προς το χειρότερο, συμπεριφορά όταν συναντιόταν με την παρέα του».

Όσο έπαιζε ποδόσφαιρο, δεν καταλάβαινε πώς περνούσε η ώρα. Μόνο που κάποια στιγμή οι φίλοι του έφευγαν, για να επιστρέψουν σπίτι τους. Εκείνος δεν είχε πού να πάει, αφού δεν ήθελε να είναι μόνος. Συνηθέστερα κοιμόταν στο σαλόνι κάποιου από την παρέα. Και κάπως έτσι κυλούσαν οι μέρες και οι μήνες. Παρεμπιπτόντως, δεν είχε απάντηση στο ερώτημα «τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις».

Είχε καταλάβει πως διασκέδαζε παίζοντας ποδόσφαιρο και για αυτό όταν ήταν 9 (2006) ακολούθησε τους φίλους του, στο σύλλογο Sport Grupo Sacavenense. Ήταν 17 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του, στην άλλη άκρη της πόλης. Ο θείος του, Bruno Correia είχε διευκρινίσει ότι «δεν τον πιέσαμε να κάνει κάτι. Εκείνος είχε αποφασίσει να κάνει κάτι που ήθελε».

Τέσσερα χρόνια μετά τον ζήτησε η Μπενφίκα. Ο προπονητής της -χαϊδευτικά- Fofó, Pedro Santos είχε τηλεφωνήσει στον κόουτς της Σπόρτινγκ, Luis Diaz για να του πει ότι είχε να του προτείνει έναν νεαρό. Παρεμπιπτόντως, η ομάδα του Semedo είχε χάσει 8-0. «Παρ’ όλα αυτά τον χαρακτήρισε ως τον καλύτερο παίκτη του γηπέδου, μολονότι ήταν ο μικρότερος σε ηλικία εξ όσων έπαιξαν. Ο Santos μου είχε πει ότι δεν θα μου έδινε το όνομα, ούτε τη θέση στην οποία αγωνίζεται, καταλήγοντας στο ότι θα καταλάβαινα ποιον εννοεί, μόλις τον έβλεπα». Αυτό και έγινε, με τον Diaz να παίρνει στην Σπόρτινγκ τον Semedo, το 2013. Από μέσος έγινε σέντερ φορ. «Ήταν κάτι που προέκυψε από τις ανάγκες που είχαμε. Ο Eric Dier είχε φύγει για τη δεύτερη ομάδα της Έβερτον, ο Tobias Figueiredo ήταν εκτός με τραυματισμό -θα επέστρεφε έξι μήνες μετά- και ο Tiago Gori επίσης είχε φύγει. Χρειαζόμασταν κάποιον να καλύψει το κενό, εκ των έσω». Ήταν ο άνθρωπος μας. «Προφανώς και ήταν άπειρος, χρειαζόταν πολύ δουλειά, αλλά είχε το ποδόσφαιρο του δρόμου μέσα του. Ήταν πολύ δυνατός στις μονομαχίες».

Έκανε την πρώτη εμφάνιση στην πρώτη ομάδα του συλλόγου, στις 11/8 του 2013, στο παιχνίδι προετοιμασίας με τη Φιορεντίνα. Όχι μόνο έπαιξε, αλλά σκόραρε, στο παιχνίδι που είχε τηλεοπτική μετάδοση. Έγινε το πρόσωπο του αγώνα. Την αγωνιστική περίοδο 2015-16 αύξησε τις συμμετοχές με την πρώτη ομάδα, με τον Jorge Jesus να τον χαρακτηρίζει ως «το μέλλον της εθνικής στη θέση των κεντρικών αμυντικών». Είχε ήδη συγκριθεί με τον Rio Ferdinand και τον Pepe, ως προς το επίπεδο ανταγωνισμού, την ταχύτητα και το παιχνίδι στον αέρα.

Για να κερδίσει εμπειρίες (να γράψει χιλιόμετρα το κοντέρ του) η Σπόρτινγκ τον δάνεισε στη Σετουμπάλ (2015-16). Μεταξύ άλλων, αποβλήθηκε δυο φορές πριν γυρίσει στα λιοντάρια, γιατί πάλι υπήρχε λειψανδρία.

Τον Φλεβάρη του 2016 έζησε την πρώτη συμμετοχή σε ευρωπαϊκούς αγώνες (εναντίον της Λεβερκούζεν, στη φάση των 32 του UEFA Europa League). Στις 9 Μαρτίου πήρε επέκταση συμβολαίου, έως το 2022. Ως ρήτρα αποδέσμευσης γράφτηκε το ποσό των 45.000.000 ευρώ. Όλα φαίνονταν να είχαν πάρει το δρόμο τους, καθώς δεν ήταν μόνος. Ζούσε με την σύντροφο του και την κόρη του, Estella.

Στις αρχές του Ιουνίου, του 2017 η Σπόρτινγκ τον πούλησε στην ισπανική Βιγιαρεάλ για 14 εκατ. ευρώ. Τη μετακόμιση την έκανε μόνος, καθώς είχε χωρίσει. Για να μην πάθει πολιτισμικό σοκ (από όλα τα διαφορετικά, στα οποία έπρεπε να προσαρμοστεί) τον ακολούθησαν ένας εξάδελφος και ένας φίλος.

Η Βιγιαρεάλ είχε αποκτήσει ήδη το όνομα του συλλόγου που έφτιαχνε παίκτες και μετά τους προωθούσε στην πρώτη ομάδα και για αυτό υπήρχε έντονο το γιατί του εξόδου που είχε κάνει. Στην επίσημη ανακοίνωση του Semedo, αναφέρθηκε ότι  «πρόκειται για έναν από τους πιο πολλά υποσχόμενους σέντερ μπακ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Ένας εξαιρετικός αμυντικός, με μεγάλη φυσική δύναμη, ταχύτητα και πολύ δυνατός στο ψηλό παιχνίδι». Ήξεραν και ότι δεν είναι σπιτόγατος.

Οι τραυματισμοί, οι συλλήψεις και η φυλάκιση

Rúben Semedo Juan Manuel Serrano Arce/Getty Images

Στα τέλη του Σεπτέμβρη του 2019, άλλαξε ο προπονητής της ομάδας. Ο νέος (Javier Calleja) δεν ήθελε τον Semedo, ο οποίος ακολούθως αντιμετώπισε σειρά τραυματισμών, συνδυάστηκαν με την πτωτική τάση της ψυχολογίας του (δεν συμπαθούσε κανέναν συμπαίκτη του) πριν μπει στο χειρουργείο το Δεκέμβριο. Όπως αποκαλύφθηκε στην πορεία, οι άνθρωποι που τον συνόδευσαν στο ταξίδι από την Πορτογαλία δεν ήθελαν ακριβώς το καλό του.

Στις 29/10 του 2017 ο Semedo συνελήφθη έπειτα από καταγγελία γυναίκας που υποστήριξε ότι είχε δεχθεί επίθεση με σπασμένο μπουκάλι, από τον ποδοσφαιριστή. Είχαν προηγηθεί προτάσεις σεξουαλικής φύσεως, τις οποίες εκείνη απέρριψε. Στις 19/11 ανακρίθηκε από την αστυνομία, ως ύποπτος για επίθεση -υπό την απειλή όπλου- σε υπάλληλο γνωστού nightclub της πόλης. Η έρευνα αποκάλυψε πως είχε εκνευριστεί καθώς του έλεγαν πως το club έχει κλείσει και πρέπει να φύγει, αλλά εκείνος ήθελε να μείνει κι άλλο. Οι αρχές έψαξαν το σπίτι του, το όπλο δεν το βρήκαν και τον άφησαν ελεύθερο να συνεχίσει τη ζωή του. Στις 20/2 του 2018 έκανε τρεις τις συλλήψεις. Αυτήν τη φορά στο κρατητήριο βρέθηκαν και ο εξάδελφος με τον φίλο του. Τι είχαν κάνει;

Είχαν επιτεθεί σε έναν άνδρα, τον απήγαγαν, τον μετέφεραν στο υπόγειο του σπιτιού του Semedo (το είχε μετατρέψει σε disco room) όπου τον έδεσαν σε μια καρέκλα, τον χτύπησαν με ρόπαλο του μπέιζμπολ, τον απείλησαν πως θα του κόψουν τα δάχτυλα, μετά πήραν τα κλειδιά του διαμερίσματος του, πήγαν σε αυτό πήραν -μεταξύ άλλων-24.000 ευρώ, ρολόγια, έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Ο δικηγόρος του Semedo είπε στο δικαστήριο πως ο πελάτης του ήταν θύμα οικονομικής απάτης.

Το θύμα είχε πει και ότι ο Semedo τον είχε πυροβολήσει δυο φορές, σε έναν πολυσύχναστο δρόμο της Βαλένθια. Αλλά αστόχησε. Το όπλο της επίθεσης βρέθηκε στο σπίτι του παίκτη, ωστόσο δεν αποδείχθηκε ότι του άνηκε.

Ο δικαστής απέρριψε το ενδεχόμενο αποφυλάκισης του Semedo με εγγύηση, αφού οι κατηγορίες (επίθεση, απειλές, παράνομη κράτηση, παράνομη κατοχή όπλου, ληστεία και απόπειρα δολοφονίας) ήταν πολλές και σοβαρές, ενώ είχε την οικονομική δυνατότητα να εξαφανιστεί. Πέρασε στη φυλακή 142 ημέρες, πριν αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση 30.000 ευρώ, στις 13/7. Στους όρους ήταν αυτός που του απαγόρευε να φύγει από τη χώρα ή να πλησιάσει το θύμα πιο κοντά από 300 μέτρα. Έπρεπε και να παρουσιάζεται μια φορά την εβδομάδα στο αστυνομικό τμήμα, έως τη δίκη. Δυο χρόνια αργότερα δεν είχε οριστεί.

Ενώ ήταν στο περίμενε κλήθηκε για πρώτη φορά από την εθνική ανδρών της Πορτογαλίας, για τα προκριματικά του UEFA Euro 2020, εναντίον του Λουξεμβούργου και της Ουκρανίας. Η πρώτη του εμφάνιση ήταν στις 7/10 του 2020, στο 0-0 με την Ισπανία, σε φιλικό αγώνα. H Iσπανία του απαγόρευσε το 2020 την είσοδο στη χώρα για μια οκταετία.

Δεν μπορεί να πάει στην Ισπανία έως το 2028

Με τον κίνδυνο να καταδικαστεί σε 15 1/2 χρόνια κάθειρξης, τον Ιούλιο του 2020 σπαραδέχθηκε τις κατηγορίες της απαγωγής, της ληστείας και της παράνομης κατοχής όπλου, πλήρωσε πρόστιμο 46.000 ευρώ και τον ενημέρωσαν πως εάν έφευγε από την Ισπανία, αφενός θα χρειαστεί άδεια για να βγει από τα σύνορα, αφετέρου δεν θα μπορεί να επιστρέψει έως το 2028.

Ομολόγησε σε συνέντευξη του στην A Bola ότι «είχα περάσει πολλά βράδια, κλαίγοντας, κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ μπροστά σε κανέναν. Πολλά ήταν και τα βράδια που δεν κοιμήθηκα, γιατί σκεφτόμουν πόσο υπέφερε η οικογένεια μου. Κατάλαβα ότι δεν αξίζει να περνάς το χρόνο σου με ανθρώπους που σε οδηγούν σε λάθος μονοπάτια. Είναι προτιμότερο να είσαι μαζί με αυτούς που αγαπάς. Τους δυο πρώτους μήνες ήταν σαν να μην περνούσε ο χρόνος. Δεν είχα την παραμικρή πληροφορία για το τι γινόταν έξω. Με τη μητέρα μου συμφωνήσαμε πως είχαμε επιλέξει λάθος δικηγόρους».

Ομολόγησε ότι πέρασε από το μυαλό του ότι δεν θα αγωνιστεί ξανά. «Στην αρχή μου έλεγαν ότι σε 1-2 εβδομάδες, όλα θα ‘χουν τελειώσει. Μετά το δεύτερο μήνα άρχισα να σκέφτομαι ότι υπάρχει το ενδεχόμενο να μην ξαναπαίξω ποδόσφαιρο».

H Oυέσκα του έδωσε τη δεύτερη ευκαιρία

Η Βιγιαρεάλ δεν τον πλήρωνε από τη σύλληψη του, τον Φλεβάρη έως το τέλος της δικαστικής περιπέτειας. Μια εβδομάδα αφότου ήταν ξανά ελεύθερος, η Ουέσκα τον ζήτησε ως δανεικό, για να τη βοηθήσει στην πρώτη της φορά στην ελίτ των κατηγοριών. Έκανε ντεμπούτο εναντίον της Εϊμπάρ, ακολούθησε η επίσκεψη στο Camp Nou και το ματς με την Μπαρτσελόνα και μετά 12 συνεχόμενες συμμετοχές, δεν ήταν καν στην αποστολή για τέσσερα ματς, με την Ουέσκα να ανακοινώνει στις 5/1 πως είχε λήξει ο δανεισμός του «καθώς δεν σεβάστηκε τις αρχές του συλλόγου μας, οι οποίες είναι για εμάς προτεραιότητα και δεν ταιριάζει στα πλάνα μας». Είχε υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα. Τι είχε κάνει; Μετά την ήττα από τη Σεβίλη αντί να γυρίσει σπίτι του, είχε πάει σε nightclub -απευθείας από το γήπεδο. Το συμβόλαιο με τη Βιγιαρεάλ ήταν ακόμα σε ισχύ, αλλά η ομάδα δεν τον ήθελε. Για αυτό τον παραχώρησε στην πορτογαλική Ρίο Άβε. Για να φύγει από την Ισπανία, χρειάστηκε η άδεια του δικαστή. Κάπου εκεί χρονικά, προέκυψε η πληροφορία πως ενδιαφέρεται για εκείνον ο Ολυμπιακός. Ξανά.

Η τρίτη ευκαιρία του Ολυμπιακού -που έγινε “third time’s a charm” και όχι το «τρίτη και φαρμακερή»

Η πρώτη φορά ήταν την περίοδο 2015-16, αλλά ήταν καλά εκεί όπου ήταν τότε. Αυτό δεν ίσχυε στη δεύτερη προσπάθεια των ερυθρολεύκων, τον Ιούνιο του 2019. Οι Πειραιώτες είχαν δώσει 4.500.000 ευρώ, για να τον πάρουν. Το συμβόλαιο ήταν τετραετούς διάρκειας, με τη Βιγιαρεάλ να κρατά το 20% του παίκτη, σε περίπτωση μεταπώλησης. Ο μισθός του προσδιορίστηκε στα 700.000 ευρώ το χρόνο. Ήταν το δεύτερο πιο ‘ακριβό’ του συλλόγου. Στην Ελλάδα ήλθε με τη σύντροφο του και τα δυο -πια- παιδιά του.

Σκόραρε το πρώτο γκολ στις 30/7, στο 4-0 επί της Βικτόρια Πλζεν, για το δεύτερο προκριματικό γύρο του UEFA Champions League. Σκόραρε και στην επόμενη φάση, με την Μπασακσεχίρ και το συνέχισε από εκεί. Στο τέλος της σεζόν 2019-20 είχε 45 παρουσίες σε όλες τις διοργανώσεις και 5 γκολ. Φέτος είχε 33 συμμετοχές και 1 γκολ, μέχρι τον τραυματισμό του. Το Νοέμβριο του 2020 είχε κυκλοφορήσει η πληροφορία πως ήταν στα θέλω της Λίβερπουλ και πως θα τον διεκδικούσε στο μεταγραφικό παράθυρο του Ιανουαρίου. Το buy out ήταν 20.000.000 ευρώ. Εκείνος είχε δηλώσει στην πορτογαλική O’ Jogo πως «είναι πολύ όμορφο να βλέπεις το όνομα σου, να συνδέεται με μια τόσο μεγάλη ομάδα. Θα δούμε τι θα γίνει». Η αγγλική Mirror διευκρίνιζε πως η πρωταθλήτρια Αγγλίας δεν διατίθετο να δώσει περισσότερα από 10.000.000 ευρώ.

Σημείωση: Η Λίβερπουλ δεν ήταν η πρώτη ομάδα που τον ήθελε. Είχε προηγηθεί η Μπενφίκα, που είχε προτείνει και αγορά, αλλά οι ερυθρόλευκοι απέρριψαν την πρόταση (οι Πορτογάλοι έδιναν 11.000.000 ευρώ) και έδωσαν στο Semedo συμβόλαιο έως το 2024, με αυξημένες απολαβές (1.200.000 ευρώ το χρόνο). Η ιστορία με τη Λίβερπουλ δεν προχώρησε, εκείνος συνέχισε να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και τις ευθύνες που του είχε αναθέσει ο Pedro Martins, ώσπου ήλθε το νέο πρόβλημα που τον βάζει στα πιτς -χωρίς να φαίνεται ικανό να τον “αναχαιτίσει” από το να κατακτήσει όσα επιθυμεί από την καριέρα του.